Τα Χριστούγεννα του νταλικέρη

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Εσύ, με πόσα φωτάκια
θα στολίσεις την θλίψη σου φέτος;
ΣΥΝΘΗΜΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟ

Λες και το κάνουν επίτηδες οι δήμαρχοι και στολίζουν έναν μήνα νωρίτερα τους δρόμους για τις Γιορτές. Κάποιους θέλουν να εκδικηθούν αυτοί οι τύποι. Μάλλον εκείνους που δεν τους ψήφισαν: τους μοναχικούς, τους ασυνύπαρκτους, τους αποσυνάγωγους. Κι αφού οι δήμαρχοι εκλέγονται απ’ την πλειοψηφία, δεν εκλέγονται απ’ αυτούς. Ή μήπως –αλίμονο– αυτοί, οι μοναχικοί, οι ασυνύπαρκτοι, οι αποσυνάγωγοι, είναι η πλειοψηφία;

«Μοναχικά Χριστούγεννα!» Ο εφιάλτης που χωρά σε δυο λέξεις. Εκτός κι αν σε καλέσουν κάποιοι να… καταθλιφτείς μαζί τους. Γιατί σιγά μην περάσεις καλά στο ξένο σπίτι. Και συγγενικό σου να είναι, δηλαδή, ακόμα χειρότερα: θα δεις τον κόσμο μ’ ανάστροφα κιάλια – τόσο μακρινό, που θα μοιάζει ψεύτικος.

Όταν εσύ έμενες παιδί, αυτοί μεγάλωναν. Όταν εσύ ονειρευόσουν, αυτοί συμβιβάζονταν. Όταν εσύ έφτυνες αίμα, αυτοί έπιναν σαμπάνια. Ίδια τα πρόσωπα, οι εκφράσεις, οι φωνές, οι χειρονομίες, αλλά εκείνοι άλλοι. Τα ρούχα τους μυρίζουν καινουργίλα. Τόσο ατσαλάκωτα, που σε τσαλακώνουν. Κραυγάζουν φίρμες, διαλαλούν φορολογικές δηλώσεις. Αποτελούν ζυγαριά κοινωνικής στάθμης. Δεν είναι οι φίλοι σου και οι συγγενείς σου αυτοί, μα μεταμφιεσμένες φραγκόκοτες και πετεινάρια μασκαρεμένα.

Μην πας! Αν σε καλέσουν πουθενά, μην πας! Δεν θα περάσεις καλά – σιγά μην περάσεις! Θα ξεράσεις τον εαυτό σου…

Θέλεις φτώχεια εσύ, παιδί μου, θέλεις κακοπέραση. Θέλεις Άντερσεν και Παπαδιαμάντη για να φκιαχτείς. Θέλεις το «Βλογημένο μαντρί» του Κόντογλου και «Στην γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι…»

Θέλεις πίσω τα παιδικά σου χρόνια: την μάνα όμορφη, τον πατέρα νέο, εσένα μικρό – κι όπως τότε τον κόσμο μεγάλο κι απέραντο… Ο Χριστούλης στην φάτνη του, τα βοϊδάκια να τον χουχουλίζουν, οι βοσκοί να τον προσκυνούν, οι άγγελοι να τον ανυμνούν, το Αστέρι να λάμπει – τραβάς την κουρτίνα να το δεις κι έχεις έτοιμη την ευχή: αγάπη και ειρήνη για όλο τον κόσμο και… αν κρυφακούει ο Αϊ-Βασίλης, ένα τραινάκι φωτισμένο.

Μα ήταν γέρος ο Αϊ-Βασίλης και παράκουσε: το τραινάκι έγινε νταλίκα – αυτή που σε γύρισε στην μισή Ευρώπη. Κι είδαν κόσμο και κοσμάκη τα μάτια σου και το βλέμμα σου γέμισε κι η καρδιά σου άδειασε.

Τα Χριστούγεννα έρχονται χωρίς να σε ρωτήσουν, όπως έρχονται οι λογαριασμοί και οι αναμνήσεις. Μπαίνουν στο σπίτι σαν συγγενείς – που δεν ήθελες, αλλά δεν μπορούσες να διώξεις. Φέτος έφτασαν χωρίς χιόνι, αλλά με μια σιωπή τόσο πυκνή, που άκουγες τις σκέψεις να περπατούν στο σαλόνι.

«Τι τα σκέφτεσαι τώρα αυτά», μιλάει στον εαυτό του, λες κι είναι δύο, λες κι είναι ο γιος του ο μικρός και τον νουθετεί. Και ντύνεται κι ετοιμάζεται να πάει –παρόλ’ αυτά– στο σπίτι που τον κάλεσαν. Επέμενε πολύ η Μάνια, η ξαδέρφη του. Γιορτάζει κι ο άντρας της, ο Χρήστος, αύριο. Πώς να της χαλάσει το χατίρι; Θα ’ναι εκεί και η κουμπάρα τους, η Μυρσίνη, φρεσκοχωρισμένη και σκέτος άγγελος, κάτι μπορεί να γίνει… Τους γουστάρουν οι γυναίκες τους νταλικέρηδες, έτσι λένε… Κι οι νταλικέρηδες γουστάρουν τους αγγέλους. Για να δούμε…

Άνοιξε την πόρτα η Μάνια.

«Η Μυρσίνη είναι στην κουζίνα…» του πέταξε στ’ αυτί.

Κι ο Χρήστος γέλασε πονηρά, λέγοντας:

«Αν κι εσύ θα την ήθελες… στην κρεβατοκάμαρα, ε;»

«Ρε, άντε πάαινε!» είπε ο Μιχάλης, δήθεν ενοχλημένος, μα φουρτούνιασε το αίμα του στον συνδυασμό των λέξεων «Μυρσίνη» και «κρεβατοκάμαρα».

Ήταν και κάτι άλλοι στο σαλόνι, ζευγάρια επί το πλείστον – γνωστοί του Χρήστου και της Μάνιας, φίλοι, συνάδελφοι απ’ την δουλειά, που δεν είχαν κι αυτοί πού να πάνε τέτοιες μέρες κι ήρθαν εδώ, όπως κι εκείνος.

Έγιναν οι συστάσεις, είπε «χαίρω πολύ» – στο επόμενο δευτερόλεπτο δεν θυμόνταν τα ονόματά τους.

Έβαλε ποτό, άναψε τσιγάρο –κάπνιζαν κι άλλοι, δεν ενοχλούσε ο καπνός του κανέναν– και περίμενε να βγει η κουμπάρα απ’ την κουζίνα.

Φάνηκε στην κάσα της πόρτας, κρατώντας τον δίσκο με τους μεζέδες, σαν ζωγραφιά στο κάδρο της η Μυρσίνη – ο εκλεκτότερος μεζές απ’ όλους! Φορούσε κόκκινη εφαρμοστή τουαλέτα με ανοιχτό μπούστο. Τα μαύρα μαλλιά της έκαναν φοβερή αντίθεση με το λευκό δέρμα της. Και η σχισμή του γιορτινού της φορέματος, που μια έδειχνε και μια έκρυβε τα μακριά της πόδια, όχι μόνον δεν σ’ άφηνε να τα χορτάσεις, αλλά σ’ έκανε να νοσταλγείς περισσότερο το επόμενο βήμα της που θα τα αποκάλυπτε. Ειδικά αν το επόμενο βήμα κατευθύνονταν προς το μέρος σου.

«Χρόνια Πολλά, Μιχάλη!» είπε, τείνοντας το λεπτό της χέρι.

«Καλά Χριστούγεννα, Μυρσίνη!» απάντησε, χαϊδεύοντας την παλάμη της με τα δάχτυλα, καθώς τα απέσυρε απ’ την χειραψία.

Κάθισε πλάι του. Μίλησαν για ώρα.

Τα μάτια της του άρεσαν πάντα – υπήρχε μια ειλικρίνεια σ’ εκείνο το βλέμμα. Στην φωνή της μια σταθερότητα, στα λόγια της μια σοβαρότητα, στις κινήσεις της μια χάρη. Κι οι εκφράσεις της απέπνεαν ευγένεια και καλοσύνη.

Ήταν αυτό που λέμε «γυναίκα». Ήξερε να στέκεται δίπλα σ’ έναν άντρα, χωρίς να λιγοστεύει εκείνον και χωρίς να περισσεύει η ίδια.

Απορούσε πραγματικά ο Μιχάλης πώς την άφησε ο άντρας της για μιαν άλλη. Δηλαδή τι παραπάνω είχε η άλλη, εκτός απ’ το ότι ήταν… άλλη;

Αλλά καλύτερα! Αν ήταν ακόμη μαζί του, δεν θα ’ταν τώρα μ’ αυτόν.

Και πόσο μορφωμένη κοπέλα! Και τι όμορφα μιλούσε! Δικηγόρος, βλέπεις. Ενώ εκείνος νταλικέρης. Ήξερε τι έλεγαν για τους νταλικέρηδες – και τι δεν έλεγαν: ρεμάλια, άσωτοι, ρεμπεσκέδες, ακοινώνητοι.

Μα η Μυρσίνη δεν έδειχνε να υπολογίζει κάτι τέτοια. Τον ρώταγε συνέχεια για τα ταξίδια του και άκουγε προσηλωμένη τις ιστορίες του, λες κι ο Μιχάλης δεν ήταν άνθρωπος αλλά ένα μεγάλο βιβλίο με όμορφα παραμύθια, που ενδεχομένως να ήθελε να το ξεφυλλίσει και με τα ίδια της τα χέρια κάποτε…

Εκείνος έβλεπε μια σκιά να χορεύει στα μάτια της. Αδιόρατη μεν, μα ορατή σ’ αυτόν, που ήξερε από μοναξιά και απογοήτευση τόσο καλά όσο ήξερε κι από ομίχλη και λεπτό στρώμα πάγου στην άσφαλτο.

Ήταν η θλίψη της εγκατάλειψης. Το αίσθημα που αφήνει πίσω της η αχρείαστη προσφορά σ’ έναν άλλον άνθρωπο: μια βροχή συναισθημάτων που δεν απορροφάται, σχηματίζει ρυάκια, γίνεται χείμαρρος και φουσκώνει μέσα σου – ή για να σε πνίξει ή για να ξεχειλίσει και να πνίξει τους άλλους.

Κάποιος δυνάμωσε την ένταση στην τηλεόραση. Τα εορταστικά προγράμματα έδιναν κι έπαιρναν – πρόσθεταν ψεύτικο κέφι κι αφαιρούσαν την αληθινή χαρά της επικοινωνίας.

Ένας τράβηξε την Μυρσίνη να χορέψουν τσιφτετέλι. Η κοπέλα λικνίστηκε με την χάρη που θα είχε μια ευγενική πράξη. Ο άλλος ξενέρωσε. Την ήθελε  χυμαδιό. Την παράτησε και τράβηξε άλλη στον χορό – μια σουρτούκω, που κούναγε τον κώλο της λες κι ανακάτευε κουτάλα σε κατσαρόλα.

Μ’ εκείνο το ξετράφιασμα ο τύπος φκιάχτηκε. Πέρασε το χέρι στην μέση της και ξεσάλωσε. Το κέφι άναψε…

Ο Μιχάλης σηκώθηκε.

«Πού πας;» τον ρώτησε η Μυρσίνη.

«Στο μπαλκόνι, να κάμω τσιγάρο. Πνίγομαι εδώ μέσα…» είπε με νόημα.

Αν και δεν κάπνιζε, προσφέρθηκε να τον ακολουθήσει για παρέα. Μα δεν πρόλαβε. Η Μάνια την άρπαξε από πίσω και την έσυρε στον χορό.

Ο Μιχάλης βγήκε στο μπαλκόνι μόνος. Φαίνονταν όμορφη απ’ τον πέμπτο όροφο η Αθήνα. Ακόμα και τα φώτα –που τον κατάθλιβαν πριν λίγο– έμοιαζαν άστρα, πεσμένα στην Γη για να πραγματοποιήσουν απόψε τις ευχές των ανθρώπων.

Άναψε τσιγάρο και μισόκλεισε τα μάτια. Έφερε πίσω τα παιδικά του χρόνια: η μάνα όμορφη, ο πατέρας νέος, εκείνος μικρός κι όπως τότε ο κόσμος μεγάλος κι απέραντος… Ο Χριστούλης στην φάτνη του, τα βοϊδάκια να τον χουχουλίζουν, οι βοσκοί να τον προσκυνούν, οι άγγελοι να τον ανυμνούν, το Αστέρι να λάμπει – τραβά την κουρτίνα να το δει κι έχει έτοιμη την ευχή: αγάπη και ειρήνη για όλο τον κόσμο και… αν κρυφακούει ο Αϊ-Βασίλης, ένα τραινάκι φωτισμένο.

Μα ήταν γέρος ο Αϊ-Βασίλης και παράκουσε: το τραινάκι έγινε νταλίκα – αυτή που τον γύρισε στην μισή Ευρώπη κι είδαν κόσμο και κοσμάκη τα μάτια του και γέμισε το βλέμμα του κι η καρδιά του άδειασε, εκτός από μια φορά κι έναν καιρό…

Ήταν 24 Δεκεμβρίου του 1982. Ο Μιχάλης, με κομμένα απ’ το ξενύχτι μάτια, οδήγαγε την «Γοργόνα» του – μια κατακόκκινη Scania– στις παγωμένες αρτηρίες της Γιουγκοσλαβίας. Το φορτίο έπρεπε να παραδοθεί στο Μόναχο, αλλά ο καιρός είχε άλλα σχέδια.

Η χιονοθύελλα ξέσπασε απότομα, καθώς διέσχιζε τα βουνά του Γκόρσκι Κόταρ, μεταξύ Κάρλοβατς και Ριέκα. Το χιόνι έπεφτε ανελλιπώς και σκέπαζε, σαν αιωρούμενη ζάχαρη άχνη, τους πνεύμονες της Κροατίας: τα πυκνά γύρω δάση, που έλιωναν το περίγραμμά τους μέσα στο σούρουπο.

Η ομίχλη πύκνωνε διαρκώς στην ευρωπαϊκή οδό Ε65, σχηματίζοντας έναν λευκό τοίχο που κατάπινε τους προβολείς του.

«Άγια Νύχτα, σου λέει μετά…» μουρμούρισε ο Μιχάλης, σφίγγοντας το τιμόνι. Το καλοριφέρ δούλευε στο τέρμα και η καμπίνα μύριζε ζεστό καφέ και καπνό.

Έψαξε την κασέτα με τα λαϊκά – είχε μία για κάθε περίσταση. Την έβαλε στο κασετόφωνο και πάτησε το κουμπί. Η φωνή του Μάνου Παπαδάκη πλημμύρισε τον χώρο: «Χριστούγεννα στην ξενιτιά θα κάνω, μάνα μου γλυκιά…»

Θυμήθηκε έναν τύπο που σύχναζε στο καφενείο των νταλικέρηδων. Έλεγε πως ήταν στιχουργός. Πως έδινε τραγούδια σε μεγάλα ονόματα παλιά. Κανείς δεν τον πίστευε. Έφταιγε και το επώνυμό του: Μπουρδαντωνάκης! Ποιος πίστευε έναν… Μπουρδαντωνάκη;

Ο Μίμης στενοχωριόνταν τότε. Κι ένα βράδυ έφερε τον δίσκο του Παπαδάκη. Διάβασαν πάνω τ’ όνομά του. Πάλι δεν τον πίστεψαν. Τους έδειξε την ταυτότητά του. Νόμισαν πως πρόκειται για συνωνυμία. Όλοι εκτός από τον Μιχάλη.

Ο Μίμης, για να τον ευχαριστήσει, του έγραψε την κασέτα. Και πρώτο-πρώτο έβαλε το δικό του τραγούδι: «Χριστούγεννα στην ξενιτιά». Αυτό που άκουγε τώρα…

Ξαφνικά, η ουρά του τρέιλερ άρχισε να χορεύει το ταγκό του λευκού φιδιού – η νταλίκα ψαλίδιζε στην χιονισμένη άσφαλτο. Με ψυχραιμία παλιάς καραβάνας, κατάφερε να την ισιώσει, αλλά κατάλαβε πως αν συνέχιζε, θα κατέληγε σε καμιά χαράδρα.

Τρία χιλιόμετρα μετά, είδε μια αμυδρή πινακίδα που έδειχνε προς ένα χωριό, το Βίτεζ – στα κροάτικα σημαίνει «ιππότης». Με το ζόρι έστριψε την νταλίκα στον στενό δρόμο. Σε λίγο διέκρινε μια μικρή πλατεία, όπου το χιόνι είχε ήδη καλύψει τα πάντα. Σβήνοντας την μηχανή, η σιωπή απλώθηκε απόκοσμη, λες κι επρόκειτο κάτι να συμβεί από στιγμή σε στιγμή κι εκείνος θα ήταν ο μοναδικός μάρτυρας.

Κατέβηκε απ’ την καμπίνα. Το κρύο περόνιαζε. Τα πόδια πάγωσαν, τα χέρια ξύλιασαν, κι οι αχνοί της ανάσας του κρυστάλλιαζαν πάνω στα γένια του.

Στην άκρη της πλατείας ένα πέτρινο σπίτι. Στο παράθυρο τρεμόπαιζε λίγο φως, σαν ψυχή τρομαγμένη κατά την ώρα της Κρίσεως. Πλησίασε και χτύπησε την πόρτα – δειλά στην αρχή, δυνατά κατόπιν, καθώς ξεπάγιαζε ως το κόκαλο. Ακούστηκαν βήματα από μέσα και η πόρτα μισάνοιξε. Φάνηκε το κεφάλι ενός ξανθού άντρα. Ο Μιχάλης του έκανε νόημα να περάσει. Ο άλλος δίστασε. Μα μόλις το κρύο εφόρμησε απ’ την είσοδο, παραμέρισε για να διαβεί. Δεν χρειάζονταν να μιλούν την ίδια γλώσσα για να συνεννοηθούν, το παγωμένο πρόσωπο του Μιχάλη και η νταλίκα που δέσποζε στο σκοτάδι τα έλεγαν όλα.

Η ατμόσφαιρα μύριζε καμένο ξύλο. Μια νέα γυναίκα ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα ντιβάνι δίπλα στο τζάκι. Φαίνονταν αποκαμωμένη απ’ τις δουλειές της μέρας κι έμοιαζε να λαγοκοιμάται.

Μα, όχι.

Έμπηξε μια κραυγή που του πάγωσε το αίμα, πριν προλάβει να ζεσταθεί. Ο ξανθός άντρας έτρεξε κοντά της και γονάτισε πλάι της, λέγοντας στην γλώσσα του:

«Samo hrabro, ljubavi moja! – Κάνε κουράγιο, αγάπη μου!»

Εκείνη τον κοίταξε με απόγνωση, πριν ψελλίσει:

«Boli me! – Πονάω!»

Ο άντρας σηκώθηκε, πλησίασε τον Μιχάλη και του είπε, κάνοντας παράλληλα και νοήματα:

«Trudna! – Έγκυος! Treba mu liječnik! – Χρειάζεται γιατρό!»

Δεν ήξερε πώς να του πει ότι εδώ και λίγες ώρες είχαν «σπάσει τα νερά».

Ο Μιχάλης είδε την κατάσταση της γυναίκας και κατάλαβε.

Ο δρόμος προς το πλησιέστερο νοσοκομείο ήταν κλειστός για τα επιβατηγά αυτοκίνητα και το παλιό τους Zastava είχε θαφτεί στο χιόνι. Ο Μιχάλης κοίταξε τα χέρια του – τα χέρια που ήξεραν μόνο να σφίγγουν το τιμόνι και ν’ αλλάζουν ταχύτητες. Κοίταξε έξω την «Γοργόνα» του. Ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να νικήσει το βουνό εκείνη την νύχτα. «Πάμε», είπε απλά, δείχνοντας το κλειδί του. Φόρτωσαν την γυναίκα στην καμπίνα. Ο Μιχάλης έβαλε μπρος. Η νταλίκα βρυχήθηκε, το θηρίο ξύπνησε. Τρεις ώρες πάλεψε με τον πάγο και το σκοτάδι. Όλα τα μυστικά που έμαθε στους δρόμους της Ευρώπης, του φάνηκαν λίγα μπροστά σε κείνη την παγωμένη κόλαση. Άλλο να οδηγάς για το εμπόρευμα κι άλλο για μια ζωή.

Η «Γοργόνα» κολυμπούσε στο χιόνι, όταν οι πόνοι δυνάμωσαν. Η γυναίκα ούρλιαζε σαν να την μαστίγωναν ή σαν να βρίσκονταν σε οργασμό. Ο ξανθός άντρας πάντα δίπλα της. Ο Μιχάλης προσηλωμένος στην οδήγηση. Τα ουρλιαχτά τράνταζαν τα σίδερα, λες κι ήθελαν να σκίσουν τον ουρανό της καμπίνας, να ξεχυθούν στον άλλο ουρανό, τον αληθινό, να ξυπνήσουν τον Θεό, να στείλει τους αγγέλους του να ψάλλουν το «Ωσαννά», διότι ιδού:

«ἐγεννήθη Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων» – άνθρωπος!

Αποφεύγοντας μύριους κινδύνους, έφτασαν στο νοσοκομείο της πόλης. Χάρη στην ζεστασιά της καμπίνας, η γυναίκα δεν έχασε το παιδί. Την έβαλαν στο φορείο. Παραπατούσαν στο χιόνι.

Η γυναίκα έκανε νόημα στον Μιχάλη. Έβγαλε τον σταυρό της απ’ τον λαιμό και τον άφησε στο χέρι του.

«Zvjezdica!» ψιθύρισε κι έδειξε το μωρό.

Ένας γιατρός ήξερε αγγλικά.

«Αστέρι! Αυτό σου είπε», μετέφρασε στον Μιχάλη.

«Δηλαδή;» απόρησε εκείνος.

«Το μωρό, είναι δικό της Άστρο των Χριστουγέννων!»

Από παιδί περίμενε την ώρα αυτή ο Μιχάλης: να δει το Άστρο των Χριστουγέννων και να κάνει μια ευχή:

«Να της ζήσει!» είπε στον γιατρό. Κι αμέσως μετά συνέχισε την ευχή όπως την είχε έτοιμη από πάντα: «Αγάπη και ειρήνη για όλο τον κόσμο!»

(Εννιά χρόνια μετά η Γιουγκοσλαβία θα πνίγονταν στο αίμα.)

«živio ti! Ljubav i mir za cijeli svijet!» μετέφρασε ο γιατρός.

(Εννιά χρόνια μετά, θα έκοβε τα πόδια ενός ξανθού άντρα.)

Η γυναίκα χαμογέλασε αχνά.

(Εννιά χρόνια μετά, το παιδί της θα είχε πατέρα ανάπηρο.)

Το φορείο ξεκίνησε πάλι. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει –σαν στάχτη απ’ τον ουρανό τώρα– καθώς στροβιλίζονταν κάτω απ’ τα φώτα του νοσοκομείου.

Εννιά χρόνια μετά –παραμονή Χριστουγέννων– θα έσφιγγε στο χέρι του τον σταυρό ο Μιχάλης και θα προσεύχονταν: κάπου στα βουνά των Βαλκανίων, ένα παιδί να είναι καλά και να γιορτάζει τα γενέθλιά του, επειδή εκείνος, κάποτε, αποφάσισε να γίνει ο Αϊ-Βασίλης των δρόμων…

Ένιωσε μια παρουσία πίσω του και γύρισε. Η Μυρσίνη τον αναζήτησε στο μπαλκόνι.

«Βγήκες για ένα τσιγάρο και κάπνισες μισό πακέτο!» είπε, βλέποντας τ’ αποτσίγαρα στο τασάκι.

«Δεν είναι αποτσίγαρα, αλλά ευχές που δεν πραγματοποιήθηκαν», δικαιολογήθηκε μ’ έναν στίχο που κάπου διάβασε ο Μιχάλης.

«Μου φαίνεται πως έγινες ποιητής εδώ έξω! Κι εγώ που νόμιζα πως είδες το άστρο των Χριστουγέννων!» είπε η κοπέλα.

«Το άστρο αυτό δεν βρίσκεται στον ουρανό!»

«Εννοείς πως υπάρχει μέσα μας;»

«Μάλλον μπροστά μας!» απάντησε ο Μιχάλης, κοιτώντας την με θαυμασμό.

Εκείνη κοκκίνισε περισσότερο κι απ’ την τουαλέτα της και κοίταξε αμήχανα τον ορίζοντα, λέγοντας:

«Να, ένα άστρο εκεί στο βάθος!»

«Κάνε μια ευχή!» την προέτρεψε ο Μιχάλης. «Όχι, έτσι!» την κατηύθυνε. «Κλείσε τα μάτια πρώτα. Έτσι…»

Η κοπέλα ένιωσε ένα άγγιγμα στα μαλλιά της. Και με τα μάτια κλειστά, περίμενε και το φιλί. Μα αισθάνθηκε μια αλυσίδα στον λαιμό της.

Άνοιξε τα βλέφαρα κι είδε στο στήθος της έναν σταυρό.

«Μα, τι κάνεις; Τον σταυρό σου μου δίνεις;»

«Δεν είναι δικός μου, γυναικείος είναι».

«Της μητέρας σου;»

«Ναι, της μητέρας…»

«Και γιατί τον χαρίζεις σε μένα;»

«Είναι μεγάλη ιστορία, κάποτε θα στην πω…»

«Θες να ξεκινήσεις απ’ την αρχή;»

«Απ’ το τέλος καλύτερα!»

«Δηλαδή;»

«Τι γράφει ο σταυρός επάνω;»

Τον έπιασε στα λεπτά της δάχτυλα.

«Ζvjezdana», προσπάθησε να διαβάσει.

«Στα κροατικά σημαίνει Αστερόφωτη!» μετέφρασε ο Μιχάλης.

«Απ’ την Κροατία είναι ο σταυρός;»

«Ναι, αλλά η Αστερόφωτη είναι από δω», είπε και την κάρφωσε με τα μάτια.

«Τι θα γίνει με σας; Έξω θα την βγάλετε όλο το βράδυ;» ακούστηκε η φωνή της Μάνιας από μέσα.

«Τώρα, καλέ, ερχόμαστε!» αποκρίθηκε η Μυρσίνη.

«Πάμε;» του είπε.

«Πάμε να φύγουμε;» αντιπρότεινε αυτός.

«Πού δηλαδή;»

«Στους δρόμους… Να πάρουμε την νταλίκα και ν’ αλητέψουμε».

«Μα, δεν μπορούμε να τους αφήσουμε όλους έτσι!»

«Σιγά! Ούτε που θα καταλάβουν ότι λείπουμε…»

«Τι θα γίνει; Θα παντρευτείτε εσείς εκεί έξω;» ακούστηκε πάλι η φωνή της Μάνιας.

«Είδες; Κατάλαβαν ήδη ότι λείπουμε από μέσα…» είπε η Μυρσίνη και τον έπιασε απ’ το χέρι. «Έλα, πάμε…»

Στο σαλόνι οργίαζε η σουρτούκω! Είχε ανέβει πάνω στο τραπέζι και χόρευε το «Ντίμπι ντάι, ντίμπι ντάι, ντίμπι ντάι», τραγουδώντας τους ακατανόητους στίχους κατανοητά: «Την πηδάει, την πηδάει, την πηδάει…»

Το τσιφτετέλι διαδέχτηκε ένα βαρύ ζεμπέκικο, λες κι ήταν παραγγελιά.

Ο Μιχάλης πέταξε το σακάκι του σε μια καρέκλα. Ανασήκωσε τα μανίκια του πουκαμίσου κι έφερε την πρώτη βόλτα.

Η Μυρσίνη του βάραγε παλαμάκια. Και στην πρώτη μερακλίδικη φιγούρα, αναφώνησε συνεπαρμένη:

«Αστέρι μου!»

Την ίδια ώρα, έμπαινε κι ο τραγουδιστής:

Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά
τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα,
στα λιμάνια, στους σταθμούς, στην αγορά,
ό,τι ψάχνεις στην ζωή να βρεις ξεκίνα…

*

*

*