Μανούσος Φάσσης

Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας από τη γέννησή του

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Καθώς κοντεύουμε πια στο έβγα του Έτους Αναγνωστάκη και των ποικίλων τιμητικών εκδηλώσεων που το συνόδευσαν, προσωπικά συγκρατώ το παράδοξο. Ο προ της «σιωπής» ποιητής, αυτός που το έργο του κατακλείεται, όπως μας είπαν, με τον Στόχο, άντε και με το Περιθώριο ’68-’69, αυτός ο λάλος ποιητής, ο πολυδιαβασμένος και πολυμελετημένος και πολυτραγουδισμένος, επιγόνους σήμερα ποιητικούς δεν διαθέτει. Το ίχνος του στους στίχους που γράφονται στις μέρες μας είναι δυσδιάκριτο, αν υπάρχει καν. Με μία έννοια, ο τελευταίος σημαντικός μαθητής του, μεταστάς πια κι εκείνος, ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Αντιθέτως, ο μετά τη «σιωπή» Αναγνωστάκης, ο εν πολλοίς παραγνωρισμένος σατιρογράφος «Μανούσος Φάσσης» δηλαδή, και ο προσωπικός ανθολόγος της Χαμηλής φωνής, έχει και παραέχει συνεχιστές και επιγόνους. Μαζί του συνδέονται αναπόσπαστα οι δύο σημαντικότερες συλλογικές τάσεις της μετά το 1980 ποίησής μας: αφενός μεν, η επιστροφή των έμμετρων μορφών, αφετέρου δε, η αναβίωση της σάτιρας.

Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του πρωτοεκδίδεται (σε 3.000 αντίτυπα, παρακαλώ, που εξαντλήθηκαν γρήγορα) το 1987. Η Χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς το 1990 (επίσης σε 3.000 αντίτυπα). Και η επιρροή που άσκησαν σε μια μεγάλη ομάδα νεώτερων ποιητών, αλλά και σε μερίδα των φιλολόγων και των μελετητών της παλαιότερης ποίησής μας, είναι προφανής. (περισσότερα…)

Μανούσος Φάσσης, Ο Κατήφορος

***

Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΨΥΧΩΝ
ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΠΙΑ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ

―――

Η ΤΙΜΙΑ ΕΞΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ,
ΜΑΣΤΙΓΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΝΩΤΤΟΥΣΑ ΗΘΙΚΗ ΜΑΣ

―――

«Αν είχα μια κόρη 16 χρονώ θα έκανα να διαβάσει κρυφά
αυτό το βιβλίο και θα ήμουν ήσυχος ότι ποτέ δε θα κινδύνευε
να παραστρατήσει…» — ΓΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ,Ο Κατήφορος

Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν
μα κάθονταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ
–ολόιδια η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ–
και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν.

Είχε τα μέσα, λέγαν, με τον Πάριο
και θα ’βγαινε μια μέρα στο πλατώ
με το κόκκινο φούξια ξώπλατο
έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρεσάριο.

Όλοι της δίναν κάργα υποσχέσεις :
«Εσύ θα τραγουδάς με περιεχόμενο. . .».
«Αν δε σε δω μια μέρα στον Ορχομενό
σ’ ένα σκυλάδικο σου επιτρέπω να με χέσεις»,

ήταν τα λόγια του κουρέα του Θανάση
που μεγαλώσανε μαζί στην Κοκκινιά.
Μ’ αυτή είχεν αμολήσει πετονιά
να πιάσει χοντρό ψάρι όπου προφτάσει. (περισσότερα…)