*
Τοπίο
Αυθεντικά ειδύλλια θα ήθελα να πλάσω
και, σε όνειρο θαρρείς, με τα καμπαναριά κοντά μου,
ύμνους ιερούς καθώς ο αέρας φέρνει ώς τα αυτιά μου,
σαν αστρολόγος πλάι στον ουρανό να ξαποστάσω.
Τα χέρια στο πηγούνι μου, ψηλά από τη σοφίτα
θα δω το εργαστήριο όλο τραγούδι και φλυαρία,
καμπαναριά, φουγάρα, λες της πόλης τα ιστία,
και τους βαθιούς τους ουρανούς, αιώνιοι σαν να ήταν.
Είναι όμορφο, μες από τις ομίχλες να γεννιέται
το άστρο του γλαυκού, στο παραθύρι η λάμπα πλάι,
ποτάμι από κάρβουνο που στα ουράνια πάει,
και της σελήνης η αχνή σαγήνη να σκορπιέται.
Φθινόπωρα θα αντικρίσω, ανοίξεις, καλοκαίρια
κι όταν της χειμωνιάς χιόνια μονότονα απαντήσω,
παντού πόρτες, παράθυρα θα πρέπει να σφαλίσω
στη νύχτα τα παλάτια για να χτίσω τα αιθέρια.
Τότε θα ονειρευτώ ορίζοντες που κυανίζουν,
κήπους, και πίδακες με αλάβαστρου μελαγχολία,
φιλιά, πουλιά να τραγουδούν εσπέρα και πρωία
και όσα μέσα σε ένα Ειδύλλιο παιδιά θυμίζουν.
Στο τζάμι μου η Εξέγερση του κάκου θα χτυπήσει
κι ούτε θα με αποσπάσει από το αναλόγιό μου
γιατί είναι ένα ηδονικό προνόμιό μου
την Άνοιξη να ανακαλώ οικεία μου βουλήσει,
και η καρδιά μου από βαθιά έναν ήλιο να υψώνει,
κλίμα να φτιάχνει εύκρατο από πνεύμα που πυρώνει.
///
Ο ποιητής
Πάνω από τη σοφίτα μου ψηλά
To εργαστήριο βλέπω κάτω εκεί
Κι η νύχτα βλέπω να αντανακλά
Στο ίδιο γυαλί σελήνη αναιμική
Πέρα εκεί γύψινων θεών λαός,
η Ήβη, η Πανδώρα κι η Ψυχή,
Σκιά ντυμένος κι ιριδίζον φως
Που αφήνει ο μηνίσκος να χυθεί.
Κι όταν το φως και πάλι ιλαρό
Πάνω στη τζαμαρία μου χυθεί
Το εργαστήριο βλέπω πρόσχαρο,
Με χρώμα οι θεοί να έχουν ντυθεί.
Το βράδυ, ρόδινοι ουρανοί τεφροί
Ο καλλιτέχνης πράος κι ευσεβής
Στο σπίτι του γυρνάει κατηφής
Πόθοι σβηστοί, κουράγιο πού να βρει;
Φτώχεια καλή μου, αγαπημένη εσύ,
Γλυκιά νωχέλεια, πάντα ευλογητή,
Μέσα στη θλίψη μού έφερνες στον νου
Δύναμη στο απόγειο του ουρανού.
///
Α λ λ ο θ ρ ο ϊ σ μ ο ί
μεταφράζει ο
Βασίλης Πατσογιάννης
*
*
*
