*
του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ
1. Εισαγωγικά. Η δεκαετής συνεργασία του Γεράσιμου Βώκου (Πάτρα 1868 – Παρίσι 1927), με την εφημερίδα Η Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη (Επιβάτες Σηλυβρίας 1848 – Αθήνα 1920), μολονότι έδωσε άφθονους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς καρπούς, εντούτοις δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς προβλήματα. Όπως έχουμε πει κι αλλού, το δεύτερο εξάμηνο του 1894 ο Βώκος διέκοψε προσωρινά, για λόγους που δεν μας είναι γνωστοί, τη συνεργασία του με την Ακρόπολι[1], και για τέσσερις μήνες, (από 21 Ιουνίου έως 24 Οκτωβρίου), δούλεψε για την εφημερίδα Το Άστυ, που εκείνο τον καιρό διεύθυνε ο Θέμος Άννινος (Πύργος 1845 – Αθήνα 1916), μοιράζοντας και εδώ τις δραστηριότητές του μεταξύ δημοσιογραφίας και, παράλληλα, λογοτεχνίας.
Στο κομμάτι της δημοσιογραφίας, εκτός από τέσσερα μεμονωμένα άρθρα και τις αποκαλύψεις για τα λημέρια των ληστών της Φθιώτιδας, ο Βώκος δημοσίευσε στο Άστυ μια σειρά ανταποκρίσεων από την Πάτρα, τον Πύργο και το Αίγιο για το ακανθώδες σταφιδικό ζήτημα. Κατόπιν ασχολήθηκε επανειλημμένα με τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων και τέλος, μέσα από δεκατρία δημοσιεύματα, σαν ένα είδος καμπάνιας, ξενάγησε τους αναγνώστες του Άστεως στις πανεπιστημιακές Σχολές. Ακόμη, στη στήλη «Από ημέρας εις ημέραν», που κρατούσε τακτικά, μεταξύ άλλων, ο Παύλος Νιρβάνας (Μαριανούπολη 1866 – Μαρούσι 1937) δημοσίευσε τρία χρονογραφήματα. Στην ίδια στήλη, μάλλον λόγω χώρου αφού η θέση του είναι στην επιφυλλίδα, και με υπέρτιτλο «Ιστορίαις του δρόμου», δημοσίευσε το διήγημα «Απόπειρα αυτοκτονίας». Το λογοτεχνικό κομμάτι ολοκληρώνεται με τις επιφυλλίδες «Ο τρελλός» και «Το ναυάγιον»[2]. Ο «Τρελλός» φέρει τον υπέρτιτλο «Ιστορίαις του δρόμου».
2.1 Δημοσιογραφία. Στα μεμονωμένα άρθρα γίνεται λόγος: α) για το «μεγαλοπρεπές» μνημόσυνο που τελέσθηκε στην καθολική εκκλησία της Αθήνας για τον δολοφονημένο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, τον Μαρί Φρανσουά Σαντί Καρνώ (Λιμόζ 1837 – Λυόν 1894), («Το χθεσινόν μνημόσυνον του Καρνώ»). Το Άστυ, όπως όλες οι εφημερίδες, αφιέρωνε καθημερινά πολύ χώρο στη δολοφονία του Καρνό και στο πνεύμα αυτό ο Βώκος περιγράφει την επιμνημόσυνη τελετή, με παρόντες τον βασιλιά, τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και τους Έλληνες και ξένους επισήμους. Λάτρης της μουσικής ο Βώκος, σχολιάζει συνεπαρμένος: «Ο χορός έμελψεν επανειλημμένως, ηκούσθησαν δε και θαυμάσιαι μονωδίαι ενός μάλιστα βαθυφώνου, ψάλλοντος μετ’ εκτάκτου τέχνης και δεσμεύσαντος όλον εκείνο το πολυπληθές ακροατήριον επί πέντε λεπτά εις τα θέλγητρα της φωνής του»· β) για το πλεόνασμα των άγαμων ανδρών, («Τι τους φυλάτε;»). Στο απολαυστικό αυτό άρθρο, που έχει το ύφος χρονογραφήματος, ο Βώκος, με τη βοήθεια της στατιστικής, διαπιστώνει ότι στα δύο εκατομμύρια του πληθυσμού της χώρας οι άρρενες είναι εκείνοι που περισσεύουν ως ανύμφευτοι, επομένως δεν δικαιολογείται το φαινόμενο της γεροντοκόρης. Η λύση του προβλήματος βρίσκεται στην αλλαγή της στάσης των γυναικών: να μην περιφρονούν το ανδρικό φύλο, αλλά να το ενθαρρύνουν επιλέγοντας για σύζυγο έναν από τους έξι παραπανίσιους που στην καθεμία αναλογεί. Ο Βώκος απευθύνεται στις άτυχες γυναίκες σαν να στήνει πρόταση γάμου: «Μικρό μου συ, που έχεις τόσην χάριν και κομψότητα εις το παράστημά σου και είνε η μέση σου χυτή και το στήθος σου σκληρόν και γραφικώτατα και λαμποκοπούν τα μάτια σου από την υγρότητα διακαούς έρωτος και σφριγώντος παρθενικού πάθους και η κόμη σου η εβενώδης σκορπίζει τόσην καλλονήν και τόσα αρώματα ιμέρων, συ που τόσον επιμόνως θηρεύεις τον εκλεκτόν σου και ακούραστος ψαροπούλα πότε ρίχνεις τα δίχτυα σου πότε εδώ και πότε εκεί, μήπως και πιάσης δι’ αυτών κανένα και είσαι ικετευτική και φαίνεται η αγωνία σου προς το εκφεύγον ολονέν θήρευμα θα είχες ήδη απαχθή μακράν υπό των εξ εκείνων ρωμαλέων και αν η απαγωγή δεν είχε συντελεσθή, θα ήτο εξ ανδρών, για συλλογίσου, το περίβλεπτον ιδανικόν, που ήρκει εν σου νεύμα, διά να προβεί ο εκλεκτός σου σύζυγος»· γ) για την επιλογή ατόμου που θα καταλάβει τη θέση του δήμιου, («Ένας δήμιος»). Οι υποψήφιοι που έκαναν αιτήσεις είναι είτε φυλακισμένοι από χρόνια είτε ισοβίτες είτε καταδικασμένοι σε θάνατο. Ο Βώκος ελεεινολογεί το επάγγελμα του δήμιου και γενικεύει ότι «εν Ελλάδι είνε εξηκριβωμένον, ότι όλοι επάνω-κάτω είμεθα ερασιτέχναι του αιματηρού εγκλήματος, οι άνθρωποι των πόλεων και οι αγρόται». Πρόκειται περί ενδιαφέροντος άρθρου, με σκέψεις γύρω από το έγκλημα, τους τρόπους εκτέλεσής του και την ψυχολογία του εγκληματία· δ) για τον πνιγμό στο Παλαιό Φάληρο του τελετάρχη της βασιλικής αυλής Σταμάτιου Μπουντούρη, της συζύγου του και δύο ακόμη αξιωματούχων: του γραμματέα του Διαδόχου και του ταμία του Διαδόχου, όταν το μικρό κότερο του Μπουντούρη ανετράπη από σφοδρή ριπή του ανέμου, («Το δράμα του Φαλήρου»). Το άρθρο διαθέτει γλαφυρές στιγμές, ύφος που οι αναγνώστες αναμένουν από τον Βώκο. (περισσότερα…)


