μέλλον

Η μοίρα του τυφλοπόντικα: Αναλογισμοί για την τεχνητή νοημοσύνη

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  5

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Εκατό χιλιάδες δισεκατομμύρια ποιήματα του Ραϋμόν Κενώ πρωτοεκδόθηκαν το 1961. Το βιβλίο περιέχει δέκα σονέτα. Καθένας από τους 140 συνολικά στίχους του είναι τυπωμένος σε ξεχωριστή λωρίδα χαρτιού. Μετακινώντας τις λωρίδες και συνδυάζοντας οριζοντίως τους στίχους μεταξύ τους (και τα δέκα σονέτα έχουν τις ίδιες ρίμες), μπορεί κανείς να δημιουργήσει ούτε λίγο ούτε πολύ 1014, πάει να πει 100.000.000.000.000 ποιήματα! Αν φανταστούμε έναν αναγνώστη πρόθυμο και ικανό να διαβάζει 24 ώρες το 24ωρο 365 ημέρες τον χρόνο και με ρυθμό ένα ποίημα ανά λεπτό, θα του έπαιρνε μόλις 2.000.000 αιώνες για να διαβάσει το σύνολο.

Το Blanco του Οκτάβιο Πας είναι έργο λίγο μεταγενέστερο, του 1967. Το ποίημα είναι τυπωμένο σε ένα τεράστιο πολύπτυχο και πολύστηλο μονόφυλλο και οι στίχοι του με διάφορα μελάνια και γραμματοσειρές. «Ακολουθία σημείων», το αποκαλεί ο ποιητής, «η οποία αποκαλύπτεται και, κατά κάποιον τρόπο, παράγεται» κάθε φορά που ένας αναγνώστης την ξεδιπλώνει τυχαία. Στην πράξη, και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γεννήτρια συνδυασμών, με ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ή τη μέση, οριζοντίως ή καθέτως, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά με πολλούς τρόπους. Ο Πας υποδεικνύει στο επίμετρό του μερικούς από αυτούς.

Από τέτοιες μηχανές αυτόματης παραγωγής έργων η ιστορία του μοντερνισμού βρίθει. Οι συνθέτες του αλεατορισμού και της απροσδιοριστίας από τον Κέητζ ώς τον Μπουλέζ και τον Στοκχάουζεν, συγγραφείς όπως ο Τζαρά και ο Μπάροουζ, καλλιτέχνες όπως ο Ντυσάν, ο Μπέηκον, οι ντανταϊστές πειραματίστηκαν με ποικίλες συνδυαστικές μεθόδους: από το παστίς και το κολλάζ ώς το Ταό τε Κινγκ ή τα ζάρια. Κατά βάση όλοι τους στηρίχθηκαν στη λογική του ντυσανικού ready made: Αρκεί να πάρεις κάτι ήδη έτοιμο και να το εκθέσεις αλλού, να το ενθέσεις σε νέα συμφραζόμενα, για να έχεις ένα νέο, αυτοτελές δημιούργημα.

Η μοντέρνα συνδυαστική έχει και αξιόλογη προϊστορία. Υπάρχουν έργα ήδη του Μότσαρτ ή του Ντα Βίντσι που βασίζονται στην τυχαιότητα. Η όψιμη αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας πειραματίστηκαν με το είδος του κέντρωνα, της συνάρθρωσης ήδη έτοιμων στίχων παλαιών ποιητών, όπως ο Όμηρος και ο Ευριπίδης, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο έργο. Ο Χριστός Πάσχων, η μόνη γνωστή μας βυζαντινή τραγωδία, είναι ένας τέτοιος κέντρων.

Με την έννοια αυτή, η «τεχνητή νοημοσύνη», όπως κάπως φανταιζίστικα αποκαλούμε τους σημερινούς ψηφιακούς υπερσυνδυαστήρες, και οι εφαρμογές της στις τέχνες μάς είναι αρκετά οικεία υπόθεση. Ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα είναι από τις θεμελιώδεις επίνοιες του μοντερνισμού, ήδη από την κλασσική του φάση. Για τους μοντέρνους, γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης, (περισσότερα…)

Ἐμίλ Σιοράν, Πορτραίτο τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου  

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Ἡ μανιώδης προσπάθεια νά ἐξοβελιστεῖ ἀπό τό ἀνθρώπινο τοπίο τό σόλοικο, τό ἀδόκητο καί τό ἀνόμοιο ἀγγίζει τά ὅρια τῆς ἀπρέπειας. Ἐκφράζουμε ἀσφαλῶς τή λύπη μας πού ὁρισμένες φυλές ἐξακολουθοῦν νά καταβροχθίζουν μέ εὐχαρίστηση τούς ἡλικιωμένους τους ὅταν αὐτοί ἔχουν γίνει πλέον βάρος· ὡστόσο, δέν θά δεχόμουν αὐτοί οἱ γραφικοί συβαρίτες νά ἐξοντωθοῦν· ἐξάλλου, ὁ κανιβαλισμός ἐκτός ἀπό ἕνα μοντέλο κλειστῆς οἰκονομίας εἶναι συνάμα καί μιά πρακτική πού θά μποροῦσε μιά μέρα νά δελεάσει ἕναν ἀσφυκτικά πεπληρωμένο πλανήτη. Δέν προτίθεμαι ὡστόσο νά οἰκτίρω τήν τύχη τῶν ἀνθρωποφάγων, μόλο πού διώκονται ἀνηλεῶς, ζοῦν μέσα στόν τρόμο καί εἶναι τή σήμερον οἱ μεγάλοι χαμένοι. Ἄς τό παραδεχτοῦμε: ἡ περίπτωσή τους δέν εἶναι ἀπαραίτητα ὅ,τι τό καλύτερο. Καί γίνονται ὅλο καί πιό σπάνιοι: μιά στριμωγμένη στή γωνία μειονότητα, χωρίς καμιά αὐτοπεποίθηση, ἀνίκανη νά ὑπερασπιστεῖ τήν ὑπόθεσή της. Ἐντελῶς διαφορετική εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ἀναλφάβητων, μιᾶς σημαντικῆς ὁμάδας, προσκολλημένης στίς παραδόσεις καί στά προνόμιά της, ἐναντίον τῆς ὁποίας ἐξαπολύουμε ἀδικαιολόγητες ἐπιθέσεις. Καί γιατί δηλαδή εἶναι τόσο κακό νά μήν ξέρεις νά γράφεις καί νά διαβάζεις; Εἰλικρινά, δέν εἶμαι τῆς γνώμης αὐτῆς. Θά πήγαινα μάλιστα ἀκόμα πιό μακριά ἰσχυριζόμενος ὅτι ὅταν ἐξαφανιστεῖ καί ὁ τελευταῖος ἀναλφάβητος, θά ἔχει ἔρθει ὁ καιρός νά θρηνήσουμε τόν ἄνθρωπο.

Πρέπει νά εἴμαστε ἰδιαίτερα δύσπιστοι ἀπέναντι στό ἐνδιαφέρον πού δείχνει ὁ πολιτισμένος γιά τούς λεγόμενους καθυστερημένους λαούς. Ἀφοῦ ἀπέκαμε παλεύοντας μέ τόν ἑαυτό του, φορτώνει τώρα πάνω τους τά δεινά ἀπό τά ὁποία ὁ ἴδιος ὑποφέρει, τούς ζητά νά συμμεριστοῦν τήν αυτολύπησή του, τούς καθικετεύει νά ἀναμετρηθοῦν μέ μιά πεπρωμένη πορεία τήν ὁποία ὁ ἴδιος δέν ἔχει τή γενναιότητα νά ἐπωμιστεῖ. Παρατηρώντας πόσο τυχεροί στάθηκαν πού ἔμειναν ἀνεξέλικτοι, αἰσθάνεται ἀπέναντί τους τή μνησικακία τοῦ διαψευσμένου τολμητία. Μέ ποιό δικαίωμα στέκονται στήν ἄκρη, ἔξω ἀπό τή διαδικασία ὑποβάθμισης πού ὁ ἴδιος ἐδῶ καί τόσο καιρό ὑφίσταται χωρίς νά μπορεῖ νά ξεφύγει; Ὁ πολιτισμός, τό ἔργο του, ἡ τρέλα του, τοῦ φαίνονται σάν μιά τιμωρία πού ἐπέβαλε στόν ἑαυτό του καί πού θά ἤθελε μέ τή σειρά του νά τήν ἐπιβάλει σέ ὅσους ἴσαμε τώρα τή γλίτωσαν. «Ἐλᾶτε νά μοιραστοῦμε τίς συμφορές, σᾶς καλῶ νά ταχθεῖτε ἀλληλέγγυοι μέ τή ζωή μου στήν κόλαση», ἰδού τό νόημα πού ἔχει ἡ ἔγνοια του γι’ αὐτούς, ἡ βάση τῆς εὐμένειας καί τοῦ ζήλου του. Ἀπαυδισμένος μέ τά κουσούρια του, κυρίως ὅμως μέ τά «φῶτα» του, δέν θά ἡσυχάσει μέχρι νά τά ἐπιβάλει καί σέ ὅσους τύχῃ ἀγαθῇ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Τή στάση αὐτή τηροῦσε ἀκόμα καί σέ μιά ἐποχή πού πενιχρά διαφωτισμένος, ὄχι καί τόσο ἀποκαμωμένος μέ τήν ὑπόθεσή του, ἀποδύθηκε στήν ἀναζήτηση τῆς περιπέτειας, σέ ἕναν ἀγώνα ἀπληστίας καί ἀτιμίας. Οἱ Ἰσπανοί, στό ἀπόγειο τῆς σταδιοδρομίας τους, θά αἰσθάνονταν σίγουρα καταπιεσμένοι τόσο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τῆς πίστης τους ὅσο καί ἀπό τήν αὐστηρότητα τῆς Ἐκκλησίας. Πῆραν τήν ἐκδίκησή τους μέ τήν Κονκίστα. (περισσότερα…)

Η πέννα και το στυλό: Τέχνη και νευρωνικά δίκτυα

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  # 1

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ

Ο τίτλος του επί της οθόνης κειμένου περιέχει εν σπέρματι τα όσα θα πραγματευτώ στη συνέχεια. Πρώτα-πρώτα, ας σκεφτούμε μια πέννα. Ας φανταστούμε ότι ο ποιητής έσφαξε μια χήνα στον κήπο του κι απ’ όλα τα λευκά της πούπουλα ξεχώρισε το πιο γερό και όμορφο. Το έκοψε κατάλληλα στην άκρη μ’ έναν πολυχρησιμοποιημένο σουγιά και, για κάθε αράδα που γράφει, βουτά τη νέα του πέννα μες στο μελανοδοχείο. Έπειτα, ας σκεφτούμε ένα απλό στυλό του καιρού μας. Είναι μια τεχνητή κάλαμος συντεθειμένη από πολυμερή. Το μελάνι εσωκλείεται μέσα της χάρη σ’ ένα έξυπνο σύστημα έκχυσης το οποίο επιτρέπει τη ροή μόνο εφόσον ασκείται πίεση πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού. Στρώματα ολόκληρα χημικών και μηχανικών γνώσεων σωρεύτηκαν για δεκαετίες, ακόμα κι αιώνες, μέχρι που τελικά κρυσταλλώθηκαν στο απλό στυλό. Το βαστά στο χέρι του ένας συγκαιρινός μας ποιητής, μόλο που δεν γνωρίζει ούτε πώς κατεργάζονται τα πολυμερή υλικά, ούτε πώς λειτουργεί το σύστημα έκχυσης μελάνης με σφαιρίδιο, ούτε πώς οι οικονομίες κλίμακας παράγουν τέτοιες παρτίδες προϊόντων. Εκεί που ο παλαιός ποιητής είχε μια αδιαμεσολάβητη σχέση με το γραφικό του όργανο (ήδη θα φανταστήκαμε της χήνας το αίμα στα χέρια του), ο  σημερινός ποιητής βαστά ένα κατασκεύασμα προέλευσης δαιδαλώδους. Κι είναι ώρα τώρα να αναρωτηθούμε: τι γίνεται όταν όχι μόνο το όργανο στο χέρι του καλλιτέχνη αλλά και το ίδιο το έργο τέχνης ξεβράζεται πια μέσ’ από τέτοιους απροσπέλαστους πλοκάμους;

~.~

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμμελ (1858-1918) είναι σήμερα περισσότερο γνωστός για το έργο του σχετικά με τη μητροπολιτική ζωή και το ανθρώπινο υποκείμενο. Σε διάφορους γνωστικούς κλάδους, από τη φιλολογία ώς τη γεωγραφία, η «Μητροπολιτική Αίσθηση» διαβάζεται ξανά και ξανά. Ωστόσο, συχνά εκφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι το έργο του Ζίμμελ εκκινεί από μια θεμελιώδη φιλοσοφία του πολιτισμού. Κι αυτή παρουσιάζεται εκτενώς στη Φιλοσοφία του Χρήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στη χώρα μας, τούτο το βασικό έργο του Ζίμμελ (ένα μέρος του!) κυκλοφόρησε μόλις το 2021, από τις εκδόσεις Πλέθρον, παρόλο που άλλα έργα του σημαντικού στοχαστή έχουν κάνει κάμποσες επανεκδόσεις. Πιστεύω ότι, όσο κι αν μας χωρίζει πάνω από ένας αιώνας από το 1900, οπότε και η πρώτη έκδοση της Φιλοσοφίας του Χρήματος, αυτό το πόνημα μέχρι και σήμερα μας επιτρέπει να συλλάβουμε την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και τη σχέση της με την τέχνη. Και, μάλιστα, όχι σαν μια τομή στην ιστορία του πλανήτη αλλά σαν ένα βήμα, έστω και μεγάλο, μέσα σε μια μεγάλη πορεία – πορεία δίχως καθορισμένο προορισμό. (περισσότερα…)