Γεωργία Τρανταφυλλίδου

Θωμάς Ιωάννου – Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Διάλογος

*

INTERCITY

Μαμά, συγγνώμη
Που ξεχάστηκα
Και δε σε πήρα όταν έφτασα

Με πήρε ύπνος όπως ήμουν ψόφιος
Απ’ την κούραση
Και είδα όνειρο κακό
Πιο ζωντανό από ποτέ
Τόσο που έπεσα απ’ το κρεβάτι μου
Κραυγή μεγάλη βγάζοντας

Διαταραχή του ύπνου REM, μαμά
Παλιά κοιμόμουν σαν πουλάκι πλάι σου
Μα χρόνια άγρυπνη σε άφηνα
Να περιμένεις ένα μήνυμα ξερό
Του στυλ να μη με πρήζεις

Όλοι θα παν με τον συρμό
Από τις ράγες του κανείς δεν πρόκειται να βγει
Μόνο εσύ θα στήνεις το αυτί στον έρημο σταθμό
Για να ακούς αν έρχομαι

Θα είσαι εκεί
Στην αποβάθρα όταν φτάνω ξημερώματα
Και θα ρωτάς
Πού πήγανε οι φίλοι σου
Και σε αφήσαν δέμα ασυνόδευτο

Μαμά, να ξεχαστώ μη με αφήνεις
Πάρε με αύριο πρωί να με ξυπνήσεις

ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
5.4.2023

~ . ~

Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ

Στον Νίκο, στον Κώστα

Πάντα φοβόμουν να γίνω η μητέρα
σου.
Να σιγουρέψω με τη γέννα τον χαμό σου,
να επωμιστούμε μια αγάπη διά δύο.
Λες και δεν ήξερα ότι αγάπη σημαίνει
από τη γέννησή της διαίρεση ατελής.

Ποτέ δεν σου τραγούδησα «τσαφ τσουφ»
ήτανε παλιακό το διερχόμενο τραινάκι στο τραγούδι μου
κι εσύ μικρός έστηνες τραίνα που πετούσαν σπίθες:
ηλεκτρικό παιχνίδι, ράγες δωματίου,
γέφυρες, τούνελ και σταθμοί, σφυρίγματα θριάμβου
ενός συρμού που κάλπαζε σαν άτι της προόδου.

Νυχτώθηκα να περιμένω νέα σου και τα παλιά
αστράφτουν στην οθόνη μου με φλας απόκοσμο.
Φωτίζονται για λίγο οι λαμαρίνες, η βαλίτσα σου,
το δαχτυλίδι της γιαγιάς στο χέρι της κοπέλας που καθόταν δίπλα σου.

Έτσι τη νύχτα παύουν ν’ αντηχούνε εισερχόμενα.
Γίνονται ειδήσεις στο ανήκουστο αυτί του κόσμου.
Κι εγώ που πάντα φοβόμουν να είμαι η μητέρα
σου,
ξέμεινα εδώ με μια ατελή διαίρεση στα χέρια.
Για το υπόλοιπο του αναίτιου βίου μου
να σ’ αγαπώ, πουλάκι μου, χωρίς επιστροφή.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ
7.4.2023

*

 

Ειρωνική ένταση

daneika_kichli

~ . ~
της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ ~ . ~

Γεωργία Τριανταφυλλίδου,
Δανεικά αγύριστα,
Κίχλη, 2017

Στην τρίτη της συλλογή η Γεωργία Τριανταφυλλίδου συνεχίζει την ειρωνική, αποδραματοποιημένη κατασκευή ενός απροσδόκητα κοιταγμένου κόσμου. Τα υλικά μιας κοινότοπης πραγματικότητας, όπως μια φωτογραφία ή ένα δανεικό σάλι, μέσω μιας διαθλασμένης ή έως το παράλογο φτασμένης ονειρικής όρασης, γίνονται αφορμή να υπαινιχθεί τη φαινομενική και πολλαπλή φύση του πραγματικού και την απατηλότητα των ανθρώπινων σχέσεων που διαφεύγουν από κάθε αίσθηση οριστικότητας ή δεσμευτικότητας. Ενδεικτικά:

Ανάμεσα σε μένα και τη φωτογραφία
μεσολαβούν δύο υπάρξεις:
του φωτογράφου
και του φωτογράφου,
επίσης.
Γιατί,
όταν κοιτώ
αυτό που είδαν τα μάτια του,
πώς να μη σκέφτομαι
ότι δε βλέπουν
μέσα απ’ τα μάτια μου
εκ νέου;

(«Απορία στην κάθοδο από τον πέμπτο χωρίς ανελκυστήρα»)

Από αυτά προκύπτουν οξύμωρες, επάλληλες συζεύξεις χρόνων, προσώπων, τόπων που επικάθονται σαν οργανική και συμπαγή αλλά και διαφεύγουσα ύλη στο ατομικό βίωμα που παράγει επαναληπτικές προβολές του εαυτού μέσα σε ένα κόσμο σημάτων και συμβολικών ανταποκρίσεων:

Φαντάζομαι ανθρώπους
που μαστορεύουν μόνοι τους στο σπίτι
καρφώνουν το πόδι μιας παλιάς καρέκλας
σφίγγουν τη βίδα στο ντουλάπι της κουζίνας
επιδιορθώνουν τη ζωή τους
με τις ίδιες συμβολικές πυκνότητες που ζούμε
στα όνειρα.

Αυτοί οι άνθρωποι θέλω να με φαντάζονται
σαν κάποια
που τραβά μια κούνια και την αφήνει
και τη χαζεύει που ακινητοποιείται σταδιακά
μέχρι να γίνει ένα κάθισμα χωρίς πόδια.

Και τότε χρειάζομαι τους ανθρώπους
που με φαντάζονται και τους φαντάζομαι
να καρφώνουν πόδια στο άδειο μου κάθισμα
δημιουργώντας το συνεχώς απρόσωπο
μα υπαρκτό μας δέσιμο.

(«Ένας τρόπος για να μη λέω ‘εμείς'»)

Οι ανθρώπινες σχέσεις και κυρίως οι ερωτικές αποτελούν το κατεξοχήν πεδίο προβληματισμού στη συλλογή. Η ερωτική συνύπαρξη, πολλαπλά εκφραζόμενη στα διάφορα επεισόδια της συνάφειας (π.χ. στα ποιήματα «Απαρατήρητοι», «Βρες άλλον να ειρωνεύεσαι», «Dress code»), καθίσταται ο εμπόλεμος χώρος της μείζονος εκκρεμότητας της ύπαρξης που μόνο φαντασιακά μπορεί να τερματιστεί:

Υπάρχει ένας περίπατος μακρινός
όπου συναντιόμαστε.
Εκεί ποτέ δε μιλάμε
καθώς στις ομηρικές μονομαχίες
απαγορεύεται η ακάλυπτη σάρκα.
Αν μιλήσεις, θα υποκύψω
αν μιλήσω, η λέξη θα τρυπήσει το απροφύλακτο μέρος
στ’ αριστερά.
[…]
Ήταν μια φορά ένας περίπατος μακρινός
όπου εσύ κι εγώ είπαμε το ίδιο πράγμα.

(«Βόλτα με σκύλο»)

Η ρητορική στρατηγική μιας τέτοιας ποίησης είναι η ευρηματική, συχνά ειρωνικά γειωμένη ποιητική φόρμα, κυρίως μικρής έκτασης, που ενδύεται τη μορφή μιας αφήγησης λιτής, ελλειπτικής, ασύνδετης, χωρισμένης σε ευδιάκριτες αφηγηματικές μονάδες, σε χρόνο ενεστώτα ή αόριστο και έγκλιση οριστική, που όσο πιο διαφεύγουσα είναι η ποιητική ύλη τόσο πιο οριστική και πραγματική την παρουσιάζει. Μια από τις πάγιες εκφραστικές επιλογές του μοντερνιστικού ποιήματος, άλλωστε. Γι’ αυτό και απουσιάζει η συναισθηματική εμπλοκή σε αυτή την ψύχραιμη θέαση του κόσμου όπου το μάτι παρατηρεί και μη εμπιστευόμενο αυτό που βλέπει δημιουργεί μια δική του όραση ή επιστρέφει μια σαρκαστική αυτοαντανάκλαση.

Αυτή η ειρωνική ένταση ανάμεσα στην μορφική στερεότητα και την κινούμενη άμμο του νοήματος είναι, κατ’ εμέ, η κύρια αρετή του βιβλίου. Η ανάγνωση προσπαθεί να προσπελάσει, αλλά υπονομεύεται διαρκώς, καθώς ακολουθώντας ξεγελασμένη τον πεζό –και εύρυθμο– βηματισμό της αφήγησης σκοντάφτει σε μια δύσβατη πυκνότητα που εκπορθείται μόνο με μια δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια. Η επίγευση μιας τέτοιας αναγνωστικής προσήλωσης παράγει, στις ευτυχέστερες στιγμές, μια γοητευμένη απορία και στη συνέχεια εννόηση, όπως στα ποιήματα «Δανεική», ή «Εξ αίματος».

Υπάρχουν, όμως, και στιγμές, εξίσου αρκετές, που η πυκνότητα γίνεται σκοτεινότητα και ο στοχασμός εξυπνάδα, η εσωτερικότητα εκπίπτει σε μια επίπεδη επιφάνεια απροσδόκητων λεκτικών συζεύξεων. Η υπονόμευση της αναγνωστικής βεβαιότητας, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν παράγει ένα νέο και απαιτητικότερο τρόπο να κατανοήσεις καλύτερα, αλλά ένα κόμπιασμα μπροστά στη δυσνόητη φράση, που δεν υποδηλώνει πάντα μια βαθύτητα αλλά μια κατασκευή. Κι ο μη υποψιασμένος αναγνώστης χρεώνει συνήθως στον εαυτό του την αδυναμία κατανόησης, ενώ απλώς πρόκειται για μια, κατ’ επιλογήν, ομιχλώδη θέα. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη και ώριμη γραφή που, αν ήθελε λιγότερο να εντυπωσιάσει ή να ξαφνιάσει, θα πετύχαινε ουσιαστικότερα αποτελέσματα.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δ. Ν. Μαρωνίτης (1929-2016)

μαρων

*

Στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη (22 Απριλίου 1929 – 12 Ιουλίου 2016), η μαθήτριά του, ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου, σε μια εκ βαθέων προσωπογραφία του δασκάλου.

 ~ ~ ~

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ

                                              Λοιπόν ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους…
Γιάννης Σκαρίμπας

Γυρίζω πίσω, πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια. Τίτλος μαθήματος: Ομηρικό έπος (3 διδακτικές μονάδες), Οδύσσεια : «Αλκίνου απόλογοι». Κωδικός μαθήματος: ΑΕΦ 102. Διδάσκων: Δ. Μαρωνίτης. Εαρινό εξάμηνο 1989. Μέρα και ώρα διδασκαλίας: Τρίτη 11-2. Αίθουσα διδασκαλίας: 101 νέου κτηρίου.

Τότε, στα υποχρεωτικά μαθήματα  του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, υπήρχε ακόμη η δυνατότητα να επιλέγει ο φοιτητής τον διδάσκοντα και την παράδοση της αρεσκείας του, εφόσον στον ίδιο κωδικό, του έπους στην προκειμένη περίπτωση, η Οδύσσεια είτε προσφερόταν σε δύο εκδοχές από δύο διαφορετικούς δασκάλους(π.χ. «Αλκίνου απόλογοι» και «Γυναικείες μορφές») είτε συνυπήρχε, ενδεικτικά και πάλι, με τις ραψωδίες Ζ και Ι της Ιλιάδας. Μπορούσες δηλαδή να διαλέξεις τον διδάσκοντα που επιθυμούσες χωρίς το πρώτο γράμμα του επιθέτου σου να λειτουργεί δεσμευτικά. Τώρα πια, νομίζω, οι διδάσκοντες του ίδιου γνωστικού αντικειμένου μοιράζονται αλφαβητικά τους φοιτητές, οπότε οι τελευταίοι «σύρονται» αναγκαστικά από το αρχικό κεφαλαίο του επωνύμου τους. Γιατί επιμένω σε τέτοιου είδους λεπτομέρειες του κανονισμού; Επειδή έχει σημασία για μένα να πω ότι η παρακολούθηση του μαθήματος του Δ. Μαρωνίτη δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ένα τυχαίο γεγονός στη φοιτητική μου ζωή. Έπεσα κατευθείαν πάνω του. Κι αυτή η ελεύθερη βούληση με οδήγησε ολοταχώς στο τυχερό μου.

Τι γνώριζα μέχρι τότε για τον διδάσκοντα; Φήμες. Ότι αξίζει να τον έχεις καθηγητή και πως αυτό ταυτόχρονα σου κοστίζει. Εκείνος ξέρει, όμως πρέπει κι εσύ να μπορείς. Απαιτείται προσήλωση στο πρόσωπό του γιατί από ένα σημείο και μετά η παθιασμένη «ομιλούσα κεφαλή» είναι η ίδια το μάθημα ακριβώς. Δεν χαρίζεται σε κανέναν. Κάποτε εντοπίζει την αδυναμία σου και τη φέρνει σταθερά απέναντί σου. Φυσικά, στο τέλος του εξαμήνου, οι εξετάσεις στο μάθημά του δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο των εξετάσεων. Επαναλαμβάνω ότι οι παραπάνω φήμες αφορούσαν τη διδασκαλική του ιδιότητα αποκλειστικά. Γιατί ως συγγραφέα και επιφυλλιδογράφο τον γνώριζα ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια. Στο πανεπιστήμιο μάλιστα είχα προλάβει να τον συμβουλευτώ βιβλιογραφικά για θέματα σχετικά με μαθήματα της νεοελληνικής μου ειδίκευσης – π.χ. όταν «διδάχτηκα» Μίλτο Σαχτούρη. Έτσι, η επιθυμία να συναντηθώ μαζί του στην αίθουσα έκρυβε κάτι από τη λαχτάρα της αναμέτρησης με ό,τι κατά βάθος φοβόμουν: αυτό που ίσως πάθαινα εξαιτίας του συγχρωτισμού μαζί του και εκείνο που ίσως δεν κατάφερνα να μάθω στη διάρκεια της διδασκαλίας του.

Θυμάμαι ότι στο τέλος του πρώτου μαθήματος ένιωσα υπερβολικά πιεσμένη. Αργότερα κατάλαβα ότι η πίεση προήλθε από την αγωνία μου να είμαι ολόκληρη εκεί, παρούσα, ενώ αυτό απλώς συνέβαινε. Μια περιττή επίταση από μέρους μου. Εκείνη την άνοιξη του 1989 ο Δημήτρης Μαρωνίτης  άνοιξε την πόρτα της  αίθουσας  101 και αμφιβάλλω αν την έκλεισε ποτέ οριστικά πίσω του. Μπήκε μέσα φορώντας ένα λινό μπεζ παντελόνι και μια σκούρα βυσσινιά μπλούζα. Χώρεσε όλο το ακροατήριο σε μια ματιά, την ίδια στιγμή που ο καθένας χωριστά μπαίναμε αγαπησιάρικα στο μάτι του. Διάβασε: «Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν» και συνέχισε χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρη ποιος δάνειζε εφεξής τη φωνή του σε ποιον.

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια έρχονται στο νου μου σχεδόν φωτογραφικά  τα φερσίματα και οι χειρονομίες του, η στάση του σώματος, τα ξεσπάσματα, οι ενδυματολογικές του προτιμήσεις. Τον θυμάμαι να ανεβαίνει από τα αριστερά της έδρας και τη μεριά των παραθύρων προς τις πίσω σειρές των εδράνων και να συνεχίζει περιμετρικά τη βόλτα του εναποθέτοντας τις κουβέντες του πάνω στο βλέμμα κάθε φοιτήτριας και φοιτητή. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης ήθελε να τον ακούς αντικρίζοντάς τον κατάματα. Και επέμενε να σου μιλάει με τα μάτια. Τότε έλεγα πως είναι θέμα γοήτρου. Αναπόφευκτα οι φοιτητές ασκούνταν στο να κρατούν σημειώσεις χωρίς ο ίδιος να τους αντιλαμβάνεται, προς το μέσον δε του εξαμήνου χωρίς να το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, γεγονός που συνιστούσε από κοινού μια λαμπρή κατάκτηση διδασκομένων και διδάσκοντος αντίστοιχα. Το κεφάλι  που πιανόταν επ’ αυτοφώρω  να σκύβει πάνω από πυκνογραμμένες σημειώσεις επρόκειτο πάραυτα να κλονιστεί με λόγια του τύπου «υπόσχομαι κάθε σειρά από αυτές που με τόσο ζήλο γεμίσατε, να σας είναι παντελώς άχρηστη στις εξετάσεις». Αλλά μόνο τώρα καταλαβαίνω πως χρεωνόταν τη διάθεση για καταγραφή ως προσωπική του αποτυχία. Τα λεγόμενα του δασκάλου μπορούσαν να απειληθούν μόνο από τη γραπτή τους επαναδιατύπωση και ο Δημήτρης Μαρωνίτης δεν επρόκειτο να ανεχθεί την παραμικρή παρεμβολή ανάμεσα στην κερδισμένη ευηκοΐα των φοιτητών και τη δική του μαχητική προφορικότητα. (περισσότερα…)