λαϊκό τραγούδι

Έζησαν για την τέχνη

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Η βιογραφική ταινία είναι ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης κινηματογραφικής παραγωγής. Όχι ότι δεν ήταν ανέκαθεν, βέβαια. Ο Ναπολέων, ο Γκλεν Μίλλερ, ο Πάττον είναι ενδεικτικά κάποια ονόματα από την κινηματογραφική ιστορία που η ιστορική τους παρουσία έδωσε έμπνευση για τη δημιουργία κινηματογραφικής μυθοπλασίας. Προϊόντος του χρόνου και καθώς η βιομηχανία του σταρ σύστεμ αναδείκνυε διαρκώς καινούργιες φυσιογνωμίες, αυτό το είδος ταινίας γνώρισε έναν ραγδαίο πολλαπλασιασμό. Η βιογραφία, βέβαια, υπήρξε αρχικά ένα λογοτεχνικό είδος που κάλυπτε την όχι πάντα αθώα περιέργεια του κοινού για τα μυστικά των μεγάλων προσωπικοτήτων. Και ακολουθούσε βέβαια τη λατρεία της «μοναδικής» προσωπικότητας πάνω στην στηριζόταν ο αμερΙκάνικος ατομικισμός. Μόνο που εκεί δεν ήταν τόσο συχνή όσο στον κινηματογράφο. Οι μυθιστορηματικές βιογραφίες είναι σχετικά λίγες σε σχέση με τις βιογραφίες τεκμηρίωσης στον γραπτό λόγο, ενώ, αντίστροφα, στον κινηματογράφο η μυθοπλαστική βιογραφία υπερτερεί σε σχέση με την απλή ντοκυμανταιρίστικη βιογραφία: κάτι που καταδεικνύει επιπλέον τη στενή σχέση της κινηματογραφικής εικόνας, του φαντασιακού σημαίνοντος, με τη μυθοπλασία, μιας και οι ντοκυμανταιρίστικες βιογραφίες, αυτές δηλαδή που δεν χαρακτηρίζονται biopics, προορίζονται προπάντων για την τηλεόραση.

Το ίδιον και της γραπτής και της κινηματογραφικής μυθοπλασίας είναι ότι δεν πλάθεται εκ του μηδενός. Ανάμεσα σε αυτήν και τον θεατή παρεμβάλλονται ως διακείμενο όλα όσα γνωρίζει αυτός ο τελευταίος για το βιογραφούμενο πρόσωπο από εξωφιλμικές πηγές. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν τη δική τους μυθολογία για τον Φρέντι Μέρκιουρυ πριν γυριστεί η ταινία με θέμα τη ζωή του· ένα ασήκωτο βάρος από τόμους ιστοριογραφίας και ανεκδοτολογίας, παρεμβάλλονται ανάμεσα στον σύγχρονο θεατή και στον Ναπολέοντα: η μυθοπλασία που χειρίζεται το πρόσωπό του θα πρέπει να λάβει υπόψη, να επιβεβαιώσει ή να αποσκορακίσει όλο αυτό το παρέμβλητο υλικό που διαθλά την αντίληψη του θεατή. Ως εκ τούτου πολλές φορές οι μυθοπλαστικές βιογραφίες αποτυγχάνουν, απογοητεύουν, ο ορίζοντας προσδοκιών που διανοίγουν τις επιβαρύνει, δημιουργεί σύγχυση. Επιπλέον, όταν ο βιογραφούμενος είναι αναγνωρίσιμος βάσει της εικόνας του ή της φωνής του, το πρόβλημα που τίθεται για να λειτουργήσει η μυθοπλασία είναι η επιτυχής ταύτιση της φιλμικής εικόνας του ηθοποιού με την «πραγματική», όπως μεταδόθηκε από τα μέσα εικόνα του βιογραφούμενου. Και πολλές φορές χρειάζεται μια προκαταβολική, κανονιστική απόφαση του θεατή για να παρακολουθήσει την ταύτιση του βιογραφούμενου με τον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει. Κάτι που για τη γραπτή βιογραφία δεν ισχύει, καθότι το γραπτό σημαίνον δίνει στον θεατή την ελευθερία να πλάσει μόνος του τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται. (περισσότερα…)

Προς τη Βηθλεέμ

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 12:23
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Υπάρχει θέμα δημοφιλέστερο αυτή την εποχή στη λογοτεχνία, στο σινεμά, στην τηλεόραση, στα ΜΜΕ, στην ιστοριογραφία, στις εκθέσεις κινδύνου των ειδημόνων, στις προγνώσεις της μπόρσας, στις αναλύσεις του πλανητικού ισοζυγίου ισχύος, στις προβολές των ειδημόνων του Μέλλοντος, από τη Συντέλεια του Κόσμου;

Οι κατακλυσμοί, οι λοιμοί, οι Αρμαγεδδώνες, οι Αποκαλύψεις, οι Doomsdays, ο μύχιος τρόμος εμπρός στα κραχ και τις καταρρεύσεις του πολιτισμού είναι βέβαια μοτίβο πανάρχαιο, σιόκαιρο της αυτεπίγνωσης του ανθρώπου: τα πάντα ρει, όλα θα τα ξεπλύνει το ποτάμι του χρόνου.

Όμως η έκρηξη τον τελευταίο καιρό, ειδικά την τελευταία 15ετία, είναι απαραγνώριστη. Η αλυσίδα των μεγακρίσεων (τραπεζικές και χρηματιστηριακές λοβιτούρες, νομισματικοί κλυδωνισμοί και κρατικές χρεοκοπίες, μεταναστευτικοί καταρράκτες και τρομοκρατικά κύματα, εσωτερικοί διχασμοί και ταυτοτικές συρράξεις, η δήωση της φύσης, οι πρωτόφαντες επιδημίες, οι νέοι θρησκευτικοί και ιδεολογικοί ζηλωτισμοί, οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι), όλα αυτά έχουν, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, ενσταλλάξει, στην πλειονότητα ίσως, την υποψία του αναπόφευκτου: ο τρόπος ζωής που ακολουθούμε δεν είναι βιώσιμος, βρισκόμαστε σε ιστορικό σταυροδρόμι.

Έναν αιώνα πρωτύτερα, οι άνθρωποι είχαν την ίδια προαίσθηση. Ο Γέητς γράφοντας τη «Δευτέρα Παρουσία» του το 1919 (κάπου διάβασα ότι πρόκειται για το συχνότερα παρατιθέμενο κείμενο της αγγλόφωνης λογοτεχνίας), είχε πίσω του έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, imperia ολόκληρα που διαλύθηκαν, την πανδημία της ισπανικής γρίπης. Έναν κόσμο δίχως κέντρο. Και, πολύ ορθά, ψυχανεμιζόταν τη συνέχεια που ο ίδιος δεν πρόλαβε (πέθανε στα 1939): τον επόμενο, τρισχειρότερο, Παγκόσμιο Πόλεμο, τα στρατόπεδα του βιομηχανικού θανάτου, την ατομική βόμβα, το σάρωμα και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, τους ποικιλώνυμους ολοκληρωτισμούς.

Αναδρομικά, οι δεκαετίες της μεταπολεμικής ειρήνης και ευημερίας φαντάζουν περισσότερο όχι ως υπέρβαση αλλά ως περίσπαση πρόσκαιρη από τον ανήλεο νόμο της Ανάγκης, ως ιντερμέδιο παραπλανητικό, όπως η απατηλή νηνεμία πριν τη θύελλα. Ο κόσμος μετά το 1945 δεν έλυσε κανένα από τα κρίσιμα ζητήματα που γέννησαν οι Νέοι Χρόνοι και οι μεγάλοι συγγραφείς του Μεσοπολέμου απαράμιλλα περιέγραψαν. Μόλις σήμερα μάλιστα τα αντιμετωπίζουμε στην πραγματική τους έκταση. De te fabula narratur επομένως. Ο Ιρλανδός μιλάει για σένα, αδελφέ αναγνώστη. (περισσότερα…)