εκδοτικοί οίκοι

«Η δουλειά σου δεν θα υπάρχει σε τρία χρόνια»: Λογοτεχνική μετάφραση και τεχνητή νοημοσύνη

~.~

Τη χρονιά που μας πέρασε, η γνωστή Γερμανίδα μεταφράστρια Janine Malz αποκάλυψε δημόσια ότι ένας εκδοτικός οίκος θέλησε να την προσλάβει όχι για να μεταφράσει ένα βιβλίο, αλλά απλώς για να «βελτιώσει» μια μετάφραση που είχε παραχθεί από πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης. Παρότι δεν είναι ευρέως γνωστά, και στην ελληνική βιβλιαγορά πληθαίνουν τα παρόμοια περιστατικά. Η υπόθεση αυτή ίσως αποτελέσει προηγούμενο, λέει η Γερμανίδα μεταφράστρια σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung.

///

Κυρία Μαλτς, πέρυσι δημοσιοποιήσατε ένα εκπληκτικό αίτημα του εκδοτικού οίκου Bastei Lübbe, προκαλώντας αναστάτωση στα ΜΜΕ. Σας ζήτησαν να επιμεληθείτε μια μετάφραση ολλανδικού μυθιστορήματος που είχε παραχθεί από τεχνητή νοημοσύνη, προσφέροντάς σας πέντε ευρώ ανά σελίδα – αντί για τα συνήθη είκοσι σχεδόν ευρώ που λαμβάνετε για μια κανονική λογοτεχνική μετάφραση. Πώς αντιδράσατε;

Έμεινα άφωνη. Φυσικά ήξερα ότι αργά ή γρήγορα κάποιος εκδοτικός οίκος θα δοκίμαζε κάτι τέτοιο. Απλώς δεν περίμενα να συμβεί τόσο γρήγορα – και τόσο ξεδιάντροπα. Η ξεδιαντροπιά ήταν που με σόκαρε περισσότερο.

Τι εννοείτε με αυτό;

Δεν μου πρόσφεραν συμβόλαιο μετάφρασης, αλλά σύμβαση επιμέλειας.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των δύο;

Με μια σύμβαση μετάφρασης αναγνωρίζομαι ως δημιουργός του έργου – κάτι που προβλέπεται νομικά. Δεν πωλώ δηλαδή τα πνευματικά μου δικαιώματα, αλλά παραχωρώ μόνο ένα περιορισμένο δικαίωμα χρήσης. Επίσης, ως μεταφράστρια λαμβάνω ποσοστά από τα κέρδη, συγκεκριμένα το 0,8% επί της λιανικής τιμής πώλησης μετά τα πρώτα 5.000 αντίτυπα.

Βλέπετε συχνά κάποιο όφελος από αυτό;

Όχι συχνά. Ωστόσο, είναι ένα σημαντικό συμπλήρωμα του εισοδήματός μας. Και μέσω αυτού συμμετέχουμε στις αποζημιώσεις του οργανισμού VG Wort. Για τα δικά μας εισοδήματα, ακόμη και τα τριψήφια ποσά έχουν σημασία. Δυστυχώς, πολλοί εκδοτικοί οίκοι παρακάμπτουν αυτή την υποχρέωση.

Πώς αντέδρασε τότε η Bastei Lübbe; (περισσότερα…)

Η «Χορτοφάγος», η Χαν Γκανγκ και η εκδοτική βιομηχανία

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τα κείμενα είναι προδοτικά», «Εντυπωσιακό πόσα πράγματα μπορείς να καταλάβεις από ένα κείμενο για τον συγγραφέα του» – φράσεις τις οποίες άνθρωποι που δουλεύουμε στον χώρο του βιβλίου, από διάφορες θέσεις, έχουμε ανταλλάξει αρκετά συχνά. Αλλά με τη Χορτοφάγο συνέβαινε κάτι περίεργο: η φωνή «από κάτω» παραήταν μπερδεμένη. Δεν ήταν η φωνή της Χαν Γκανγκ. Μήπως ήταν η φωνή της μεταφράστριας; Ούτε αυτό – «κλοτσούσε», είχε ξαφνικές διακοπές,  παράταιρες νοηματικές και υφολογικές χροιές κάποιου μυστήριου είδους, που η  προσφυγή στην ποιότητα της μετάφρασης δεν ήταν αρκετή για να εξηγήσει. Τέτοια πράγματα προκαλούν την περιέργεια. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το προϊόν αυτής της περιέργειας, να καταλάβω τη φωνή «κάτω» από το κείμενο, και της συνειδητοποίησης ότι στην περίπτωση της Χορτοφάγου οι φωνές, τελικά, ήταν παραπάνω από μία. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, όλες είχαν μία μόνη πηγή: αυτή τη φορά όχι έναν άνθρωπο, αλλά τον ίδιο τον μηχανισμό της εκδοτικής βιομηχανίας.

Η υπόθεση του βιβλίου

Λίγο πριν η Γιόνγκ-Χιε και ο Τζονγκ κλείσουν πέντε χρόνια ενός συμβατικού και αδιάφορα ανέφελου γάμου, η Γιόνγκ-Χιε βλέπει το πρώτο από μια σειρά βίαια όνειρα και αποφασίζει ξαφνικά να απέχει από το κρέας και τα παράγωγα προϊόντα του. Αυτή η απόφασή της, την οποία αδυνατεί να εξηγήσει στον περίγυρό της παρεκτός με τη φράση «Είδα ένα όνειρο», συνοδεύεται από ένα ολοένα και πιο απόλυτο κλείσιμο στον εαυτό της, καθώς και από μεγάλη απώλεια κιλών και επιδείνωση της υγείας της. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τις αντιδράσεις του περίγυρου και τη συνακόλουθη διάλυση όλης της οικογένειάς της μέχρι τη στιγμή που, τρία χρόνια μετά, η Γιόνγκ-Χιε, υπό την κηδεμονία της αδερφής της, βρίσκεται σε μια ψυχιατρική κλινική, στο κατώφλι του θανάτου, αντιμέτωπη με τη βίαιη, καταναγκαστική σίτιση και επιθυμώντας μόνο ένα πράγμα: να γίνει δέντρο.

Η συγγραφική του ζωή

Το 1997 η εικοσιεπτάχρονη, τότε, Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Γκανγκ δημοσίευσε ένα διήγημα με τίτλο «Ο καρπός της γυναίκας μου», με ηρωίδα του μια νέα γυναίκα η οποία, στον τέταρτο χρόνο του γάμου της, βλέπει τον εαυτό της να μεταμορφώνεται σταδιακά σε φυτό, που καταλήγει να φροντίζει ο σύζυγός της στο μπαλκόνι του διαμερίσματός τους. Αυτό το διήγημα έγινε πρόδρομος της Χορτοφάγου· όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας, «Εκείνο τον καιρό σκεφτόμουν ότι ήθελα να γράψω κάποτε μια παραλλαγή. […] ήταν το έναυσμα για αυτό το μυθιστόρημα».[1] Η παραλλαγή εντέλει γράφτηκε από το 2002 ως το 2005 σε τρία μέρη, που δημοσιεύτηκαν ξεχωριστά ως αυτόνομα διηγήματα. Το ένα από αυτά, η «Μογγολική κηλίδα», βραβεύτηκε το 2005 με το κορυφαίο νοτιοκορεατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Γι Σανγκ. Ακολουθώντας μια ιδιαίτερη κορεατική λογοτεχνική παράδοση, κατά την οποία οι συγγραφείς συνδέουν μεταξύ τους αυτόνομα διηγήματα που έχουν γράψει στο παρελθόν δημιουργώντας ένα μυθιστόρημα (yônjak sosôl, «serial/linked novel»), το 2007 η συγγραφέας συνέδεσε τα τρία αυτά μέρη στο μυθιστόρημα Η χορτοφάγος. «Παρόλο που κάθε κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί χωριστά και φαίνεται να λέει τη δική του ιστορία» λέει η Χαν Γκανγκ «όταν τα βάλουμε και τα τρία μαζί, η ιστορία παίρνει μια εντελώς διαφορετική μορφή και γίνεται αυτή που πραγματικά ήθελα να πω».[2] Σε μια συνέντευξή της στο Literary Hub[3] τον Φεβρουάριο του 2016, λίγο πριν από τη βράβευσή της με το The Man Booker International Prize, εξήγησε στη δημοσιογράφο Bethanne Patrick ότι η ίδια «βλέπει τον κόσμο σαν ένα κράμα βίας και ομορφιάς», καθώς και ότι η Χορτοφάγος «δεν είναι καταδίκη της κορεατικής πατριαρχίας» – όπως συχνά χαρακτηρίζεται στη Δύση. Η συγγραφέας γράφει στην Patrick:

«Πιστεύω ότι αυτό το μυθιστόρημα έχει στρώματα: τη διερώτηση γύρω από την ανθρώπινη βία και τη (μη) δυνατότητα της αθωότητας· τον ορισμό της πνευματικής ισορροπίας και της τρέλας· τη (μη) δυνατότητά μας να κατανοήσουμε τους άλλους, το σώμα ως το τελευταίο καταφύγιο ή το τελευταίο πράγμα που μας προσδιορίζει, και κάποια ακόμα. Θα είναι αναπόφευκτο διαφορετικοί αναγνώστες και διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα να εστιάσουν περισσότερο σε διαφορετικές πτυχές του. Μπορώ να πω ένα πράγμα, αυτό το βιβλίο δεν συνιστά μονόπλευρη καταδίκη της κορεατικής πατριαρχίας. Θέλησα να καταπιαστώ με τα αιώνια ερωτήματά μου γύρω από τη (μη) δυνατότητα της αθωότητας μέσα σε αυτόν τον κόσμο, που είναι αναμεμειγμένη με τόση βία και ομορφιά. Αυτά ήταν οικουμενικά ερωτήματα, που με απασχολούσαν όταν έγραφα.» (περισσότερα…)