ιταλική διηγηματογραφία

Federigo Tozzi, Κτήνη

*

Προλόγισμα-Μετάφραση
Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Ο Φεντερίγκο Τότσι (Σιένα, 1883 – Ρώμη,1920) είναι, όχι μόνον εκτός αλλά και εντός της χώρας του, μία από τις λιγότερο γνωστές φυσιογνωμίες της ιταλικής τέχνης. Αφορμώμενος από τον Βέργκα, συνέχισε εξοπλίζοντας τη γραφή του με τη μελέτη της αναδυόμενης τότε ψυχανάλυσης χωρίς όμως να την καταστήσει αυτοσκοπό του έργου του και δίχως ποτέ να παραγκωνίσει την ποιητική του λόγου. Όπως ο Μοράβια είχε παρατηρήσει, ενώ στον Σικελό έχουμε την τελειότητα της περιγραφής των ηττημένων, στον Τότσι έχουμε τον συγγραφέα να μιλά ως ένας από αυτούς. Δημιουργός ευρηματικός, λακωνικός, ρέκτης του ανθρώπινου ψυχισμού και θαρραλέος προβολέας της παραμόρφωσής του, έχει χαρίσει έργο του οποίου τα πιο επιτυχημένα αποτελέσματα είναι αντίστοιχου επιπέδου με εκείνα του πιο γνωστού παγκόσμιου λογοτεχνικού πανοράματος. Σε ιταλική κλίμακα, τα διηγήματα και οι νουβέλες του, για παράδειγμα, στέκουν δίπλα σε εκείνα του Πιραντέλλο, o οποίος προσπάθησε  να τον στηρίξει.

Τα παρόντα «μικροδιηγήματα», είναι πέντε μόλις από τα περίπου εβδομήντα που συναποτελούν το έργο του Κτήνη, το οποίο εκδόθηκε το 1917. Σε αυτά, στις πιο απλές ανθρώπινες καταστάσεις, ένα ζώο –ένα κτήνος– εμφανίζεται πότε ως καταλύτης της έντασης, πότε ως μιαν ανταύγεια μέσα στη μονοτονία της καθημερινότητας.  Αποτελεί έργο του οποίου η μεν πρωτοτυπία δεν εμποδίζει το ανθρώπινο βλέμμα, η δε «ταχύτητα» δεν αναστέλλει τον λυρισμό και την ακρίβεια. Ένα από τα αριστουργήματά του, το έργο του Τρεις σταυροί, θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. — Χ.Κ.

 ///

 –42–

Χτυπήθηκα από τύφο και ο πυρετός ανέβαινε διαρκώς. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να κάθεται μαζί μου όσο ήθελε κι έτσι, έπρεπε να την περιμένω στο κρεβάτι με τις ώρες· μόνος. Απ’ το παράθυρο που έστεκε μισάνοιχτο, με τα τζάμια του ακαθάριστα από τότε που ήμουν καλά, έβλεπα τα σύννεφα να προσπερνούν και την κορφή μιας κερασιάς ν’ ανατριχιάζει, ακριβώς όπως και εγώ όταν με έκαιγε ο πυρετός. Κάποιο πρωί, πήρα το φάρμακο, πεινούσα· και δεν ερχόταν κανείς. Ήθελα να σηκωθώ μα, πιο πολύ, να κλάψω. Τα σκεπάσματα ένιωθα να με καταπλακώνουν, άπλωναν επάνω μου όπως απλώνουν τα βουνά και, εκείνα τα σύννεφα, έκαναν τα πάντα να με βαραίνουν περισσότερο. Στο κεφαλάρι του κρεβατιού υπήρχε το ηλεκτρικό κουδούνι, όμως δεν τολμούσα να το πατήσω γιατί ο ήχος του χειροτέρευε την κατάστασή μου. Ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω, έντρομος από τα σκεπάσματα που ανασηκώνονταν από τα γόνατά μου και μέσα σε μια κατάσταση παραίσθησης νόμιζα πως ανέβαιναν ως το ταβάνι για να μου επιτεθούν και να με πνίξουν. Μία μέλισσα ήρθε. Γύρισα το κεφάλι μου για να τη δω. Χτύπησε στα παράθυρα, ο βόμβος της ξεκίνησε να αντηχεί αλλά, μ’ έναν τρόπο τόσο γλυκό που καταλάγιαζε την κατάστασή μου. Παρευθύς, ήρθαν στον νου μου τα γινομένα σύκα και ένα σωρό άλλοι καρποί. Είχα τη γεύση τους στο στόμα μου! Ποιος ξέρει πώς θα μοσχοβολούν οι κάμποι τούτη την ώρα! Η μέλισσα πέταξε στην οροφή, πήγε από δοκάρι σε δοκάρι και γύρισε στο παράθυρο. Δεν έκλαιγα πια. Είχα απορροφηθεί από τη μονοτονία του θορύβου της που, εκείνη τη στιγμή, μού φαινόταν σαν μια μουσική που έπρεπε να έντυνα με στίχους. Η μητέρα μου επέστρεψε, την έδιωξε· και δεν μου άρεσε. Και όλη την ημέρα σκεφτόμουν μόνο αυτό, έκπληκτος που δεν μπορούσα να σκέφτομαι τίποτα άλλο, παρά μόνο αυτό. (περισσότερα…)