της ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΓΙΩΤΗ
Νίκος Ερηνάκης
ακόμα βαφτιζόμαστε
Κείμενα 2022
Καταπιάνομαι με την ποιητική συλλογή ακόμα βαφτιζόμαστε του Νίκου Ερηνάκη και προσπαθώ να βρω ερείσματα ερμηνευτικής ισορροπίας προκειμένου ως αναγνώστρια να σταθώ στο ύψος των μάλλον περίπλοκων περιστάσεων.
Διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη (στο βασίλειο των αναγκών, σε ανεπιθύμητες αποικίες, στη μακρινή ακτή, στη χώρα των ζώντων), εύχομαι, προτού ξεκινήσω την ανάγνωσή μου, η διάρθρωση αυτή να αποτελεί μια ενιαία πορεία προς μία κατεύθυνση παρά μια ποικιλόμορφη παράθεση στιχουργικών στοχασμών. Μια ποιητική συλλογή έχει ανάγκη να συναπαρτίζεται από οργανικά μέρη, ειδάλλως δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη.
Ας δεχτούμε ότι, μετά την ανάγνωση, αυτό είναι σε κάποιο βαθμό διαπιστωμένο, αν και η νοηματική του δυσκολία υπονομεύει την καθολικότητα. Ο Ερηνάκης αφήνει «αφρόντιστη» τη μορφή των ποιημάτων του χρησιμοποιώντας για όλες τις ποιητικές συλλήψεις του το ίδιο ακριβώς μοτίβο των δίστιχων, τρίστιχων (ή μονόστιχων) στροφικών συνόλων. Οι στίχοι του τέμνονται συνήθως σε δύο –ας τα ονομάσουμε– ημιστίχια, που ολοκληρώνουν το νόημά τους με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσαν να παρατεθούν και σε έναν στίχο (π.χ. οι στίχοι «οτιδήποτε μη εκτεθειμένο/παραμένει εντυπωσιακό» θα μπορούσαν να είναι και ένας. Ομοίως: «αυτό που ήσουν όμως/δε θα συμβεί ξανά» ή «ζεις τη ζωή σου/σαν να ’ναι δική μου» κτλ.). Προσθέτω εδώ, μια και γίνεται λόγος για ποιητικό σημαίνον, ότι ο ελεύθερος στίχος κυριαρχεί, παρατιθέμενος συνήθως αριστερά (αν και στο κέντρο της σελίδας), απουσιάζει κατά κανόνα η στίξη (πέρα από την άνω στιγμή και την παύλα), κυριαρχεί η πεζολογία και ο στοχασμός, υπερτερεί η ονοματική φράση έναντι της ρηματικής, όλα τα γράμματα στα ποιήματα είναι πεζά (μικρογράμματη γραφή), ενώ οι τίτλοι είναι γραμμένοι με κεφαλαία (απορίας άξιο βέβαια γιατί στα περιεχόμενα των σελίδων 61-62 οι τίτλοι σημειώνονται επίσης με πεζά). Υιοθετεί, επομένως, για όλα τα ποιήματα μιαν ορισμένη μορφή, πράγμα που αφενός συντείνει στην ανάγνωση της συλλογής ως ολοκληρωμένου συνόλου, αφετέρου όμως το επαναλαμβανόμενο μοτίβο δένει τόσο άρρηκτα με το «μυστηριώδες» περιεχόμενο ώστε ο τυπικός αναγνώστης της ποίησης δεν μπορεί παρά να αισθανθεί αρκετές φορές παγιδευμένος και μετέωρος.
Μα πρέπει οπωσδήποτε να ορίσουμε τον «τυπικό» αναγνώστη ως εκείνον που συνηθίζει να διαβάζει ποίηση (στην ουσία, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο) και αισθάνεται τη συγκίνηση (φευ!) του ποιητικού μύθου συντονίζοντας εαυτόν τόσο στο θέαμα που ονομάζουμε ποίημα όσο και σε αυτό που θέλει να μας πει. Είναι δηλαδή ο εξοικειωμένος με την ποίηση αναγνώστης γυμνασμένος στο βαθμό που δεν χρειάζεται περγαμηνές και διπλώματα προκειμένου να καταφέρει να θεωρείται αναγνώστης. Όπως και να ’χει, παρασύρεται από τη δυναμική εισαγωγή στη συλλογή με το πλέον διαφημιζόμενο ποίημά της, το πρώτο, που μοιράζεται τον τίτλο μαζί της, και υπάγεται στο βασίλειο των αναγκών: ο χρόνος και ο χώρος είναι δύο διαστάσεις των οποίων τα όρια είναι συγκεχυμένα. Η ζωή παρουσιάζεται σαν το παιχνίδι της διελκυστίνδας, όπου στα δύο άκρα στέκει το ποιητικό υποκείμενο είτε μοιράζοντας τον εαυτό του είτε πολλαπλασιάζοντάς τον, προκειμένου να κινηθεί από τη νίκη στην ήττα δεδομένων των ψυχικών αποθεμάτων, των εκάστοτε συνθηκών, κυρίως δε, του αδιαμφισβήτητου τέλους. Κινούμενο μεταξύ πραγματικότητας και επινοημένης πραγματικότητας, δανειζόμενο πάντως στοιχεία υπαρκτά («Dalston», «Jericho», «Βαλτετσίου», «Λουκιανού», «νεραντζιές […] /στους δρόμους του κέντρου») και διανύοντας τον επιμηκυμένο χρόνο («έναν αιώνα μετά») από το τίποτε στο τίποτε («ακόμα χωρίς δουλειά», «ανάνθιστος φοράω πάλι μαύρα/κι αφήνω γένια»), όμως έχοντας ως όπλο το φως –πράγμα που, ωστόσο, εκφράζεται με λεπτή ειρωνεία απέναντι στο οξύμωρο που δημιουργείται («ανάμεσα στον ήλιο και σε μια ανοιχτή φλέβα»)– το υποκείμενο κινείται με κυκλικό ρυθμό δεχόμενο τις συνέπειες της «ειρήνης», της «κρίσης», του «κόσμου». Σημειωτέον ότι στο εν λόγω ποίημα ο Ερηνάκης χρησιμοποιεί αρχικά α΄ ενικό πρόσωπο, όμως στην εκ νέου ζωή, στη ζωή της επανάληψης εντάσσει το μονοπρόσωπο στο ‘εμείς’. (περισσότερα…)