Βερνάρδος του Κλαιρβώ

Χαῖρε Θαλασσινό Ἄστρο

*

Εἰσαγωγή-Μετάφραση: ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Ἡ πατρότητα τοῦ μεσαιωνικού ὕμνου Ave maris stella ἀποδίδεται, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, στόν Ἅγιο Βερνάρδο τοῦ Κλαιρβώ (1090-1153) ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὡραιότατες διευκρινίσεις καί παραινέσεις, σχετικές μέ τό θεοτοκωνύμιο maris stella-θαλασσινό ἄστρο. Ἡ λατινική ἐκδοχή τοῦ ὕμνου ἰχνηλατεῖται ἀνάμεσα στόν ὕστερο 6ο αἰῶνα μ.Χ. καί τόν πρώιμο 9ο, καί τό ὄνομα παραλλάζει ἀπό ἄστρο τῆς θάλασσας σέ ἄστρο τοῦ ὠκεανοῦ, προσωνύμιο ἀπό τά ἀρχαιότερα καί πλέον δημοφιλῆ τῆς Μαρίας.

Τό ποίημα τοῦ 15ου αἰῶνα πού ἀποδίδω ἐδῶ εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τόν ἀρχαῖο ὕμνο· τό χειρόγραφο πιθανολογεῖται ὅτι φτιάχθηκε σέ ἕνα Καρθουσιανό μοναστήρι τοῦ Γιορκσάιρ ἤ πιό βόρεια στό Λινκολνσάιρ. Ἂποτελεῖ θερμό ἐγκώμιο καί ἐξομολογητική εὐχή, θυμίζοντας τήν πολύ πιό ἐκτεταμένη, καί, ἀπό κάθε ἄποψη εὐρύτερη καί ἰσχυρότερη Ἐξομολογητική εὐχή πρός τήν Θεοτόκο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (14ος αἰώνας). Κατορθώνει ὅμως τό ὀλιγόστιχο ἐγκώμιο νά εἶναι ταυτοχρόνως θεολογικό. Ἐν ὀλίγοις, πρόκειται γιά θεολογικά λογάκια, ὅπως θά ἔλεγε ὁ δικός μας Παπατσώνης.

Ἡ κύρια καί ἐπικρατοῦσα μεταφορά γιά τήν Μαρία, πού ἐνέπνευσε Ἀνατολή καί Δύση ὅσο καμία ἄλλη γυναίκα, εἶναι αὐτή τοῦ καθοδηγητικοῦ Ἄστρου τῆς θάλασσας: ὄχι μόνον γιά τούς ναυτικούς ἀλλά ὅλους ἐμᾶς τούς ναυσιπλόους καί ποντουμένους σάλῳ βιωτικῶν κυμάτων (Μέγας Παρακλητικός). Ἀκολουθεῖ ἡ μεταφορά τῆς Πύλης τοῦ Παραδείσου, παρομοίως μέ τό Πύλη Ἐπουράνιε, πού ἀκοῦμε στόν δικό μας Ὄρθρο, ἤ ἀπό τήν Β΄ Στάση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τό: Χαῖρε Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον, καί ἀλλοῦ ἄλλα.

(περισσότερα…)

Βερνάρδος του Κλαιρβώ, Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περί το 1124 ο Γουλιέλμος, αββάς του Σαιντ-Τιερρύ, φέρεται να παρακάλεσε τον μέντορά του, Βερνάρδο του Κλαιρβώ, να συντάξει μια πραγματεία που θα υπερασπιζόταν το βαθιά διακριτό μοναστικό φρόνημα των Κιστερσιανών στους κόλπους των Βενεδικτίνων. Ο Βερνάρδος, επιφανής ηθικολόγος του 12ου αιώνα και σκαπανέας μιας εντυπωσιακής αναζωογόνησης των Κιστερσιανών, ανταποκρίθηκε μάλλον άμεσα, συγγράφοντας ένα από τα διασημότερα κείμενα της δυτικής μεσαιωνικής μοναστικής γραμματείας: την Απολογία.

Την πιο επιδραστική στιγμή του κειμένου σηματοδοτούν αναμφίβολα οι ενότητες 28-29, όπου ο Βερνάρδος συντάσσει μια πολεμική εναντίον της ακόρεστης επιθυμίας για πολυδάπανη (αναπαραστατική) τέχνη ή/και διακόσμηση σε μοναστικούς τόπους λατρείας, την οποία αντιπροσώπευε, ίσως πιο χαρακτηριστικά, η κλουνιακή πτέρυγα. Στις ενότητες αυτές αναβλύζει ρηξικέλευθη αισθητική σκέψη ενώ από ιστορική άποψη είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η πραγματεία του Βερνάρδου είναι συγκαιρινή της άνθισης της ρομανικής και γοτθικής τέχνης.

~.~

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΙΡΒΩ

Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

(28-29) [1]

ΧII. 28. Αλλά αυτά είναι ασήμαντα. Θα σχολιάσω τώρα τα μεγάλα, τα οποία, βέβαια, μοιάζουν μικρά, επειδή είναι τόσο κοινά. Δεν θα πω τίποτα για το τεράστιο ύψος, το υπερβολικό μήκος και το περιττό πλάτος των χώρων προσευχής, τον δαπανηρό καταστολισμό και τις εξεζητημένες απεικονίσεις που τραβούν το βλέμμα του προσευχόμενου και περιορίζουν την ευλάβειά του, και που, προσωπικά, μου φαίνεται λες και αναβιώνουν την αρχαία εβραϊκή λατρεία. Και θα παραδεχθώ ότι όλα αυτά γίνονται προς τιμήν του Θεού. Ωστόσο, θα απευθύνω ως μοναχός στους μοναχούς το ερώτημα που απηύθυνε ο εθνικός στους εθνικούς: «Πείτε μου, ποντίφικες», είχε πει, «τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;»[2].

Δίνοντας δε σημασία στο νόημα και όχι στο μέτρο του στίχου, παραφράζω το ερώτημα: «Πείτε μου, φτωχοί, αν είστε πραγματικά φτωχοί, τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;». Ας μην συγχέουμε εδώ τους επισκόπους με τους μοναχούς. Γνωρίζουμε ότι οι επίσκοποι, έχοντας ευθύνη απέναντι τόσο στους σοφούς όσο και στους αμόρφωτους[3], χρησιμοποιούν τον υλικό καλλωπισμό για να διεγείρουν την ευλάβεια ενός σαρκικού πλήθους, αφού δεν είναι δυνατόν να το επιτύχουν αυτό με τον πνευματικό.  Εμείς, όμως, που αποσυρθήκαμε από αυτό το πλήθος, εμείς που αφήσαμε τα πολύτιμα και υπέροχα πράγματα του κόσμου για χάρη του Χριστού[4], εμείς που επιλέξαμε να θεωρούμε καθετί που λάμπει από ομορφιά, ηχεί απαλά, ευωδιάζει γλυκά, τέρπει τη γεύση μας ή είναι ευχάριστο στην αφή -εν ολίγοις, όλες τις σωματικές απολαύσεις- σκέτη κοπριά προκειμένου να κερδίσουμε τον Χριστό[5], ποιανού την ευλάβεια περιμένουμε να διεγείρουμε με αυτόν τον καλλωπισμό; Πού αποσκοπούμε ακριβώς[6]; Στον θαυμασμό των αδαών, ή άραγε στις προσφορές των αφελών;  Ή μήπως, επειδή συγχρωτιστήκαμε με τους εθνικούς, υιοθετήσαμε τους τρόπους τους[7] και υπηρετούμε τα είδωλά τους; (περισσότερα…)