
*
τοῦ ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ
~.~
Ζύγιζα τὸ κάθε μου βῆμα. Ἦταν ἀπόγευμα καὶ κόντευε νὰ νυχτώσει στὸ δάσος. Ζύγιζα καὶ ἰσορροποῦσα σὲ κάθε μου κίνηση. Σὲ ποιὰ πέτρα θὰ πατήσω, τὸ κλαδὶ ποῦ θὰ κρατηθῶ καὶ δὲν θὰ σπάσει, πῶς θὰ διαβῶ τὴν ἀτέλειωτη σειρὰ τῶν χειμάρρων – κανένα μονοπάτι, ἄγριος τόπος, ἄγρια ἡ ὀμορφιά του.
Τότε, ἕνα ἀχνὸ σύννεφο, σὰν κινούμενο πέπλο, θαμπάδα τοῦ δάσους· νύχτα, ἔξω ἀπὸ τὶς ὧρες τῆς νύχτας, σκέπασε τὰ πάντα. Καὶ ἦταν αὐτὸ ποὺ μ’ ἔκανε νὰ φοβᾶμαι τὶς γλιστερὲς πέτρες, τὸ νοτισμένο στρῶμα ἀπὸ φύλλα ὀξιᾶς, τὸ τυχὸν στραβοπάτημα καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ δεξιοῦ ἀστραγάλου. Μὰ πιὸ πολύ, τὰ γόνατα, ποὺ λυγίζουν ἀπὸ τὴν κούραση καὶ τὰ χρόνια.
Ἀκόμη, φοβόμουνα τὴ βροχὴ –τὶς ἀτέλειωτες ὧρες βροχῆς, κακὸς ὁδηγός, κακὸς σύμβουλος– ποὺ ξέπλενε τὰ μανιτάρια –ἴδιος καιρὸς τὰ γεννοῦσε, ἴδιος τὰ παραμόρφωνε–, καὶ τότε δυσκολευόμουνα νὰ τὰ γνωρίσω. Ὅπως τὶς λέξεις, ὅταν ἔχαναν τὸν ἦχο, τὸ χρῶμα, ἀκόμα καὶ τὸ νόημά τους καὶ ἐξοστρακίζονταν ἀπὸ τοὺς στίχους, καὶ ἔπρεπε νὰ τὶς ἐπαναφέρουμε προσδιορίζοντας τὶς λειτουργίες τους μέσα στὸ κείμενο, ποὺ ἔμοιαζε μὲ μακρινὸ ἀναλλοίωτο τοπίο –ὄχι ἀπρόσιτο, ἀλλὰ δύσκολα προσεγγίσιμο–, ὅπως αὐτὸ τοῦ δάσους.
Μὲ τὸ δάσος ἔνιωθα νὰ γίνομαι ἕνα. Γνώριζα τὴ μεγάλη ἀποκαλυπτικὴ δύναμη ποὺ ἔκρυβε μέσα του. Πίστευα πὼς κάθε σημεῖο του –ποὺ ἦταν ἕνας συνδυασμός, ἕνα ἄγριο συνταίριασμα δέντρων, νερῶν, πηγῶν, κακοτράχαλων μονοπατιῶν, καὶ συνήθως ὅλα αὐτὰ κρυμμένα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μάλιστα κάποιες φορὲς θαμπὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ διαβατάρικο σύννεφο– (περισσότερα…)