Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα

Ρεμπελίνα, 1947-2023 [1/3]

*

της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 Pour toi, Elena

Η Έλενα Τουμαζή (1947-2023), που υπέγραφε και ως Ρεμπελίνα (< γαλλ. rebelle· επαναστάτρια), αποτελεί την πλέον πρωτοποριακή και ολοκληρωμένη έκφανση του ποιητικο-θεωρητικού ρεύματος της écriture féminine[1] στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ίσως την κορυφαία μορφή του λογοτεχνικού μας φεμινισμού. Μοναδική περίπτωση ποιήτριας ‒μολονότι ολότελα ξεχασμένη και παραγνωρισμένη‒ των δεκαετιών του ’70 και του ’80, η Ρεμπελίνα, από τα πρώτα της φανερώματα μέχρι και σήμερα ανήγαγε την ποίηση σε χώρο έμφυλης πραγμάτωσης της θηλυκής φωνής, του σώματος και της επιθυμίας. Ενώ η λογοτεχνική φεμινιστική συνείδηση στην Ελλάδα του ’70 ταυτίστηκε  γραμματολογικά με την άνθιση της πεζογραφίας,[2] κι ενώ πολύ αξιόλογες ποιήτριες της γενιάς αυτής έδωσαν δείγματα ακραιφνώς φεμινιστικής γραφής (Στέλλα Αλεξοπούλου, Ρέα Γαλανάκη, Κατερίνα Γώγου, Βερονίκη Δαλακούρα, Ζέφη Δαράκη, Άννα Δερέκα, Τασούλα Καραγεωργίου, Τζένη Μαστοράκη, Μαρία Λαϊνά, Άντεια Φραντζή, Αθηνά Παπαδάκη, Νατάσα Χατζηδάκι, Μαρία Ξενουδάκη κ.ά.), η λογοτεχνική μετουσίωση των θεωρητικών αρχών του ψυχαναλυτικού φεμινισμού στον ελληνικό χώρο υπήρξε περιορισμένη, με ορισμένες εκλάμψεις, για παράδειγμα, της Ιωάννας Ζερβού, ενώ η συζήτηση στη Σχολή Μωραΐτη των Άντειας Φραντζή, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Ρέας Γαλανάκη, Αθηνάς Παπαδάκη και Παυλίνας Παμπούδη, δόκιμων ποιητριών της γενιάς  αυτής, που είδε το φως με τίτλο Υπάρχει λοιπόν γυναικεία ποίηση; (1990), μαρτυρεί μια βιολογιστική αντίληψη γύρω από τη γυναικεία δημιουργία και τη γενικευμένη άγνοια του ελληνικού χώρου απέναντι στο σεισμικό φαινόμενο που υπήρξε ο λογοτεχνικός πλουραλισμός του γαλλικού ψυχαναλυτικού φεμινισμού. Συναφώς, η κατά πολύ αργοπορημένη και όχι πάντα καλοδεχούμενη ή διανοητή εισαγωγή της θεωρίας της λογοτεχνίας στην Ελλάδα κρατά τον λογοτεχνικό βίο μακριά από τα ποιητικά φεμινιστικά ρεύματα που μεσουράνησαν στην Ευρώπη της εποχής. (περισσότερα…)

Μικρή παραλλαγή ρω

*

Η Quelle Bellina έρχεται δίπλα στον Διγενή

Έρχεσαι από μακριά. Τα μαλλιά σου καλπάζουν σ’ αέρα ανυποψίαστο, βιτσίζοντας νεφέλες, κεραυνούς που προβάλλουν στο διάβα σου. Δελφίνια σε συντροφεύουν που αγγίζονται απαλά, χάδια γλιστερά κάτω από την επιφάνεια των δικών σου νερών, στο Αιγαίο του δικού σου Ήλιου, καθώς περπατάς με ταχύτητα φωτός προς τα μέσα, με τα πόδια σου γυμνά, μια πτώση σου ολόκληρη και βαθιά στα νάματα, βουτιά σου ολοσώματη προς τον άνω βυθό, μοναχικό προσκύνημα στο κάβο της δικής σου κατάνυξης, πάλλεσαι αδάκρυτη εκεί που το μέσα στήθος σου βοά κι η έξω του θηλή πετρώνει,

Θαλασσόκρινο.

Έρχεσαι από πολύ μακριά. Το πρόσωπό σου φεγγίζει τόσο που να μας τυφλώνει, αποστρέφουμε πάλι τα βλέμματα σκυμμένοι με τα νώτα στο έδαφος, σαν πάντα. Δεν ξέρουμε ακόμα τη φωνή, δεν βλέπουμε την όψη σου, δεν νιώθουμε τη ζέστα της αγκάλης σου, δεν ξέρουμε την αφή σου στ’ ακροδάχτυλα. Στρέφουμε μόνο την κεφαλή, σαν από αιώνες αφυπνισμένοι, στο ξάφνιασμά σου των καιρών. Ένα θρόισμα από φύλλα. Καλάμια που αργοσαλεύουν στον άνεμο. Ύστερα τίποτα. (περισσότερα…)