Conrad Ferdinand Meyer (1825-1898)
~.~
Άγρια αστράφτει ο κεραυνός. Στο σύθαμπο αχνοφαίνεται ένας πύργος.
Σέρνεται η βροντή. Δαμάζει ο καβαλάρης τ’ άτι του,
Πηδάει κάτω, χτυπάει την πύλη και φωνάζει. Ο μανδύας του σφυρίζει
Στον αέρα. Κρατάει τ’ άγριο ρούσικο άλογο γερά από τα ηνία.
Ένα στενό παράθυρο χρυσίζει πίσω απ’ τα κάγκελα
Και τρίζοντας, την πύλη ανοίγει τώρα ένας ευγενής.
«Υπηρέτης είμαι του βασιλιά, ως αγγελιαφόρος στάλθηκα
Στη Νιμ. Φιλοξενήστε με! Γνωρίζετε δα το κιλτ του βασιλιά!»
«Έχει καταιγίδα. Είσαι καλεσμένος μου. Για τη στολή σου, τι με νοιάζει;
Πέρασε μέσα και ζεστάσου! Το ζώο σου θα το φροντίσω εγώ!»
Μπαίνει σε μια αίθουσα σκοτεινή με πίνακες προγόνων ο ιππέας,
Απ’ τη φωτιά μιας εστίας μεγάλης αμυδρά φωτισμένη,
Και μέσα στο τρεμοφέγγισμα του ασταθούς φωτός της,
Απειλεί ένας Ουγενότος με πανοπλία εδώ, μια γυναίκα εκεί,
Μια περήφανη ευγενής μέσα απ’ τον πολυκαιρισμένο πίνακα.
Ο καβαλάρης σωριάζεται στην πολυθρόνα μπροστά από την εστία
Και ρίχνει το βλέμμα του απλανές στη ζωντανή πυρά. Καίει, αναπολεί.
Ανασηκώνονται τα μαλλιά του ελαφρά. Γνωρίζει την εστία, την αίθουσα…
Συρίζει η φλόγα. Δυό πόδια τρεμοπαίζουν μέσα στην ανθρακιά… (περισσότερα…)
