αντιλαϊκισμός

Η αποχή ως επιλογή ελευθερίας

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Κάποιος είχε περιγράψει κάποτε την διαφορά μεταξύ αυταρχισμού και ολοκληρωτισμού ως εξής: Ένα αυταρχικό καθεστώς σε εμποδίζει να κάνεις αυτό που θέλεις. Ένας ολοκληρωτικό καθεστώς σε υποχρεώνει να κάνεις αυτό που δεν θέλεις.

Τα περισσότερα αυταρχικά καθεστώτα στην ιστορία ήθελαν να περιορίσουν τις ελευθερίες και τις επιλογές των πολιτών τους. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα όμως απαιτούσαν την μαζική κινητοποίηση και συμμετοχή, καθοδηγούμενη από τα πάνω φυσικά, ως μια διαρκή επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Οι πολίτες έπρεπε να είναι σε μόνιμη εγρήγορση, να συμμετέχουν σε ογκώδεις εκδηλώσεις, «αυθόρμητες» διαδηλώσεις ή, στην καθημερινότητά τους, σε συζητήσεις διαφωτισμού και να προσαρμόζουν την συμπεριφορά τους αναλόγως.

Βασικό χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων ήταν η εκλογική διαδικασία, η κύρια ομοιότητά τους με την μαζική φιλελεύθερη δημοκρατία, τόσο ως επιλογής πολιτικού προσωπικού όσο, το κυριότερο, ως τελετουργία νομιμοποίησης. Η κρίσιμη διαφορά φυσικά είναι ότι στον ολοκληρωτισμό η κινητοποίηση γινόταν από και για ένα κόμμα. Στην μαζική φάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας αντίθετα, η συνολική νομιμοποίηση του καθεστώτος προέκυπτε από το άθροισμα της κινητοποίησης από πολλά μαζικά κόμματα στις κοινωνικές τάξεις και στρώματα που εκπροσωπούσαν. Υπό αυτήν την έννοια, τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές των φιλελεύθερων δημοκρατιών τον 20ό αιώνα δεν αποτελούσαν ψήφο εμπιστοσύνης μιας απροσδιόριστης «κοινωνίας» προς την «δημοκρατία» γενικώς και αορίστως. Ήταν επιβεβαίωση της αντιπροσωπευτικότητας αυτών των πολιτικών συστημάτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι το σημερινό άγχος σχετικά με την εκλογική συμμετοχή ως δείκτη νομιμοποίησης των φιλελεύθερων καθεστώτων αναδύθηκε ακριβώς από την εποχή που τα κόμματα σταμάτησαν να παίζουν αυτόν τον ρόλο της εκπροσώπησης και μεταβλήθηκαν στην πράξη σε μηχανισμούς διαφημιστικής και μηντιακής υποστήριξης της προσωπικής πολιτικής καριέρας των στελεχών τους. Η εμμονή της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας με την μείωση της μαζικής συμμετοχής αποτελεί μάλιστα ιστορική ειρωνεία αν αναλογιστεί κανείς ότι στις απαρχές της τον 18ο-19ο αιώνα, κατά την αστική φάση της, η ίδια ήταν ένα κατεξοχήν ελιτιστικό σύστημα που περισσότερο φοβόταν την μαζικότητα παρά την ενθάρρυνε. (περισσότερα…)

Ελάχιστες σκέψεις περί λαϊκισμού και αντιλαϊκισμού

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

1.

Μια από τις βασικές αναλυτικές έννοιες, μέσω της οποίας επιχειρείται να επεξηγηθούν οι σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, είναι αναμφισβήτητα αυτή του λαϊκισμού.

Στην περίοδο που διανύουμε, τα τελευταία περίπου 30-40 χρόνια, η έννοια είναι φορτισμένη κυρίως με αρνητικές συνδηλώσεις. Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη[1] αναφέρεται η διάκριση μεταξύ λαϊκισμού και λαϊκότητας:

Οι δύο λέξεις αποτελούν όψεις της έννοιας «λαϊκός» : την εύσημη, που είναι η λαϊκότητα, δηλ. το γνήσιο λαϊκό στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα και τη λιτότητα, και την κακόσημη πλευρά, που είναι ο λαϊκισμός, δηλ. το ψεύτικο, φτιαχτό λαϊκό στοιχείο, που μιμείται τη συμπεριφορά του λαού, για να εκμεταλλευθεί (πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά κ.τ.λ.). Μιλούμε με θετικό πνεύμα για τη λαϊκότητα της σκέψης και της συμπεριφοράς των απλών ανθρώπων του λαού, αλλά με αρνητική χροιά για τον λαϊκισμό στην πολιτική, στα συνθήματα, στη σκέψη, στη συμπεριφορά ανθρώπων, που, χωρίς να προέρχονται από τον απλό λαό, επιζητούν να τον κολακεύουν, για να αποκομίσουν προσωπικά, πολιτικά ή άλλα οφέλη.

Όπως σημειώνει ο Α. Ελεφάντης[2]

Ο λαϊκισμός είναι μια αρνητική ιδεολογία […] Αυτή η αρνητική, η μειωτική σημασία του λαϊκισμού δεν είναι άσχετη από την ίδια την ορολογία, τη λέξη που χρησιμοποιήθηκε και επικράτησε για να προσδιορισθεί ένα σύνολο πολιτικών αντιλήψεων και συμπεριφορών. Το αποτέλεσμα της παραποίησης και της παραφθοράς αποτυπώνεται στην ίδια τη λέξη. Το ονομάζει η λέξη. Ο όρος populism προέρχεται από το popolo, τη λατινική ρίζα του λαού και καταδηλώνει ιδεολογίες ενύπαρκτες στο λαό, απορρέουσες από το λαό, του λαού ή «το φρονείν ως ο λαός» (Κατά τον ορισμό του Σ. Κουμανούδη. Βλ. Συναγωγή Νέων Λέξεων, Ερμής, 1980, που εντοπίζει τον όρο για πρώτη φορά στην Ακρόπολη, 2.4.1887). Η ακριβής του μετάφραση στα ελληνικά θα έπρεπε να ξεκινά από το ουσιαστικό “λαός”, όπως στις λατινογενείς γλώσσες απ’ όπου και προέρχεται κι όχι από το παραγόμενο επίθετο “λαϊκός”. Η αφετηρία από το επίθετο λαϊκός για να φτιαχτεί ο όρος λαϊκισμός με την κατάληξη -ισμός παραπέμπει ευθέως σε ένα παραποιητικό περί λαού λόγο, σε μια παραφθορά, μίμηση και εκπτώχευση επομένως του λαϊκού λόγου.

Επομένως η παραγωγή της λέξεως λαϊκισμός από το επίθετο λαϊκός, στην Ελληνική γλώσσα, σηματοδοτεί ευθέως την αρνητική σημασία της λέξεως όπως παραπάνω έχει αναφερθεί. Με τον επιθετικό προσδιορισμό στην ελληνική γλώσσα, τα πράγματα γίνονται καθαρά εξαρχής. (περισσότερα…)