Συντροφεύγοντας τόν ἑαυτό: Συγκαιρινές ἱστορίες

*

τοῦ ΤΕΤΟΥ ΣΟΥΡΔΟΥ

~.~

Μέρος Β΄: Συγκαιρινές ἱστορίες

1.   Δέχτηκα ξαφνικά τά ἐξ οἰκείων βέλη νικηφόρων ἐγωισμῶν. Ἔτσι κι ἐγώ, οἰκεία βουλήσει, προσῆλθα στά γραφεῖα τῶν προϊσταμένων. Δηλαδή ξεκίνησα τήν ἀγόρευση μέσα σ’ ἕνα κουτί. Ε λοιπόν, ὅλη ἡ πιατέλα ἦταν μπροστά μου καί τσίμπαγα ὅποια λέξη ἤθελα. Ὄχι μόνο δέν ὑπῆρχε ἔλλειψη, ἀλλά τέτοια πληθώρα, πού ἔκανα κι ἐπιλογή. Ἄλλες τίς ἄφηνα, ἄλλες τίς ἔπιανα, σάν καλοτηγανισμένες πατάτες. Ὅλα ἦταν σέ θαυμαστή ἁρμονία· τά ρήματα, καθώς καί ἡ κίνηση τοῦ σώματος, στίς ἄκρες τοῦ ὁποίου κουβαλήθηκε μέ θάρρος τό θιγμένο μέσα μου, ἔδεναν μεταξύ τους σέ μιά καλοστημένη παράσταση διαμαρτυρίας χωρίς νά ξεφεύγω ἀπό τήν κομψοπρέπεια. Ἀντίθετα, ὅταν εἶναι νά μιλήσω τήν ἀλήθεια μου σέ ἀγαπημένο πρόσωπο, οἱ λέξεις ξεμακραίνουν. Τό ποτήρι γεμίζει σταγόνα σταγόνα. Τά ψέματα δέν καταστρατηγούν τήν ἀλήθεια μέ σκοπό νά βλάψουν οὔτε τή φυλάσσουν, βέβαια, ὡς πολύτιμη. Ἔμπροσθεν τοῦ προϊσταμένου, τά ψέματα καί ἡ ἀλήθεια ἦταν ἕνα πρᾶγμα μέσα στό ἐπιμελημένο γαυρίαμα. Δέν ὑπῆρχε πρόβλημα, ἤμουν ἐγώ ἔξω. Ὅταν σέ στριμώξουν μέσα εἶναι τό πρόβλημα. Ὅταν σοῦ ζητᾶ τήν ἀλήθεια ἡ ἀγαπημένη, δέν εἶναι εὔκολο νά ζευγαρώσεις τή φιλοπρωτεία μέσα στό συναίσθημα μέ τήν ἐκλογή τῆς ἀλήθειας. Τί νά πεῖς; Κι αὐτά πού λές δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι τά λόγια τοῦ μόχθου σου μέσα στούς ρόλους μιᾶς πολύωρης ζωῆς. Ποιός εἶπε ποτέ γιά τόν ἑαυτό του ξεμέθυστες ἀλήθειες; Ὑπάρχουν τέτοιες; Ὑπάρχουν, καί τίς λέμε κι αὐτές, σά νά σπρώχνεις τόν ἄλλο μακριά. Οἱ λέξεις δέν εἶναι καμωμένες γιά τήν ἀλήθεια, μόνο οἱ πράξεις ἀληθεύουν, ἐπειδή ξεπετάγονται ἔξω ἀποκλεισμένες ἀπό τόν δημιουργό τους και δεν ἐξουδετερώνονται. Ποτέ μου δέν φιλοξένησα ἄνθρωπο! Δόλιος, προδοτικός, τά λέω καί πρῶτος ἐγώ τά πιστεύω, τήν ὥρα πού πίσω μου σπαρταροῦν ἐθελόκακα πράξεις χθεσινές πού δεν λένε να χηρεύσουν ἀπό μένα.

2.   Παίζοντας στή ρουλέτα, διαλέγοντας τά νούμερα, εἶναι στιγμές, σπάνιες εἶναι ἀλήθεια, πού ἀντιλαμβάνεσαι πόσο πρωτότυπος ἤσουν! Ἐκπλήσσεσαι ἀπό τό γεγονός ὅτι τούς ἀριθμούς πού τελικά ξεχώρισες δέν θά μποροῦσες νά τούς εἶχες σκεφτεῖ. Σάν νά σέ προτίμησαν αὐτοί. Σάν νά ξέκριναν μόνοι τους καί νά σοῦ παρουσιάστηκαν ἀκάλεστα. Δέν φανταζόσουν ποτέ ὅτι θά μποροῦσες νά διαλέξεις αὐτούς ἀκριβῶς τούς ἀριθμούς. Ἀριθμοί πού συχνά κερδίζουν. Τέτοιους βρίσκει ὁ ἀρχάριος. Ἐξ οὗ καί ἡ λεγόμενη τύχη του. Ὁ καινούργιος παίκτης εἶναι ἀνοιχτός, ἀδούλωτος σέ ὅλες τίς συλλογές ἀριθμῶν. Χαρούμενος, δηλαδή, χωρίς ἄσχημες ἀκόμα ἀναμνήσεις, καί τωρινός στή δράση, ἁπλώνεται ἰσότιμα καί ἀμερόληπτα σέ ὅλους τούς ἀριθμούς. Καί διαλέγει σωστά. Πράγματι στήν τύχη. Καί τήν τύχη τή συναντᾶ. Ὁ παλιός παίκτης ἀντίθετα ἐπιμένει. Ἐπιμένει στό ἑαυτό του. Ἡ μνήμη του εἶναι βαριά. Κολλημένος στά νούμερά του ὅπως ὁ μεσήλικας στίς ἀτάκες του. Καί ἡ τύχη νά μήν εἶναι ποτέ ἀδιάφορη ἀλλά κάθε φορά νά περνάει σύρριζα. Βλέπεις τά νούμερά σου νά κερδίζουν συνεχῶς στό διπλανό τραπέζι. Ἡ τύχη νά βηματίζει πίσω ἤ μπροστά σου. Ἀφήνεις τά νούμερά σου γιά μιά ριξιά καί αὐτά βγαίνουν. Ἐπιστρέφεις καί βγαίνουν ἐκεῖνα πού διάλεξες ὅταν ἄφησες τά δικά σου. Δέν ξέρεις ποῦ νά πᾶς καί ποῦ νά σταθείς. Κρῖμα πού δέν ἐπέμενες! Ἡ μπίλια νά χώνεται ἐπίτηδες στη μόνη τρῦπα πού σκόπιμα ἄφησες ἀπό μιά μεγάλη συλλογή ἀριθμῶν, μόνο καί μόνο γιά νά δεῖς ἄν θά μπεῖ ἐκεῖ κοροϊδευτικά. Καί μπαίνει! Στό τέλος ἀντιλαμβάνεσαι πώς δέν ὑπάρχουν ἀριθμοί πού θά μποροῦσες νά διαλέξεις. Ὅλοι οἱ ἀριθμοί χάνουν. Συνεχίζεις νά παίζεις γιά νά σιγουρευτεῖς. Γιά νά ἐπιμείνεις. Καί ἐσύ ἐπιμένεις στόν χρόνιο ἑαυτό σου, στά νούμερά σου, ἀρχίζεις νά συχνάζεις ἐκεῖ σάν φτωχοκόριτσο πού θέλει νά φτουρήσει. Τό πουλί πέταξε καί ἐσύ ἀλησμόνητη παλιά καραμπίνα πού ἐμμένει στίς ἀτάκες πού χάνουν. Ἀναθυμητική στήλη πού πίνει οὐίσκι καί καπνίζει. Στό τέλος, ἔρχεται καί ὁ Πασκάλ: «μεγάλο πρᾶγμα ἡ ποιότητα, αὐτή πού σέ κάνει ἕτοιμο στά εἴκοσί σου χρόνια. Ὅταν οἱ ἄλλοι καταφθάνουν στά πενῆντα τους, ἐσύ ἔχεις κερδίσει ἄκοπα 30 χρόνια».

3.   Σηκώθηκα νά πάω στή δουλειά πολύ πρωί, ἦταν σκοτάδι ἀκόμα. Ὅλα ἦταν ἥσυχα. Καί ἡ πόλις ἦταν ἥσυχη, τίποτα δέν εἶχε ξεκινήσει ἀκόμα. Δέν ἤμουν ἀργοπορημένος ὡς συνήθως, ἀλλά ὁ πρῶτος. Ἔφτιαξα ἕνα καφέ κι ἔκατσα στήν κουζίνα νά τόν πιω. Κι ἐκεῖ πού ἔπινα τόν καφέ μου καί κάπνιζα, ἄρχισε νά πάλλει ἡ καρδιά μου καί βρέθηκα ξανά μέσα στή δυσμένεια (σχεδόν δυστονία) τῆς συγκρατημένης ἀναπνοῆς μου. Ἤμουν ἀλόγιαστος καί πρόχειρος, καθόμουν σβησμένος ἀκόμα ἀπό τόν ὕπνο καί ἀπολάμβανα τό ζεστό καφέ στήν κρύα κουζίνα. Κοιτοῦσα δίπλα μου ἕνα χοντρό μαῦρο τετράδιο μέ σημειώσεις γιά τήν γραμματική καί τό συντακτικό τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Θά τό ἔπαιρνα ὡς συνήθως μαζί μου στή δουλειά. Κοίταξα τό τετράδιο. Νόμισα γιά λίγο πώς μέσα στή δροσεράδα καί στήν εἰρήνη τοῦ κρύου πρωινοῦ, μόνο νά τρυφεραίνω θά μποροῦσα, ἄδετος ἀκόμα, μέσα σέ ἀνεπίκαιρες σκέψεις. Τουναντίον, μποτιλιαρίστηκα μέσα στίς σκέψεις τοῦ ἐμπεριστατωμένου ἑαυτοῦ. Ἄρχισα πρωινιάτικα νά γράφω διαγώνισμα. Ἐκεῖ πού ἤμουν πρόχειρος, ἕτοιμος νά ἐπαναληφθῶ, ἄρχισα νά ἐτυμολογοῦμαι.

4.   Παραιτήθηκα ἀπό τή δουλειά. Τώρα βρίσκομαι ἐδῶ. Ἕνα πρωί μπῆκα στό λογιστήριο καί εἶπα πώς φεύγω. Ἔφυγα χωρίς νά χαιρετήσω κανέναν. Εἶπα γειά καί ἔφυγα. Στή δουλειά καμιά φορά σηκωνόμουν πολύ πρωί. Κυρίως τό χειμῶνα. Ἔπαιρνα τό ἁμάξι τοῦ πατέρα μου. Τριάντα χρόνων ἁμάξι. Τό τιμόνι ἔστριβε μόνο του πρός τά δεξιά, ἔπρεπε συνεχῶς νά κρατᾶς κόντρα. Χειρόφρενο δέν ὑπῆρχε. Δέν ἦταν χαλασμένο, ἁπλῶς δέν ὑπῆρχε. Ἀπέφευγα νά παρκάρω σέ ἀπότομες ἀνηφόρες καί κατηφόρες. Μόλις ἔπιανες τά ἑκατό χιλιόμετρα, τό ἁμάξι μούγκριζε καί τό τιμόνι τρεμούλιαζε, νόμιζες πώς ὅλα θά διαλυθοῦν. Τά παράθυρα ἔκλειναν μέχρι ἑνός σημείου, μετά τά ἔσπρωχνες μέ τά χέρια. Φῶτα φρένων δέν ὑπῆρχαν. Δεξί φλάς οὔτε. Ὅλο τό ἁμάξωμα σκουριασμένο. Μοῦ ἄρεσαν τά κρύα χειμωνιάτικα πρωινά. Φόραγα τό σκουφί μου, ἕνα κόκκινο σκοῦφο ἀλπινιστῶν μέ αὐτιά, ἔμπαινα στό ἁμάξι καί πήγαινα νά πιω καπουτσίνο στό Καζινό τοῦ Ἰσθμοῦ. Ἔβγαινες στήν παλαιά ἐθνική ὁδό μέ τό ροδοχάραμα μπροστά σου. Τί γλυκιά πού εἶναι ἡ γλυκιά αἴσθηση! Μέ τό πού ἔμπαινες στό μαγαζί μύριζες λιβάνι. Ὁ μαγαζάτορας, θεοσεβής ἄνθρωπος, λιβάνιζε σχεδόν κάθε πρωί τό μαγαζί καί ἔβαζε ἐκκλησιαστικές μελωδίες. Τήν παραγγελία τήν ἔδινες σ’ ἕνα μεσοκαιρίτικο γκαρσόνι μέ παπιγιόν. Ἔπινα τόν καφέ μέ τήν ἡσυχία μου καί κέρδιζα χρόνο. Μία ὡραίαν πρωίαν, λίγο πρίν περάσω τή πύλη τοῦ ἐργοστασίου, ἔφτιαχνα μία ὡραίαν πρωίαν.

5.   Ἡ θάλασσα καί τά καλοκαιρινά νερά. Ἡ θάλασσα. Αὐτό τό ἴσιωμα πέρα δέν εἶναι ταράτσωμα. Ἡ θάλασσα εἶναι ἡ μεγάλη ἰσοπαλία τοῦ κόσμου. Δέν ὑπάρχει ἄλλη. Δέν χαμογελῶ στά ψέματα. Ἁπλῶς εἶμαι πρόθυμος νά ἀφήσω τή ζωτικότητα γιά τή χαρά μιᾶς παλιᾶς γνωριμίας. Ἡ παλιά γνωριμία τῶν καλοκαιρινῶν νερῶν.

6.   Σεπτέμβριος, στή Νάξο τό 1982, στήν Ἁγία Ἄννα. Τηγανιζόμασταν χωρίς ἀντηλιακά στή παραλία. Μεγάλη καί μακριά παραλία, παντελῶς ἔρημη. Λίγοι ἤμασταν καί σκορπισμένοι. Ἄλλοι μέ μαγιό, ἄλλοι χωρίς. Κατακόκκινα στήθη πασαλειμμένα μέ ἄσπρες κρέμες. Κάποιος φαεινός εἶχε βάλει στό πουλί του τήν κάλτσα του γιά νά μήν τοῦ τό κάψει ὁ ἥλιος. Μά καίγονται τά πουλιά στόν ἥλιο; Οὔτε μουσική οὔτε μηχανοκίνητος θόρυβος. Ξεραμένοι ὅλοι στόν ἥλιο, δίπλα στή ζαφειρένια θάλασσα. Καί στή θάλασσα δέν βούταγες, τήν περπατοῦσες, ἔτσι ἤρεμη πού ἦταν, μέχρι νά σέ πλημμυρίσει. Κι ἀπό τήν θάλασσα δέν ἔβγαινες, ἄδειαζε σιγά σιγά καί ἐμφανιζόσουν. Μέχρι πού κατέφθασαν ἕνα ἀπόγευμα τρεῖς ἐξαιρέσεις. Ὁ παπποῦς καί τά ἐγγόνια του· ἕνα κοριτσάκι κι ἕνα ἀγοράκι. Ἕνα κι ἕνα. Ντόπιοι ἦταν, γι’ αὐτό καί ἦρθαν ἀπό πίσω μας, κατεβαίνοντας ἕνα μονοπάτι, κι ὄχι ἐξ ἀριστερῶν ἤ ἐκ δεξιῶν. Ἦρθαν καί οἱ τρεῖς τους τρέχοντας, σκασμένοι στά γέλια, τό θυμᾶμαι ἀκόμα. Ἦρθαν μόνο μέ τά μαγιά τους! Τά παιδιά ξυπόλητα, τρέχανε στίς μύτες. Ὁ παπποῦς μόνο κράταγε μιά μικρή πετσέτα. Δέν ἔκατσαν, πέσανε κατ’ εὐθεῖαν στή θάλασσα. Ὅλο τό ξαπλωμένο θρηνητικό ποίημα τοῦ καλοκαιριοῦ ἀνασηκώθηκε γιά λίγο στούς ἀγκῶνες του καί ἄρχισε νά χαζεύει τά καμπανιστά γέλια καί τίς φωνές. Ὁ παπποῦς, μ’ ἕνα ξεχειλωμένο μαγιό ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ἦταν ἀθυρόστομος καί τά παιδιά, ἔξαλλα ἀπό τή χαρά τους, ὅλο φώναζαν. Καί βούταγαν ὅλοι τους, καί σήκωναν τή θάλασσα, καί ἔβγαιναν καί ξανάμπαιναν. Βγῆκαν, σκουπίστηκαν καί ἔφυγαν.

7.   Αὔριο, Παρασκευή ἀπόγευμα, θά πᾶμε ἐκδρομή. Θά ἀφήσουμε τό ἁμάξι στή Πλατανιά, καί θά πάρουμε μέ τά πόδια τό χωματόδρομο, τρία χιλιόμετρα περίπου γιά νά βροῦμε τό ποτάμι. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση πού τό ποτάμι δέν σταματοῦσε νά τρέχει. Ἐγώ τή θάλασσα ἤξερα. Καί ἐπειδή τρέχει, συνεχῶς μουρμουρίζει ἀσταμάτητα. Ἤμουν ἐκεῖ καί τοῦτο ἔτρεχε μόνο του μέσα στή κλεισούρα. Εἶχα τά πόδια μου μέσα του καί τό κοίταγα πού ἐρχόταν συνεχῶς ἴδιο καί ἀπαράλλαχτο. Τό ποτάμι τρέχει μέσα στή ρεματιά φρουρούμενο ἀπό ψηλώματα βράχων. Τρέχει, ἔχοντας γιά ἰσχυρούς προστάτες φυσικά κρηπιδώματα, ὑψώματα γῆς μέ πυκνή βλάστηση. Κι ὁ καταρράκτης ἐκεῖ ἦταν κρυμμένος, πάνω ἀπό τόν ποταμό, μέσα στίς γοῦβες τοῦ ὑψώματος. Παραπόταμοι καί πηγές βαθούλωσαν τούς βράχους καί τή γῆ πάνω ἀπό τόν ποταμό καί σχημάτισαν μικρές ὑδάτινες ξαπλωσιές. Ἐκεῖ βρήκαμε τή λιμνούλα μέ τόν καταρράκτη· ἕνα κρυμμένο χαμόγελο στά τείχη τοῦ ποταμοῦ. Πέσαμε στά νερά φωνάζοντας ἀπό τό κρύο. Ὅλα ἦταν θαυμάσια. Περάσαμε καί τό τοῦνελ. Κατεβήκαμε μέ σκοινί ἀπό τό βράχο κάτω στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Κολυμπήσαμε μέσα στή σπηλιά μέ τίς νυχτερίδες νά γυροφέρνουν πάνω ἀπό τό κεφάλι μας. Φωνάζαμε, γελάγαμε. Τί τόπος! Τά μαζέψαμε καί γυρίσαμε. Στό γυρισμό συναντήσαμε καί κάτι μαχητές μέ κολάν πού κρατοῦσαν κουπιά. Ἀνεβήκαμε μέ τά πόδια πάλι ὅλο τόν ἀνήφορο μέχρι τήν πλατεῖα. Μπήκαμε στό ἁμάξι κι ἀρχίσαμε νά ψάχνουμε ταβέρνα μέ πατάτες τηγανιτές, φέτα, ντοματοσαλάτα καί κρύες μπίρες. Καταλήξαμε στήν παραλιακή ταβέρνα του Πετροπούλη. Κάναμε και μιά βουτιά, στή θάλασσα αὐτή τή φορά. Δέν ὑπῆρχε ἄλλη παρέα στή ταβέρνα. Μετά ἀπό λίγο κάθισε κι ὁ ταβερνιάρης στήν παρέα. Μᾶς ἔλεγε ντόπιες ἱστορίες. Δέν εἶχε πάει στίς Στροφάδες ἀπέναντι, γιά ψάρεμα, ἀλλά μᾶς εἶπε ὅτι φέτος τό καλοκαίρι θά πήγαινε σίγουρα. Καλοκαιρινά γέλια, ἀπόγευμα, κάτω ἀπό σκιά, μόνοι μας, χωρίς μουσική. Τυλωμένοι πιά, ἀκουμπήσαμε τήν πλάτη μας στήν καρέκλα καί ἀνάψαμε τσιγάρο. Σιγοπίναμε τά τελευταῖα ποτήρια, χαϊδεύοντας πού καί πού τά ἁλατισμένα μπράτσα μας. Τρυφερότητες! Σκαστά φιλιά πού πετᾶνε οἱ ὁμοτράπεζοι.

8.   Τά ἀγαπημένα μου γιά τό καλοκαίρι ροῦχα. Ἕνα φαρδύ ἄσπρο παντελόνι μέ πλαγιασμένες τσέπες καί τό φθαρμένο μπλέ λουλουδάτο πουκάμισο. Ἄν καί καμιά φορά ἀκεφιάζω, κατεβάζω τά μοῦτρα καί βαρυθυμώ, δέν κακοτύχησα ἀκόμα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἔζησα κυρίως μέσα στό συναίσθημα. Δέν εἶδα τά ἄσχημα πράγματα. Δέν σηκώθηκα χαράματα νά κόψω ξύλα. Δέν μέ δάγκωσε φίδι. Δέν ἔσπειρα, δέν θέρισα καί δέν τρύγησα. Οὔτε γύψο δέν μοῦ ἔχουν βάλει. Κι ἀπό τά μαλλιά, τρίχα δέν μοῦ ἔχει πέσει. Ὅλα πάνω μου εἶναι. Ἄσπρισαν ὅμως ὅλα. Πάντα εἶχα κάτι στή τσέπη μου. Δέν μοῦ ἔτυχε νά φτωχοδέρνω ξεβράκωτος. Δέν μέ κυνήγησαν χωροφύλακες καί δέν πῆρα τά βουνά. Δίπλα στή θάλασσα ἤμουν. Δέν εἶδα καταστροφές καί ἄδικους ξεριζωμούς. Δέν κοιμήθηκα πεινασμένος. Δέν χρειάστηκε νά τριγυρίσω μέσα στό λιοπύρι καί στό κρύο γιά νά ἀβγατίσω τή πραμάτεια μου. Κάθε καλοκαίρι ἤμουν πάντα δίπλα στή θάλασσα. Ἤμουν καί μέσα στή θάλασσα. Ἔβγαινα ἀπό τή θάλασσα, καί μέ τό σῶμα μου νά στάζει, πήγαινα στήν Π., στήν παραλιακή ταβέρνα. Εἶχε πάθει ἐγκεφαλικό ὁ πατέρας μου καί ἀπεῖχε ἀπό τίς γενναῖες σπονδές εἰς τόν Βάκχον. Ἀπό τίς δώδεκα τό πρωί εἶχαν ξεκινήσει τά οὖζα καί τό κρασί καί ἡ ὥρα ἦταν πέντε τό ἀπόγευμα. Ἤπια ἕξι οὖζα. Μέ ξεπάστρεψαν σέ μία ὥρα. Ὁ βρεγμένος ἐπισκέπτης πού κάθεται νά ἀκούσει μιά ντόπια ἱστορία. Σάν στεγνώσω ἦρθε ἡ ὥρα νά πάρω τά σγουρά μου τά μαλλιά καί νά φύγω. Νά κοιμηθῶ γυμνός μέ τά ἁλάτια. Νά ξυπνήσω ἀργά τό ἀπόγευμα καί νά σηκωθῶ ἔχοντας πάνω μου τήν μπαγιάτικη θέρμη τοῦ καλοκαιριοῦ. Νά ξυστῶ λίγο στό κεφάλι πίσω ἀπό τά αὐτιά. Νά χαϊδέψω τό στέρνο μου καί τούς ὤμους. Νά περπατήσω ὡς τή κουζίνα γιά νά κόψω παγωμένο καρπούζι. Νά ταρακουνηθῶ λίγο φτιάχνοντας φραπέ. Νά τά πάρω καί νά πάω στή βεράντα. Νά στρώσω τον κῶλο μου καί νά ἀγναντέψω τή θάλασσα. Ἡ ἀδυναμία…, θά φορέσω τά εὐρύχωρα ροῦχα μου καί θά τήν προχωρήσω μπόλικος, θά τήν βαδίσω ἀσκόνταφτος μέ τά γυαλιά ἡλίου πάνω στό σινικό τεῖχος. Εἶναι σάν νά ἔχω λήξει καί νά ἐγκρίνω τή ζωή. Στή λήξη μου ἤ στήν ἐξάντλησή μου, νά φθάσω ἐκεῖ πού κοπάζω χωρίς τίποτα νά ἐγκαινιάζω.

9.   Στέκομαι ἐμπόδιο εἰς τήν ἀνάπτυξίν μου. Μέ προσπερνῶ καί φθάνω στήν ἐξουδετέρωσή μου. Ἐκεῖ στρώνω γιά νά κοιμηθῶ. Εἶναι σάν νά ἔχω λήξει καί νά ἐγκρίνω τή ζωή. Ἡ ἀδυναμία ἐν πλήρει δράσει. Ἡ ἀδυναμία εἶναι ἡ σολομωνική τοῦ ἑαυτοῦ. Τῆς ἀρέσουν ἡ μπαγιάτικη θέρμη τοῦ καλοκαιριοῦ καί τό παγωμένο καρπούζι. Θά φορέσω τό ξεθωριασμένο μου ρόζ μαγιό, θά καβαλήσω τό παπί καί θά πάω γιά μιά βουτιά στή θάλασσα. Τήν ὥρα πού δύει ὁ ἥλιος. Θά βυθίσω στή κρύα θάλασσα τόν ἑαυτό μου κάμποσες φορές, καί θά βγῶ στήν ἐπιφάνεια πάλι. Θά ἐπιπλεύσω. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού φοβοῦνται τά πολύ βαθιά νερά. Λές καί θά τούς καταπιεῖ ὁ βαθύς βυθός, λές καί θά ναυαγήσουν. Μέσα στή θάλασσα κάνω μανοῦβρες, πηγαινοέρχομαι, ὁλογυρίζω καί σβουρίζω. Καταποντίζομαι καί ἀναδύομαι. Ἀφήνομαι νά γλιστρῶ μόνος μου στήν ἐπιφάνεια. Ἕνας ἥσυχος πλωτός ἄνθρωπος. Θά βγῶ ἀπό τή θάλασσα γεμᾶτος σταλιές καί καμιά ὄρεξη δέν θά ’χω νά στασιάσω. Νά κουμουνίζω καλοκαιριάτικα μέσα στήν καπνιά, δέν μοῦ πηγαίνει. Τουναντίον, θά δώσω κλίση στή ψιχαλισμένη μου γύμνια καί θά παραγγείλω dry martini. Σάν ψέματα ὅλα εἶναι, καλοσώριστοι ὅλοι νά’ ναι. Νά τούς πῶ τί συνέβη. Πλωτός ἀνάσκελα ἤμουν, ὅταν ἄκουσα δίπλα μου ἕνα ἀθόρυβο παφλασμό. Μιά μεγάλη μπουρμπουλήθρα μόνο. Ξάφνου, ἀναδύεται μιά μεγαλοκέφαλη παπαλήθρα μέ δυό τεράστια ὀρθάνοιχτα μάτια. Τί νά δῶ, τό γιγαντιαῖο βαθύαλο καλαμάρι ἦταν πού ἀναδύθηκε δίπλα μου. Μοῦ ἀνοιγόκλεισε μέ νόημα τά μάτια του. Ὄχι ὅμως ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Ἐπειδή τά μάτια του ἦταν τεράστια, καθυστέρησε λίγο. Σάν νά κατέβασε καί νά ἀνέβασε τά ρολά ὁλόκληρης καμαρόπορτας. Ἔβγαλε ἔξω ἕνα τεράστιο πλοκάμι. Τό σήκωσε ψηλά καί τό τέντωσε ἐπιδεικτικά, θά ἦταν τριάντα μέτρα καί βάλε, μετά τό λύγισε, καί μέ τήν ἄκρη του, χωρίς νά μέ ἀκουμπήσει σχεδόν, μοῦ ἔκανε πλάτσα πλοῦτσα πάνω ἀπό τή κοιλιά μου. Μετά βούτηξε καί χάθηκε. Γύρισα μπρούμυτα μέ τά μάτια ἀνοιχτά μέσα στή θάλασσα καί πρόλαβα νά τό δῶ νά χάνεται στά ἀνήλιαγα βάθη τοῦ ὠκεανοῦ. Τό εἶδα σᾶς λέω, τό εἶδα μέ τά ἴδια μου τά μάτια. Εἶχε κάτι βεντοῦζες τό πλοκάμι του, ἴσα μέ τό πισινό μιᾶς χοντρῆς σοπράνο ἡ καθεμιά.

10.   Ἔζησα κυρίως μέσα στό συναίσθημα. Μέσα ἐκεῖ δυσπραγώ, ἀμηχανῶ ἀκόμα. Χειμάστηκα μέσα στήν κακοτεχνία τοῦ συναισθήματός μου.

11.   Περάσαμε τή ρεσεψιόν τοῦ ξενοδοχείου, προχωρήσαμε καί βγήκαμε στόν ὄμορφο κῆπο πού ὑπῆρχε στό πίσω μέρος. Ἕνας μεγάλος, ὄμορφος καί ἀραιοκατοικημένος κῆπος. Μέ γκαζόν, πισίνα, τραπεζάκια, λίγα φυτά στήν ἄκρη καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡσυχία, χωρίς μουσική. Χαιρετίσαμε τό εὐτυχισμένο ζευγάρι, εὐχηθήκαμε ἀπό καρδιᾶς, καί μετά ἀπό λίγο καθίσαμε σ’ ἕνα ἀπό τά δύο στρογγυλά τραπεζάκια πού ὑπῆρχαν. Ὅλοι κι ὅλοι οἱ καλεσμένοι, εἴκοσι μέ εἰκοσιπέντε ἄτομα. Τέλη Ἰουλίου στήν Ἀθήνα, καύσωνας, καί ἐμεῖς βρεθήκαμε βραδάκι στήν Πολιτεία, σ’ ἕνα ὄμορφο πράσινο πλάτωμα. Ἡ φωτοχυσία τοῦ χώρου λιγοστή· τά ὁπλισμένα μάτια σου θά γέμιζαν μέ ἀκίνδυνες ἐπισημάνσεις. Ἡ ἐνενηκονταετής καί βάλε κυρία μέ τά κοντά μόβ μαλλιά δέν σηκώθηκε ἀπό τή θέση της. Κομψή, ἔγχρωμη, ἀλλά χωρίς νερομπογιές στό πρόσωπο. Σινιόρα σιλανσιέ· ἄν ἤθελες μποροῦσες νά τήν πλησιάσεις καί νά ρωτήσεις κάτι. Θά σοῦ ἀπαντοῦσε σάν παλιά ἰδιοκτήτρια πού ἦταν. Μιά ὡραία βραδιά εἶναι μιά ὡραία βραδιά. Δέν ἤμασταν ἄτομα ὑψηλῆς κοινωνικῆς περιωπῆς. Φορέσαμε ἁπλῶς τά καλά μας καί δέν ἤμασταν ἄγαρμποι. Ἥμεροι ἄνθρωποι, ἐν μέσῳ ἁβρῶν ἀστείων καί σφυρίδας. Ἄνθρωποι ρεζερβέ. Δέν φυσοῦσε, δέν ἀκουγόταν τίποτα. Ἀσκεπεῖς, μ’ ὅλη τή ξαστεριά τοῦ οὐρανοῦ πάνω μας. Τύψις καμιά. Καί οἱ ἑρπύστριες σέ ξένους χερσότοπους. Δίπλα στήν ἀτάραχη, λαμπερή καί γαλάζια πισίνα μου ἄρεσε νά ἀκούω τά βαριά ἑλληνικά τῆς Ρωσίδας. Ἄν ἔτρεχα γρήγορα καί μέ πηδήματα ὅπως οἱ ἀναστενάρηδες, ἴσως μποροῦσα νά τήν βαδίσω ἀκροποδητί. Θά ἔβγαζα τά παπούτσια μου καί τίς κάλτσες, θά σήκωνα λίγο τά μπατζάκια μου καί θά ἔπαιρνα φόρα γιά μιά ἁπλῆ γυμνοβασία. Ἕνα ἀέρινο τριπλοῦν πάνω ἀπό τήν πισίνα. Δυό βήματα μόνο, καί μέ τήν ἄκρη τῶν δαχτύλων μου θά γαργάλιζα τήν ἐπιφάνεια. Θά γύριζα πίσω στή θέση καθησυχαστικός. Νά δοκιμάσουν ὅλοι. Νά δοκιμάσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρός. Σηκῶστε ὅλοι τά μπατζάκια καί ἀκολουθεῖστε με. Κοιτᾶξτε τήν ἐπιφάνεια τῆς πισίνας. Εἶναι γυαλιστερή καί δέν φαίνεται νά ἔχει πάνω της τήν παραμικρή ἀναστάτωση. Θά περάσουμε ἀπέναντι. Κι ἄν δέν τά καταφέρουμε καί σκοντάψουμε θά γελάσουμε στή μανιασμένη πισίνα. Σηκώθηκα μόνος καί πῆγα στήν ἄκρη τῆς πισίνας. Μή δῶ νερό! Φοροῦσα ἕνα ἁπαλό κίτρινο φαρδύ πουκάμισο. Ἔβγαλα ἀπό τή τσέπη τοῦ παντελονιοῦ ἕνα μικρότατο σκουπιδάκι καί τό πέταξα μέ τρόπο στήν πεντακάθαρη πισίνα. Πῆγε καί ἔκατσε στήν ἐπιφάνεια καί σήκωσε τήν ἀντάρα πού μπόρεσε. Κι ἄν φυσοῦσε δυνατά; Γύρισα τή πλάτη μου στή πισίνα. Κι ἄν φυσοῦσε δυνατά, ἄν μιά τεράστια ριπή ἀνέμου ἐρχόταν κατά πάνω μου; Θά ξεκούμπωνα κάνα δυό κουμπιά ἀπό τό πουκάμισό μου κι αὐτό θά φούσκωνε στήν πλάτη μου σάν πανί. Θά ἄνοιγα τά χέρια διάπλατα καί πισώκωλα θά ταξίδευα μέχρι τήν ἄλλη ἄκρη. Θά σκόνταφτα στό χεῖλος καί θά καθόμουν. Ἐπέστρεψα στή θέση μου γιά νά σβήσω τό τσιγάρο πού τελείωνε καί νά γεμίσω τό ποτήρι μου. Ἦταν ἡ ὥρα τοῦ γλυκοῦ. Πόσες σοκολατίνες μπορῶ νά φάω; Τέσσερις; Πέντε; Τί λέμε τώρα; Τί συζητᾶμε καί δέν συμμετέχω; Τά μόνα παιδιά πού ὑπάρχουν εἶμαι ἐγώ καί ἡ μικρή, ὄμορφη Μελίνα. Πέντε χρονῶν. Μιά ὡραία βραδιά εἶναι μιά ὡραία βραδιά. Σ’ αὐτή τήν ὄμορφη ξηρά παρατήσαμε τήν προστυχιά. Δυό ἄνθρωποι εἶναι εὐτυχισμένοι. Ἕνας κύριος μέ τή κυρία του μᾶς διηγοῦνται πώς εἶχαν πάει διακοπές στήν Ἰνδονησία. Ἀνέβηκαν πάνω στίς γκαμῆλες. Μιά ἄλλη κυρία τυλίχτηκε λέει στή Μαλαισία μ’ ἕνα ναρκωμένο πύθωνα. «Ἐγώ ἔχω δεῖ ἐλέφαντα μέσα στή θάλασσα», εἶπα. «Ποῦ, μέσα στή θάλασσα»; «Ναί, μέσα στή θάλασσα, στόν Κορινθιακό κόλπο. Θυμᾶστε τόν μεγάλο καύσωνα τοῦ ’87 στήν Ἀθήνα; Ε λοιπόν, στά ἀμπάρια ἑνός καραβιοῦ πού μετέφερε ὁλόκληρο τσίρκο μέ τά ζῶα του, ψόφησε ἕνα ἐλέφαντας. Τόν φούνταραν στή θάλασσα. Τά ρεύματα τόν ἔσπρωξαν μέχρι τήν ἀκτή. Μέσα στή θάλασσα ἤμασταν καί εἴδαμε τό μεγάλο ζῶο νά ξεκουράζεται». Οὔτε μιά πονηριά. Νυχτοπλάνος, ἀλήτης μπρούμυτος χωρίς προσπάθεια. Τό πρόσθιο πεδίο ζυγίζει περισσότερο ἀπό τό πισινό. Ἄν ἀλείψετε μία φέτα ψωμί μέ βούτυρο καί μαρμελάδα, καί τήν ἀφήσετε ἀπό τό χέρι σας, αὐτή θά ἀναποδογυρίσει στόν ἀέρα καί θά πέσει μέ τά μοῦτρα. Μικρός τσαντιζόμουν. Κι ὅλοι οἱ πλόϊμοι νεκροί εἶναι μπρούμυτοι. Ἀλλά τώρα εἶναι μιά ὡραία βραδιά. Μέ οὐδέτερο πεχά. Τελείωσα τό πιάτο μου, τό γκαρσόνι βλέπει ὅτι δέν ἔχω κρασί στό ποτήρι μου καί ἔρχεται. Τί λέμε τώρα; Τί συζητοῦμε; Λίγο πολύ ὅλοι εἴμαστε ἐνήμεροι γιά τόν κόσμο. Προχώρησε ἡ νύχτα καί πρός τό τέλος φύσηξε ἀεράκι, δρόσισε. Κάποιοι εὐχήθηκαν καί ἀποχώρησαν.

12.   Κυριακή, 19 Αὐγούστου 2001. Εἶμαι στό λιμάνι της Κιμώλου καί περιμένω τό καράβι γιά τόν Πειραιᾶ. Πέντε χιλιάδες δραχμές. Ξεκινῶ τόν χειμῶνα μέ πέντε χιλιάδες δραχμές στή τσέπη. Κάθομαι σέ μιά ἄσπρη πλαστική καρέκλα. Σπαρίλα. Περιμένουμε τό καράβι. So the weeks passed on, till one fine day there came a schooner with pigtailed singing seamen. Κοντοκουρεμένος, ἀξύριστος, δασύτριχος, μ’ ἕνα ρόζ μαγιό κι ἕνα πράσινο στρατιωτικό τζόκεϊ στό κεφάλι. Τελείωσε τό καλοκαίρι. Τήν προηγούμενη μέρα μου ἔκανε ἐντύπωση ἕνας κύριος. Θά ἦταν γύρω στά πενῆντα. Χοντρούλης, μ’ ἕνα ριχτό μαῦρο μπλουζάκι καί κομψά ἄσπρα γένια. Τά μαλλιά του ἀραιωμένα. Τόν εἶχα προσέξει καί τό προηγούμενο βράδυ, μαζί μέ τήν κομψή γυναῖκα του. Τώρα καθόταν μόνος του. Κι ἐγώ συμφωνοῦσα μαζί του. Δέν ξέρω τί σκεφτόταν, ἄν σκεφτόταν κάτι, ἀλλά ἐγώ συμφωνοῦσα μαζί του. Νά, μ’ αὐτόν συμφωνῶ, σέ ὅλα!

13.   Κι ὅμως: στήν πιό ἀγωνιώδη συνεδρία, ὅπου γιά νά μήν σβήσω χρειάστηκε νά βουτήξω ἀπό τή βιβλιοθήκη τοῦ γιατροῦ ἕνα βιβλιαράκι γιά νά κάνω ἀέρα, εἶδα ξαφνικά ὅτι ἀεριζόμουν μέ τόν Λακάν! Τόν παράτησα ἔντρομος καί πῆρα ἕνα ἄλλο βιβλιαράκι. Τό σῶμα, στή δούλεψή του διατελῶ, σ’ αὐτήν τή ξέρα τῆς ψυχῆς, εἶναι πάντα ἐκεῖνο πού σέ στέλνει νά πατᾶς τα ποδόψαθα τῶν ἐξωθύρων. Τόκ-τόκ. «Καλησπέρα σας! Πώς σᾶς φαίνεται αὐτό τό ἔλιγμα τῆς κόμης μου; Μόνο μή μοῦ πεῖτε νά ξανακάνω τήν τουαλέτα μου». «Εἶστε ὁ… περᾶστε, παρακαλῶ, θά σᾶς δῶ σέ λίγο».

14.   Ἤμουν φοιτητής, στά εἴκοσι τρία μου, ἄν θυμᾶμαι καλά, ὅταν μιά ἡμέρα τοῦ Μαΐου, περπατῶντας στήν πλατεῖα Συντάγματος, ἔπεσα ξερός κάτω. Ξάπλωσα σ’ ἕνα παγκάκι τοῦ Ἐθνικοῦ Κήπου. Ἔβαλα τά βιβλία πού κουβαλοῦσα πίσω στό σβέρκο καί πῆρα τή θέση τοῦ Φαραώ. Προσπάθησα νά ἠρεμήσω. Αἰφνίδια εἰσβολή πανικοῦ, ἀγοραφοβία, ταχυπαλμίες, ζάλη, φόβος, κτλ. Γιά τούς περαστικούς θά ἤμουν ἕνας ἥμερος, ξαπλωμένος ἄνθρωπος πού χαίρεται, μέ κλειστά τά μάτια, δίπλα σέ ἀνθόκηπους, τίς πρῶτες μέρες τῆς ἄνοιξης.

15.   Δέν ὑπάρχει μυστικό· ἡ ὄρχησις τοῦ παρόντος ὑπάρχει μόνο.

16.   Αὐτός πού σιωπᾶ στήν ἄκρη τῆς μεγάλης σάλας, συχνά, εἶναι μιά κούφια πιστολιά. Ὅλο σκέφτεται νά δοκιμάσει νά πέσει ἀπό δίπλα, ἀπό κοντά. Ἀλλά κάθεται ἀνεκτέλεστος. Δέν εἶναι, σᾶς τό λέω, ἀφ’ ἑαυτοῦ, δέν εἶναι per se.

17.   Ἡ αὐτοκριτική εἶναι ἐπιπωματισμός. Ἡ ἡμετέρα γαληνότης ἀπευθύνει χαιρετισμόν.

18.   «Μά, πῶς ἄντεξες», τή ρώτησα. Ἐγώ ἄν ἄκουγα νά μέ ἀποκαλοῦν ἔτσι, θά ἀνατιναζόμουν ἀπό μέσα! Εἶχα ἤδη φουντώσει πού τά ἄκουγα. Σκέφτηκα λίγο μετά τή φιγούρα μου στό Ὑπόγειο. Ἐκεῖνος ὁ ἐθελούσιος, ὁ μποϊλής, εἰσέρχεται στό ὑπόγειο. Καί περπατᾶ σάν νά ἀνοίγει δρόμο, καί χαιρετᾶ σάν νά λαμβάνει συγχαρητήρια. Καί μέ σκουντάει «κατά λάθος» μέ τόν ὦμο του. Τί κάνω; Ἤδη ἄρχισα νά κορώνω. Εἶναι κι αὐτή ἡ φράση…: «ἐγώ εἶμαι μόνος μου, ἐνῷ αὐτοί εἶναι ὅλοι». Κι ὅλοι, ἄν εἶναι δυνατόν, νά πιστεύουν ὅτι ἐγώ πρακτορεύω σέ τοῦτο τόν κόσμο τον στωικισμό! Ποιός! Ἐγώ! Ἄν εἶναι δυνατόν! Θυμωσιάρης, χολερικός, φίλερις. Μέ τό στεκάμενο μέσα μου μάνιωμα νά μοῦ ζουλά, νά μοῦ στουμπίζει τούς κροτάφους. Εἶχα καργάρει ὅλο τό βράδυ στόν ὕπνο μου τά δόντια καί τό πρωί δοκίμαζα νά χωρίσω τίς σιαγόνες σιγά-σιγά.

19.   Δέν πρόκειται ποτέ νά ἀποκτήσουμε μιά θεωρία γιά μας. Δέν μᾶς ἀφορᾶ. Εἴμαστε βιοτικό γεγονός. Μόνο ζοῦμε.

20.   Στήν ἀδυναμία ὁ ἄνθρωπος γίνεται πολυμέτωπος. Σάν τά ἀνώτερα μαθηματικά. Κυκλοφορεῖ σάν ἀπόκρυφη ἐπιστήμη. Ὅλο ἀνταύγειες καί σκιές. Κάθηται ἐν σάκκῳ καί σποδῷ ἀφήνοντας μπαλόνια στόν οὐρανό. Οἱ λέξεις του εἶναι ὅλες σταυρωτές. Γιά νά βρεῖς τή μία, πρέπει πρῶτα νά βρεῖς τήν ἄλλη. Κι ὅλο στριφογυρίζει, σβουρίζει. Εἶναι ἀντίξοος, ἀντίστροφος. Πνιγμένος στά χαρτιά, στούς φιόγκους καί στίς κλωστές: «Δέν θέλω νά δῶ κανέναν, ἀκούσατε, κανέναν»! Γίνεται βαρυντικός, πάει καί στέκεται μονόχορδος δίπλα σέ βιόλες καί πασχαλιές. Ζηλεύει τούς σκύλους πού τεντώνονται σέ λιόχαρα ξέφαντα. Θέλει νά ξαπλώσει, φαρδιά πλατιά, νά τανηθεῖ ζαρίφικα. Μά, καλά, τό ἐπιτήδευμα τῆς ζωῆς δέν εἶναι κι ἡ χαρά της;

21.   Τά φιλιά στό ἀσανσέρ, τό μαγείρεμα, τά γέλια, οἱ πορτοκαλάδες τό πρωί, ἀγκαζέ στό κρύο, οἱ ἀγκαλιές, ἡ ἑλληνορωμαϊκή πάλη, τό καράτε πού παίζαμε. Τό περπάτημά της. Χριστούγεννα στή Ξάνθη. Ὁδηγοῦσα ἕντεκα ὧρες no stop ἀπό τήν Ἀθήνα στή Ξάνθη. Μόνο μιά σύντομη στάση στήν Κατερίνη γιά κατούρημα καί καφέ. Ἔβρεχε σ’ ὅλη τή διαδρομή. Κατά τόπους χιόνιζε. Μεγάλη κακοκαιρία. Τί ὡραῖα πού ἦταν! Περασμένα μεσάνυχτα στήν ἐθνική ὁδό. Μέ τούς ὑαλοκαθαριστῆρες στό φούλ. Πίσω ἀπό τίς νταλίκες. Οἱ δυό μας μέσα στό ἁμάξι. Μέ τά μπουφάν καί τούς γιακᾶδες σηκωμένους. Νά καπνίζουμε, νά πίνουμε, νά τρῶμε καί νά τραγουδᾶμε. Τραγουδάγαμε ἱσπανικά, ἰταλικά, ἑλληνικά, ἀγγλικά, γαλλικά. Παλεύαμε, μοῦ ἔβαζε τό χέρι της στά μάτια γιά νά μή βλέπω. «Μή, θά σκοτωθοῦμε», τῆς ἔλεγα. Κι αὐτή γέλαγε, συνέχιζε νά μοῦ κρύβει τά μάτια. Περνάγαμε στό ἀντίθετο ρεῦμα, τῆς τσίμπαγα τά βυζιά, τῆς ἔπιανα τή μύτη. Ἄρχιζε νά παιζογελά καί νά λέει κακές λέξεις. Γινόταν παιδούλα μέ κακή ἀνατροφή. Αὐθαδίαζε λέγοντας: ποῦτσα, ποῦτσα, ποῦτσα. Μέ ἔκανε καλύτερο ἄνθρωπο. Μοῦ ἔδειξε τόν κόσμο, μοῦ ἔμαθε πράγματα. Μαζί της χρονολογήθηκα. Ὑπάρχει ἡμερομηνία ἀναφορᾶς. Terminus ante quem καί terminus post quem.

22.   Κοπέλα νόστιμη, ψηλή, μελαχρινή, μορφωμένη καί ἔξυπνη. Ὄμορφη. Μέ ἔξοχο, περήφανο βάδισμα καί ἐκφραστικά, μεγάλα μαῦρα μάτια. Ὁ λαιμός της μακρύς, ἔχουσα τόν αὐχένα ὑψωμένο, ἀλλά τό κεφάλι κυρτωμένο ἐλαφρά. Τό πρόσωπό της κοχερό, ἡ σχισμή τῶν χειλέων ἐλαφρῶς λεπτή, μέ μύτη κυπαρισσένια. Τά μαλλιά της μαῦρα, κοντά, ὀλίγον κυματιστά καί ἀνισομήκη, καί ὁ πώγων κάτω προτεταμένος. Ὅταν σάλιωσα καί μάγκωσα μέ τά δόντια μου τό ἀμάδητο χνούδιασμα πού ὑπάρχει πάνω του ἄνω χείλους, λέγοντας καί κάτι, θύμωσε. Ἡ σάρκα της λευκή, λεία καί ἁπαλή, χωρίς σημάδια. Τά δόντια της λευκά, μέ ἴσιους στητούς ὤμους. Οὔτε μεγαλόστηθη οὔτε ἀβύζωτη, μέ πόδια μακριά. Οἱ γλουτοί ὀλίγον πλατυμέτωποι, ἀλλά πηχτοί καί μέ ψαχνό. Λυγερή καί εὐκίνητη. Ἀλλά πάνω ἀπ’ ὅλα τό πρόσωπό της. Τό πιό ἐκφραστικό πού ἔχω δεῖ, ἐξόδιο τῆς καρδιᾶς της… Ἐμένα μ’ ἀρέσει νά γαμάω, καί μετά βούρ, νά σοῦ μιλήσω γιά τίς τεράστιες ὑποθαλάσσιες ὀροσειρές, χιλιόμετρα κάτω, πού διασχίζουν πεδιάδες, νά μιλήσω γιά τό Μάτσου Πίτσου, γιά τήν τεράστια τσούχτρα πού ζεῖ στά χίλια πεντακόσια μέτρα κάτω, τή Μεγάλη Κόκκινη ὅπως τή λένε. Κι ὅλα αὐτά. Καί μετά νά παίξουμε καράτε. Καί μετά κατεβάζω τόν γενικό, γίνεται σκοτάδι, περιμένω, συγκρατῶ τά γέλια μου μέσα στήν ἡσυχία περιμένοντας νά τήν τρομάξω γιά νά πιαστοῦμε, νά τή σώσω! Κι ἕνα καλό μπουκάλι κρασί. Αὐτά. Στήν Κίμωλο τήν κοιτοῦσα. Εἴχαμε κατασκηνώσει στήν πιό βόρεια καί ἀνεμοδαρμένη παραλία τοῦ νησιοῦ. Μᾶς πῆρε καί μᾶς σήκωσε. Τά μποφόρ ἦταν πολλά, ἦταν βράδυ, ἔκανε κρύο καί σέ μαστίγωνε ἡ ἄμμος. Σηκώσαμε τα καπό τῶν αὐτοκινήτων γιά νά φτιάξουμε ἀπάγκιο. Βγάλαμε τά ψωμοτύρια, τίς ντομάτες, τό πλιγούρι καί τό κρασί καί ἀπαλοζήσαμε μέσα στή νύχτα. Μίλαγα στήν συντροφιά, ἔλεγα ψέματα ὡς συνήθως, καί ἔριχνα κρυφές ματιές, τήν κοιτοῦσα πού μιλοῦσε παραδίπλα. Σταμάτησα νά μιλῶ, πῆρα τό βλέμμα μου ἀπό τούς ἄλλους, καί τήν κοίταξα. Τά εἶχα σφαλίσει ὅλα καί βρῆκε καί πέρασε! Ἄν εἶναι δυνατόν! Καί μέ βρῆκε στό κέντρο τοῦ ἐλαττώματός μου.

23.   Γερμένος, ἐσώκλειστος, λωποδυτῶ στή μέσα τύχη.

24.   Τώρα ἐργάζομαι ἐδῶ καί ἕνα χρόνο ὡς manager, σέ μιά μεγάλη πολυεθνική. Μᾶλλον ὑπάγομαι εἰς τούς ἀδρόμισθους. Ἀλλά, ὅ,τι ἔχω στά χέρια μου τό ξοδιάζω πάραυτα καί μετά δυσπραγώ γιά κάποιο διάστημα. Δέν μπορῶ ἀκόμα νά πιστέψω ὅτι θά ζῶ εἰς προσεχῆ χρόνον. Ἐπείγομαι ἐν τῷ παρόντι χρόνῳ. Γι΄αυτό καί δέν μπορῶ νά θησαυρίσω τίποτα. Ἡ ἑταιρεία στήν ὁποία δουλεύω ἀνέθεσε στήν Ernst & Young νά βρεῖ κατάλληλους ὑποψήφιους γιά μιά συγκεκριμένη θέση. Ἔστειλα τό βιογραφικό καί μέ κάλεσαν. Ἐννιά ἡ ὥρα τό βράδυ ἔπρεπε νά ἤμουν στά γραφεῖα τῆς Ernst & Young γιά νά δώσω συνέντευξη. Τά γραφεῖα βρίσκονταν σ’ ἕνα παράλληλο δρόμο τῆς ἐθνικῆς Ἀθηνῶν-Λαμίας, στό ὕψος της Μεταφόρφωσης, κάπου ἐκεῖ. Χειμῶνας καί ἔβρεχε. Ἔβλεπα ἀπό τήν ἐθνική τό κτίριο μέ τά γραφεῖα καί δέν ἤξερα πώς νά τό προσεγγίσω. Εἶχα ἤδη καθυστερήσει πολύ. Ἀφήνω τό ἁμάξι σ’ ἕνα ἐργοτάξιο τῆς Ἀττικῆς Ὁδοῦ καί μέ τήν τσάντα, χωρίς ὀμπρέλα ἀλλά μέ καπαρντίνα, κουστούμι καί σκαρπίνια ψάχνω νά βρῶ δρόμο γιά νά φτάσω στό κτίριο. Ρωτάω τούς ἐργάτες. Μοῦ ὑπέδειξαν ἕνα δρόμο γύρω, ἀλλά ὁ πιό σύντομος ἦταν νά πηδήξω μιά μάντρα καί νά κατέβω ἕνα λόφο ἀπό μπάζα. Αὐτό καί ἔκανα. Σκόνταψα μέσα στή νύχτα σέ κάτι σιδεριές καί γκρεμίστηκα. Χτύπησα στό πόδι, λερώθηκα στίς λάσπες καί τά χώματα. Ἐξαπέλυσα ὅλες τίς βρισιές πού ἤξερα. Ἔφθασα στά γραφεῖα δρομαῖος σκυλοβρίζοντας ἀκατάσχετα καί ἔδωσα τά στοιχεῖα μου στόν σεκιουριτά της ρεσεψιόν. Μετά ἀπό λίγο ἦρθε ἡ ὑπεύθυνη τῶν Human Resourses γιά τήν προγραμματισμένη συνέντευξη. Πέραν τοῦ γεγονότος ἄν εἶμαι ἤ ὄχι τυπικά προσοντοῦχος γιά τή θέση, ἡ ὑπεύθυνη τῆς Ernst & Young μόρφωσε τή γνώμη ὅτι ἤμουν βουλητικός, φιλόδοξος, ἐργοδοτικός στή συμπεριφορά μου, ἐνεργητικός, ἴσως ἀκόμα καί ἀνεμπόδιστος. Οἱ σιδεριές καί οἱ βρισιές βοήθησαν νά γίνω ἄξιος συστάσεως. Τό βιογραφικό μου ἐστάλη στόν Διευθύνοντα Σύμβουλο τῆς ἑταιρείας πού τώρα ἐργάζομαι μέ τά ὡραῖα συνοδευτικά σχόλια γιά τή συμπεριφορά μου. Μετά ἀκολούθησαν συνεντεύξεις μέ τόν Διευθύνοντα. Βλέποντας στό βιογραφικό μου ὅτι μιλάω ἀγγλικά, ἰταλικά καί γαλλικά, ἄρχισε νά μοῦ μιλάει σέ αὐτές τίς γλῶσσες. Τελικά μέ προσέλαβε γιά τή θέση. Καί βρέθηκα νά παρευρίσκομαι στά executive meeting τῆς ἑταιρείας. Τά meeting διαρκοῦσαν καί διαρκοῦν πολύ. Ἀπασχολημένος τίς περισσότερες φορές μέ τά συμπτώματά μου –τις ζαλάδες, τίς κρίσεις ἀγοραφοβίας, τίς ταχυπαλμίες, τόν φόβο τῆς ἐπικείμενης πτώσης– χώριζα εὔκολα ἀπό τούς ἄλλους καί ἀγνάντευα ἀργά τό ἀπόγευμα ἀπό τόν πέμπτο ὄροφο τῆς αἴθουσας συμβουλίου τήν θάλασσα πέρα μακριά ἀπαγγέλλοντας ἀθόρυβα ἀγαπημένους στίχους ποιητῶν: «καί ὁ οὐρανός ἐγέμισε ἀπό τά τρυφερά μουγκανητά τοῦ ταύρου».

Καλοκαίρι 2001
Πλατεία Μαβίλη

[  Το Πρώτο Μέρος εδώ  ]

*

*