Άρης Μανουράς

Το Παραμύθι που δεν το ’λεγε κανείς

*

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα Παραμύθι
που δεν το ’λεγε κανείς
κι είχε πεταχτεί στη λήθη
και για να μην ξεχαστεί
αφηγόταν τον εαυτό του
μα κανένας για ν’ ακούσει
δεν βρισκότανε εμπρός του.
Ώσπου μία μέρα δάκρυ
σ’ ενός σύννεφου την άκρη
κάθεται και τί να δει! –
ένα νιόγεννο παιδί
και τα μάτια του δυο άτια
το κοιτούσαν μες στα μάτια.

Βάνει μπρος το Παραμύθι
κι αφηγείται τον εαυτό του
με φωνή τρεμουλιαστή
κι ένα πλάνταγμα στα στήθη.
Τα ματάκια το κοιτούσαν
δίχως κάτι να ζητούσαν
και τ’ αυτάκια αφουγκραζόταν
όλα όσα αφηγιόταν
και τα χείλη του γελούσαν,
τα χεράκια του κουνούσαν
κι ένα κλάμα σαν λουλούδι
συμφωνούσε στο τραγούδι.

Σαν τελειώνει η ιστορία
το παιδί με απορία
κοίταξε το Παραμύθι
μα εκείνο αποκοιμήθη.
Το μωράκι το φροντίζει
κι αρχινά το νανουρίζει,
μ’ ένα δάκρυ το σκεπάζει
κι ένα σύννεφο θηλάζει.

ΑΡΗΣ ΜΑΝΟΥΡΑΣ

*

*

*

Ο Νομίζω κι ο Γνωρίζω

*

Ο ΝΟΜΙΖΩ ΚΙ Ο ΓΝΩΡΙΖΩ

Ο Νομίζω κι ο Γνωρίζω πίνανε μαζί ρακές
κι αρχινήσανε κουβέντες ν’ ανταλλάσσουνε κακές.

Είπ’ ο πρώτος πως νομίζει,
πως «νομίζει ότι γνωρίζει»·
είπ’ ο άλλος πως «γνωρίζει»,
πως «γνωρίζει ό,τι νομίζει».

Και σε λίγο τους σωθήκαν οι μιλιές
και ευθύς εξεκινήσαν τις ξυλιές
κι έτσι όπως κατεβάζαν τις ξυλιές
τους ερχότανε καινούργιες οι μιλιές:

—Είμαι Νόμος και νομίζω!
—Είμαι Γνώση και γνωρίζω!
—Ναι, αλλά δεν είσαι Νόμος!..
—Είμ’ η Γνώση κι είμ’ ο Δρόμος…
—Θα σε δείρω που ’σαι Γνώση!
—Τρώνε ξύλο οι καμπόσοι!

Και στην τάβλα απομείναν τα ποτά
και ξεκίνησε καθένα να ρωτά:
«Μα γιατί αυτοί δε σκέφτονται στρωτά
και θαρρούν μον’ τα δικά τους για σωστά;»

Και σ’ αυτό έδωσ’ η τάβλα την απάντηση:
«Τούτ’ οι δυo πάντα χαλούν κάθε συνάντηση
γιατ’ ο ένας τ’ αλλουνού δεν έχει αίσθηση
στη ρακή του εαυτού τους όντας μέθυσοι.»

/// (περισσότερα…)

Ξέχωρο

*

Είμαι χωριό στη μέση του βουνού· μήδε στη ρίζα του και μήδε στην κορφή του· μακρά ’πο θάλασσες και κάμπους: ξέχωρο, ατάιστο, απότιστο, αφρόντιστο. Λίγοι κατοίκοι· παλιά τα σπίτια· πέτρα στην πέτρα, δίχως λάσπη και ασβέστη· στο λάκκο όξ’ απ’ τα σπίτια τους αποπατούν οι ανθρώποι: κάθε θαμνί κι ένα κουράδι. Με κάτουρο ανθούν οι ασπαλάθοι. Λίγοι με ξέρουν· ούτε κι οι κοντοχωριανοί (ανάθεμά κι αν μ’ έχει χάρτης)· λίγοι κατοίκοι.

Και μια το χρόνο, δυο το χρόνο γίνεται κάποιος τους διάσημος, αφίσα και νεκρόσημο· ψηλά στην άκρη μου και το νεκροταφείο. Κι έχουν νεκροί και ζωντανοί την ίδια κούφια και απέραστη ζωή· ένα το καφενείο, δύο οι τράπουλες, τρία τα τάβλια.

Δεκαπενταύγουστό ’χουμε μία πανήγυρη κι αυτό είν’ όλο. Βάνουν οι ανθρώποι ρεφενέ τα λίγα ζα τους, τα τυριά τους, τα κρασά τους, βγαίνει στη μέση ένας λυράρης ξενομπάτης και δυο πάσα, κι εκεί γλεντάνε τη χαρά και τον καημό ότι δεν έχουνε καημούς ούτε χαρές.

Δέκα ελιές στην κατηφόρα δίνουν λάδι στους ανθρώπους, πέντε οζά το κρέας τους, δυο κότες το αυγό τους, ένα πηγάδι το νερό, κι εκείνο αποθαμένο, βουλισμένο.

Στις δυο του μήνα έρχετ’ ο γύφτος με ντουντούκα και δυο κιλίμια, ένα λεμόνι, μια καρπούζα.

Την κάθε μέρα ίδιες φάτσες, ίδιες φάτσες βλέπονται, βρίζονται, γελούνε, καλημερίζονται, καληνυχτίζονται, μιλούνε· παίζουν πρέφα. Στον πόλεμο εδώσανε το αίμα τους· πλέρωσα με κατοίκους μου το αίμα το πεταμένο: μήδε μνημείο τως εφτιάξανε· και όλοι οι τάφοι φτωχικοί: μια πλάκα από το σπλάχνο του βουνού, ένα ’νοματεπώνυμο, καμία μαντινάδα.

Ούτε μουσεία έχει εδώ, ούτε συλλόγους, ούτε ήρωες: ένα σχολειό κι αυτό μικρό, κι αυτό λειψό κι ερειπωμένο. Αριά και που έρχετ’ ο δάσκαλος να τον πετροβολήσουν τα παιδιά, και τον σβερκώνουνε οι γρες (αφού κατέχει και διαβάζει) κι ανοίγει το ξωκλήσι. (Πέτρα στην πέτρα και αυτό, κι έχει το χώμα του σκαφτό και πατημένο). Απέ τού δίδουν μια μαγκούρα, μια φεσάρα, ένα καρβέλι και κρασί, και βάνουν τον να κοινωνά μ’ έναν Ονειροκρίτη· ύστερα κάμουν το σταυρό τους, ανάφτουν κι απο ’να κλαράκι (κεριά δεν έχει η εκκλησιά) και πάνε στις δουλειές τους· ολημερίς ξεχορταριάζουνε, φυτεύουνε τους δέκα σπόρους, τους μαζώνουνε, κι ολοχρονίς πεινούνε και διψούνε· δε μιλούνε· μόν’ περιμένουν να περάσει η ζωή ως περιμένεις λίγη ώρα να περάσει.

Δεν έχω το χωριό κανέν’ ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, να με παινέψουν ποιητάδες κι επιστήμονες, να πουν για το φιλότιμό μου, για το φίλεμα, το χώμα και την πλάση που αναδίδω· αξία δεν έχω ποιητική: κανείς για να με θυμηθεί, κανείς να με ξεχάσει: γκρίζο τοπίο, γκρίζα ζωή· ούτε και μαύρη για να πεις πως πήρε χρώμα, ούτε και άσπρη για να πεις θα ξαποστάσω.

Είμαι χωριό σαν τις γριές του: ξεδόντιαστες, ολόσκυφτες, με χίλιους δέκα πόνους σιγανούς κι αξομολόγητους· μόνο να τρώω και να πίνω -κι αν βρω να φάω και να πιω-, να κατουρώ και να κοιμούμαι, μ’ ένα εικόνισμα μικρό και μιαν αυλή να τη σκουπίζω κάθε μέρα, κι ας είν’ η σκόνη ανύπαρκτη αφού αέρας δε φυσά να τη χορέψει· μονάχα ήλιος και βροχή – κι αυτά στην ώρα τους· καμία έκπληξη, καμία έκπληξη.

Έτσι αφόρητο, βαρύ, σαν τη βαριά και την αφόρετη ζωή των χωριανών είμαι κι εγώ· αξία ποιητική καμιά, αξία ζωντανή καμιά (μήδε κι αξία ποθαμένη):

βάρος.

ΑΡΗΣ ΜΑΝΟΥΡΑΣ

*

*

*