Μάρτιν Βάλζερ

Μάρτιν Βάλζερ, Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας

MARTIN WALSER, 1927-2023

*

Μη μου αποσπάς το παιδί απ’ τα διαβάσματά του, είπε στη γυναίκα του ο Γκούσταφ Ντορν στον Σταθμό της Νόυστατ. Θα ήταν παράξενο αν μετά απ’ αυτό έμεναν μαζί ώσπου νά ’ρθει το τραίνο του Άλφρεντ· ήταν ήδη πολύ χολωμένοι. Για τον Άλφρεντ ήταν ασφαλώς μια ικανοποίηση που ο πατέρας του είχε έρθει ώς τον σταθμό για να τον κατευοδώσει. Είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από τότε που ο πατέρας είχε εγκαταλείψει το σπίτι της οδού Αμ Μπάουερνμπους και είχε βολευτεί στο ιατρείο του, στην αντίπερα όχθη του Έλβα, στη Σίλλερπλατς. Στο μεταξύ είχε βάλει μπροστά τη διαδικασία του διαζυγίου, στο οποίο η μητέρα εξακολουθούσε να μη συναινεί. Ο Άλφρεντ δεν έπρεπε ν’ αφήσει ούτε τον ένα, ούτε τον άλλο να προσέξουν ότι η παρουσία του πατέρα τον χαροποιούσε. Ίσως μάλιστα να στενοχωριόταν κάπως που ήταν αναγκασμένος να του φέρεται όπως του φερόταν η μητέρα. Γιατί εκείνη πρόσεχε αμέσως και την παραμικρή παρασπονδία, κι αυτό την έκανε να υποφέρει αβάσταχτα. Αλλά και η ίδια θα πρέπει να ένιωσε κάποια ικανοποίηση που ο άντρας της, ο οποίος τώρα συζούσε με μια συνάδελφό του, είκοσι χρόνια νεότερη, είχε έρθει τελικά να αποχαιρετήσει τον γιο. Όμως η ικανοποίηση παρέμενε τέτοια, μόνο όσο μάνα και γιος έδιναν στον άντρα να καταλαβαίνει ότι απ’ αυτούς δεν είχε τίποτα άλλο να περιμένει παρά περιφρόνηση. Αν ο γιος δειχνόταν συγκινημένος, αν μάλιστα έπεφτε στην πατρική αγκαλιά, ο πατέρας ίσως να το περνούσε αυτό για επιτυχία, και επιτυχία του πατέρα σήμαινε αποτυχία της μητέρας, και ο Άλφρεντ όφειλε να προστατεύσει τη μητέρα του από κάτι τέτοιο. Έτσι περιορίστηκε σ’ έναν μορφασμό των φρυδιών κι άφησε τη θερμή χειραψία του πατέρα δίχως ανταπόδοση. Η μητέρα θα το πρόσεχε αν είχε ανταποδώσει την εγκαρδιότητα της πατρικής χειραψίας. Ο Άλφρεντ δεν ήθελε να γελάσει τη μητέρα του ούτε στο παραμικρό. Ήθελε να είναι ένα μαζί της. Ιδίως μπροστά στον πατέρα. Ο Άλφρεντ αναλογίστηκε ίσως τα λόγια της. Στο τέλος τίποτα δεν μου ξεφεύγει εμένα. Λόγια τόσο αλησμόνητα σαν κι εκείνο το: μη μου αποσπάς το παιδί απ’ τα διαβάσματά του. Ο Άλφρεντ εκείνη τη στιγμή ήταν πράγματι πιστός στη μητέρα του, κι όχι μόνο επειδή ανησυχούσε μην αποκαλυφθεί. Όσα τον χώριζαν από τον πατέρα ήταν ευκρινέστερα απ’ όσα τους συνέδεαν. Ήταν το ίδιο λεπτός και ψηλός μ’ εκείνον, αν τον έβλεπες μάλιστα από μπροστά είχε το στενό του πρόσωπο, τα προφίλ τους ωστόσο ήταν μεταξύ τους ξένα. Η μητέρα συνήθιζε να λέει κάθε φορά που του χαϊδολογούσε ή του διόρθωνε τα μαλλιά: ΕΚΕΙΝΟΣ υποφέρει που δεν έχει ένα τέτοιο κεφάλι. ΕΚΕΙΝΟΣ: έτσι αποκαλούσε ανέκαθεν τον πατέρα. Για τον Άλφρεντ ήταν αρκετό να θυμηθεί το πρωτοχρονιάτικο γράμμα του πατέρα για να νιώσει την πραγματική απόσταση που τους χώριζε. Το είχε πάρει μαζί του στο Βερολίνο απ’ τη Δρέσδη. Αισθανόταν την ανάγκη να το διαβάζει διαρκώς για να νιώθει διαρκώς να φουντώνει μέσα του ο αντίλογος σ’ όλα όσα ο πατέρας τού έγραφε: υπεύθυνος για την αποτυχία του Άλφρεντ στις πτυχιακές εξετάσεις, υπεύθυνος για τη νέα αποτυχία του στις επαναληπτικές εξετάσεις ήταν ο Άλφρεντ και μόνο ο Άλφρεντ, επειδή δεν έλαβε υπόψη του τις προειδοποιήσεις του πατέρα. Η μαλθακότητά σου θα σου στοιχίζει πάντοτε την επιτυχία. Η πατρική προφητεία πρέπει να φάνηκε στον Άλφρεντ αναιδής. Ο χαρακτηρισμός του Άλφρεντ γι’ αυτήν ήταν θράσος. Το να παραπαίρνει κάποιος αέρα, αυτό ο Άλφρεντ το ονόμαζε θράσος. Ο κ. Πατέρας γνώριζε για ποιον λόγο ο Άλφρεντ απορρίφθηκε στη Λειψία δύο φορές. Αστικό Δίκαιο: καλώς. Ποινικό Δίκαιο: καλώς. Κοινωνικές επιστήμες: ανεπαρκώς. Θέμα: Ο οικονομικός σχεδιασμός στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. Η κριτική της εξεταστικής επιτροπής: ο Άλφρεντ Ντορν δεν έλαβε υπόψη του τον ηγετικό ρόλο του κράτους στον οικονομικό σχεδιασμό, ως εκ τούτου: απορρίπτεται. Ο πατέρας γνώριζε καλά τα γεγονότα, ακόμη κι αν δεν τον βασάνιζαν τόσο συχνά όσο το γιο. Ο Γκούσταφ Ντορν είχε προσχωρήσει το 1945 στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και όταν το 1946 οι Σοσιαλδημοκράτες εξαναγκάστηκαν να συγχωνευθούν με τους Κομμουνιστές στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν ανήκε σ’ εκείνους που αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι. Απέναντι στην οικογένεια αιτιολόγησε τη στάση του λέγοντας ότι τα φρονήματά του ήταν ανέκαθεν σοσιαλιστικά. Κοινωνικά εννοείς, είχε πει ο Άλφρεντ. Κάθε φορά που ο πατέρας κατηγορούσε τον Άλφρεντ για μαλθακότητα, ο Άλφρεντ σκεφτόταν ότι ο Φρειδερίκος, ο αργότερα Μέγας, είχε κι αυτός στα νιάτα του έναν αγροίκο πατέρα που τον αποκαλούσε θηλυπρεπή. Ο Άλφρεντ δεν είχε κλείσει τους λογαριασμούς του μ’ εκείνο το πρωτοχρονιάτικο γράμμα. Αντί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, ο πατέρας καταφεύγει στο πιο βλακώδες απ’ όλα τα τερτίπια των γονιών, αυτό του μάντη κακών. Ο Άλφρεντ ένιωθε αδύναμος απέναντι στις προφητείες. Οι προφητείες τον παρέλυαν. Το να του προφητεύεις κάτι ήταν γι’ αυτόν σαν να το κακομελετάς. Αυτό όφειλε να το γνωρίζει ένας πατέρας. Έπρεπε να μάθει να αμύνεται ενάντια στις πατρικές προφητείες.

Ο πατέρας δεν ήξερε ίσως ότι ο Άλφρεντ και η μητέρα τον συνόδευσαν με το βλέμμα τους ωσότου χάθηκε. Ο Γκούσταφ Ντορν φορούσε κείνο το χειμωνιάτικο πανωφόρι που στην οικογένεια το έλεγαν παλτό και ενέπνεε τον σεβασμό με τον φαρδύ γούνινο γιακά του. Επειδή ήταν νωρίς το πρωί, ο Γκούσταφ Ντόρν θα πέρασε μάλλον με το παμπάλαιο Στάγερ του από την Αυγούστεια Γέφυρα που στο σπίτι των Ντορν δεν την αποκάλεσαν ποτέ Γέφυρα Δημητρώφ. ο πατέρας προσπάθησε βέβαια να επιβάλλει το Δημητρώφ, αλλά δεν το κατόρθωσε ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Ο πατέρας πήγαινε στο ιατρείο του. Το ότι δεν πήγαινε τώρα στην είκοσι χρόνια νεότερη Γιούντιτ Τσεμλίνσκι, που μπορεί και να μην είχε σηκωθεί ακόμη απ’ το κρεβάτι, ίσως νά ’ταν μια χειρονομία εξιλέωσης προς μητέρα και γιο. Ύστερα ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού. Κι αφού έγινε κι αυτό κατά πως τους άρμοζε, η Μάρθα Ντορν πήρε να κλαίει. Απ’ τη μάνα της, το γένος Χέρμπεργκ, είχε κληρονομήσει μια φράση που υπογράμμιζε την έφεσή της προς το κλάμα, και που αργότερα ο Άλφρεντ τη σημείωσε επανειλημμένα: εμείς οι Χέρμπεργκ τα παραέχουμε εύκολα τα δάκρυα. Ο Άλφρεντ την πήρε φυσικά στην αγκαλιά του, δίνοντας όμως την ίδια στιγμή έναν εύθυμο ή και ευτράπελο τόνο στην αναντίρρητα βαρειά κοινή τους οδύνη. Τέτοιος ήταν ο τρόπος του. (περισσότερα…)

Μάρτιν Βάλζερ (1927-2023)

*

«Ένας άνθρωπος που ήταν η Γερμανία η ίδια». «Μια μορφή του αιώνα». «Ο μεγάλος συγγραφέας των ταπεινών ανθρώπων». «Γραφομανής», «προβοκάτορας», «ταχυδακτυλουργός της γλώσσας», ο «έσχατος μεγάλος της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησαν τα ΜΜΕ της πατρίδας του τον Martin Walser, που πέθανε χθες σε ηλικία 96 ετών.

Πλάι στους συνομηλίκους του Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ και Γκύντερ Γκρας, ο Βάλζερ μεσουράνησε στα γερμανικά γράμματα για μισό και πλέον αιώνα. Περισσότερο από κάθε άλλον ομότεχνό του, στάθηκε ο χρονικογράφος της Γερμανίας του Μεταπολέμου. Οι εύθραυστοι ήρωες των βιβλίων του είναι τα άτομα μιας κοινωνίας ευημερούσας αλλά κατά κανένα τρόπο απελευθερωμένης. Θηρευτές της επιτυχίας μέσα σε ένα περιβάλλον ανελέητα ανταγωνιστικό, καλούνται στο τέλος να καταβάλουν το βαρύ προσωπικό τίμημα που συνεπάγεται η προσαρμογή τους σ’ αυτό.

Εξίσου αιχμηρός με τον πεζογράφο Βάλζερ, ήταν ανέκαθεν και ο διανοούμενος Βάλζερ. Οι τοποθετήσεις του πάνω στο γερμανικό παρελθόν και παρόν έδωσαν συχνά τροφή σε παθιασμένες δημόσιες έριδες, που ο απόηχός τους κρατάει ακόμη.

Ο Βάλζερ γεννήθηκε το 1927 στο Βάσσερμπουργκ, στις όχθες της λίμνης της Κωνσταντίας. Το πολυσχιδές έργο του (μυθιστορήματα, δράματα, δοκίμια) περιλαμβάνει πολλές δεκάδες βιβλία. Τιμήθηκε μεταξύ άλλων με το σημαντικότερο γερμανικό λογοτεχνικό έπαθλο, το Βραβείο Μπύχνερ (1981), και με το Βραβείο Ειρήνης της Ένωσης Γερμανών Βιβλιοπωλών (1998). Ήταν πολλές φορές υποψήφιος για to Βραβείο Νομπέλ.

Επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, την οποία και παθιασμένα υπερασπίστηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα γερμανικά ΜΜΕ πρωτοστατούσαν στις επιθέσεις εναντίον της. Ως μεταφραστής του, είχα την ευκαιρία να τον παρουσιάσω σε μια από αυτές, στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών, τον Μάιο του 2009. Την παρακάτω συνέντευξη του την πήρα για λογαριασμό της Καθημερινής στο πρώτο του ταξίδι στη χώρα, τον Ιούλιο του 2001. Τον θυμάμαι στο λόμπυ του Σαιντ Τζωρτζ τη μια να παραμιλάει για τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη που διάβαζε τότε («Τι βιβλίο! Τι βιβλίο!») ή για τους μεγάλους ύμνους του Χαίλντερλιν, και την άλλη να μαίνεται για την υποκρισία κάποιων συμπατριωτών του διανοουμένων και την καταλεηλάτηση της Ανατολικής Γερμανίας από τα οικονομικά συμφέροντα.

Τελευταία φορά βρεθήκαμε το 2013. Τα χρόνια είχαν ήδη βαρύνει επάνω του, η φωνή του φορές φορές γλιστρούσε στον ψίθυρο, το ασημογάλανο βλέμμα του όμως φανέρωνε ακόμη όλη τη δύναμη και τη φλόγα του ανθρώπου.   —  ΚΚ

~.~

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: Οι συγγραφείς είναι μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γράφετε κάπου. Αντικείμενό τους είναι οι ίδιοι.

ΜΑΡΤΙΝ ΒΑΛΖΕΡ: Έτσι είναι. Όμως αυτό δεν έχει να κάνει με αυτοβιογράφηση, πράγμα άλλωστε πολύ τετριμμένο. Το ό,τι κάτι συνέβη στην πραγματικότητα, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να το περιλάβουμε έτσι αχώνευτο σ’ ένα βιβλίο. Η ίδια η πραγματικότητα, η ζωή είναι αφόρητα τετριμμένη. Πρέπει να την αφηγηθούμε πάλι και πάλι, ώσπου να γίνει υποφερτή.

Κ.Κ.: Είναι αυτό το κίνητρό σας όταν γράφετε;

Μ.Β.: Ταξιδεύοντας με το τραίνο, μου συνέβη πολλές φορές να κάνω την ίδια παρατήρηση. Έβλεπα ανθρώπους που μόλις έβρισκαν κάθισμα κι έπαιρναν ανάσα, άρχιζαν ν’ αφηγούνται τι τους συνέβη το ίδιο εκείνο πρωί, στη Φραγκφούρτη, το Βισμπάντεν, την Κολωνία. Και είναι αυτή η αφήγηση μια πρώτη δοκιμή, ας πούμε, για την επόμενη, παραλλαγμένη αφήγηση που θα κάνουν το βράδυ στο σπίτι τους. Και κάθε φορά, με κάθε νέα αφήγηση κάνουν αυτό που έζησαν όλο και πιο υποφερτό, όλο και πιο κατανοητό για τους ίδιους. Απ’ αυτή τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη αφήγηση ξεκινούν τα πάντα. Ακόμη και ο Όμηρος δεν είναι παρά αυτή η διαρκής ανάπλαση του παρελθόντος μέσω της αφήγησης. Φυσικά ότι απ’ όλα αυτά μπορεί να ξεπηδήσει κάτι ωραίο, η τέχνη, είναι ένα άλλο μυστικό. Όμως η απλή αυτοβιογραφία δεν αρκεί. (περισσότερα…)