λόγος

«Ἄλλαξε τὸν ἑαυτό σου!»

*

τοῦ ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

«Μὴν λὲς στοὺς ἄλλους νὰ ἀλλάξουν, ἄλλαξε τὸν ἑαυτό σου!» εἶναι τὸ ἕνα βασικὸ παράγγελμα τοῦ σύγχρονου σαβουὰρ βίβρ. Βασίζεται στὴν ὑπερδισχιλιετὴ κούραση μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ διδακτισμό. Ὅσο κι ἂν εἶναι ἐπικοινωνιακὰ ὀρθό, πρακτικὰ εἶναι ἀνακριβές: Οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μὲ τὸ παράδειγμα καὶ ἄλλες οὐδέτερες, ἔμμεσες προσεγγίσεις. Τὰ λόγια, οἱ φιλικὲς συμβουλές, οἱ διαταγὲς ἢ ἀντιθέτως οἱ πιὸ χαλαρὲς καὶ «ἀντιεξουσιαστικὲς» ἀνέμελες δεοντολογικὲς νύξεις, ὅλα εἶναι μόνο ἕνα κομμάτι τοῦ εὔρους τῶν δυνατῶν τρόπων ἐπηρεασμοῦ. Ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ τὸ νὰ ἀλλάξεις τὸν ἑαυτό σου εἶναι εὐκολότερο (ἂν θεωρηθεῖ ἠθικότερο) ἀπὸ τὸ νὰ ἀλλάξεις τοὺς ἄλλους; Συχνά, ὅλα αὐτὰ τὰ «δὲ θὰ μοῦ πεῖς ἐσὺ τί θὰ κάνω» δὲν σχετίζονται τόσο μὲ τὴν δῆθεν ἀπαίτηση γιὰ μὴ παρέμβαση, ἀλλὰ λ.χ. στὸν Α μπορεῖ ἡ ἀντίδραση νὰ εἶναι «πεῖτε μας πῶς θὰ ἐφαρμόσουμε ὅσα μᾶς εἴπατε» ἐνῶ στὸν Β «ὁ πνευματικός μου καθοδηγητὴς εἶσαι νὰ μοῦ πεῖς τί θὰ κάνω;»: Δηλαδή, ἡ πραγματικότητα ἀποδεικνύει ὠς ψέμα τὴν ἀρχὴ «μὴ μοῦ λὲς τί νὰ κάνω» καὶ τὴν ἀρχή «μὴν λὲς στοὺς ἄλλους τί νὰ κάνουν», ἀφοῦ ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ποιὸς παρεμβαίνει, πόσο τὸν συμπαθοῦμε, τὸν ἀγαποῦμε κ.λπ. Κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἀλλάξει, ὅλοι ἐκθειάζουν τὴν ἀλλαγή.

«Φεῦγε (μὲ διάφορους βαθμοὺς φυγῆς καὶ ἀπόστασης) καὶ σώζου», εἶναι τὸ ἄλλο μεγάλο ψυχολογικὸ παράγγελμα τῆς ἐποχῆς γιὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνυπόφορες στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πρόσωπα τῆς σχέσης. Ἔτσι, ἂν στὸ ζεῦγος ΑΒ ὁ Α φύγει γιατὶ δὲν ἀντέχει τὸν Β (ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι λ.χ. ὁ γονιός), καὶ στὸ ζεῦγος ΑΓ ὁ Γ φύγει γιατὶ δὲν ἀντέχει τὸν Α —ἀφοῦ ὁ τοξικὸς καὶ νάρκισσος τῆς μίας σχέσης εἶναι σὲ μιὰ ἄλλη σχέση τὸ θύμα ἑνὸς ἄλλου τοξικοῦ καὶ νάρκισσου—, τότε ἔχουμε τοὺς Α, Β, Γ, σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη ἀπόσταση μεταξύ τους. Αὐτὸ ἀποκαλεῖται «κοινωνία» ἀλλὰ μόνο μὲ βάση ἕνα μοντέλο κοινωνίας, τὸ ἀτομικιστικὸ ἢ δυτικό. Εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε κοινωνία εἶναι λειτουργική (ἁπλῶς ἐπειδὴ ὑφίσταται ἀκόμη), εἴτε ἡ κινέζικη καὶ ἰσλαμικὴ κολλεκτιβιστική, εἴτε ἡ (βορειο)δυτική, εἴτε ἡ ἐνδιάμεση π.χ. σλαβικὴ κι ἑλληνική/μεσογειακή, κι ὅτι δὲν ἔχει νόημα νὰ ψάξεις γιὰ ἕνα κριτήριο ὀρθότητας, γιατὶ καθένα μοντέλο ἔχει τὰ δικά του κριτήρια. Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἐὰν ὅσοι ψυχολόγοι κ.λπ. συνιστοῦν τὸ «φύγε» ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἐπίδρασης τῆς συμβουλῆς τους στὸν περαιτέρω μετασχηματισμὸ τῆς κοινωνίας. Τὸ ἐρώτημα, φυσικά, δὲν ἔχει ἠθικὴ χροιά, π.χ. ὅτι λειτουργικότερο καὶ ἠθικότερο ἢ πιὸ ἀνθρώπινο εἶναι τὸ «μεῖνε». Ὡστόσο ὅλα τὰ σχήματα καὶ μοντέλα, ὄπως οἱ λέξεις δὲν ἐπαρκοῦν κάποιες φορές, χρειάζονται τόσες διευκρινήσεις ποὺ αἰσθάνεται κάποιος ὅτι περιττεύουν. (περισσότερα…)

Προχωρούμε ανάποδα

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

«Κάναμε ό, τι μπορούσαμε στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, για να καταστρέψουμε το μυθικό, να παραχωρήσουμε το μη λογικό στις «καλές τέχνες», τις οποίες διαφοροποιήσαμε από την σοβαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι κατα­στρέψαμε την κοσμοθεωρία (η έμφαση στήν λέξη κόσμος), την κατανόηση του κόσμου, στον οποίο ζούμε, ως μυστηρίου, ως ιερής πραγματικότητας πολύ πιο ευρύτερης από ό, τι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συλλάβει ή να περιλάβει, ως μιας κοσμικής λειτουργίας, όπως περιγράφει τον κόσμο ό Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον έβδομο αιώνα.»

Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, Η Κτίση ως Ευχαριστία, Ακρίτας, σ. 43.

«[…] υψώθηκε ενας ουμανισμός, ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάν­των καί η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στό εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστή­μη θα προσφέρει την εξουσία […] για να γίνει δύ­ναμη και αναγγελία της βασιλείας του ανθρώπου, βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφα­ση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει».

Κώστα Παπαϊώάννου, Η αποθέωση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σ. 110-111.

«Οι δύο τελευταίοι πόλεμοι δεν ήσαν παγκόσμιοι∙ ήσαν ευρωπαϊκοί. Όχι μόνον επειδή είχαν γενέθλιο τόπο και επίκεντρο την Ευρώπη, αλλά και διότι συνέβαλαν στην αυτοκτονία της Ευρώπης. Αυτό το έβλεπε με καθαρό μάτι ο Μαλαπάρτε, όταν παρακολουθούσε τα πεδία των μαχών στις στέπες της Ρωσίας. Την αυτοκτονία δεν την είδε στον φόνο των τέκνων της Ευρώπης. Καθώς υποχωρούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα, οι χωρικοί έσπευδαν να μετατρέψουν σε εκκλησίες τις αποθήκες των κολχόζ, που ήσαν πρώην εκκλησίες. Ύστερα έρχονταν οι Γερμανοί και εστάβλιζαν εκεί τα άλογά τους. Εδώ είναι που είδε την αυτοκτονία της ψυχής της Ευρώπης: ότι ο πολιτισμός αυτός πλέον εξήντλησε τα περιθώρια του πνεύματός του».

Χρήστου Μαλεβίτση, «Πολιτεία και ερημιά», Άπαντα, τόμ. 3, Αρμός, σ. 227.

Από χρόνια μου κάνει εντύπωση ένα πράγμα: αφού υπάρχουν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες κείμενα σπουδαία, κείμενα που αποκαλύπτουν όχι μονάχα τις όψεις της ζωής αλλά και τις παραμορφώσεις της, γιατί δεν ασχολούμαστε με αυτά, γιατί ψάχνουμε ολοένα κάτι άλλο και γιατί στο τέλος παραμερίζουμε όλα αυτά –αυτό κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος– για να βάλουμε στη θέση τους ποιο πράγμα; Τις έξυπνες μηχανές;

Μου φαίνεται ότι ένας λόγος είναι ότι δεν ξέρουμε ανάγνωση! Συν τω χρόνω ό τρόπος που διαβάζουν οι άνθρωποι άρχισε να κάνει νερά, χανόταν η συγκέντρωση στο συγκεκριμένο, προωθούσαν αφηρημένο λόγο και αφηρημένες καταστάσεις με αποτέλεσμα μαζί με την εισβολή θετικισμού και θετικών επιστημών, μαζί δηλαδή με τη γενική μαθηματικοποίηση να χάσουμε το νόημα των λέξεων, των φράσεων, των στίχων, των συλλογισμών, προπαντός των συνθέσεων και να παραδοθούμε σε ένα είδος διογκωμένου παρόντος που στραμμένο εντελώς στο μέλλον θέλει ο άνθρωπος να ζει τη στιγμή χωρίς μνήμη και χωρίς διάρκεια. (περισσότερα…)