
*
του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ
Τον Λευτέρη Αλεξίου (1890-1964), τον Ηρακλειώτη ποιητή, τον γνώριζα κατ’ ουσίαν μόνο από το θαυμάσιο ποίημά του «Ενδεχόμενα», που είχε συμπεριλάβει κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην ανθολογία του Η χαμηλή φωνή. Αργότερα έμαθα για αυτόν από τον γιο του Στυλιανό Αλεξίου, που παρουσίασε τα εργοβιογραφικά μαζί με μια ανθολόγηση της ποίησής του, στα εικοσιπέντε χρόνια από τον θάνατό του, στο περιοδικό Παλίμψηστον της Βικελαίας Βιβλιοθήκης του Ηρακλείου, τχ. 9-10, Δεκ. 1989-Ιουν. 1990, σ. 7-40 (όπου και παραπέμπω όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για τον ποιητή).
Πρόσφατα, ψάχνοντας για ένα δυσεύρετο κείμενο, πήρα στα χέρια μου τη συλλογή κειμένων: Συμβολή. Μικρή Ανθολογία κειμένων για τη νεοελληνική λογοτεχνία, που εξέδωσε το ΚΕ Λύκειο Αρρένων Αθηνών στις εκδόσεις Ιωλκός το 1977. Μέσα εκεί, ανάμεσα σε άλλα ενδιαφέροντα και αρκετά ανέκδοτα ―τότε― κείμενα σημαντικών συγγραφέων μας, έπεσα πάνω σε μια μετάφραση από τον Λευτέρη Αλεξίου ενός γνωστού ποιήματος του Γκαίτε για τον Σίλλερ, το «Bei Betrachtung von Schillers Schädel». Με τη σχετική βεβαιότητα πως δεν έχει ξαναδημοσιευθεί το παρουσιάζω εδώ, με τη σύντομη εισαγωγή και τη σημείωση του μεταφραστή του, από τη μνημονευθείσα συλλογή κειμένων, που είχε επιμεληθεί ο Αθ. Φωσκαρίνης, σ. 23-24.
Το περιστατικό στο οποίο αναφέρεται το ποίημα είναι αληθινό. Είναι γνωστό πως ο Γκαίτε είχε κρατήσει το κρανίο του Σίλλερ για ένα διάστημα στο γραφείο του σε διαρκή ανάμνηση του αγαπημένου φίλου του (τώρα κατά πόσον ήταν αυτό αυθεντικό, όπως αποκάλυψε η μεταγενέστερη έρευνα, είναι ένα άλλο ζήτημα). Σε ό,τι αφορά την ποιότητα της σχέσης τους και το βάθος της εκτίμησης που έτρεφε ο Γκαίτε για τον Σίλλερ, γράφει ο Τόμας Μάνν στο Δοκίμιο για τον Σίλλερ (εκδ. Ίνδικτος, μτφρ. Θαν. Λάμπρου, 2002): «Ο αμοιβαίος θαυμασμός εμπλούτισε πράγματι και τους δύο, και όσον αφορά τον Γκαίτε ο θαυμασμός αυτός μεγαλώνει ακόμη περισσότερο μετά τον θάνατο του Σίλλερ. Είναι σαν να μην ήξερε, όσο ζούσε ο Σίλλερ, αυτό που είχε δίπλα του», και «Για αυτόν που έζησε περισσότερο, ο νεκρός έγινε ό,τι δεν υπήρξε ποτέ ο ένας για τον άλλον: ιερός. Από τα τελευταία χρόνια της ζωής του Γκαίτε έχει φτάσει ώς εμάς η απάντηση που έδωσε στη νύφη του Ottilie, όταν αυτή του είπε πως ο Σίλλερ την κάνει συχνά να πλήττει. Ο Γκαίτε έστρεψε τότε μακριά το προσωπό του κι απάντησε: “Είστε όλοι πάρα πολύ κακόμοιροι και γήινοι γι’ αυτόν”».
~.~
Κοιτάζοντας το κρανίο του Σίλλερ
(Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε ύστερα από μιαν ανακομιδή των οστών του Σίλλερ. Ο Γκαίτε ήτανε παρών και πήρε στα χέρια το κρανίο του φίλου του. Τις χαραχτηριστικές σκέψεις του σε κείνη την περίσταση τις εστιχούργησε σ’ αυτό το ποίημα. Οι στίχοι μεταφράζονται, όσο ξέρω, για πρώτη φορά στα ελληνικά. Λευτ. Αλεξίου).
Στὸ κοιμητήρι τὸ βαθὺ καὶ σκοτεινὸ κοιτάω
μὲ πόση τάξη ἀραδιαστὰ σωπαίνουν τὰ κρανία
καὶ μὲσ’ στὸ νοῦ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἐφύγαν μελετάω.
Μένουν πλάϊ-πλάϊ ὅσοι ἄλλοτε μισοῦνταν μὲ μανία·
κόκκαλα ποὺ ὡς τὸ θάνατον ἀλληλοχτυπηθῆκαν,
τώρα ἡσυχάζουν σταυρωτὰ μέσα στὴν ἡσυχία.
Σκόρπιες κουτάλες… Ἀπὸ ποιά φορτιὰ νὰ κυρτωθῆκαν,
κανένας δὲ ρωτάει. Μέλη γιερά, γεμᾶτα ζέση,
χέρια καὶ πόδια, π’ ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴν ἄρθρωση λυθῆκαν…
Ὤ, κουρασμένοι, ἀνώφελα στὴ γῆς ἔχετε πέσει.
Δὲ σᾶς ἀφήνω ἀνάπαψη στὸν τάφο. Στὴν ἡμέρα,
στὴν ἅγια ζήση καὶ στὸ φῶς σᾶς ἔχω ἐδῶ καλέσει:
Τί ἕν’ ἄθλιο τσώφλι εἶν’ ἄσκοπο νὰ ὑψώνω στὸν ἀγέρα,
κι ἂς εἶχε τὸν ἐγκέφαλο τὸν πιὸ εὐγενῆ κλεισμένο.
Μὰ νά, ποὺ ἕνας παλιὸς χρησμὸς μ’ ἀκολουθεῖ ἐδῶ πέρα,
(σ’ ἐλάχιστους τὸ νόημά του τό ’χει φανερωμένο)
ὅταν, στὴ μέση ἀπὸ σωροὺς κοκκάλων καὶ κρανίων,
μιὰ ἀτίμητα ἱερὴ μορφὴ στὰ μάτια μου ἀνασταίνω.
Καὶ ἰδέ, σ᾽ αὐτὴ τὴ στενωσιά, στὴ μούχλα καὶ στὸ κρύο,
μ’ αἴστηση λευτεριᾶς πλατειᾶς εὐτὺς ἀναγαλλιάζω,
ὡς νά ’βγαινε ἀπ’ τὸ θάνατο ζωῆς ἀνάμα θεῖο!
Μὲ ποιά γοητεία μυστηριακὴ τὴν ὄψη σου ἀναπλάζω!
Τὰ θεῖα χαρακτηριστικά, πού ’χε ἄλλοτε κρατήσει!
Μὲ μιὰ ματιὰ μέσ’ στὴ γνωστή μου θάλασσα βουλιάζω,
ποὺ τόσες ξεχειλίζοντας μορφὲς* εἶχε ἀναβρύσει.
Σκεῦος, ἱερό, πού ’χεις χρησμοὺς στὸν κόσμο τόσους δώσει,
στὰ χέρια πὼς εἶμ’ ἄξιος νὰ σ’ ἔχω ἐτοῦτα κλείσει;
Ἀπὸ τὴ μούχλα, ὦ Θησαυρέ, ψηλὰ σ’ ἔχω σηκώσει,
καὶ πρὸς τὰ αἰθέρια τ’ ἀνοιχτά, πρὸς τὴν πλατειὰ τὴ σκέψη,
πρὸς τὸ ἠλιοφῶς ἔχω μὲ σὲ τὸν ἴδιο ἐμένα ὑψώσει.
Τί πιὸ πολὺ μπορεῖ κανεὶς στὸν κόσμο νὰ γυρέψει,
τὴ θέαιανα Πλάση ἂν τοῦ δοθεῖ στὰ μάτια νὰ κοιτάξει,
σὲ πνεῦμα πῶς τὰ πιὸ σκληρὰ μπορεῖ νὰ μετατρέψει,
κι αἰώνια πῶς τοῦ πνεύματος τὰ τέκνα νὰ φυλάξει.
*(Σ. του Μ.) Ο Γκαίτε υπαινίσσεται τους τύπους που έπλασε ο Σίλλερ στα θεατρικά έργα του.
*
*
*