λογοτεχνικά βραβεία

Άρνηση υποψηφιότητας για λογοτεχνικό βραβείο

*

Από τον συγγραφέα κ. Θοδωρή Τσομίδη, λάβαμε και δημοσιεύουμε την ακόλουθη επιστολή. 

///

Αγαπητό Νέο Πλανόδιον

Πληροφορήθηκα πως το βιβλίο μου Η Γέννα περιλαμβάνεται στην βραχεία λίστα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Αναγνώστης». Η είδηση αυτή με χαροποιεί στο επίπεδο που σημαίνει πως ορισμένοι πεπειραμένοι αναγνώστες, τα μέλη δηλαδή της κριτικής επιτροπής του βραβείου, εντόπισαν ποιότητες στο έργο μου και το έκριναν θετικά. Στις λίστες που ανακοινώθηκαν εξάλλου περιλαμβάνονται πολλά αξιόλογα βιβλία. Δηλώνω ωστόσο πως δεν είμαι σε θέση να δεχτώ την υποψηφιότητά μου για αυτό ή οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό βραβείο.

Εκτιμώ τα μέλη της κριτικής επιτροπής και την συνεισφορά τους. Πιστεύω εξάλλου στην ανάγκη της εμπεριστατωμένης κριτικής, στην αξιολόγηση –θετική ή αρνητική– κάθε μορφής τέχνης. Τα βραβεία όμως καθαυτά δεν παράγουν κριτικό λόγο. Και ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την γραφή δεν συνάδει με βραβεύσεις, επαίνους, τιμές. Τα βραβεία υπηρετούν μια λογική ιεράρχησης, επίδοσης και αθλοθέτησης που περισσότερο ταιριάζει στον αθλητισμό παρά στη λογοτεχνία. Κάθε βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου εξάλλου είναι ένα πρόωρο βραβείο.

Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται τον θεσμό των λογοτεχνικών βραβείων ως ένα μέσο προώθησης και ανάδειξης της λογοτεχνίας, μια αφορμή να μιλήσουμε για όσα αγαπάμε σε αυτήν. Και ίσως να είναι πράγματι έτσι. Με την άρνησή μου όμως θέλω να θυμίσω πως ό,τι ονομάζουμε λογοτεχνία δεν τρέφεται από την αναγνώριση και την επιτυχία-γιατί η λογοτεχνία είναι μια υπόθεση χωρίς νικητές. Πως οι τύχες ενός συγγραφέα εξαρτώνται όχι από το αν θα πετύχει να αναγνωριστεί, αλλά από το αν θα αντέξει να μην λάβει καμία αναγνώριση. Πως η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη από αποτυχίες, ενίοτε φαντασμαγορικές, που αποδείχθηκαν καθοριστικότερες από πολλές επιτυχίες. Πως την λογοτεχνία την έπλασαν όχι μόνο οι συγγραφείς που διαβάστηκαν και επαινέθηκαν στον καιρό τους, αλλά και πολλοί άλλοι που αγνοήθηκαν ή κατακρίθηκαν και αποδοκιμάστηκαν. Πως η λογοτεχνία έχει τους δικούς της χρόνους, προσπερνά την επικαιρότητα και είναι γεμάτη από βιβλία που λησμονήθηκαν για να ξανανακαλυφθούν. (περισσότερα…)

Η «Χορτοφάγος», η Χαν Γκανγκ και η εκδοτική βιομηχανία

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τα κείμενα είναι προδοτικά», «Εντυπωσιακό πόσα πράγματα μπορείς να καταλάβεις από ένα κείμενο για τον συγγραφέα του» – φράσεις τις οποίες άνθρωποι που δουλεύουμε στον χώρο του βιβλίου, από διάφορες θέσεις, έχουμε ανταλλάξει αρκετά συχνά. Αλλά με τη Χορτοφάγο συνέβαινε κάτι περίεργο: η φωνή «από κάτω» παραήταν μπερδεμένη. Δεν ήταν η φωνή της Χαν Γκανγκ. Μήπως ήταν η φωνή της μεταφράστριας; Ούτε αυτό – «κλοτσούσε», είχε ξαφνικές διακοπές,  παράταιρες νοηματικές και υφολογικές χροιές κάποιου μυστήριου είδους, που η  προσφυγή στην ποιότητα της μετάφρασης δεν ήταν αρκετή για να εξηγήσει. Τέτοια πράγματα προκαλούν την περιέργεια. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το προϊόν αυτής της περιέργειας, να καταλάβω τη φωνή «κάτω» από το κείμενο, και της συνειδητοποίησης ότι στην περίπτωση της Χορτοφάγου οι φωνές, τελικά, ήταν παραπάνω από μία. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, όλες είχαν μία μόνη πηγή: αυτή τη φορά όχι έναν άνθρωπο, αλλά τον ίδιο τον μηχανισμό της εκδοτικής βιομηχανίας.

Η υπόθεση του βιβλίου

Λίγο πριν η Γιόνγκ-Χιε και ο Τζονγκ κλείσουν πέντε χρόνια ενός συμβατικού και αδιάφορα ανέφελου γάμου, η Γιόνγκ-Χιε βλέπει το πρώτο από μια σειρά βίαια όνειρα και αποφασίζει ξαφνικά να απέχει από το κρέας και τα παράγωγα προϊόντα του. Αυτή η απόφασή της, την οποία αδυνατεί να εξηγήσει στον περίγυρό της παρεκτός με τη φράση «Είδα ένα όνειρο», συνοδεύεται από ένα ολοένα και πιο απόλυτο κλείσιμο στον εαυτό της, καθώς και από μεγάλη απώλεια κιλών και επιδείνωση της υγείας της. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τις αντιδράσεις του περίγυρου και τη συνακόλουθη διάλυση όλης της οικογένειάς της μέχρι τη στιγμή που, τρία χρόνια μετά, η Γιόνγκ-Χιε, υπό την κηδεμονία της αδερφής της, βρίσκεται σε μια ψυχιατρική κλινική, στο κατώφλι του θανάτου, αντιμέτωπη με τη βίαιη, καταναγκαστική σίτιση και επιθυμώντας μόνο ένα πράγμα: να γίνει δέντρο.

Η συγγραφική του ζωή

Το 1997 η εικοσιεπτάχρονη, τότε, Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Γκανγκ δημοσίευσε ένα διήγημα με τίτλο «Ο καρπός της γυναίκας μου», με ηρωίδα του μια νέα γυναίκα η οποία, στον τέταρτο χρόνο του γάμου της, βλέπει τον εαυτό της να μεταμορφώνεται σταδιακά σε φυτό, που καταλήγει να φροντίζει ο σύζυγός της στο μπαλκόνι του διαμερίσματός τους. Αυτό το διήγημα έγινε πρόδρομος της Χορτοφάγου· όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας, «Εκείνο τον καιρό σκεφτόμουν ότι ήθελα να γράψω κάποτε μια παραλλαγή. […] ήταν το έναυσμα για αυτό το μυθιστόρημα».[1] Η παραλλαγή εντέλει γράφτηκε από το 2002 ως το 2005 σε τρία μέρη, που δημοσιεύτηκαν ξεχωριστά ως αυτόνομα διηγήματα. Το ένα από αυτά, η «Μογγολική κηλίδα», βραβεύτηκε το 2005 με το κορυφαίο νοτιοκορεατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Γι Σανγκ. Ακολουθώντας μια ιδιαίτερη κορεατική λογοτεχνική παράδοση, κατά την οποία οι συγγραφείς συνδέουν μεταξύ τους αυτόνομα διηγήματα που έχουν γράψει στο παρελθόν δημιουργώντας ένα μυθιστόρημα (yônjak sosôl, «serial/linked novel»), το 2007 η συγγραφέας συνέδεσε τα τρία αυτά μέρη στο μυθιστόρημα Η χορτοφάγος. «Παρόλο που κάθε κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί χωριστά και φαίνεται να λέει τη δική του ιστορία» λέει η Χαν Γκανγκ «όταν τα βάλουμε και τα τρία μαζί, η ιστορία παίρνει μια εντελώς διαφορετική μορφή και γίνεται αυτή που πραγματικά ήθελα να πω».[2] Σε μια συνέντευξή της στο Literary Hub[3] τον Φεβρουάριο του 2016, λίγο πριν από τη βράβευσή της με το The Man Booker International Prize, εξήγησε στη δημοσιογράφο Bethanne Patrick ότι η ίδια «βλέπει τον κόσμο σαν ένα κράμα βίας και ομορφιάς», καθώς και ότι η Χορτοφάγος «δεν είναι καταδίκη της κορεατικής πατριαρχίας» – όπως συχνά χαρακτηρίζεται στη Δύση. Η συγγραφέας γράφει στην Patrick:

«Πιστεύω ότι αυτό το μυθιστόρημα έχει στρώματα: τη διερώτηση γύρω από την ανθρώπινη βία και τη (μη) δυνατότητα της αθωότητας· τον ορισμό της πνευματικής ισορροπίας και της τρέλας· τη (μη) δυνατότητά μας να κατανοήσουμε τους άλλους, το σώμα ως το τελευταίο καταφύγιο ή το τελευταίο πράγμα που μας προσδιορίζει, και κάποια ακόμα. Θα είναι αναπόφευκτο διαφορετικοί αναγνώστες και διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα να εστιάσουν περισσότερο σε διαφορετικές πτυχές του. Μπορώ να πω ένα πράγμα, αυτό το βιβλίο δεν συνιστά μονόπλευρη καταδίκη της κορεατικής πατριαρχίας. Θέλησα να καταπιαστώ με τα αιώνια ερωτήματά μου γύρω από τη (μη) δυνατότητα της αθωότητας μέσα σε αυτόν τον κόσμο, που είναι αναμεμειγμένη με τόση βία και ομορφιά. Αυτά ήταν οικουμενικά ερωτήματα, που με απασχολούσαν όταν έγραφα.» (περισσότερα…)