*
Προλόγισμα – Μετάφραση
Χρίστος Κρεμνιώτης
~.~
Ο Χέρμπερτ Κλάυντ Λιούις γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1909 και πέθανε στην ίδια πόλη το 1950. Εργάστηκε ως ανταποκριτής σε διάφορες εφημερίδες, έγραψε το σενάριο για κάποιες ταινίες, δημοσίευσε επί πληρωμή αρκετά διηγήματα, ωστόσο έζησε ως επί το πλείστον με στερήσεις. Κάποια στιγμή, το όνομά του για λόγους που εν μέρει σχετίζονται και με τον αντιμιλιταρισμό των έργων του, των οποίων η έκδοση συνέπεσε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε στη μαύρη λίστα λόγω «αντιαμερικανικών ενεργειών». Το γεγονός αυτό έδωσε τη χαριστική βολή στον ήδη εξαντλημένο συγγραφέα που αγωνιούσε επιπλέον για την επιβίωση της οικογένειάς του. Το αν πέθανε από έμφραγμα ή αυτοκτόνησε παραμένει αδιευκρίνιστο.
Δεκαετίες αργότερα, όταν ένας Αργεντινός εκδότης ζητά από τον Αμερικανό συγγραφέα και κριτικό Μπραντ Μπίγκελω να του προτείνει ένα βιβλίο προς μετάφραση, ο δεύτερος έχει κατά σύμπτωση μόλις εντοπίσει στο Αρχείο του Time μια βιβλιοκρισία για το Genteleman Overboard. Το βιβλίο θα εκδοθεί στην Αργεντινή το 2010. Αμέσως μετά εκδίδεται στο Ισραήλ πουλώντας χιλιάδες αντίτυπα και, μέσα από ατραπούς που πάντως οδήγησαν στο φως, στα 2020 φτάνει στην Αγγλία μέσω του οίκου Recovered Books.
Στα εννέα κεφάλαια του έργου, ανθίζουν μεσοπέλαγα –και λουσμένες κάπου κάπου με σκοτεινές ανταύγειες μαύρης κωμωδίας– σκέψεις συγγενικές με εκείνες του Ιβάν Ίλιτς, προσφέροντας λάμψεις ενός μικρού λογοτεχνικού διαμαντιού που μπορεί να απολαύσει τόσο ένας αναγνώστης όσο, πιστεύω, και ένας θεατής. – XK
///
Όταν ο Χένρυ Πρέστον Στάντις έπεσε στον Ειρηνικό ωκεανό, ο ήλιος μόλις που είχε αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα. Με τη θάλασσα να απλώνει ατάραχη σαν λίμνη, τον ήπιο καιρό και την πραότητα της αύρας, ήταν αδύνατον να μην αισθάνεσαι νικημένος από μια ακαταμάχητη μελαγχολία.
Σ’ εκείνη την πλευρά του Ειρηνικού, η αυγή δεν κατέφτανε με μεγαλοπρέπεια. Ο ήλιος μόλις που χάραζε την πορτοκαλιά αψίδα του στο ακρότατο όριο του μεγάλου κύκλου του ουρανού και ανέβαινε αργά αλλά πεισματικά, αφήνοντας στα ξεθωριασμένα αστέρια όσον χρόνο χρειάζονταν για να εξαφανιστούν μαζί με τη νύχτα. Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Στάντις, λίγο προτού σκοντάψει και γκρεμιστεί στη θάλασσα, σκεφτόταν το περίεργα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση του ήλιου. Συλλογιζόταν πως η φύση είχε φανεί γενναιόδωρη στα μεγαλοπρεπή ηλιοβασιλέματα, ζωγραφίζοντας τα σύννεφά τους με τόσο ζωντανές πινελιές, που τα έκαναν αλησμόνητα για οποιονδήποτε δεχόταν να τον αγγίξει, έστω και λίγο, η ομορφιά, και σκεφτόταν ακόμη πως σε αυτόν τον ωκεανό η ίδια φύση, για κάποια ανεξιχνίαστη αιτία, είχε φανεί ασυνήθιστα φειδωλή ως προς τα χρώματα που του παρείχε για να ζωγραφίζει τα πρωινά του.
Το ατμόπλοιο Αραμπέλλα είχε αποπλεύσει από τη Χονολουλού και κατευθυνόταν απτόητο προς τη διώρυγα του Παναμά ενώ, σε οκτώ ημέρες και οκτώ νύχτες, θα κατέπλεε στη Μπαλμπόα. Λίγα ήταν τα καράβια που έκαναν τη γραμμή Χαβάη – Παναμά, από τα επιβατηγά μόνο το Αραμπέλλα, μία φορά κάθε τρεις εβδομάδες και μάλιστα κάθε τόσο το χρησιμοποιούσαν και για να μεταφέρει φορτία, δίχως τον ίδιο πάντοτε προορισμό. Τα ξένα καράβια σπάνια χρειαζόταν να καλύψουν εκείνα τα μέρη καθώς τα αμερικανικά είχαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα το εμπόριο με τα νησιά ενώ οι περισσότερες μεταφορές γίνονταν προς Σαν Πέδρο, Σαν Φραντσίσκο και Σηάτλ. Σε δεκατρείς ημέρες και δεκατρείς νύχτες, το Αραμπέλλα είχε συναντήσει μόνο ένα άλλο καράβι, το οποίο ταξίδευε με αντίθετη κατεύθυνση, προς τη Χαβάη. Ο Στάντις δεν το είχε δει. Τη στιγμή που τα πλοία αντάμωναν, εκείνος διάβαζε ένα περιοδικό στην καμπίνα, του το είχε όμως μεταφέρει αργότερα ο κύριος Πρισκ, ο συγκυβερνήτης. Ήταν κάποιο εμπορικό που το όνομα του έμοιαζε σκανδιναβικό και ο Στάντις το είχε ξεχάσει αμέσως. Όλο το ταξίδι κυλούσε με μία ευγενική μονοτονία που έκανε τον Στάντις να μην σταματά να ευχαριστεί το τυχερό του αστέρι που τον είχε οδηγήσει να επιβιβαστεί στο Αραμπέλλα. Σε μία ζωή πνιγμένη από ευθύνες και υποχρεώσεις, που βέβαια ταίριαζαν στην τάξη του, εκείνο το ταξίδι θα ξεχώριζε για πάντα ως κάτι απλό και όμορφο. Ακόμη κι αν δεν του μελλόταν πια ούτε μια στιγμή ηρεμίας, δεν θα πτοούνταν γιατί ήξερε πως υπήρχε η δυνατότητα αυτής της διαφυγής. Το δικό του τυχερό αστέρι ήταν εκείνο το πολικό αστέρι που σε αυτά τα μέρη, σε αυτές τις συντεταγμένες, αναπαυόταν χαμηλά στον ουρανό. Το είχε επιλέξει ανάμεσα σε όλα τα άλλα, γιατί από αστέρια δεν ήξερε πολλά και αυτό μπορούσε να το διακρίνει και να το θυμάται ευκολότερα.
Το Αραμπέλλα αρχικά ήταν φορτηγό και έτσι είχε περιορισμένη δυνατότητα φιλοξενίας. Πέρα από τον Στάντις, υπήρχαν άλλοι οκτώ ταξιδιώτες. Η ιδιαιτέρως παραγωγική κυρία Μπένσον, που είχε χαρίσει στον σύζυγό της τέσσερα κουτσούβελα μέσα σε κάτι λιγότερο από πέντε έτη. Ο άντρας της δεν συνταξίδευε μαζί της, αλλά τα τέσσερα αντίγραφά του ναι. Ήταν τρία κορίτσια και ένα αγόρι με ηλικίες κάπου ανάμεσα στο μηδέν και τα τρία έτη και οκτώ μήνες. Στην πραγματικότητα, ήταν λες και ο κύριος Μπένσον βρισκόταν εκεί γιατί η σύζυγός του δεν έκανε τίποτε άλλο από το να μιλά για εκείνον στον Στάντις. O κύριος Μπένσον εργαζόταν ως ελεγκτής για λογαριασμό κάποιας τράπεζας και χρειαζόταν να ταξιδεύει συχνά. Είχαν καιρό να βρεθούν και τώρα η σύζυγός του πήγαινε να τον συναντήσει με τα παιδιά τους στον Παναμά. Από τους υπόλοιπους τρεις επιβάτες, οι δύο ήταν ιεραπόστολοι: ο κύριος και η κυρία Μπρόουν. Όποτε τους πλησίαζε ο Στάντις, έμοιαζε να σηκώνουν έναν τοίχο για να τον προειδοποιήσουν πως γνωρίζοντας πολλά περισσότερα από όσα εκείνος για τον Θεό δεν είχαν καμία διάθεση για φιλίες. Ο τελευταίος επιβάτης ήταν ένας γιάνκης εβδομήντα τριών ετών, λεγόταν Νατ Άνταμς και δεν είχε κάποιον συγκεκριμένο λόγο που έκανε το ταξίδι αυτό. Μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς, του συνέβησαν δύο πολύ σημαντικά γεγονότα, όπως έλεγε: μια εξαιρετικά καλή σοδειά πατάτας και, παράλληλα, μια ξαφνική μανία για ταξίδια. Παράτησε το άροτρό του και αγόρασε ένα εισιτήριο στην τύχη. Ήταν ο μόνος που είχε δεθεί πραγματικά με τον Στάντις, στον οποίον δεν σταματούσε ποτέ να μιλά για το πόσο τον είχε βολέψει η μασέλα του, που με την παραμικρή ευκαιρία την έβγαζε και την επεδείκνυε κομπάζοντας.
Οι πλοιοκτήτες δεν είχαν κέρδη από αυτήν τη γραμμή και ακουγόταν πως τον επόμενο χρόνο θα τη διέκοπταν. Σ’ εκείνο το ταξίδι το φορτίο ήταν ελλιπές και χρειάστηκε να τακτοποιήσουν το έρμα έτσι ώστε να μην μπατάρει το πλοίο. Ο κύριος Πρίσκ ένιωθε δυστυχισμένος γιατί γερνούσε και οι δυο γιοί του στη Βαλτιμόρη δεν ήταν πια παιδιά. Δεν τους είχε δει ούτε αυτούς ούτε τη σύζυγό του εδώ και τρία χρόνια και μολονότι η εταιρία του έδινε κατευθείαν το ογδόντα τοις εκατό του μισθού του συγκυβερνήτη, τα χρήματα μόλις που έφταναν για τον καπνό του και τα αδιάβροχα. Ο κυβερνήτης Μπελ δεν έδινε σημασία στους επιβάτες. Δειπνούσε μαζί τους το πρώτο βράδυ του ταξιδιού, αποτραβιόταν στην καμπίνα του και έπειτα παρέμενε απόμακρος. Ο κύριος Πρισκ έλεγε πως ο καπετάνιος τους είχε πάθος για τον μοντελισμό και τις μινιατούρες πλοίων και κατά τα τελευταία τρία ταξίδια είχε κατασκευάσει μια σκούνα με τέσσερα κατάρτια. Οι δύο ανθυποπλοίαρχοι, οι μηχανικοί και ο Σπαρκ είχαν σκαρώσει ένα είδος διηνεκούς τουρνουά μπριτζ. Εκείνος που έπιανε βάρδια έφευγε και αμέσως έπαιρνε τη θέση του ο άλλος του οποίου η βάρδιά τελείωνε. Ήταν ευγενικοί με τους επιβάτες και ο κύριος Τράβις, ο αρχιμηχανικός, ξεναγούσε στα έγκατα του μηχανοστασίου οποιονδήποτε του το ζητούσε, δίνοντας βέβαια πάντοτε προτεραιότητα σ’ εκείνο το αδιάλειπτο τουρνουά.
Ο κύριος Πρισκ είχε γίνει συγκυβερνήτης με τον παλιό τρόπο, ξεκινώντας από απλός ναύτης και ανερχόμενος σκαλί σκαλί ώς την τωρινή του θέση. Μπριτζ δεν ήξερε και κατά συνέπεια, έτσι μόνος και ιδιόρρυθμος, αναγκαζόταν κάθε τόσο να συναναστρέφεται τους επιβάτες. Ο Στάντις από την πρώτη στιγμή διασκέδαζε απεριόριστα. Δίχως να φαίνεται πολύ μυστηριώδης, είχε καταφέρει να περιορίσει στο ελάχιστο τις ερωτήσεις που αφορούσαν την προσωπική του ζωή και είχε βρει τον τρόπο να περνά την ώρα του ασχολούμενος με τις υποθέσεις των άλλων. Δεν ήταν δα και δύσκολο αφού όλοι, με εξαίρεση τους ιεραπόστολους, ήταν πρόθυμοι να αποκαλύψουν τα προσωπικά τους ζητήματα, και την ίδια στιγμή ο Στάντις, στο ταξίδι αυτό, ξεκίνησε να νιώθει την επίμονη ανάγκη να μαθαίνει όσο περισσότερα μπορούσε για τους άλλους. Για πρώτη φορά στη ζωή του ενδιαφερόταν ειλικρινά για τους αγνώστους. Περνούσε ώρες και ώρες παρατηρώντας το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Νατ Άνταμς ή το αυτάρεσκο βλέμμα της κυρίας Μπένσον. Ακόμη και τα παιδάκια της ήταν πηγή απερίγραπτης χαράς για εκείνον και μάλιστα παραδεχόταν πως χαιρόταν τους μικρούς Μπένσον, Τζίμμυ και Γκλάντις, περισσότερο από όσο τον έτερπαν τα δικά του παιδιά στη Νέα Υόρκη και ας ορκιζόταν στον Θεό ότι αγαπούσε τα πιτσιρίκια του όσο κάθε πατέρας. Δεν έπαιζε ιδιαίτερα μαζί τους, καθόταν άνετα στην ξαπλώστρα και τα παρακολουθούσε να κάνουν ό,τι τους κατέβαινε στο κεφάλι. Ακούγοντας τα μεταδοτικά τους γέλια, παρατηρώντας το σφρίγος των σωμάτων τους και το τέλεια μαυρισμένο τους δέρμα, ο Στάντις γέμιζε από μια τρυφερή μελαγχολία.
Το ταξίδι με λίγα λόγια ήταν εξαίρετο. Μετά την πρώτη ημέρα από την αναχώρησή τους από την Χονολουλού, οπότε είχαν βρει λίγη θάλασσα, το νερό είχε γίνει τόσο γαλήνιο που είχε κανείς την εντύπωση πως ταξίδευε σε μια γυάλινη απεραντοσύνη.
Ο καιρός ήταν υπέροχος. Αυτή ήταν και η μόνη λέξη που ο Στάντις έβρισκε για να τον περιγράψει. Όλα τα άλλα υπερθετικά τού ήταν υπεραρκετά για να περιγράψει το ταξίδι. Όμως υπήρχαν και πράγματα που δεν μπορούσαν να εκφραστούν με λέξεις, όπως εκείνα τα χρώματα του δειλινού, ο ανεπαίσθητος κυματισμός των νερών και ο γαλαξίας στον νυχτερινό ουρανό. Όσο για τ’ άλλα, για την άνετη καμπίνα που του είχαν δώσει, το φαγητό, τον αέρα, το αναπαυτικό στρώμα της κουκέτας με τα καθαρά σεντόνια και τα σκεπάσματα που μοσχοβολούσαν, όλα τους έμοιαζαν έξοχα, θαυμάσια, υπέροχα. Έτρωγε με όρεξη, ασκούνταν στην πισίνα του καταστρώματος και τις νύχτες καπνίζοντας άκουγε τον Νατ Άνταμς να προσπαθεί να του εξηγήσει πώς ένας άμοιρος αγρότης από την Νέα Αγγλία είχε καταληφθεί από τη μανία να γυρίσει τον κόσμο.
Ο Στάντις πήγαινε πάντα νωρίς στο κρεβάτι και αυτό εξηγεί γιατί βρισκόταν εκεί που ήταν όταν έπεσε στη θάλασσα. Έχοντας ξυπνήσει στις τέσσερις το πρωί από τα καμπανάκια της πιο απόμακρης γέφυρας, χουζούρευε στα σεντόνια του για περίπου ένα εικοσάλεπτο. Ένιωθε ξύπνιος και αυτός και όλες οι αισθήσεις του. Είχε πλαγιάσει στις εννέα, εκείνη τη στιγμή ήταν τέσσερις και είκοσι και ήξερε καλά πως δεν γινόταν να τον ξαναπάρει ο ύπνος. Καθισμένος στο στρώμα, ακούμπησε το πηγούνι του στο ορειχάλκινο περίβλημα που έστεφε το ορθάνοιχτο φινιστρίνι. Ήταν μια ασυνήθιστη αίσθηση που έκανε την πλάτη του να ανατριχιάζει. Στο τέλος, έβγαλε έξω όλο το κεφάλι του αφήνοντας τον θαλασσινό αέρα να τον χτυπά στο πρόσωπο. Λίγο πιο κάτω από εκεί που βρισκόταν, το πλοίο έσκιζε τη θάλασσα και εκείνη ψιθύριζε με παράπονο. Τα αστέρια τριγύρω τον πλημύριζαν με ευλάβεια και όλα ήταν τόσο επιβλητικά που ένιωθε σαν μικρό μικρό παιδί.
Έβαλε μέσα το κεφάλι του και αποφάσισε να σηκωθεί και να ντυθεί. Είχε ξυριστεί πριν πλαγιάσει και θα πλενόταν αφού θα έπαιρνε το πρωινό του. Έπειτα θα πήγαινε στην πισίνα. Είχε μια έντονη επιθυμία να ντυθεί, να τριγυρίσει στο πλοίο και να απολαύσει την ανατολή.
Ακόμη και σ’ ένα ανεπίσημο ταξίδι όπως αυτό, ο Στάντις ντυνόταν ευπρεπώς. Δεν ήταν ποτέ ο τύπος που θα φορούσε φαρδιά παντελόνια ή τίποτα εκκεντρικά αθλητικά. Σε όλο το ταξίδι ήταν ντυμένος με κοστούμι. Είχε μαζί του πέντε και αφού άναψε το φώς, επέλεξε ένα γκρίζο από το ευρύχωρο ταξιδιωτικό του μπαούλο, που το είχε ανοιχτό σε μια γωνιά της καμπίνας. Έβγαλε πρώτα την πιτζάμα και φορώντας την αδαμιαία περιβολή του έπλυνε τα δόντια, τα χέρια και το πρόσωπό του στον νιπτήρα. Έπειτα χτενίστηκε. Τα μαλλιά του ήταν ίσια και είχαν ένα μουντό μαύρο χρώμα. Αφού ντύθηκε, πήρε προσεχτικά τα χρήματα, τα κλειδιά και το πορτοφόλι με τα χαρτιά του από το καφέ κοστούμι που φορούσε την προηγούμενη ημέρα και τα τακτοποίησε σε αυτό που είχε μόλις βάλει.
Βγαίνοντας στον διάδρομο, ένιωσε και πάλι την αίσθηση που τον διακατείχε σχεδόν αδιάκοπα από τη στιγμή που επιβιβάστηκε στο Αραμπέλλα, ότι ήταν ένα αλητάκι με κάποιο διαβολικό σχέδιο κατά νου. Επικρατούσε τόση ηρεμία που η βοή από το μηχανοστάσιο τον έκανε και πάλι να αναριγήσει. Περπατούσε στις μύτες των ποδιών, λες και φοβόταν ότι ο θόρυβος από τα βήματά του είχε κάτι το ιερόσυλο. Έμοιαζε σαν εκείνη την ώρα να σιωπούσε όλο το σύμπαν τόσο που ο Στάντις ένιωσε αμήχανα. Το μοναχικό καράβι, τα μυριάδες αστέρια, η απέραντη θάλασσα κι όλα μέσα στον απέραντο ουρανό δεν ήταν παρά απλά, στοιχειώδη πράγματα που γαλήνευαν και την ίδια στιγμή συντάρασσαν τον Στάντις. Καταλάβαινε για πρώτη φορά πόσο ασήμαντα είναι όλα εκείνα που απασχολούν τους ανθρώπους και ένιωθε ντροπή που είχε και ο ίδιος χρονοτριβήσει με αυτά, ενώ τριγύρω του απλωνόταν όλος ο κόσμος· ένας κόσμος άξιος εικόνων σαν κι αυτή που κοίταζε έκθαμβος.
Ο Στάντις μπήκε στο άδειο σαλόνι και έβαλε μια κούπα καφέ. Τον ήπιε μονομιάς δίχως ζάχαρη και το καυτό, πικρό υγρό, ξύπνησε όλο του το σώμα. Κάπνισε το πρώτο τσιγάρο εισπνέοντας βαθιά. Ο θαλασσινός αέρας, είχε θαυμαστά αποτελέσματα στην υγεία του. Ο ξερόβηχας που είχε εδώ και έναν μήνα είχε εξαφανιστεί. Ήταν γερός, πρόσεχε τον εαυτό του και κατάφερνε να είναι πάντα σε φόρμα. Ήταν τριάντα πέντε ετών και δεν είχε αισθανθεί ποτέ του καλύτερα.
Ήταν περίπου πέντε η ώρα και ο ήλιος μόλις θα ανέτελλε. Ο Στάντις κατέβηκε στο χαμηλότερο κατάστρωμα και κάθισε ακουμπώντας στον βρεγμένο μουσαμά που κάλυπτε την πόρτα. Έπειτα, νιώθοντας μια ανεξήγητη ευφορία, την οποία θα τη θυμόταν πιο μετά, τρύπωσε από την θύρα κινδύνου στους χώρους οπού βρίσκονταν το μαγειρείο, η τραπεζαρία και οι καμπίνες του πληρώματος. Ο νυσταλέος μάγειρας, ένας έγχρωμος Αμερικανός, μόλις άναβε τη φωτιά στους φούρνους. Ο Στάντις τον καλημέρισε απρόθυμα γιατί οι ανθρώπινες φωνές, ακόμη και η δική του, του χαλούσαν τη μαγεία εκείνων των στιγμών. Ο μάγειρας χαμογέλασε και τον καλημέρισε και εκείνος, προσθέτοντας το σύνηθες σχόλιο που έκανε κάθε πρωί σχετικά με το πόσο νωρίς ξυπνούσε ο Στάντις. «Πράγματι» του απάντησε και προχώρησε καμιά εικοσαριά μέτρα ακόμη. Τα πρωινά, αυτό ήταν το αγαπημένο του σημείο στο Αραμπέλλα. Τα βράδια προτιμούσε τις μεριές με τις λέμβους· καθόταν εκεί, μόνος με τις σκέψεις του, αγναντεύοντας τον ήλιο να βυθίζεται στον απερίγραπτο ουρανό. Το σημείο που πήγαινε τα πρωινά ήταν ευρηματικά βολικό. Ήταν ένα μικρό άνοιγμα στο σκάφος του Αραμπέλλα. Προτού καταλήξει στην άκρη της δεξιάς πλευράς του πλοίου, ο διάδρομος, σχημάτιζε μια μικρή καμπύλη και εκεί, έβγαζαν δυο έξοδοι κινδύνου. Επειδή η θάλασσα ήταν γαλήνια και η πρόγνωση που έφτανε από τον ραδιοτηλέγραφο έδειχνε σταθερά καλοκαιρία, οι πόρτες εκείνες παρέμεναν ανοιχτές μέρα και νύχτα. Εκεί, σε εκείνο το σημείο, στη μικρή καμπύλη εσοχή του σκάφους, ήσουν πιο κοντά από οπουδήποτε αλλού στη θάλασσα. Ελάχιστα πιο πέρα, απλωνόταν ο Ειρηνικός Ωκεανός με τα νερά του ακριβώς στην ίσαλο γραμμή, αφρίζοντας απαλά, μουρμουρίζοντας και αλλάζοντας διαρκώς χρώμα, ανάλογα με την ώρα της ημέρας. Τα νερά, κοιτώντας τα για πολύ, τον έκαναν να νιώθει το κεφάλι του να γυρίζει απαλά και ήταν ακριβώς αυτό που του άρεσε. Ωστόσο, δεν ήταν αυτό η αιτία της κακοτυχίας του. Όντας σε καλή φυσική κατάσταση, ούτε έπασχε από ζαλάδες, ούτε και θα έχανε ποτέ την ισορροπία του.
Έμεινε εκεί περίπου για ένα τέταρτο, ακούγοντας ακίνητος τον ψίθυρο των νερών και τον βόμβο των μηχανών ενώ ανέπνεε ήρεμος τον απαλό αέρα και προσπαθούσε με τα μάτια του σε εγρήγορση να παρακολουθήσει την ανεπαίσθητη μεταμόρφωση της νύχτας σε ημέρα. Όπως πολλά άλλα πράγματα, έτσι και αυτό ήταν μια ακόμη απόλαυση στην οποία αν κάποιος ενήλικας υπέκυπτε πολλές φορές, πιθανώς και να τον κούραζε. Η έκσταση που αισθανόταν με το να βρίσκεται τόσο κοντά στον ωκεανό, μετά από λίγο μετατρεπόταν σε πλήξη και τον έκανε να αισθάνεται γελοίος. Ο λόγος μάλιστα που ένιωθε τόσο γελοίος και τον οποίον θα τον καταλάβαινε κάμποσες ώρες αργότερα, ήταν ότι τα συναισθήματά του εκείνα πρόδιδαν μία παιδικότητα την οποία όταν την συνειδητοποιούν οι άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας, τη θεωρούν σχεδόν επαίσχυντη.
Ο Στάντις είχε αποφασίσει να απομακρυνθεί όμως ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν θα είχε πολλές ευκαιρίες ακόμη για να αγναντέψει από εκείνο εκεί το σημείο. Την επόμενη εβδομάδα έπιαναν Μπαλμπόα. Μετά, θα έπαιρνε άλλο καράβι όπου ενδεχομένως θα τους παρέθεταν και κάποιο γεύμα, και κατόπιν επιστροφή στην Νέα Υόρκη, στα παιδιά και την Ολίβια. Θα ’θελε να καθίσει ξυπόλυτος με τα πόδια του να κρέμονται στη θάλασσα, αλλά εδώ κι εκεί ήταν λερωμένα από φαγητά. Κάθε βράδυ από εκείνο εκεί το σημείο πετούσαν τα περισσεύματα στη θάλασσα και μάλιστα το περασμένο βράδυ πρέπει να ήταν ιδιαίτερα απρόσεκτοι, γιατί το μέρος ήταν γεμάτο με φλούδες από πατάτες και άλλα αποφάγια με δυσάρεστη οσμή που δεν ήταν ωστόσο αρκετή για να χαλάσει τη μαγεία των σκηνών που απολάμβανε ο Στάντις.
Κρατώντας σφιχτά μια χειρολαβή ασφαλείας, ατένιζε αχόρταγα, για τελευταία φορά, τον ήλιο να ανατέλλει επάνω από τον ατάραχο ωκεανό. Σκέφτηκε πως δεν θα ξεχνούσε ποτέ την έκσταση εκείνης της στιγμής, πως η ίδια η πλάση έχει τη δική της αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια ήταν αυτό που έχει ανάγκη και το ανθρώπινο πλάσμα για να ζήσει ειρηνικά.
Στο τέλος αναρωτήθηκε και πάλι, δίχως κάποια εύλογη αιτία, για ποιον λόγο σε εκείνον τον ωκεανό υπήρχε αυτή η ασυνήθιστα μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου. Αποφάσισε να πιεί κι άλλον καφέ. Έκανε ένα βήμα πίσω με το αριστερό πόδι και άφησε τη χειρολαβή για να φύγει. Το παπούτσι πάτησε απάνω σε λάδια. Ο Στάντις έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πιαστεί ξανά από τη χειρολαβή, όμως το χέρι του δεν μπόρεσε να την αρπάξει και το δεξί του πόδι γλίστρησε σε ένα άλλο λερωμένο σημείο· ίσως να ’ταν και το ίδιο. Ο Στάντις πάντως δεν θα το ανακάλυπτε ποτέ. Εκείνη η πανούργα δολερή κηλίδα κολλούσε και γλιστρούσε ταυτόχρονα, έκρυβε ύπουλα το πόσο επικίνδυνη ήταν και όταν πατούσες πάνω της βαριά για να συγκρατηθείς όρθιος, όπως έκανε τώρα ο Στάντις, δεν κατόρθωνες παρά να πέσεις ακόμη πιο γρήγορα, σαν να βαδίζεις επάνω σε πάγο.
[ Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ]
*
*
*
