Ντέηνα Τζόια

Οι κακοδαιμονίες της ελληνικής κριτικής (Απάντηση στον Δημήτρη Αγγελή)

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο Δημήτρης Αγγελής δημοσίευσε τις προάλλες στο Φρέαρ ένα αξιοπρόσεκτο κείμενο. Εκεί, σε μια απόπειρα πολεμικής ασυνήθιστα διμέτωπης, βάζει στο στόχαστρό του αφ’ ενός μεν την ποίηση της πολιτικής στράτευσης («αριστερή μελαγχολία», την αποκαλεί υιοθετώντας τον όρο του Β. Λαμπρόπουλου), αφ’ ετέρου δε τον αποκαλούμενο νεοφορμαλισμό. Δεδομένου ότι της πρώτης δεν μνημονεύει –ή δεν υπαινίσσεται κατά τρόπο αναγνωρίσιμο– κανέναν συγκεκριμένο εκπρόσωπο, εύλογη μοιάζει η υπόθεση ότι η επίθεσή του προς εκείνη την πλευρά είναι μάλλον προσχηματική και ότι πραγματικός στόχος του είναι μονομέτωπα οι νεοφορμαλιστές, από τους οποίους αναφέρει ονομαστικά όχι λιγότερους από δώδεκα.[1]

Αποκάλεσα το κείμενο του Αγγελή αξιοπρόσεκτο. Δυστυχώς οφείλω αμέσως να προσθέσω: και ατυχές. Τα προβληματικά του σημεία είναι δύο ειδών. Αφ’ ενός μεν, πραγματικά λάθη, αστήρικτες δηλαδή αποφάνσεις και κρίσεις· αφ’ ετέρου δε, αποσιωπήσεις προσώπων και πραγμάτων γνωστών, τα οποία αν είχαν ληφθεί υπ’ όψιν καί στον αρθρογράφο θα επέτρεπαν να εξαγάγει συμπεράσματα ασφαλέστερα καί στους αναγνώστες του να μορφώσουν άποψη σφαιρική.

Δυο τρία λόγια προκαταρκτικά, ώστε αν μη τι άλλο να είναι σαφές –δεν είναι πάντα– για ποιο πράγμα μιλάμε. Νεοφορμαλιστές είθισται να αποκαλούμε τους ποιητές που τις τελευταίες δεκαετίες αναβίωσαν τον έμμετρο στίχο και τις παραδοσιακές αυστηρές μορφές. Παρότι αναντικατάστατος λόγω της χρησιμότητάς του, επισημαίνω εδώ ότι ο όρος είναι αμφιλεγόμενος. Όχι τόσο επειδή η επινοήτριά του τον δημιούργησε ως όρο κακόσημο, με σκοπό να επικρίνει το ρεύμα.[2] Όσο διότι οι περισσότεροι από τους ποιητές που χαρακτηρίζονται έτσι δεν τον αποδέχονται, είτε επειδή καλλιεργούν παράλληλα και τον ελεύθερο στίχο, είτε επειδή οι μεταξύ τους διαφορές είναι τέτοιες ώστε να θεωρούν –συχνά βασίμως– ότι η συνομάδωσή τους με κριτήριο αποκλειστικό τις μορφικές τους προτιμήσεις παραπλανά. (περισσότερα…)

Ντέηνα Τζόια, Χαϊδολογήματα της κριτικής

Για τα σημερινά περιοδικά της ποίησης, η κριτική δεν είναι μια ανιδιοτελής ματιά στα νέα βιβλία, αλλά διαφήμισή τους. Αρκετά συχνά, υπάρχουν πρόδηλες προσωπικές σχέσεις μεταξύ κρινόντων και κρινόμενων. Στη σπάνια περίπτωση που θα δημοσιευτεί κριτική αρνητική, αυτό θα γίνει στο πνεύμα μιας φατριαστικής αντίληψης, το απορριπτέο έργο θα ανήκει σε μια αισθητική κατεύθυνση την οποία το έντυπο έχει ήδη καταδικάσει. Ο άγραφος νόμος εδώ μοιάζει να είναι ο εξής: «Μην αιφνιδιάζεις, μην ενοχλείς τους αναγνώστες· δεν είναι παρά οι φίλοι και οι συνάδελφοι μας!»

dana gioia

Έχοντας εγκαταλείψει το δύσκολο έργο της αξιολόγησης, η ποιητική συντεχνία στην ουσία υποβαθμίζει την ίδια την τέχνη της. Με αναρρίθμητες νέες συλλογές κάθε χρόνο, η εποπτεία είναι αδύνατη, ο αναγνώστης επαφίεται στην ειλικρίνεια και την ετυμηγορία των κριτικών για να του προτείνουν τα καλύτερα βιβλία. Ωστόσο ο μεν μεγάλος Τύπος έχει εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό αυτή την αποστολή, ενώ τα εξειδικευμένα έντυπα δρουν τόσο υπερπροστατευτικά απέναντι στην ποίηση ώστε αποφεύγουν την αυστηρή κριτική. Ο Ρόμπερτ Μπλάυ περιέγραψε με ακρίβεια τον διαβρωτικό αντίκτυπο που έχουν αυτά τα χαϊδολογήματα της κριτικής:

«Βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα οξύμωρο: παρ’ όλο που σήμερα δημοσιεύεται περισσότερη κακή ποίηση από οποτεδήποτε άλλοτε στην αμερικανική ιστορία, οι περισσότερες κριτικές που γράφονται είναι ευνοϊκές. Οι κριτικοί διατείνονται: «Ποτέ δεν επιτίθεμαι σε κάτι κακό, η τύχη του είναι προδιαγεγραμμένη»… Όμως η χώρα είναι γεμάτη από νέους ποιητές κι αναγνώστες που βρίσκονται σε σύγχυση βλέποντας μετριότατα έργα να επικροτούνται ή, έστω, να βρίσκονται στο απυρόβλητο, σε σημείο που αμφιβάλλουν πλέον και για τη δική τους κρίση.»

DANA GIOIA, μετάφραση Έλενας Σταγκουράκη
Νέο Πλανόδιον, τχ. 2. (απόσπασμα)