Θεοδώρα Βαγιώτη

Καταφανής υποκειμενικότητα, κι όμως το εγώ άφαντο

της ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΓΙΩΤΗ

~.~

[ Φ. Κ. Β. ],
σωρείτης,
Στιγμός 2024

Ας ξεκινήσω από την επιλογή του τετριμμένου και άκρως απροσδιόριστου όρου «βιβλίο»: ο σωρείτης μοιάζει να αντιστέκεται στην ειδολογική ταξινόμηση ή, τουλάχιστον, δεν θα είναι λίγοι εκείνοι που θα δυσκολευτούν να το κατατάξουν σε ένα ορισμένο είδος – πράγμα που σχετίζεται ως ένα βαθμό και με τη δυσκολία ανάγνωσής του. Η μορφή του κάπως βοηθά: εμπεριέχει ένα είδος εισαγωγικής προμετωπίδας, ένα απόσπασμα από το ποίημα του Καβάφη, «Απ’ τες εννιά —» (με την πρώιμη υπογραφή του ποιητή Κ.Φ.Κ. όπου και το γένος της μητέρας έχει κάποια βαρύτητα και αυτό έχει σημασία), ένα είδος λεξιλογικής υποβοήθησης μαζί με «κλειδιά» ανάγνωσης, μία άτιτλη μικρή εισαγωγή, τρία μεγάλα ίσα μέρη που τιτλοφορούνται «ΣΤΑΣΙΣ Α΄, Β΄ και Γ΄» και στοιχίζονται αριστερά-κέντρο-δεξιά και μία ηρωική (δικό μου) «ΕΞΟΔΟ» που στην τελευταία σελίδα διακόπτεται με κάτι που μοιάζει να είναι περιεχόμενο «στάσεως» και τιτλοφορείται «ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ». Πολύ σημαντικό είναι πως ό,τι εμπεριέχεται στις «ΣΤΑΣΕΙΣ» (και στα κλειδιά) μπαίνει σε εισαγωγικά. Από τη σελίδα των κλειδιών συμπεραίνουμε πως ο συγγραφέας σε αυτά τα σημεία ξεχωρίζει τον εαυτό του από τις «φωνές», απομακρυνόμενος κάποιες αφηγηματικές βαθμίδες πίσω. Έτσι, αν δεχτούμε ότι έχουμε ένα τρίπτυχο συγγραφέας-αφηγητής ή ποιητικό υποκείμενο (ό,τι εντάσσεται εκτός εισαγωγικών)-φωνές, τότε τείνουμε να θεωρούμε πως το βιβλίο αυτό γράφεται κανονιστικά, με αυστηρό τρόπο. Η γραφή που κατά τα φαινόμενα στοιβάζεται σε έναν άτακτο σωρό είναι τακτική και γι’ αυτό, θεωρώ, υπερτερεί η πεζολογία. Η παράθεση αράδων με τη μορφή στίχων είναι κάτι που άλλωστε υπονομεύεται και από τις ίδιες τις φωνές που φέρουν ιδιόλεκτο, προφορικότητα, ντοπιολαλιά, αφρόντιστη σύνταξη, συνειρμικότητα και μιαν αίσθηση ελευθερίας από συμβάσεις. Ο λόγος δεν είναι ούτε φροντισμένος, ούτε υπερρεαλιστικός· ο λόγος είναι «απομαγνητοφωνημένες» φωνές, σκέψεις, αναμνήσεις, που τις βάζει σε τάξη (φαινομενικά άναρχη) η αφήγηση. Το βιβλίο είναι πεζογραφικό, παρά τον Καβάφη, παρά τις στοιχίσεις, παρά την εσκεμμένα ποιητική μορφή. (περισσότερα…)

Για δυνατούς λύτες

της ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΓΙΩΤΗ

Νίκος Ερηνάκης
ακόμα βαφτιζόμαστε
Κείμενα 2022

Καταπιάνομαι με την ποιητική συλλογή ακόμα βαφτιζόμαστε του Νίκου Ερηνάκη και προσπαθώ να βρω ερείσματα ερμηνευτικής ισορροπίας προκειμένου ως αναγνώστρια να σταθώ στο ύψος των μάλλον περίπλοκων περιστάσεων.

Διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη (στο βασίλειο των αναγκών, σε ανεπιθύμητες αποικίες, στη μακρινή ακτή, στη χώρα των ζώντων), εύχομαι, προτού ξεκινήσω την ανάγνωσή μου, η διάρθρωση αυτή να αποτελεί μια ενιαία πορεία προς μία κατεύθυνση παρά μια ποικιλόμορφη παράθεση στιχουργικών στοχασμών. Μια ποιητική συλλογή έχει ανάγκη να συναπαρτίζεται από οργανικά μέρη, ειδάλλως δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη.

Ας δεχτούμε ότι, μετά την ανάγνωση, αυτό είναι σε κάποιο βαθμό διαπιστωμένο, αν και η νοηματική του δυσκολία υπονομεύει την καθολικότητα. Ο Ερηνάκης αφήνει «αφρόντιστη» τη μορφή των ποιημάτων του χρησιμοποιώντας για όλες τις ποιητικές συλλήψεις του το ίδιο ακριβώς μοτίβο των δίστιχων, τρίστιχων (ή μονόστιχων) στροφικών συνόλων. Οι στίχοι του τέμνονται συνήθως σε δύο –ας τα ονομάσουμε– ημιστίχια, που ολοκληρώνουν το νόημά τους με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσαν να παρατεθούν και σε έναν στίχο (π.χ. οι στίχοι «οτιδήποτε μη εκτεθειμένο/παραμένει εντυπωσιακό» θα μπορούσαν  να είναι και ένας. Ομοίως: «αυτό που ήσουν όμως/δε θα συμβεί ξανά» ή «ζεις τη ζωή σου/σαν να ’ναι δική μου» κτλ.). Προσθέτω εδώ, μια και γίνεται λόγος για ποιητικό σημαίνον, ότι ο ελεύθερος στίχος κυριαρχεί, παρατιθέμενος συνήθως αριστερά (αν και στο κέντρο της σελίδας), απουσιάζει κατά κανόνα η στίξη (πέρα από την άνω στιγμή και την παύλα), κυριαρχεί η πεζολογία και ο στοχασμός, υπερτερεί η ονοματική φράση έναντι της ρηματικής, όλα τα γράμματα στα ποιήματα είναι πεζά (μικρογράμματη γραφή), ενώ οι τίτλοι είναι γραμμένοι με κεφαλαία (απορίας άξιο βέβαια γιατί στα περιεχόμενα των σελίδων 61-62 οι τίτλοι σημειώνονται επίσης με πεζά). Υιοθετεί, επομένως, για όλα τα ποιήματα μιαν ορισμένη μορφή, πράγμα που αφενός συντείνει στην ανάγνωση της συλλογής ως ολοκληρωμένου συνόλου, αφετέρου όμως το επαναλαμβανόμενο μοτίβο δένει τόσο άρρηκτα με το «μυστηριώδες» περιεχόμενο ώστε ο τυπικός αναγνώστης της ποίησης δεν μπορεί παρά να αισθανθεί αρκετές φορές παγιδευμένος και μετέωρος.

Μα πρέπει οπωσδήποτε να ορίσουμε τον «τυπικό» αναγνώστη ως εκείνον που συνηθίζει να διαβάζει ποίηση (στην ουσία, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο) και αισθάνεται τη συγκίνηση (φευ!) του ποιητικού μύθου συντονίζοντας εαυτόν τόσο στο θέαμα που ονομάζουμε ποίημα όσο και σε αυτό που θέλει να μας πει. Είναι δηλαδή ο εξοικειωμένος με την ποίηση αναγνώστης γυμνασμένος στο βαθμό που δεν χρειάζεται περγαμηνές και διπλώματα προκειμένου να καταφέρει να θεωρείται αναγνώστης.  Όπως και να ’χει, παρασύρεται από τη δυναμική εισαγωγή στη συλλογή με το πλέον διαφημιζόμενο ποίημά της, το πρώτο, που μοιράζεται τον τίτλο μαζί της, και υπάγεται στο βασίλειο των αναγκών: ο χρόνος και ο χώρος είναι δύο διαστάσεις των οποίων τα όρια είναι συγκεχυμένα. Η ζωή παρουσιάζεται σαν το παιχνίδι της διελκυστίνδας, όπου στα δύο άκρα στέκει το ποιητικό υποκείμενο είτε μοιράζοντας τον εαυτό του είτε πολλαπλασιάζοντάς τον, προκειμένου να κινηθεί από τη νίκη στην ήττα δεδομένων των ψυχικών αποθεμάτων, των εκάστοτε συνθηκών, κυρίως δε, του αδιαμφισβήτητου τέλους. Κινούμενο μεταξύ πραγματικότητας και επινοημένης πραγματικότητας, δανειζόμενο πάντως στοιχεία υπαρκτά («Dalston», «Jericho», «Βαλτετσίου», «Λουκιανού», «νεραντζιές  […] /στους δρόμους του κέντρου») και διανύοντας τον επιμηκυμένο χρόνο («έναν αιώνα μετά») από το τίποτε στο τίποτε («ακόμα χωρίς δουλειά», «ανάνθιστος φοράω πάλι μαύρα/κι αφήνω γένια»), όμως έχοντας ως όπλο το φως –πράγμα που, ωστόσο, εκφράζεται με λεπτή ειρωνεία απέναντι στο οξύμωρο που δημιουργείται («ανάμεσα στον ήλιο και σε μια ανοιχτή φλέβα»)– το υποκείμενο κινείται με κυκλικό ρυθμό δεχόμενο τις συνέπειες της «ειρήνης», της «κρίσης», του «κόσμου». Σημειωτέον ότι στο εν λόγω ποίημα ο Ερηνάκης χρησιμοποιεί αρχικά α΄ ενικό πρόσωπο, όμως στην εκ νέου ζωή, στη ζωή της επανάληψης εντάσσει το μονοπρόσωπο στο ‘εμείς’. (περισσότερα…)

Η ποίηση ως φιλοσοφία της γλώσσας

της ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΓΙΩΤΗ

Κ. Χ. Λουκόπουλος
Δεκαεννιά βινιέτες για τη γλώσσα και τη σιωπή,
ΑΩ, 2024

Η συλλογή δομείται σε δύο μέρη που ονομάζονται έκαστο «Η γλώσσα και οι λέξεις» και «Η γλώσσα και η σιωπή». Σε σχέση με τον γενικό τίτλο θα περίμενε κανείς το θέμα της «σιωπής» να αναπτυχθεί στο δεύτερο μέρος, όμως ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος δεν διαχωρίζει ισομερώς και έχει τους λόγους του: η φιλοσοφία της γλώσσας, η ανάγκη για αποσαφήνιση, επιμερίζεται για να ορίσει από τη μια τις «λέξεις» και από την άλλη τη «σιωπή». Γιατί και σιωπή χωρίς λόγο δεν μπορεί να υπάρξει. Η σιωπή προηγείται, η σιωπή έπεται, είναι το Α και το Ω της γλώσσας. Άλλωστε, το πρώτο μέρος είναι φανερά πιο μεγάλο σε έκταση από το δεύτερο, πράγμα που καθιστά τον διαχωρισμό εκ των πραγμάτων ποιοτικό και όχι ποσοτικό. Ως καταρχάς ταυτίζον το περιεχομενικό και φαινομενικό τι της συλλογής, διατείνεται μεταξύ αντίθετων πόλων ώσπου με την αναζήτηση του ιδεατού δια τη φθοράς αποκτά υπόσταση. Στο πρώτο μέρος:

«ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ που ορίζουν, οι ίδιες αναιρούν»
«ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ που έγραψα και οι λέξεις που πίνω»

Ενώ, στο δεύτερο μέρος:

«Η ΣΙΩΠΗ προηγείται επειδή είναι πηγή»
«Η ΣΙΩΠΗ είναι μια στάση κινδύνου (ψυχική) ή μία επικίνδυνη στάση (σωματική)»

Ο Λουκόπουλος έχει επιλέξει τον τρόπο των Γενόσημων (ΑΩ, 2021): έχουμε εδώ πεζά ποιήματα για το σύνολο των βινιετών, των αριθμημένων κατά τον τίτλο και χωρισμένων με τη σειρά τους σε μικρότερα μέρη, όσα χρειάζονται προκειμένου το νόημα να αποκτήσει έκταση και χρόνο. Διαβάζω την τρίτη βινιέτα (IIIème vignette) που τιτλοφορείται ΔΕΛΤΑ, όπου ένας αστερισμός με οδηγεί στον εκφρασμένο για το σώμα πόθο, όχι μέσω του ρομάντζου που παραδοσιακά τους συνδέει, αλλά μέσω της συμπτώσεως, του χρονικού άλματος, της επιστήμης. Διαβάζω την πέμπτη βινιέτα (Vème vignette) όπου τα χιλιάδες καρέ ενός ταξιδιού με ηλεκτρικό τρένο αποτυπώνουν μια θεατρική σκηνή Ναπολέοντος που θρύπτεται αλλεπάλληλα εις Βατερλό. Συνήθως η αποσαφήνιση με ενοχλεί, εδώ όμως, καθώς υπάρχει ο λεκτικός πλούτος να την υποστηρίξει, με ικανοποιεί: «Κι ο χρόνος που γίνεται ανοικτίρμων». Διαβάζω την έκτη βινιέτα (VΙème vignette) όπου ο Έρωτας βαφτίζεται Διάρρηξη, εδώ όμως η αποσαφήνιση περισσεύει στον βαθμό που η ποιητικότητα υπονομεύεται εκ προθέσεως να εναρμονιστεί –υποψιάζομαιππ με το σήμερα: «Και να μην το κοιτάζει στο φύλο του για να αποφασίσει αν θα το ερασθεί (παρά στα μάτια)». Διαβάζω τη δέκατη βινιέτα (Χème vignette) όπου «ΣΑΡ δίχως πόδια, αλλά τον πεθαίνουν οι πόνοι στα γόνατα» κι έχω πιστέψει στη μακρά αδυσώπητη διάρκεια του «κακού». Στη δέκατη τρίτη βινιέτα (ΧΙΙΙème vignette) τα «ΤΟΞΑ συντέμνονται, στον χρόνο που μας αδειάζει, οι στιγμές μας μαζί»  και ο χρόνος ο μυθοπλαστικός και ο χρόνος ο αληθινός, όλες οι χρονικές βαθμίδες πώς μπερδεύονται (θαυμαστικό): (περισσότερα…)