Ιωάννης Γεωμέτρης

Τρία βυζαντινά ερωτικά ποιήματα

*

Μετάφραση-Σημειώσεις
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

~.~

1. Μουσαίος, Ηρώ και Λέανδρος
(5ος-6ος αι.), στ. 203-218

[ Ο μονόλογος του Λέανδρου ]

«Κόρη, για την αγάπη σου τα κύματα θα σκίσω
κι ας είναι η θάλασσα δεινή κι εχθρός μου το νερό της.
Κινώντας για την κλίνη σου το ρεύμα δεν θα τρέμω
και διόλου δεν θα φοβηθώ το πέλαγος που ουρλιάζει.
Μα κάθε νύχτα που περνά για τον υγρό εραστή σου
τον άγριο τον Ελλήσποντο θα διαπερνά με θάρρος.
Την Άβυδο, την πόλη μου, μακριά πολύ δεν κτίσαν.
Ένα λυχνάρι μοναχά στον πύργο σου εκεί πάνω
στη νύχτα ας φέγγει τη βαθιά. Κι όταν θα το κοιτάζω
καράβι θα ’μαι του Έρωτα κι ο λύχνος σου ένα αστέρι·
εκείνον θα ’χω για οδηγό, τον Βοώτη δεν θα βλέπω
κι ο τολμηρός Ωρίωνας βοηθός μου δεν θα γίνει
κι ούτε την άβροχη τροχιά θ’ ακολουθώ της Άρκτου,
σαν έρχομαι από απέναντι προς το γλυκό λιμάνι.
Μόνο, καλή μου, πρόσεχε τους δυνατούς ανέμους
μήπως τυχόν τον σβήσουνε και χάσω την ψυχή μου,
τον λύχνο τον λαμπρό ταγό που ορίζει τη ζωή μου».

[Σημείωση: Στο ποίημα του Μουσαίου, δύο νέα παιδιά, η Ηρώ και ο Λέανδρος, βιώνουν τον κεραυνοβόλο έρωτα. Υπάρχει όμως το πρόβλημα της απόστασης, καθώς τις πόλεις τους τις χωρίζει ο Ελλήσποντος. Το σχέδιο που συλλαμβάνει ο Λέανδρος, και τελικά εφαρμόζουν οι ερωτευμένοι, είναι παράτολμο: Το αγόρι κολυμπά κάθε βράδυ από την πόλη του σ’ εκείνη της αγαπημένης του, ενώ αυτή φροντίζει το φως του λυχναριού της να του δείχνει τον δρόμο. Η άφιξη της βαρυχειμωνιάς οδηγεί στο τραγικό τέλος, με τον χαμό του ζευγαριού. Ακόμα κι έτσι, ο θάνατος βρίσκει τα σώματα των δύο νέων το ένα δίπλα στο άλλο. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος σχολιάζει: «Και στην τελευταία αυτή συμφορά κατάφεραν ν’ απολαύσουν ο ένας τον άλλο».]

~.~ (περισσότερα…)

Μια ποιητική ανταλλαγή ύβρεων από τον Δέκατο Aιώνα

*

Ιωάννης Γεωμέτρης εναντίον Στυλιανού

Μια ποιητική ανταλλαγή ύβρεων
από τον Δέκατο Aιώνα

Εισαγωγικά-Μετάφραση
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Οι λόγιοι Βυζαντινοί αρέσκονταν και στις λόγιες ανταλλαγές ύβρεων. Τον 10ο αιώνα έχουμε μία τέτοια, έμμετρη μάλιστα, μεταξύ του κορυφαίου ποιητή της εποχής Ιωάννη Γεωμέτρη και κάποιου Στυλιανού. Η πρόσθετη στρατιωτική ιδιότητα του Γεωμέτρη δίνει την ευκαιρία στον αντίπαλό του να κάνει χρήση πολεμικής ορολογίας στις δικές του προσβολές (στ. 6-10, 29-33). Όσον αφορά στην απόδοση, προτίμησα την ισορροπία μεταξύ της ήπια λόγιας και της ξεκάθαρα καθημερινής φρασεολογίας. Τον κίνδυνο της υπερβολικής «απολογιοποίησης» του πρωτοτύπου τον περιορίζει αυτομάτως ο ίδιος ο έμμετρος στίχος. Επιπλέον, τι νόημα θα είχε για τον σύγχρονο αναγνώστη η προσβολή που βγήκε απευθείας από το σκονισμένο ερμάρι; Άλλωστε, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε έναν λόγιο που χάνει την υπομονή του να ξεπέφτει στιγμιαία στο επίπεδο του απλού ανθρώπου. Χρησιμοποίησα την έκδοση: E. Van Opstall, «The pleasure of mud-slinging: An invective dialogue in verse from 10th century Byzantium», Byzantinische Zeitschrift 108 (2015), 771-796.

*
Γεωμέτρης
Πονάει το σώμα σαν φουσκώσει η κήλη,
μα αν τα μυαλά φουσκώσουν, ξεμωραίνεις.
Κι ο φθόνος πάντα τα αίματα τ’ ανάβει.
Έτσι λοιπόν, με φθόνο και μωρία
ο Στυλιανός ξερνάει μοχθηρία.

Στυλιανός
Φυσάς και το μυαλό σου ξεφουσκώνει·
τσαντίζεσαι μα οι εχθροί σου σε στραβώνουν.
Με τέτοια χάλια θα λογομαχήσεις;
Την έχεις δει, μπροστά σου όμως δεν βλέπεις
και λες τη μια βλακεία μετά την άλλη. (περισσότερα…)

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΙΑ΄: Ιωάννης Γεωμέτρης | Αποδόσεις Γιώργου Βαρθαλίτη (2/2)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ

Αποδόσεις του Γιώργου Βαρθαλίτη  [2/2]

~.~

Στὸν σαρκικὸ ἔρωτα.

Ὁ τρομερὸς τὸν νοῦ μου ὁ ἔρωτας τυφλώνει
μὰ τὸ σκοτάδι διώχνει ὁ πόθος σου, Χριστέ μου.

~•~

Σὰν νὰ μιλάει κάποιος ποὺ ζήτησε νερὸ ἀπὸ μιὰ κοπέλα καὶ τὴν ἐρωτεύθηκε.

Ὢ τὸ πικρὸ νερὸ ποὺ πάλι ἤπια καὶ πάλι.
Διψῶ ἀκατάπαυστα. Ποιό τὸ νερὸ εἶναι ἐτοῦτο
ποὺ ἀνάβει πυρκαγιὰ καὶ καίει τὴν καρδιά μου;
Κρυβόταν τῶν ἐρώτων ὁ δαυλὸς ἐντός του.
Καὶ τώρα τί νὰ κάνω; Δῶσε μου ὅμως, κόρη,
τὰ χείλη σου νὰ πιῶ· μὰ ἀπὸ μακριὰ μὲ λιώνεις.
Κοντά σου τὴ φωτιὰ τοῦ πάθους πῶς θὰ ἀντέξω;
Μόνο ἕνα φάρμακο γιὰ αὐτὴ τὴ δίψα ξέρω:
τὸν ἔρωτα ἔρωτας πιὸ φλογερὸς τὸν σβήνει,
τὸν πιὸ μεγάλον ἔρωτα ἕνας πιὸ μεγάλος.
Χριστέ μου, ἁρπάζομαι ἀπὸ σένα τώρα, δῶσ᾽ μου
τὸ ζῶν νερό σου, αὐτὸ θὰ σβήσει καὶ τὴ φλόγα.

~•~

Στὸν ἑαυτό μου Α’.

Ἄχ! Ὁ τοξότης τῶν καρδιῶν καὶ τώρα πάλι,
φωτιὰν ἀνάβοντας, μοῦ ρίχνει τὰ πυρφόρα
τὰ βέλη τὰ φριχτὰ κι ἀγαπημένα. Μ᾽ ἔχει
βαριὰ λαβώσει καὶ δὲν θέλω νὰ τὰ βγάλω,
τὸ ξίφος μπήγω ἐντός μου, θέλω νὰ πεθάνω,
ποθῶ νὰ καῶ, νὰ λαβωθῶ καὶ ἄλλο ἀκόμα.
Ὢ συμφορὰ μεγάλη! Ποιό νερὸ τὴ φλόγα
θὰ σβήσει τὴν πικρή; Τὸ βέλος ποιός θὰ βγάλει;
Ὁ λόγος σου, Χριστέ μου, καὶ τὸ ζῶν νερό σου.
Τὰ φάρμακά σου ἀμέσως φέρε, λυτρωτή μου.

~•~

Στὸν ἑαυτό μου Γ΄.

Εἶσαι, Χριστέ μου, γῆ καὶ θάλασσα καὶ πόλος.
Στὴ γῆ βαδίζω ὅπως προστάζεις κάθε μέρα,
μὲ κυβερνᾶς ἐσὺ στὴ θάλασσα σὰν πλέω,
στὸν οὐρανὸ τοῦ νοῦ μου ὑψώνω τὸ κατάρτι.
Βλέπω ὅλο ἀνέμους μανιασμένους τὸ ταξίδι,
φοβᾶμαι ἀκόμα καὶ τὶς ἄγριες καταιγίδες,
τὶς τρικυμίες μὲ φρίκη βλέπω τῶν παθῶν μου
καὶ τρέμω καὶ τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν μου.
Πῶς νὰ περάσω καὶ τὸν ἀέρα νὰ διασχίσω;
Πῶς νὰ ξεφύγω τόσα ἐμπόδια καὶ παγίδες,
χωρὶς νὰ πέσω καὶ χωρὶς νὰ ναυαγήσω
στῆς γῆς τὰ βάθη καὶ στὰ μύχια τοῦ ταρτάρου;
Μόνο ἂν κρατήσεις σὺ τοῦ πλοίου μου τὸ δοιάκι
κι ἅμα τοῦ πνεύματός σου ὁ ἀέρας τὰ πανιά μου
φουσκώσει τώρα καὶ στὸν θρόνο σου μὲ φέρει.

~•~

Στὴ ζωὴ Β΄.

Γιατί ἀποφεύγεις τὰ καθημερνά, ψυχή μου,
βάσανα; Δὲν θὰ βρεῖς τῆς ἀλυπίας τὴν τέχνη.
Θέσπισε ὁ Πλάστης νά ᾽χει ἀγκάθια ἡ γῆ ἀπὸ κάτω
καὶ μύριες ἔγνοιες ἡ ζωή μας. Βάσταξέ τες.

~•~

Στὸν πυλωρὸ τοῦ πατρικίου Ἠλιού.

Πές, ποιά εἶναι ἡ μάνα σου, ποιός ὁ πατέρας σου εἶναι.
Εἶσαι ἀπ᾽ ἀλάστορες, ἡ μάνα σου Ἐρινύα.
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ μισήσει, βδέλυγμα καὶ τέρας,
ἔχιδνα, δράκαινα, πικρὲ σκορπιὲ καὶ φίδι,
θαλασσινὴ τρυγόνα, βδέλλα, γριὰ καὶ σκύλλα,
κι ὅ,τι θηρίο στάζει ἀπὸ φαρμάκι.

~•~

Στὴ Βάπτιση.

Συνάθροισα ὅλο τὸ νερὸ τῶν θαλασσῶν
ἐγὼ κι ὅλα τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου.
Τὸ χέρι τὸ δικό μου πάλι μ᾽ αἷμα
τὸν θόλον ἅπλωσε ψηλὰ τῶν οὐρανῶν.
Βρέχω τὴ γῆ, μὰ ἐδῶ τὴν κεφαλή μου
μὲς στὸ νερὸ βουτάω καὶ βυθίζω
τὴν κεφαλὴ τοῦ δράκοντα μαζί μου.
Ὁ βασιλέας στὸν δοῦλο γέρνω τὸν αὐχένα
καὶ τοὺς θνητοὺς στ᾽ οὐράνια ἀνυψώνω.

~•~

Σὲ κάποιον μουσικό.

Κάποτε ὁ Θάμυρις κι ὁ Ὀρφέας κι ὁ Κινύρας
μὲ τὰ τραγούδια τους μάγευαν δέντρα, πέτρες
καὶ τ᾽ ἄγρια ζῶα. Μὰ οἱ τερπνές σου μελωδίες
τὰ πάντα μάγεψαν: τῆς θάλασσας τοὺς βράχους,
νομίζω, καὶ τὴ θάλασσα τὴν ἄγρια ἀκόμη
τήνε κοιμίζουν καὶ τοὺς δυνατοὺς ἀνέμους.
Κοίτα, σὰν ἄκουσεν ὁ αἰθέρας τὸ τραγούδι
πιὰ τὴν ἀμάχη τῶν ἀγέρηδων τελειώνει
κι ὅλα τὰ γνέφια ποὺ ἀντιστέκονται σκορπίζει.
Δὲς πῶς χαρούμενη χαμογελᾶ ἡ λιακάδα!
Καὶ κάτω ἡ θάλασσα ἡ φουρτουνιασμένη πρῶτα
αἴφνης ἠρέμησε κι ἁπλώθηκε σὰν λάδι,
τὴν ὕβρη πέταξε ὅπως ὁ φονιὰς πετάει
στὴ γῆ τὸ ξίφος, μαλακώνει κι ἡ ἀφορμή του·
ἀπ᾽ τὴ χαρὰ ποὺ μελωδεῖς σοῦ ἀνοίγει δρόμο.
Γλυκὰ ἡ Γαλήνη σὲ κοιτάζει καὶ γελάει.
Σκιρτοῦν τὰ ψάρια κι ἡ φιλόμουση Ἀλκυόνα
μὲ τὸ δικό της σοῦ ἀποκρίνεται τραγούδι.
Γύρω καὶ πλάι στὴ λύρα πλέει τὸ δελφίνι,
κρώζει κι ὁ σκάρος καὶ μπροστὰ χιμᾶ ὁ ναυτίλος,
φτάνει γοργὰ καὶ προβοδᾶ τὸ πλοῖο ὁ πομπίλος.
Ἀλλὰ φοβοῦμαι μὴ μαγέψεις τὸ καράβι
καὶ στὸ τραγούδι σου τὸ κάνεις νὰ χορέψει
καὶ τ᾽ ἄνω κάτω τὸ φέρεις μὲ τὴ βία,
ἢ κάνεις νὰ ἀνεβοῦν πουλιά, θεριὰ καὶ ψάρια
στὸ πλοῖο πάνω καὶ στὸν πάτο τὸ τραβήξεις,
ἢ μήπως πέτρες γίνουν αἴφνης ὣς κι οἱ ναῦτες
ἢ καὶ τὰ πάντα, ἂν θὲς νὰ μοιάσεις στὶς Σειρῆνες.
Βλέπεις αὐτὸς κάνει ὣς κι οἱ πέτρες νὰ σαλεύουν,
ζωὴ σὰν νά ᾽χουνε κι αὐτές, κι ἀπὸ τοὺς ζῶντες
μπορεῖ νὰ κάνει πέτρες ὅποιους κι ἂν θελήσεις.

~•~

[Μήτε ζωγράφου χέρια…]

Μήτε ζωγράφου χέρια μήτε λιθοξόου,
μά, δημιουργέ, ἡ δική σου τέχνη καὶ τὰ χέρια
τὴν ὀμορφιὰ τῶν πάντων σ᾽ ἕνα συγκεράζει.
Μὲ φῶς των ἄστρων τῶν πετρῶν ἡ λάμψῃ μοιάζει,
μὲ τὴ λαμπρὴ φωτιὰ τοῦ αἰθέρα ἡ χρυσὴ ἁψίδα,
τὰ μωσαϊκὰ τὰ ἐξαίσια καὶ τὰ χρώματα εἶναι
ζωγραφιστὸς καθὼς λειμώνας ὅλος μ᾽ ἄνθη.
Ἐδῶ κι ἡ τέχνη τῶν μορφῶν νικᾶ τὴ φύση
καὶ ζωγραφίζει σχῆμα, κίνηση καὶ βλέμμα,
θαρρεῖς ἀκόμα καὶ τὸ πνεῦμα παριστάνει.
Βουνὰ κινεῖ κι ἡ πίστη. Πιὰ τὸ βλέπω ἀλήθεια.
Τοῦ λάτρη σου Νικήτα ἡ ἀγάπη μὰ κι ὁ πόθος
σὰν ζωντανὲς νὰ μοιάζουν ἔκαναν οἱ εἰκόνες,
ὣς κι ἀστραπὲς νὰ ρίχνουν ἔπεισαν τὶς πέτρες
κι ὅλα γεμίσαν μὲ τὴ λάμψη σου, Χριστέ μου.

~•~

(περισσότερα…)

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΙΑ΄: Ιωάννης Γεωμέτρης | Αποδόσεις Γιώργου Βαρθαλίτη (1/2)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ

Αποδόσεις του Γιώργου Βαρθαλίτη  [1/2]

Ένα ευρύτερο τμήμα των ποιητικών έργων του Ιωάννη Γεωμέτρη απέδωσε στη νεοελληνική για πρώτη φορά ο ποιητής Γιώργος Βαρθαλίτης (Ο τρομερός τον νου μου ο έρωτας τυφλώνει, Αρμός, 2012) τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενική άδεια αναδημοσίευσης εδώ. Προτίμησα να παραθέσω τις αποδόσεις του από το πιο πρόσφατο βιβλίο του Τρεις μεγάλοι Βυζαντινοί ποιητές (Αρμός, 2017), όπου συγκεντρώνει τη μεταφραστική του εργασία σε τρεις βυζαντινούς ποιητές, διότι έχει επεξεργαστεί ορισμένες μεταφράσεις του, έχοντας επιφέρει μικρές αλλαγές σε κάποιες από τις αποδόσεις των έργων του Γεωμέτρη, σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση.

~•~

Στὴν ἀποστασία.

Αἷμα νὰ ρίξεις σὰ βροχή, οὐρανέ μου, τώρα·
τώρα ντύσου μὲ πένθιμο σκοτάδι, ἀέρα·
ἡ γῆ, ἀπ’ τὸν πόνο μὲ τὰ νύχια σου ξεσκίσου,
ξερίζωσε τὰ δέντρα, ρίξ’ τα σὰν πλεξοῦδες
καὶ βόγγηξε, σκεπάζοντας μὲ μαῦρο ροῦχο
τὸ πρόσωπό σου τώρα ἀντὶ γιὰ τὸ χορτάρι.
Δικό μας αἷμα τὴν Μικρὰν Ἀσίαν ὅλη
τὴ διαφεντεύει καὶ τὸ ξίφος διαχωρίζει,
ὠιμέ!, γονεῖς καὶ συγγενεῖς, παιδιὰ κι ἀδέρφια.
Τρέχει ὁ πατέρας νὰ σκοτώσει τὸ παιδί του·
καὶ τὸ παιδὶ μετὰ φονεύει τὸν πατέρα·
μαχαίρι βγάζει ὁ ἀδερφός, ὢ πικρὴ τρέλα,
γιὰ νὰ τὸ μπήξει μὲς στὸ στέρνο τ᾽ ἀδερφοῦ του.
Κάτω ἀπό μᾶς ἡ γῆ σπαράζεται καὶ σειέται
ἀπὸ τὸν τρόμο κι ἀπὸ πάνω μας οἱ φλόγες
τῶν κεραυνῶν κάνουνε στάχτη καὶ τὴ σκόνη.
Οἱ πολιτεῖες τῆς Ρώμης τώρα τὰ μπεντένια
σὰν κόμη ρίχνουνε στὴ γῆ καὶ σπαραγμένες
κλαῖνε πικρὰ πῶς κλαῖνε κόρες μαυροφόρες.
Οἱ Ἀγαρηνοὶ νικᾶνε· οἱ πόλεις ποὺ ἦταν πρῶτα
στὴ δούλεψή μας πληρωμὴ τώρα ζητᾶνε
κι ἀπὸ τοὺς φόνους ἐναντίον μας καὶ γλεντᾶνε.
Κι αὐτὰ συμβαίνουν ὅπου ὁ ἥλιος ἀνατέλλει.
Μὰ ποιός μπορεῖ τί γίνεται νὰ πεῖ στὴ δύση;
Σμήνη Σκυθῶν σὰν νά ᾽τανε δική τους χώρα
ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τὴ διασχίζουν ὣς τὴν ἄλλη•
καὶ σὰν τὴ γῆ ποὺ εὐγενικὰ κλαδιὰ φυτρώνει
ἄνδρες ἀτρόμητους σὰν σίδερο γενναίους
ἀπὸ τὴ ρίζα κόβουνε καὶ βρέφη ξίφη
τὰ σφαγιάζουν· κι ἄλλα τά ᾽χει ἡ μάνα ἀκόμη,
κι ἄλλα ἀναρπάζουνε τὰ βέλη τῶν ἐχθρῶν μας.
Γίνανε σκόνη κι οἱ μεγάλες πολιτεῖες.
Πῶς θὰ μπορέσω δίχως δάκρυα νὰ ἀντικρίσω
Νὰ τρέφουν ἄλογα ὅσες πρὶν ἀνθρώπους τρέφαν;
Χῶρες ὁλόκληρες καὶ τόποι πυρπολοῦνται.
Κι ἐσύ, βασίλισσά μου, ἑστία τοῦ Βυζαντίου,
ποιά συμφορὰ σὲ βρῆκε τώρα, πές μου, πόλη,
πόλις ἡ πρώτη στὰ δεινά, καθὼς πρὶν ἤσουν
ἡ πιὸ τρανὴ τῆς γῆς; Δὲν τρέμεις κάθε μέρα,
ἢ μὴ δὲν πέφτουνε τὰ βάθρα ἀπὸ τὸν τρόμο;
Δὲν εἶδες τὰ κλαδιὰ ποὺ βλάστησε ἡ ἀγκαλιά σου
νεκρὰ νὰ πέφτουνε τὰ βάθρα ἀπὸ τὸν τρόμο;
Δὲν εἶδες τὰ κλαδιὰ ποὺ βλάστησε ἡ ἀγκαλιά σου
νεκρὰ νὰ πέφτουνε στὴ μάχῃ ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι
τῶν συγγενῶν τους, ὢ τί φρίκη! Κι ἄλλοι πάλι
καταδικάστηκαν ἐξόριστοι νὰ μένουν,
ἀντὶ στ᾽ ὡραῖα καὶ τὰ λαμπρά τους τὰ παλάτια,
σὲ ἐρημονήσια καὶ σὲ βράχια καὶ φαράγγια
κι ἐκεῖ νὰ σβήνουνε; Κι (ὢ Θεέ μου, ἐσὺ τῶν πάντων
κριτή!) γιὰ αὐτὰ κανεὶς τὴν πέτρινη καρδιά του
δὲν μαλακώνει, δὲν φιλιώνει μὲ τὸν ἄλλον,
κανεὶς τῆς σωτηρίας τὸ φάρμακο ―τὸ δάκρυ―
δὲν χύνει. Μὰ ἔγινε σκοτάδι πιὰ κι ὁ ἥλιος
καὶ τῆς σελήνης κρύφτηκε μὲ μιᾶς τὸ φέγγος
καί, νέας θρησκείας παράξενο σημάδι, ἐφάνη
καινούργιο ἀστέρι, ὅμως ἐγὼ δὲν συλλογιέμαι
μηδὲ τὴ ραθυμιά, μηδὲ τὰ κρίματά μου.
Μὰ κοίταξέ με μ᾽ οἶκτο, Λόγε,
λυπήσου μας, σταμάτα πιὰ τὴ φρίκη ἐτούτη:
σφαγές, ἁλώσεις πόλεων, μάχες, ἀνταρσίες,
φυγές, διώξεις, ἁρπαγές, ποινὲς καὶ δίκες·
λυπήθηκες τὴ Νινευὴ τὴν πολιτεία
καὶ τὸν λαὸ ποὺ τότε ἁμάρτησε, τὸ ξέρω.
Τὸ ποίμνιο ποὺ ἐξαγόρασες μὲ τὸ αἷμα σου εἶμαι,
Χριστέ μου, ἡ μάντρα σου εἶμαι· αὐτὰ ἡ δική σου πόλη,
ἡ πόλη σου βοᾶ, τῶν συμφορῶν της κοίτα
τὴν ἄβυσσον· ὣς πότε θὰ ὑποφέρει;

~•~

Τί λόγια θὰ ἔλεγε ὁ ἐν Ἁγίοις βασιλιὰς Νικηφόρος,
ὅταν ἀποκεφάλιζαν τ᾽ ἀγάλματά του.

Ναί, ξίφος τὸ κεφάλι μου τό ᾽κοψε κι ἀνδροφόνος
τὴν ἐξουσία μου ἅρπαξεν ὁ βασιλιὰς τοῦ σκότους.
Μὰ τὰ νεκρά μου ἀγάλματα γιατί συντρίβει ὁ φθόνος;
Τοῦ Φάλαρι καὶ τοῦ Ἔχετου τὴν τρέλα ξεπερνᾶτε.
Ποιό μίσος τοὺς ἀνδριάντες μου μπορεῖ ὅμως νὰ γκρεμίσει,
τὴν Κρήτη τὴν εὐγενική, τὴ λαμπερὴ τὴν Κύπρο,
καὶ τὴν ἀνίκητη Ταρσό, τῆς Κιλικίας τὰ κάστρα,
τῆς Ἀντιόχειας τὰ τειχιά, τῆς Ἀσσυρίας τις πόλεις;
Πέρσες, Φοίνικες, Ἄραβες, ἔθνη τοῦ κόσμου μύρια,
ὅλα τους στὸ κοντάρι μου γονάτισαν, λυγίσαν.
Ποιός θὰ τὰ σακατέψει αὐτά; Ρίξτε τοὺς τοίχους! Σπάστε!
Μὲς στὶς καρδιὲς ἡ εἰκόνα μου, στὶς χῶρες πάντα μένει.

~•~

Σ᾽ ἕνα στολισμένο σπαθί.

Σπαθὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας σιδερένιο·
σπαθὶ γιὰ τοὺς δικούς μας χρυσαφένιο·
σπαθὶ ἐσὺ τρομερὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας·
σπαθὶ κι ἐσὺ ἀρωγὸ γιὰ τοὺς δικούς μας·
σπαθί, ποὺ τὴν καρδιὰ δὲν κόβεις μόνον·
σπαθί, τὸ δίστομο τῆς Ρώμης ξίφος·
σπαθί, τοῦ κράτους τὰ δεινὰ ποὺ κόβεις.

~•~

(περισσότερα…)

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΙΑ΄: Ιωάννης Γεωμέτρης (Μεταφράσεις Ά. Δικταίου και Δ. Κούρτοβικ)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ

Μεταφράσεις του Άρη Δικταίου και του Δημοσθένη Κούρτοβικ

Λιγοστά είναι τα όσα γνωρίζουμε για τον Ιωάννη Γεωμέτρη ή Κυριώτη κι αυτά εξάγονται μέσα από τα έργα του (πεζά και ποιητικά). Ποιητής που έζησε κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα ο Ιωάννης φαίνεται πως καταγόταν από ευγενή οικογένεια και έλαβε καλή εκπαίδευση ενώ υπηρέτησε στον στρατό πριν αποσυρθεί και ζήσει ως μοναχός. Συνέγραψε επιγράμματα (αρκετά θα μπορούσαμε να τα αποκαλέσουμε λυρικά ποιήματα), προγυμνάσματα, αλλά και ύμνους και ομιλίες στη Θεοτόκο και σε άλλους αγίους. Ο Αλεξάντερ Κάζνταν, από τον οποίο αντλούμε και αυτές τις πληροφορίες, τού αποδίδει και τη συλλογή 99 μοναστικών τετράστιχων επιγραμμάτων Παράδεισος. Λόγω της εποχής (θέρος γαρ!) ξεκινάμε με την μεταγενέστερη χρονικά απόδοση του Δημοσθένη Κούρτοβικ (τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενική άδεια αναδημοσίευσης) και συνεχίζουμε με τις χρονολογικά πρότερες αποδόσεις του Άρη Δικταίου. [Μικρή σημείωση: ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος, που αποδίδει ο Δικταίος, όπως φανερώνει και το πρωτότυπο, αναφέρεται στη Μονή Στουδίου κι όχι σε κάποια Θεολογική Σχολή].

~•~

Ὅλα καρπίζουν καὶ τ’ ἀμπέλι θέλει νὰ γεννήσει,
ξέχειλες οἱ κερῆθρες ἀπὸ φρέσκο μέλι.
Σφύζουν τὰ μαστάρια, χαρὰ γιὰ τ’ ἀρνάκια,
βαριὲς ἀπ’ τὸ γάλα οἱ κατσίκες, τὰ στάχυα
τὸ θεριστὴ κιόλας προσμένουν.
Στὰ δέντρα κελαϊδοῦνε τὰ πουλιά,
σκιὰ δροσερὴ σκορποῦνε τ’ ἄλση.
Τὸ γάργαρο νερὸ παίζει μὲ τὴν πέτρα.
Συναυλία σωστὴ δίνουν τὰ τζιτζίκια,
χαρούμενα ὁ ναύτης τραγουδάει.
Τραγούδησε κι ἐσύ, Ἰωάννη, κι ἂς πονᾶς!

~•~

εἰς τὸ θέρος

Ὥρια πάντα τέθηλε, καὶ ἄμπελος ἐς τόκον ὀργᾷ,
σμήνεα δ’ ἄρτι μέλι χλωρὸν ὑπεκπρορέει,
οὔθατα δὲ σφαραγεῦσι καὶ ἄρνες ἀεὶ σκαίροντες,
αἶγες δ’ εὐγλαγέες, λήϊα κεκλιμένα·
ὄρνεα δ’ εὐφωνοῦσι καὶ ἄλσεα, εὔσκια δένδρα,
ὕδασι δὲ κρυεροῖς ἀμφιγέγηθε πέτρα.
τέττιξ σύντονον ἠχεῖ, ναυτίλος ἥδιον ᾄδει·
ᾆσον, Ἰωάννη, καὶ σύ τι κἂν μογέῃς.

Μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ στο Hans-Georg Βeck, Η βυζαντινή χιλιετία, Αθήνα 2005, ΜΙΕΤ, σ. 161. (περισσότερα…)