O φιλοσοφικός στοχασμός ως αισθητική παιδεία και τέχνη του ευ ζην

*

του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

~.~

ὅτι οὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν  [1]

Σε μια εποχή που η κριτική σκέψη βρίσκεται σε κρίση μέσα στον κυκεώνα των ψηφιακών πληροφοριών, η Φιλοσοφία, τίμιε αναγνώστη μου, επιμένει να είναι ένας αέναος βαθύς συλλογισμός πάνω στα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξής μας. Σημαίνει ότι προσλαμβάνουμε τα άμεσα δεδομένα της αισθητικής μας εμπειρίας κατά τρόπο που τα κρίνουμε ανάγοντάς τα στη σφαίρα της προβληματικής που τους αξίζει. Φιλοσοφώντας αντιμετωπίζουμε το βίο μου ως ένα ζητούμενο που προβάλλεται ενώπιον μας μέσα στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Το φιλοσοφικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στα ερωτήματα και είναι το λογικό απότοκο μιας διάθεσης ενδελεχών ερευνών και το αναγκαίο αλλά ανεπαρκές καύσιμο της πνευματικής διαδρομής. Ανεπαρκές επειδή πρέπει να θέσουμε τα ερωτήματα ορθά, δηλαδή με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να λειτουργούν ως χαραμάδες, ώστε να μπορούμε να δούμε κάπου αλλού. Ως ανοίγματα προς το φως, φτιάχνοντας παράθυρα εκεί που δεν φαίνεται παρά τοίχος. Χρειάζεται μια δοκιμασμένη λογική μέθοδος από τους έμπειρους φιλοσόφους της ιστορίας του πνεύματος. Να ενσκήψουμε στις πηγές της αποταμιευμένης γνώσης. Χωρίς την ορθά διατυπωμένη ερώτηση δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί ένα γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα. Η ερώτηση λειτουργεί ως φορέας του προβληματισμού και τότε μόνο μπορεί να πραγματωθεί το μεγάλο στοίχημα της παραίτησης από όλα τα δεδομένα τα οποία θα καταφέρουμε να κρίνουμε ως ένα σύνολο προκατειλημμένων θέσεων. Αυτά με μια κίνηση ριζικής ανατροπής, τα εξοβελίζουμε. Η συνείδηση ανακαινίζεται μεταβάλλοντας όλη την ύπαρξη. Μια κάθαρση των ανώφελων «ιδεών». Ο κινητήριος μοχλός λοιπόν θα είναι το γνησίως ορθό φιλοσοφικό ερώτημα, ανοίγοντάς μας σε μια νέα μορφή αναδιαμορφωμένης κοινωνικής ύπαρξης. Ριζική αναθεώρηση.

Παιδιόθεν οι γονείς και οι δάσκαλοι χάραξαν στην κοινωνική αντίληψή μας ένα είδος πρόσληψης της εμπειρίας κρατώντας την υποκειμενική μας κρίση δέσμια και συρρικνώνοντας ή εξαλείφοντάς την. Ονομάζεται  προκατάληψη και τρέφεται από τη μισαλλοδοξία, καθιστώντας την υποκειμενική μας κρίση ανίκανη να συλλογιστεί ερευνώντας τόσο τα καθημερινά γεγονότα όσο τα διαχρονικά ζητήματα της αδιαλείπτως στοχαστικής διάνοιας, τα οποία διψούν όχι τόσο για απαντήσεις όσο για νέα ερωτήματα. Οι προκαταλήψεις ως απατηλές ιδέες φαίνεται να συνθέτουν το συνηθισμένο εαυτό μας που οι άλλοι, ως μια ήδη διαμορφωμένη κοινωνία, ανεξάρτητη από την βούλησή μας, έχουν καθορίσει τις δικές μας προσλαμβάνουσες προσδιορίζοντας τις ηθικές και αισθητικές μας πράξεις. Συγκρουόμαστε λοιπόν δημιουργικά με τον προκατειλημμένο εαυτό μας. Αυτο-σκηνοθετούμε την ζωή μας ως ρέκτες της υπέρβασης των ορίων και της δοκιμασίας των πνευματικών αντοχών μας.

Το πάθος λοιπόν που κατατρύχει τον φιλόσοφο να αντιστέκεται σθεναρά εναντίον πάσας μορφής ανεπίγνωστης και δελεαστικής δύναμης, που προωθεί τις πρωτόγονες επιθυμίες είτε της υποταγής είτε της εξουσίας, συνιστά ένα είδος εξεζητημένης πνευματικής άθλησης, ήτοι άθλου. Παλεύει να είναι μετριοπαθής. Το ενστικτώδες ζώο που κρύβουμε στον περίπλοκο ψυχισμό της φυσικής ύπαρξης είναι εκεί ζωντανό και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μας ακινητοποιήσει. Ο πρωτόγονος αυτός φόβος μας καθηλώνει με τρόπο που δεν μπορούμε να αλλάξουμε την προοπτική θέασης του εαυτού μας. Όμως με την κατάλληλη αισθητική παιδεία, βήμα βήμα το πάθος της αναζήτησης της σοφίας αναζωπυρώνεται. «Σοφίαν ζήτει, φιλόσοφος γίνου και μελέτει το παν» είναι μερικά από τα 147 Δελφικά παραγγέλματα ή Πυθίας γράμματα των Επτά Σοφών της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Πίνδαρος τα θεωρούσε ως θεϊκούς οδοδείκτες στο μονοπάτι της αρετής. Τούτα προσδιορίζουν την επίμοχθη δραστηριότητα του έργου της φιλοσοφίας. Είναι το εκρηκτικό ρήγμα μέσα στη συνείδηση και τότε επέρχεται ένας ωφέλιμος διχασμός στο πνεύμα. Υπερβαίνει τις αντίρροπες ψυχικές δυνάμεις και επιλέγει την κατάλληλη οδό, σαν άλλος Ηρακλής στο σταυροδρόμι της αρετής και της κακίας. Εδώ αναδύονται τα ορθά ερωτήματα. Αφού, δίχως τις ορθά διατυπωμένες απορίες η φιλοσοφία δεν υφίσταται ως πραγματική πνευματική δραστηριότητα εμφορούμενη τις εγγενείς ποιητικές της σημασίες. Έτσι όριζε την φιλοσοφία ο περιπλανώμενος στην αθηναϊκή αγορά σοφός Σωκράτης, ως την αρχή του θαυμάζειν. Δηλαδή να νιώθεις την έκπληξη της σχέσης σου με τον κόσμο της φυσικής και ηθικής σου εμπειρίας με τρόπο τέτοιο που να τον προσλαμβάνεις ως μια διανοητική ανακάλυψη.  Και τότε μονάχα αξίζει να ομολογήσουμε με χαρά ότι όντως αισθανόμαστε κατειλημμένοι από μια μυστήρια και γι’ αυτό ανερμήνευτη ηδονή μιας ιαματικής για τα πάθη της ψυχής πληρότητας.

Ας δούμε όμως τώρα, είναι δυνατόν να γνωρίσουμε την αλήθεια μας απαρνούμενοι τον εαυτό μας; Δηλαδή υπάρχει ένας εαυτός που επιμένει ακούσια και ανεπαίσθητα να ψεύδεται και εμείς στο βαθμό που είμαστε έξ-υπνοι[2] (έξω από την κατάσταση ενός υπαρξιακού λήθαργου) το ανακαλύπτουμε; Βεβαίως και μπορούμε να το πράξουμε και τούτο επαληθεύει η εμπειρία μας, δηλαδή από την στιγμή που ερχόμαστε σε ρήξη με όσα νομίζαμε ότι γνωρίζουμε καλά, αλλά ύστερα από ένα γεγονός διχασμού τα πράγματα είναι εντελώς αλλιώς σε σχέση με τη δεδομένη προοπτική και συνήθη συνθήκη που είχαμε πείσει τον εαυτό μας να προσλαμβάνει την υποτιθέμενη περιρρέουσα «πραγματικότητα».

Όταν λοιπόν η στοχαστική διάνοια συλλαμβάνει τις εικόνες της κοινωνικής και φυσικής ζωής με όρους προσεκτικής, ψύχραιμης, μετριοπαθούς, δηλαδή νοητικά ελεγχόμενης αντίδρασης, τότε μεταβαίνουμε από το γεγονός της έκπληξης (στοχαστικής απορίας) σε εκείνο της σχολαστικής έρευνας (υποβάλλουμε τα πάντα στην κρισάρα/κόσκινο της κριτικής βασάνου). Ο στοχασμός διευρύνει τα όρια της ύπαρξης μας αναπροσανατολίζοντάς μας προς μια κατεύθυνση δια-λογικής ερμηνείας[3]. Ένα, θα λέγαμε, νόημα που ανασυγκροτεί όλη την ύπαρξη μας ως ανοίκειας και γι’ αυτό πρωτόγνωρης σχέσης με τον εαυτό μας. Προωθεί έτσι μια δυναμική σχέση με τον αναδυόμενο, αποκεκαλυμμένο εαυτό ως φανέρωση νέων όρων συγκρότησης της προσωπικής μας ταυτότητας. Αντλούμε, κατά αυτή την προοπτική, ένα νόημα (οντολογική σημασία) σε σχέση με τον εαυτό μας μέσω της κοινής μας ύπαρξης με τον Άλλον (συνάνθρωπος). Δρέποντας τα οφέλη αυτής της υπαρξιακής συνάντησης με τον Άλλον ως Εικόνα του αναδυόμενου Εαυτού φανερώνεται η διάσταση μιας λογικότητα η οποία είναι καίρια για την κοινή κατανόηση μας.  Από μια στιγμή αισθαντικότητας λοιπόν περνάμε σε μια άλλη στιγμή αναβαθμισμένης λογικότητας, η οποία απαιτεί σπεύδοντας τη συγκρότηση του υποκειμένου μας ως έργου νοηματοδότησης των φαινομένων, περιστοιχίζοντας τη φύση και τα κοινωνικά γεγονότα.

Όλο τούτο διαμορφώνει το πρόσωπο μιας αυθεντικής διανοητικής εμπειρίας που έχει το προνόμιο της ηδονής μιας διηνεκής στοχαστικής ύπαρξης. Δίχως την μετασχηματιστική δύναμη της στοχαστικής εμπειρίας δεν νοείται η πραγματική ενέργεια του στοχαστικού υποκειμένου μας.

Φιλοσοφώ, τίμιε αναγνώστη μου, σημαίνει ότι βιώνω έναν υπαρξιακό ετασμό[4], ο οποίος με κινητοποιεί προς μια τέτοια κατεύθυνση, ώστε να γίνομαι διαρκώς αυτό που τα κοινωνικά γεγονότα με προ(σ)καλούν να είμαι ως δρών πολιτικό υποκείμενο[5], στο βαθμό δηλαδή που διαθέτω μια λεπτή αίσθηση αυτό-παρατήρησης  όντας ωθούμενος να εξερευνώ τον εσωτερικό μου κόσμο υπό τη μορφή μιας πνευματικής σκαπάνης χάριν της ζήτησης της αλήθειας[6] ως καθεαυτής πραγματικότητας αναδύουσας σ’ έναν τόπο πέρα από ιδεολογικές παρωπίδες και μυωπικές θεάσεις. Αυτό σημαίνει ότι μας απωθεί από τον κοινωνικό κομφορμισμό και την όποιου είδους συμμόρφωση με κατεστημένες ηθικές συμβάσεις που αναμοχλεύουν παρωχημένες πολιτικές και ηθικές αντιλήψεις. Το φιλοσοφικό μας πνεύμα λοιπόν αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον ήδη ρημαγμένο από την εποπτεία της φιλοσοφικής αυτοσυνείδησης «πραγματικό», δηλαδή ψευδαίσθητο/φαινόμενο, εαυτό οφείλει από εδώ και μπρος χάριν της αυτοσυντήρησής του να ανανεώνει την μορφή των αισθητικών του εκφράσεων. Να αναζητά τις συνθήκες επώασης της νέας μορφής του. Να παίρνει τίποτα ως δεδομένο. Ο στοχασμός εδώ με τον ρόλο της βιωμένης εμπειρίας φανερώνει  το χρόνο στη συνείδησή μας ως ένα δείκτη υπαρξιακής σημασίας που συνεπάγεται ότι διαθέτει τον κραταιό ρόλο του κριτή της στο βαθμό που η ίδια επιθυμεί να ζήσει με μια αυθεντικότητα πέραν της υπαρξιακής λήθης (α-λήθεια).

Αυτή λοιπόν η δυνατότητα μας εισάγει στο χώρο της λογικής αυτοπραγμάτωσης του Είναι (η ζώσα μας ύπαρξη σε όλη τη ρωμαλέα αισθητική της έκφραση ως πραγματωμένη αίτημα της θεωρίας για ελευθερία) ως επίγνωση των οντολογικών μας ορίων. Δηλαδή ως ένα γεγονός αισθητικής αποκάλυψης της αυτοσυνειδησίας μας. Ένας πεφωτισμένος εαυτός ως εφεύρημα αναρριχώμενος στην θέα της ελευθερίας. Στο σημείο τούτο η επίγνωση των φυσικών ορίων μεταμορφώνεται σε εκείνη των ηθικών. Αναδύεται η ελευθερία με την αξίωση της πνευματικής αυτοπραγμάτωσης. Πράττουμε ως προς τον άλλον ορθά σύμφωνα με την διάκριση των αρετών( μετριοπάθεια και σωφροσύνη) αξιοποιώντας τα πολύτιμα αποθέματα της ιστορικής μνήμης, ώστε να αυτενεργούμε και να συνεργαζόμαστε με την επίγνωση της ύπαρξης του Άλλου συν-δημιουργώντας πάνω σε ένα κοινό θεμέλιο ετεροαναφορικότητας ένα κοινό τρόπο αντιμετώπισης των σύγχρονων ηθικών προκλήσεων και πρακτικών διλημμάτων που επιφέρει η επέλαση της ρομποτικής[7], η κυριαρχία πάνω στο φυσικό περιβάλλον και η κρίση των δυτικών δημοκρατιών κοινωνιών που χωλαίνουν στη συνάντηση με τον Άλλον ως τόπου ενέργειας του εποικοδομητικού στοχασμού για την αλήθεια που υπερβαίνει τις ατομικότητές μας και ανοίγει το μονοπάτι για την κατανόηση του εαυτού.

Χειραφετείσαι με αυτό τον τρόπο με την συνειδητοποίηση της πνευματικής ανεπάρκειάς σου να είσαι παρών μέτοχος της διαμόρφωσης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Αυτή λοιπόν φανερώνεσαι όντως ως μια ακραιφνής αυτό-συνειδητοποίηση ότι είσαι επί ξύλου κρεμάμενοι μα συνάμα ικανοί να άρεις την αδυναμία σου να ενδώσεις στον πειρασμό της ψευδοαυτάρκειας που υπόσχεται η αντίληψη ενός δεδομένου εαυτού. Αφού γνωρίζεις πόσο εύρος εμπειρίας χάνεις σε σχέση με τον αυτοστοχασμό αν θωρακιστείς στην υπαρξιακά ασθμαίνουσα ατομικότητά σου. Γίνεται αναπόδραστα μια άκαρπη ομφαλοσκόπηση. Ένας ανούσιος διανοητικός στρουθοκαμηλισμός, ο οποίος στρέφει το πνεύμα προς την οικεία αίσθηση, την ασφάλεια της συναισθηματικής του αυτάρκειας και έτσι στερείται της  ελεύθερης περιπλάνησης στην ενδοχώρα του στοχασμού. Έχεις τότε την ψευδαίσθηση μιας αυτάρκειας, η οποία προϊόντος του χρόνου αποβαίνει άγονη όταν συνειδητοποιείς ότι τα συναισθήματα λειτουργούν ως εφήμερες ενστικτώδεις ψυχικές εκδηλώσεις που σου προσφέρουν μονάχα την αυταπάτη ότι μπορείς να αισθάνεσαι ικανός μέσα σε ένα ζωτικό χώρο όπου η έλλειψη διανοητικής αντίδρασης και εγρήγορσης στα κοινωνικά ερεθίσματα επικρατεί στην αντίληψη σου ως ένα καμουφλαρισμένο πάθος προς άγραν εφήμερης εμπορεύσιμης ηδονής, το οποίο όμως διαβρώνει το χώρο της συνείδησης σου και σε οδηγεί αναπόφευκτα στη μοναξιά, την αλλοτρίωση, την αποξένωση από τον Άλλον. Τότε απομένει να γίνεις ένα καταναλωτικό αγαθό, ένα άθυρμα της καταναλωτικής κοινωνίας και  αναπόσπαστο, πειθήνιο, άβουλο υποκείμενο της μαζικής αισθητικής.

Επειδή λοιπόν η κοινωνική μας πείρα μας διδάσκει ότι είναι  δύσκολη αν όχι ακατόρθωτη η απόπειρα να διάγουμε ένα βίο δίχως να μας κυβερνά το αίσθημα της λύπης, της συμφοράς ή της οδύνης[8] δεν σημαίνει ότι δεν θα αγωνισθούμε στο στίβο της καθημερινής μας πρακτικής ζωής για την πολυπόθητη ψυχική πληρότητα ή ευδαιμονία[9] αν όχι τελειότητα.

Φιλοσοφία,συνέπως, δεν σημαίνει την αποκόμιση απροσπέλαστων νοημάτων. Δεν είναι άλλη μια διανοητική ακροβασία (επικίνδυνη γυμναστική) για τους αιθεροβάμονες. Δεν είναι ένα αποκλειστικό ακαδημαϊκό επιτήδευμα. Είναι μια επίπονη, έντονη δραστηριότητα του πνεύματος που δεν διεκδικούν μονάχα οι επαγγελματίες της γνώσης στις ανώτατες ακαδημίες. Δηλαδή δεν αποτελεί μόνον ένα ακόμη ελιτίστικο προνόμιο ολίγων πεφωτισμένων λογίων ασκούμενων σε ένα είδος μυστικής επιστήμης του λόγου χάριν πνευματικού αυνανισμού. Δεν είναι δυνατόν να είναι μια  κεκλεισμένων των θυρών δραστηριότητα που κομίζει τα οφέλη μις ερμητικής αυτοϊκανοποίησης. Θα γινόταν έτσι μια ανιαρή και επουσιώδης, εντελώς αχρείαστη δραστηριότητα που οι πολλοί δεν θα μπορούσαν να την κατανοήσουν. Είναι λοιπόν προϊόν μόχθου και φανερώνεται ως ένας ακατέργαστος πολύτιμος λίθος που θαμπώνει με την λάμψη του όποιον αδαή και αφελή ημιμαθή  επιχειρήσει να το κοιτάξει κατάματα. Η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας επειδή ο ημιμαθής πιστεύει ακράδαντα ότι μπορεί εύκολα ανά πάσα στιγμή να έχει μια ισχυρή γνώμη για οποιοδήποτε πρόβλημα ταλανίζει την κοινωνία υποκρινόμενος ότι αισθάνεται υπερβολική βεβαιότητα προς ένα γεγονός  για το οποίο όμως δεν είναι σίγουρος αν ισχύει παρά ταύτα προσποιείται ότι γνωρίζει το ζήτημα και μάλιστα άριστα. Αυτό είναι η έξαρση της αυτοπεποίθησης ενός υπερφίαλου πνεύματος, η γελοιότητα μιας αλαζονικής προσωπικότητας που νομίζει ότι κατέχει την αλήθεια της πραγματικότητας. Δογματίζει δίχως να το γνωρίζει νομίζοντας ότι διαθέτει και τάσεις διαλεκτικής επικοινωνίας. Νομίζει ότι κατά το κοινώς λεγόμενο έχει πιάσει το ταύρο από τα κέρατα. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Όχι γιατί είναι δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο, αλλά επειδή χρειάζεται χρόνια άσκηση στη τέχνη της υπομονής και του πειράματος όταν έχεις μάθει να πειράζεις (η πλατωνική τέχνη του εριστικού λόγου για την εκμαίευση της αλήθειας) το πνεύμα των άλλων αλλά πρωτίστως το δικό σου χάριν της αλήθειας. Αυτό σημαίνει ότι είναι έργο μιας διάνοιας που έχει μάθει να δοκιμάζεται μέσα στη δίνη των προβλημάτων όχι μόνο χάριν διανοητικής άσκησης αλλά ουσιαστικά εν είδει ριζικής ρήξης με τα δεδομένα της άμεσης εμπειρίας ώστε να γευτεί την εμπειρία της κατάδυσης στα άδυτα του έσω κόσμου. Έχεις δηλαδή σοβαρό λόγο ή βάσιμη υποψία να πιστεύεις ότι έχεις άδικο να εμπιστεύεται την κρίση σου από την πρώτη αισθητική της εμπειρία. Εκεί λοιπόν οικοδομεί τα δικά της κριτήρια αξιοπιστίας σε μια προσπάθεια να προσλάβει την αλήθεια του εξωτερικού της κόσμου.

Άρα τίμιε αναγνώστη μου το φιλοσοφεῖν είναι το προνόμιο μιας ιδιότυπης ηθικής κρίσης, αλλιώς το τίμημα μιας συναισθηματικής αυτοεξέτασης. Σε ενοχλεί οτιδήποτε σ’ έχουν εκπαιδεύσει ως νήπιο να τρως εν είδει μασημένης ή γρήγορα μαγειρεμένης τροφής και να ομολογείς στον εαυτό σου ότι «καλά είμαι και Άγιος ο Θεός». Δεν μπορείς παρά να τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Νοιώθεις δηλαδή ότι οφείλεις από αίσθηση ενός απροσδιόριστου και γι’ αυτό Υψηλού καθήκοντος απέναντι στην ηθική συνείδησή σου να υποστείς την στέρηση των θεμελιωδών στοιχείων της κατεστημένης κοινωνικής ηθικής σου (κομφορμισμός, ηθική νοοτροπία, αισθητική εθιμοτυπία) χάριν ενός υψηλότερου βιώματος το οποίο φέρει τον προσωπικό σου λόγο ως ταυτότητα της προσωπικής σου ύπαρξης και έτσι φαίνεται να υπερβαίνει την σφαίρα της ατομικότητας σου ανοίγοντας την ενδεή συνείδησή σου στην πληρότητα μιας καθολικής σχέσης με το όλον της ύπαρξης.

Το μεγάλο διακύβευμα είναι η κριτική έρευνα όσων θεωρούνται αφιλτράριστα δεδομένα. Έτσι δεν θα ωφελούσε κάτι περισσότερο από το να αμφισβητήσουμε την κατεστημένη αίσθηση της  κοινωνικής «πραγματικότητας» την οποία τόσο πολύ εμπιστευόμαστε ωσάν να ήταν ανέκαθεν η μοναδική πηγή της ατομικής μας αλήθειας, ώστε να χαθούμε μέσα στη δίνη της απορίας, η οποία διυλίζει την πρόθεση μας να γνωρίζουμε τον περιβάλλοντα κόσμο όχι ως κόσμο της άκριτης υποδοχής πληροφοριών αλλά ως μια βιωματική στοχαστική αλληλεπίδραση που φέρει τη σφραγίδα της αμφιβολίας, μιας γόνιμης κριτικής σχέσης με τα όντα και τα γεγονότα.

Δεν γίνεται αλλιώς να μάθουμε το πώς και το γιατί. Είναι η εναπομείνασα οδός των ασεβών της κοινότητας. Αν γινόμαστε δηλαδή οι αιρετικοί πολίτες, οι παρεκκλίνοντες οδοιπόροι μέσα στον ιστό των περίπλοκων κοινωνικών σχέσεων και έτσι συνηθίζουμε να αμφιβάλλουμε για τα σύγχρονα ηθικά πρότυπα μιας μαζικής αισθητικής που σε θέλει συντεταγμένο με τα κενόδοξα διαφημιστικά της είδωλα. Μια αισθητική ομοιοτροπία που αμβλύνει τα αισθητική μας κριτήρια οδηγώντας το πνεύμα ολοταχώς προς την αλλοτρίωσή του. Είμαστε όμως τρωτοί μέσα στην ρευστότητα της εφήμερης συνύπαρξης και προσπαθούμε να κατεργαζόμαστε το αίσθημα του ανοίκειου. Έτσι μεταμορφωνόμαστε σε δυσάρεστους κοινωνούς της αλήθειας μιας άλλης όψης των πραγμάτων και της πραγματικής ( γι’ αυτό αδιαφανούς) πραγματικότητας των αμοιβαίων σχέσεων, οι οποίες  αν μη τι άλλο απορρέουν έτσι από την κοινή αίσθηση μιας αποκάλυψης του κριτικού λόγου, μιας δηλαδή ζώσας κοινότητας που ομονοεί πάνω σε κοινά σημεία αισθητικής αναφοράς παρά την αναπόδραστη διαφορά των απόψεων. Το ζητούμενο είναι να υπάρχουν συνθήκες που να συντηρούν  τη διάθεση γόνιμων φιλοσοφικών διαλόγων και οι προοπτικές εποικοδομητικής αντιπαράθεσης να είναι αεί ανοιχτές.

Ακόμη, η φιλοσοφία στον βαθμό που ως δραστηριότητα μιας διάνοιας σέβεται τον εαυτό της είναι μια καθημερινή ενσώματη ηθική πράξη, η κατεξοχήν πράξη ενός στοχαστικού λόγου που διευρύνει τον ορίζοντα της θέασης. Στοχάζομαι τείνει να σημαίνει την ολική ρήξη με την καθεστηκυία τάξη του θεσμικού λόγου που διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις του βίου μας και αναπαράγει εξουσιαστικές μορφές μιας κατ’ επίφαση ελεύθερης σκέψης που στερείται τον αέρα της ελευθερίας, μιας και οι μορφές αυτές στερούνται την ποιητική τους ετεροαναφορικότητα, την  αναγωγή στον άλλον ως τόπο αυτοσυγκρότησης  μας. Η πράξη μιας ενσώματης αλήθειας που υπερβαίνει τα περιχαρακωμένα όρια της αντίληψης ενός δεδομένου εαυτού και ανάγεται στην κοινή αναφορά με τον Άλλον.

Αντί επιλόγου

Η φιλοσοφία στις μέρες της «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης» διαδραματίζει αναπόφευκτα έναν καταλυτικό ρόλο περισσότερο από ποτέ, όχι μόνο γιατί αποτελεί μια αξιοσέβαστη ιστορία των ιδεών κάποιων σοφών ανδρών και γυναικών που μόχθησαν  για να μας μεταφέρουν τους προβληματισμούς τους ακόμη ορισμένοι και με ένα σύστημα από γριφώδη νοήματα των διανοητικών τους ακροβασιών, αλλά κυρίως επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά ως άλλος πολύτλας Οδυσσέας απεγνωσμένα μέσα στην οδύνη της περιπετειώδης κοινωνικής του απομόνωσης ένα αντίδοτο στην κατάθλιψη της βίαιης αυτής τεχνολογικής επανάστασης. Οπότε, αναζητά σε φλέγοντα ηθικά ζητήματα επειγόντως τις πρέπουσες λύσεις τους. Μιλάμε ίσως για μια φιλοσοφία του κατεπείγοντος. Αυτή η διαδικασία του φιλοσοφικού στοχασμού τώρα ως μάθημα κορμού στο σχολείο καλλιεργεί στα παιδιά και τους έφηβους την ικανότητα να ερευνούν το αξιακό σύστημα τόσο σε σχέση με τον εαυτό τους όσο με τους άλλους μέσα σ’ έναν διηνεκή αγώνα πνευματικού εξοπλισμού ώστε αύριο αναπόδραστα θα είναι υπεύθυνοι συμπολίτες στην κονίστρα της αμείλικτης ελληνικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης (όπου η εμπειρία μας διδάσκει ότι η διαφθορά σε όλες τις εκφράσεις και τα επίπεδά της είναι πλέον ένας κανόνας ριζωμένος στο υποσυνείδητο του πολίτη). Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η φιλοσοφία θα μας προσφέρει την πολυπόθητη λύση στο δράμα του ψηφιακού λαβυρίνθου, ως ένας άλλος μίτος της Αριάδνης, σε συμπόρευση όμως με τις καλές τέχνες και συγκεκριμένα με την υψηλή τέχνη των σπουδαίων καλλιτεχνών και έτσι θα συνιστούν τα εχέγγυα ώστε να πορευτούμε εμείς και τα νεότερα παιδιά προς ένα μέλλον με ουσιαστικά κριτήρια αλήθειας και χωρίς αυταπάτες για δικαιοσύνη.

Έτσι φαίνεται ότι το σχολείο ως ο κατ’ εξοχήν πρακτικός χώρος δοκιμής της φιλοσοφικής γνώσης θα κληθεί να διαδραματίσει τον πιο καταλυτικό ρόλο σε αυτό το δημόσιο εκπαιδευτικό εγχείρημα. Δηλαδή να μετουσιώσει την φιλοσοφία σε ένα είδος εκπαιδευτικού παιχνιδιού της εννοιολογικής μηχανικής (μαθητικός κύκλος μύησης στην επιστήμη της διαλεκτικής των εννοιών δίκην παιχνιδιού) και παράλληλα να μεταγγίζει τον οίστρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο πλαίσιο μιας γόνιμης επικοινωνίας μεταξύ φιλοσοφίας και καλών τεχνών. Έτσι θα ενσωματώσει την σωκρατική επιστήμη της φιλοσοφικής διαλεκτικής ως ένα μάθημα συντονισμένο με το παιδαγωγικό όραμα της αισθητικής αγωγής. Με την υψηλή προσδοκία ότι η συστηματική (από τις πρώτες τάξεις της δημοτικής εκπαίδευσης) καλλιέργεια της αισθητικής αντίληψης είναι σύμφυτη με την ρίζα του φιλοσοφικού στοχασμού, υπό την προοπτική ότι έχουν ως ιστορικοί τρόποι έκφρασης των ψυχικών παθών διακριτούς ρόλους και παραδόσεις ως προς τη διαχείριση των εκφραστικών μέσων. Απλώς διαθέτουν διαφορετικά μέσα και μεθόδους έρευνας και προσέγγισης του ίδιο σκοπού: τη διεξοδική διερεύνηση των θεμελιωδών προβλημάτων της ανθρώπινης συνθήκης και την επίτευξη της ευδαιμονίας. Θα ήταν λοιπόν καλό να προσδοκούμε μια ποιοτική συγχώνευση της φιλοσοφίας με τις καλές τέχνες. Έτσι θα μπορούσε να λυθεί η παλαιά πλατωνική φιλονικία μεταξύ των φιλοσόφων και των ποιητών και καλλιτεχνών και έτσι να πορευόμαστε δημιουργικά σε μια λυτρωτική συμφιλίωση.  Το ζητούμενο είναι να ανακαλύψουμε την επιτακτική ανάγκη του φιλοσοφικού στοχασμού και ύστερα διά της αισθητικής παιδείας να διαλύσουμε το ψηφιακό κέλυφος ενός βελούδινου πνευματικού εξανδραποδισμού. Μόνο έτσι θα κατορθώσουμε την πολιτισμική ιδιοπροσωπία μας, την ξεχωριστή ταυτότητα που αξιώνεται ο ελληνικός πολιτισμός: την αφομοιωτική δύναμη του διαχρονικού πνευματικού κοσμοπολιτισμού του. Συνεπώς, μας απομένει η τέχνη του στοχασμού/ορθώς σκέπτεσθαι ως μια τέχνη του ευ ζην, δηλαδή θα μπορούσαμε να ανοιχτούμε στο διάλογο της ορθολογικής σκέψης με την τέχνη ως το ύστατο καταφύγιο της λογικής. Με άλλα λόγια η αισθητική έκφραση της φιλοσοφικής ενόρασης θα είναι τα φάρμακα της ποιητικής τέχνης (της υψηλής στοχαστικής τέχνης του λόγου) «νάρκης του άλγους δοκιμές, εν φαντασία και λόγω/…τα φάρμακά σου φέρε τέχνη της Ποιήσεως/ που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή» όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο σπουδαίος μοντέρνος Αλεξανδρινός ποιητής, ώστε να αισθανθούμε την αξία της παραμυθίας που υπόσχεται η φιλοσοφία σε συνδυασμό με την υψηλή ποίηση και κάθε άλλη μορφή στοχαστικής καλλιτεχνικής έκφρασης. Τα διδάγματα λοιπόν της ποίησης του απηχούν στα ευήκοα ώτα όσων επιθυμούν μέσα στον ορυμαγδό της εικονιστικής κοινωνίας και τον εθισμό στη χρήση των ψηφιακών τεχνολογικών μέσων να ανακτήσουν την αυθεντική και όχι την απατηλή ελευθερία τους. Πολλές μεταπολεμικές γενιές την παραχώρησαν σε αρκετούς αδηφάγους, λακέδες εξουσιαστές θυσιάζοντάς την στο βωμό μιας ευκαιριακής και ευτελούς αισθητικής της αφηρημένης υλιστικής προόδου, ενώ κάποτε αποτελούσε αιματηρή κατάκτηση επαναστατημένων βιοπαλαιστών που ποθούσαν τα εξευγενισμένα ιδανικά της γνήσιας κοινότητας και έτσι θεμελίωναν ολόκληρο το βίο τους πάνω στην αρχοντιά του φιλότιμου και το ακατέργαστο διαμάντι της αγάπης με όλη τη ζείδωρο λάμψη του να διαφωτίζει απ’ άκρη σ’ άκρη την κοινωνία.

///
[1] Έτσι αποκρίνεται ο Σωκράτης στον Κρίτωνα στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο (48b). Ως ευ ζῆν εννοεί τον ενάρετο βίο.
[2] Ετυμολογική του σημασία είναι ο εγρήγορος. Αυτός που είναι σε επιφυλακή, επαγρύπνηση, εν προκειμένω σε ένα είδος πνευματικής ετοιμότητας. Η διάνοια πανέτοιμη να προσλάβει το νόημα των πραγμάτων διά της αποκωδικοποίησης.
[3] Η διαλεκτική επιστήμη του Πλάτωνα ως ο μοναδικός ενδεδειγμένος (δοκιμασμένος στην Ακαδημία του) τρόπος συν-ζήτησης, δηλαδή κοινής ταυτόχρονης αναζήτησης της πραγματικότητας και της αλήθειας.
[4] Ετασμός ή έτασις (εκ του αρχαιοελληνικού ρήματος ετάζω) σημαίνει την εξέταση, διερεύνηση, τη δοκιμασία, την κρίση.
[5] Αριστοτελική η σημασία του φιλοσοφικού όρου από το έργο του Πολιτικά. Ο άνθρωπος ως οντότητα που συμμετέχει δραστήρια στα κοινά ως ενεργό μέλος μιας κοινότητας.
[6] Από το βιβλίο Τα Εἰς Ἐαυτόν(7.59): «Ένδον σκάψε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί δυναμένη αναβλύειν εάν αεί σκάπτης» προέτρεψε χαρακτηριστικά ο περίφημος Ρωμαίος Στωϊκός αυτοκράτωρ και φιλόσοφος (αποτελεί τη μοναδική φυσιογνωμία στην ιστορία του πνεύματος που συναντάμε ως εξέχων σοφός πολιτικά κυρίαρχος άνδρας όντας διακρινόμενος για το υψηλό επίπεδο φιλοσοφικής αυτό-συνειδησίας).
[7]  Καταχρηστικά «τεχνητής νοημοσύνης». Αφού δεν είναι νοημοσύνη που διαθέτει την ελευθερία της υποκειμενικής κρίσης αλλά είναι τεχνικά προϊόντα- μαθηματικές κατασκευές θεμελιωμένες πάνω σε περίπλοκες μαθηματικές σχέσεις μεταξύ αλγορίθμων.
[8] «Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ’ οὐ ράδιον» Μέναδρος, Μονόστιχοι, 58
[9] Ο Αριστοτέλης το όριζε ως ευδαιμονία και ο Δημόκριτος ως ευθυμία. Και οι δυο τους εννοούσαν την αρμονία της ψυχής και του σώματος. Ή όπως το δελφικό παράγγελμα «Μέτρον Ἄριστον» επινοημένο από τον Κλεόβουλο, τον τύραννο από τη Λίνδο της Ρόδου (6ος αι.). Ακόμη, ο Επίκουρος στην 199. Επιστολή προς Μενοικέαν στο στίχο 128 λέει: «ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος».

*

*

*