*
τοῦ ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ
~.~
Ζύγιζα τὸ κάθε μου βῆμα. Ἦταν ἀπόγευμα καὶ κόντευε νὰ νυχτώσει στὸ δάσος. Ζύγιζα καὶ ἰσορροποῦσα σὲ κάθε μου κίνηση. Σὲ ποιὰ πέτρα θὰ πατήσω, τὸ κλαδὶ ποῦ θὰ κρατηθῶ καὶ δὲν θὰ σπάσει, πῶς θὰ διαβῶ τὴν ἀτέλειωτη σειρὰ τῶν χειμάρρων – κανένα μονοπάτι, ἄγριος τόπος, ἄγρια ἡ ὀμορφιά του.
Τότε, ἕνα ἀχνὸ σύννεφο, σὰν κινούμενο πέπλο, θαμπάδα τοῦ δάσους· νύχτα, ἔξω ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς νύχτας, σκέπασε τὰ πάντα. Καὶ ἦταν αὐτὸ ποὺ μ’ ἔκανε νὰ φοβᾶμαι τὶς γλιστερὲς πέτρες, τὸ νοτισμένο στρῶμα ἀπὸ φύλλα ὀξιᾶς, τὸ τυχὸν στραβοπάτημα καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ δεξιοῦ ἀστραγάλου. Μὰ πιὸ πολύ, τὰ γόνατα, ποὺ λυγίζουν ἀπὸ τὴν κούραση καὶ τὰ χρόνια.
Ἀκόμη, φοβόμουνα τὴ βροχὴ –τὶς ἀτέλειωτες ὧρες βροχῆς, κακὸς ὁδηγός, κακὸς σύμβουλος– ποὺ ξέπλενε τὰ μανιτάρια –ἴδιος καιρὸς τὰ γεννοῦσε, ἴδιος τὰ παραμόρφωνε–, καὶ τότε δυσκολευόμουνα νὰ τὰ γνωρίσω. Ὅπως τὶς λέξεις, ὅταν ἔχαναν τὸν ἦχο, τὸ χρῶμα, ἀκόμα καὶ τὸ νόημά τους καὶ ἐξοστρακίζονταν ἀπὸ τοὺς στίχους, καὶ ἔπρεπε νὰ τὶς ἐπαναφέρουμε προσδιορίζοντας τὶς λειτουργίες τους μέσα στὸ κείμενο, ποὺ ἔμοιαζε μὲ μακρινὸ ἀναλλοίωτο τοπίο –ὄχι ἀπρόσιτο, ἀλλὰ δύσκολα προσεγγίσιμο–, ὅπως αὐτὸ τοῦ δάσους.
Μὲ τὸ δάσος ἔνιωθα νὰ γίνομαι ἕνα. Γνώριζα τὴ μεγάλη ἀποκαλυπτικὴ δύναμη ποὺ ἔκρυβε μέσα του. Πίστευα πὼς κάθε σημεῖο του –ποὺ ἦταν ἕνας συνδυασμός, ἕνα ἄγριο συνταίριασμα δέντρων, νερῶν, πηγῶν, κακοτράχαλων μονοπατιῶν, καὶ συνήθως ὅλα αὐτὰ κρυμμένα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μάλιστα κάποιες φορὲς θαμπὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ διαβατάρικο σύννεφο– ἔκρυβε καὶ δύσκολα ἀποκάλυπτε μιὰ ἁρμονικὴ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸ σῶμα, στὶς σκέψεις τοῦ πεζοπόρου καὶ στὴ γήινη ἔνταση τοῦ βουνοῦ.
Καὶ βέβαια τὰ μανιτάρια, αὐτὰ τὰ συστατικὰ μόρια τοῦ δάσους, παρέμεναν ἡ ἀφορμή. Ἡ ἀφορμὴ ἄραγε; Ὅταν γύριζα φέρνοντας ἔστω καὶ λίγα ἀπὸ ἐκεῖνα μὲ τὰ περίεργα, δηλαδὴ σπάνια, χρώματα καὶ σχήματα, εἶχα τὴ μερικὴ ἱκανοποίηση ἑνὸς καλοῦ, χειροπιαστοῦ ἀποτελέσματος. Ἦταν ὅμως κάτι ἄλλο, πολὺ διαφορετικό, ποὺ ἐρέθιζε τὴν περιέργειά μου.
Θυμᾶμαι, κάποτε, τὸ φῶς ποὺ ἔπεφτε πάνω σὲ ἕνα στρῶμα ἀπὸ φύλλα, διαπερνώντας τὶς πυκνὲς ὀξιές, καὶ ἐκεῖ, καταμεσῆς στὸ σύδεντρο, φώτιζε ἕνα μοναχικὸ μανιτάρι· μακρολεπιότα ἡ ὑψηλὴ τὸ ὄνομα, ἄσπρος κορμὸς μακρύς, μὲ τὸ καπέλο του μεγάλο. Καὶ καθὼς ὁ ἀέρας, ἤπιος, φθινοπωρινός, κουνοῦσε τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα, τὸ φῶς περνώντας μέσα ἀπὸ αὐτὰ ἄλλαζε τὸ χρῶμα της, ἀλλὰ κυρίως τὴ σκιά της, ποὺ ξαφνικὰ χανότανε, γιὰ νὰ φανεῖ πάλι μὲ ἄλλη διεύθυνση καὶ διαφορετικὸ περίγραμμα πάνω στὴν ἀνώμαλη ἐπιφάνεια τῶν πεσμένων φύλλων, ἐνῶ μάκραινε, κόνταινε καὶ πάλι χανότανε. Καμία εὐστάθεια τὸ εἴδωλο. Καὶ ὁ ἀέρας, ἤπιος τοῦ Σεπτεμβρίου, συνέχιζε νὰ προκαλεῖ ἕνα μουσικὸ θρόισμα στὰ φύλλα τῆς ὀξιᾶς. Μόνη ἀκέραια καὶ εὐσταθὴς παρέμενε ἡ μακρολεπιότα ἡ ὑψηλή. Τὸ πρότυπο.
Φεύγοντας εἶχα, γιὰ πρώτη φορά, μιὰ ἔντονη αἴσθηση ἀδυναμίας. Τὰ λόγια μου ἦταν φτωχὰ γιὰ νὰ ἀποδώσουν τὶς συνεχεῖς μεταμορφώσεις τοῦ ἀσταθοῦς εἰδώλου, ἀποτέλεσμα τοῦ τρόπου ποὺ περνοῦσε τὸ φῶς μέσα ἀπὸ τὶς ὀξιές. Κυρίως ὅμως ἀδυνατοῦσα νὰ περιγράψω τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, μιὰ ἐναλλαγὴ τονικῆς καὶ ἀτονικῆς σύζευξης χαμηλῶν καὶ ἀπροσδιόριστων ἤχων. Καὶ οἱ λέξεις, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀποτυπώσουν εἰκόνες καὶ ἤχους σὲ ἕνα –ἐπιτέλους– ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα, παρέμεναν ἀδύναμες, ἀγωνίζονταν νὰ κρατηθοῦν στὴν πρόταση, συγκρούονταν καὶ συνθλίβονταν χάνοντας τὸ χρῶμα, τὸν ἦχο, τὴν παλαιὰ εὐγένειά τους, δίνοντας ὡστόσο –ὄχι συχνά, μᾶλλον σπάνια– νέο νόημα.
Ἔφευγα κατηφορίζοντας τὸ βουνό. Ἔφευγα ἔχοντας πάρει τὴν κατηφοριὰ γιὰ τὸ χωριό, χάνοντας καὶ βρίσκοντας πάλι καὶ πάλι τὰ μονοπάτια τοῦ γυρισμοῦ. Αὐτὴ ἡ αἴσθηση ἀδυναμίας μοῦ προκαλοῦσε ἕναν πρωτόγνωρο πτερυγισμὸ στὸ στῆθος καὶ συγχρόνως μιὰ ἀγωνιώδη θλίψη. Μόνο ὅταν συνάντησα τὰ πρῶτα σπίτια τοῦ χωριοῦ κι ὅταν, λίγο ἀργότερα, ἔβαλα τὸ κεφάλι μου κάτω ἀπὸ τὴ βρύση τῆς πλατείας, γιὰ νὰ δροσιστεῖ καὶ νὰ φύγει ἡ κάψα, ἔνιωσα νὰ γλιτώνω ἀπὸ τὸ ἀνοίκειο τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ δάσους. Ἐκεῖ ὅπου συναντοῦσα τὰ παράδοξα γεννήματα τῆς φύσης μὲ τὰ δύσκολα ὀνόματα: τὸν ἀμανίτη τοῦ Καίσαρα, τὴ μακρολεπιότα τὴν ὑψηλή, τὸν ἐδώδιμο βωλίτη· τὸ νεραντζάκι, τὴ γουργουλιάνα καὶ τὸ καλογεράκι.
Θαμπάδα ἀχνὴ τοῦ δάσους τὸ νεφούρι
σκέπασε τὰ ὑγρὰ πεσμένα φύλλα,
ὕστερα ἡ βροχὴ ἔφερνε φόβο
ἄγρια ξεπλένοντας τὰ μανιτάρια.
Ἴδιος στρυφνὸς καιρὸς ποὺ τὰ γεννοῦσε,
ἴδιος ξανὰ τὰ παραμόρφωνε, καὶ
ὡς ἔχαναν σχῆμα, μορφὴ καὶ χρῶμα,
γινόταν δύσκολο νὰ τὰ διακρίνεις.
Ὅπως οἱ λέξεις ποὺ ἔχαναν τὸ σῆμα,
τὸν ἦχο, ἀκόμα καὶ τὸ νόημά τους,
κι ὁ στίχος τρέκλιζε, κι ἀποζητοῦσε
τροπή, καὶ τὴ χαμένη εὐγένειά του.
Στὸ θρόισμα τῶν φύλλων ρέβει ὁ στίχος,
πέφτει, γίνεται σώριασμα ποὺ σβήνει,
ἐνῶ οἱ λέξεις προσπαθοῦν κι ἀρνοῦνται
ν’ ἀρθρώσουνε πολύτιμο τραγούδι,
νά ’χει τοῦ δάσους τὴ σκληρὴ ἁρμονία.
~.~
***
