*
του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΣΩΝΙΤΗ
Φέτος στην εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης στον Ιανό, διάβασα, όπως και πέρσι, λίγους στίχους από δύο ποιήματά μου που περιέχονται στο μυθιστόρημά μου Καθαρμοί, τον τρίτο τόμο της τριλογίας μου, «Πένθος και Έξαρση» – οι άλλοι τόμοι: Εκτέλεση, Εκδίκηση, από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παραθέτω λίγα στιχάκια: Στο πρώτο ένα πουλί φτάνει στην βομβαρδισμένη, κατεχόμενη, αποκλεισμένη Αμμόχωστο: «Μικρό πουλί μαύρο πουλί, με μαύρο ράμφος και φτερά, πουλί με γλώσσα μαύρη και μαύρα μάτια κόκκινα, πουλί πουλάκι της νυκτός, τι θες και φτερουγάεις στης μαύρης Αμμοχώστου μας την έρμη αφτερούγητη, τη μαύρη ερημιά…»
Στο δεύτερο που διάβασα φέτος, γυναίκες πανηγυρίζουν την γέννηση ενός αγοριού, όπως θα πανηγύριζαν οι άνδρες την γέννηση ενός κοριτσιού: «Ένας άντρας γεννήθηκε, γυναίκες … φαλλός σας ζητάει νιούτσικος …βάλτε λεμονανθούς στα στήθια σας … βάλτε κραγιόν από παπαρούνες … ντυθείτε κερασιές, κοράσια, ντυθείτε τρελλές ροδιές … μωρέ χαρές το νιάνιαρο, μωρ’ δεν χορταίνεις να τον βλέπεις … βαθιά κολύμπα παλληκάρι μας, του λόγου σου μη λογαριάζεις βάθια … ο κόσμος είν’ ωραίος ο φαλλός σαν είν’ γενναίος, κι όλη πλάση ευωδιάζει η σχισμή σαν το προστάζει.»
Καθώς διάβαζα τους στίχους αυτούς, σκέφθηκα γιατί να μην καθιερωθεί η Παγκόσμια Ημέρα Μυθιστορήματος; Δεν το χρωστάμε στην τέχνη-επιστήμη του μυθιστορήματος που μαζί με την ποίηση είναι τα πρώτα, μεταξύ ίσων, λογοτεχνικά είδη, με τεράστια επίδραση στην παγκόσμια ψυχή και στον άνθρωπο; Δεν θα τιμήσουμε όμως ταυτόχρονα και τον ελληνικό πολιτισμό και παράδοση, αφού το μυθιστόρημα είναι ελληνική επινόηση; Ο πρώτος οιονεί μυθιστοριογράφος, ο πρώτος που επινόησε μια ιστορία για να ξεδιπλώσει τις απόψεις του είναι, πιστεύω, ο Παρμενίδης, στην πρώτη στροφή, 1-30, του κοσμολογικού του ποιήματος Περί φύσεως (συμβατική μεταγενέστερη ονομασία, δεν ξέρουμε την πρωτότυπη), στην οποία μια Θεά πάνω σε μια άμαξα οδηγεί τον αφηγητή στην αλήθεια του κόσμου: Να πώς, σε μετάφραση του αείμνηστου καθηγητή φιλοσοφίας, φίλου Βασίλη Κύρκου (δίδαξε και στην σχολή σεμιναρίων μας Ανοιχτή Τέχνη) που απέδωσε (Εκδ. Παπαδήμα, 2011) για πρώτη φορά στην νεοελληνική όλα τα Σωζόμενα των Προσωκρατικών Φιλοσόφων, κατά την μνημειώδη έκδοση του Ντιλς (και Κρανζ), αλλά δεν αξιώθηκε όχι βραβείο μετάφρασης αλλά ούτε υποψηφιότητας καν, τα σάρωνε όλα εκείνα τα χρόνια η ρηξικέλευθη μετάφραση του «Γλαυκώπις Αθηνά» ως «η Αθηνά τα μάτια λάμποντας». (περισσότερα…)
