Day: 22.10.2025

Ο δικός μου Σαββόπουλος

 *

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

~.~

Με τον Διονύση Σαββόπουλο τον πρώιμο, εκείνον του Φορτηγού ή του Μπάλλου, σχέση βαθιά ποτέ δεν απόκτησα. Έφηβος δεν τον άκουσα ώστε να με συνδέουν μ’ εκείνον βιώματα σχετικά. Και φοιτητής μετά το 1985 ήμουν απέναντί του κουμπωμένος, σ’ αντίθεση με άλλους που άκουγα τριγύρω μου να τον υμνούν. Τραγούδια σαν κι εκείνα για την ΕΦΕΕ και τις συγκεντρώσεις της ή το Βιετνάμ και το πυρπολημένο του ρύζι ή για τα «κορίτσια τα καημένα» που πληρώνουν «την ασχήμια των γονιών τους» ακούγονταν στ’ αυτιά μου, ήδη τότε, «πολύ ζαχαρωμένα».

Στίχοι σαν το, πρεβερικό την καταγωγή, «μέρα μ’ ήλιο σαν αυτόν / να την τρώει τ’ αφεντικό» ή το συναφές «σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία!» τα αντιμετώπιζα με θυμηδία για την ασπρόμαυρη εικονογραφία τους. Αλλά και άλλα δικά του, όπως το πολυθρύλητο “Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο”, μ’ όλη την αναντίρρητη μουσική τους αξία, μου ακούγονταν παράτονα – κάτι σαν εγκωμιασμός εγκλήματος κατ’ άρθρ. 185 ΠΚ, απ’ αυτούς για τους οποίους διαβάζαμε στα εγχειρίδια του Ποινικού στη Σχολή. Αυτή η μανία μας στην Ελλάδα, σκεφτόμουν, να βλέπουμε τον ήρωα ακόμη και στον κοινό μαχαιροβγάλτη, φτάνει να απειθήσει κατά της Αρχής… Ιδίως το περίφημο «στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευθεί» μου προκαλούσε ευθυμία κάθε φορά που το άκουγα στις παρέες. Όχι γιατί ο Σαββόπουλος είχε άδικο για τους καρεκλοκένταυρους των κομμάτων. Αλλά γιατί ανακάλυπτε έναν «αγνό ενθουσιασμό» στους νεαρούς οπαδούς τους, που φοιτητής όντας, προσωπικά αδυνατούσα να εντοπίσω στο περιβάλλον μου. Προφανώς, οι καιροί είχαν αλλάξει…

Τον δικό  μου Σαββόπουλο έμελλε να τον γνωρίσω το 1989, με το Κούρεμα. Κι έζησα το παράδοξο να με συγκλονίσει ένας ποιητής την ώρα ακριβώς που όλοι γύρω μου τον εγκατέλειπαν. Γιατί βέβαια οι κραυγές εναντίον του είχαν αρχίσει ήδη από τα Τραπεζάκια έξω. Εκείνο το «Εθνική Ελλάδος, γεια σου», η δοξαστική επίκληση των αρχαιοτήτων και της ορθοδοξίας, είχαν ενοχλήσει πολλούς. H μεταστροφή πολλών εναντίον του, σ’ εκείνα τα τραγούδια έχει τις ρίζες του. Στιχουργικά ωστόσο, δεν πήγαιναν πολύ παραπέρα από τη γνωστή ποπουλίστικη σχάση: από τη μια μεριά η Βουλή και οι εκπρόσωποι «έρημοι κι απρόσωποι», κι από την άλλη ο καθαγιασμένος και άμωμος Έλλην, που (περισσότερα…)

Οικείο και ανοίκειο στις έμφυλες ζεύξεις του Ευριπίδη

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

~.~

«Κάθε άνθρωπος αλλάζει, όταν περάσει στη σιγουριά απ’ τη θέση του κινδύνου.»[1] Η φράση αυτή καταγράφει μια από τις κεντρικές δραματουργικές αρχές του Ευριπίδη: τις συνεχόμενες μεταβολές των ανθρώπων, καθώς αλλάζουν οι όροι της ζωής τους. Στις τραγωδίες του, η αρχή αυτή γίνεται ιδιαίτερα πολύσημη στις γυναικείες μορφές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο χορός των Τρωαδιτισσών γυναικών και των Βακχών. Στον Ευριπίδη οι έμφυλες κανονικότητες αντιστρέφονται, ό,τι θεωρείται οικείο στις ηγεμονικές κατασκευές της θηλυκότητας μεταλλάσσεται με αποτέλεσμα το οικείο να γίνεται ανοίκειο και τα όρια ανάμεσά τους να χαρακτηρίζονται από ρευστότητα. Η ρευστότητα αυτή του ανοίκειου στις έμφυλες ζεύξεις που παρατηρούνται στις τραγωδίες του Ευριπίδη καταγράφονται με πολυφωνικούς όρους που αποφεύγουν τον διδακτισμό. Το έμφυλο κατασκευάζεται μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικότητες που μαρτυρούν την πρωτοτυπία και τους νεωτερισμούς του. Σε μια επικαιροποιημένη ανάγνωση των κειμένων με όρους παροντικούς η θεωρία του κοινωνικού κονστρουξιονισμού για το φύλο πραγματώνεται. Το φύλο δεν είναι μια συνεχής ουσιοκρατική παγίωση αλλά επιτελεστική πράξη. Οι λόγοι λοιπόν για τα φύλα κατασκευάζονται κοινωνικά και αλλάζουν διαρκώς ως προς το περιεχόμενό τους με βάση τους εκάστοτε κοινούς τόπους και το ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής. Οι αλλαγές δεν είναι απλώς ατομικές και προσωπικές. Αντίθετα, είναι έμφυλες, κοινωνικές και πολιτικές. Το οικείο – η μητρότητα, ο γάμος, οι σχέσεις των γυναικών μεταξύ τους και με τους άλλους μετατρέπονται σε ανοίκειες καταστάσεις κάθε φορά που εγγράφονται σε νέες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες.

Όπως αναφέρει η Μεσσάρη[2], οι γυναίκες στις τραγωδίες του Ευριπίδη βγαίνουν από τον περιορισμένο χώρο του οίκου. Παύουν να είναι σιωπηλές και υπάκουες, και «σιγᾶν δ’ ὅπου δεῖ» γίνονται «θυελλώδεις», εκδικητικές και διεκδικητικές. Είναι επιπλέον αυτές που δίνουν φωνή και αποδίδουν δικαιοσύνη σχετικά με την αντιπολεμική συλλογιστική του Ευριπίδη που δεν διστάζει να ασκήσει κριτική στους νικητές του Τρωικού πολέμου, να δώσει φωνή στους ηττημένους και ηττημένες και να αμφισβητήσει ακόμα και την παντοδυναμία των θεών, μιλώντας για τους παραλογισμούς τους. (περισσότερα…)