*
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
1.
Εδώ και περίπου 30 χρόνια πάνω κάτω, οι υπέρμαχοι της ενοποίησης της ΕΕ αναφέρονται σε αυτή ως το κυριότερο επίτευγμα του «μετανεωτερικού κόσμου». Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, η ΕΕ διαφοροποιείται τόσο από τα συμβατικά εθνικά κράτη του «νεωτερικού κόσμου» όσο και από τον «προνεωτερικό κόσμο», δηλαδή το χάος που προηγήθηκε του εθνικού κράτους και έπεται των αυτοκρατοριών[1]. Η μετανεωτερική ΕΕ προσφέρει το όραμα ενός μεταμοντέρνου[2] «συνεργατικού διακυβερνητικού χώρου», με κοινό επίπεδο ελευθεριών και κοινή ασφάλεια, με μειωμένη εθνική κυριαρχία – στοιχείο που χαρακτήριζε όλες τις αυτοκρατορίες στην ιστορία.
Μέσα από τις μακροχρόνιες διαδικασίες του ευρωπαϊκού state-building, η ΕΕ σχηματοποιείται σιγά-σιγά σε ένα «μεταμοντέρνο σύστημα», που έχει σαφή χαρακτηριστικά μεταεθνικής, μετακυριαρχικής ή μετακρατικής πολιτείας.[3] Ένα τέτοιο μετανεωτερικό μόρφωμα καθοδηγούμενο από μεταμοντέρνες αντιλήψεις αλλά και από αντιλήψεις «εκσυγχρονιστικού ορθολογισμού» τύπου Χάμπερμας, αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο καμία χώρα δεν κυριαρχεί αλλά παράγονται αρχές που δεν είναι εθνικές αλλά ηθικές και νομικοκανονιστικές[4].
Τα κράτη που συγκροτούν την ΕΕ επιχειρούν να διαμορφώσουν το πρώτο μεταεθνικό διακυβερνητικό μόρφωμα στην παγκόσμια ιστορία. Αυτό το μόρφωμα αποκτά μια διακριτότητα μέσα από τη χρήση πολλαπλών μέσων επηρεασμού του διεθνούς περιβάλλοντος, αποκλειόμενης της στρατιωτικής ισχύος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ιδιαίτερο διακρατικό μόρφωμα που, μόνο ως τέτοιο[5], θεωρεί ότι ο πόλεμος –η τραυματική ευρωπαϊκή εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων προβάλλεται ως βασικό επιχείρημα– αποτελεί αποτυχία της πολιτικής.
Οι Ευρωπαίοι τείνουν να αντιλαμβάνονται το δικό τους μεταμοντέρνο σύστημα ως μέρος ενός γενικότερου συστήματος, στο οποίο η έννοια του συσχετισμού δυνάμεων πρέπει να αντικατασταθεί από έννοιες όπως η «απόρριψη της ισχύος» και η «αυτοεπιβαλλόμενη συμπεριφορά». Αυτό τους οδηγεί στην απόρριψη του κλασικού raison d’état από την εποχή του Μακιαβέλλι, δηλαδή της αποτελεσματικότητας –άρα, εν πολλοίς, και της μη ηθικής– της λειτουργίας του κράτους, και στην αντικατάστασή του από μια συγχορδία, όσο και να φαντάζει αντιφατικό, οικουμενικής και σχετικιστικής ηθικής στις διεθνείς υποθέσεις.[6].
Ο αποκλεισμός της χρήσης στρατιωτικής ισχύος προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκτεταμένη χρησιμοποίηση της διπλωματίας, όχι ενός οποιουδήποτε είδους διπλωματίας, αλλά συγκεκριμένα της «κοσμοπολίτικης διπλωματίας», η οποία προκύπτει από έναν νέο τρόπο «μετακρατικής[7] » συγκρότησης. Η «κοσμοπολίτικη διπλωματία»[8] δεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στο επίπεδο της εμφάνισής τους (π.χ. τρομοκρατία), αλλά και στο επίπεδο της πρωταρχικής δημιουργίας τους. Δηλαδή επιχειρεί να τα απαλείψει στο επίπεδο παραγωγής τους. Αυτό πιστεύεται ότι μπορεί να επιτευχθεί με την πειθώ, τη συνεργασία, τον διάλογο και την επικοινωνία μέσω της επίκλησης οικουμενικών αξιών και γενικών συμφερόντων. Οι προσπάθειες των ηθικολογούντων οικουμενιστών κατατείνουν στην απόδειξη ύπαρξης πανανθρώπινων καταβολών ή νοητικών ικανοτήτων και προδιαθέσεων, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό διαπιστώνονται κοινές αξίες, κοινοί τρόποι σκέψης και συνεπώς χώρος για καθολική συνεννόηση.[9] Αν τα παγκόσμια προβλήματα είναι δυσεπίλυτα στο επίπεδο του εθνικού κράτους, η κοινή συμπόρευση κρατικών οντοτήτων πολλαπλασιάζει και ανανεώνει τη δύναμη της πολιτικής να πείθει πολλαπλά ακροατήρια και να διαμορφώνει νέες διεθνείς καταστάσεις.[10]
2.
Το «αφήγημα» πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το κτίσιμο της ΕΕ, από την πρώτη στιγμή της δημοσιοποίησής του, ήταν φανερό ότι στηρίζονταν σε φιλοσοφικοανθρωπολογικές και κοινωνικοντολογικές υποθέσεις που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις «εξετάσεις» που θέτει η διαχρονική ιστορική πραγματικότητα. Δηλαδή η εμπειρική πραγματικότητα, που αποτελεί το μόνο κριτήριο απόδειξης λάθους οποιασδήποτε ανθρώπινης δράσης, βρισκόταν απολύτως στον αντίποδα του συγκεκριμένου «αφηγήματος». Ο εξοβελισμός του πολέμου από το πολιτικό μέλλον της ΕΕ βασίζεται σε μια θεώρηση που προβάλλει τη συνεχή δυνατότητα του εξευγενισμού της ανθρώπινης φυσικής υπόστασης ανοίγοντας τον δρόμο για ηθικές σκέψεις, κάτι που χρειάζεται τουλάχιστον αρκετό κουράγιο για να την υποστηρίξει κανείς, με δεδομένα όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο. Ιδίως μάλιστα αν αναλογισθεί κανείς ότι ο πόλεμος δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο αλλά συμπορεύεται με τον άνθρωπο, ως μέσο διευθέτησης των διανθρώπινων σχέσεων, από καταβολής γνωστού ιστορικού κόσμου.
Οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες αυτοεξαπατήθηκαν και στη συνέχεια εξαπάτησαν τους λαούς της Ευρώπης ότι ο πόλεμος είναι αφύσικο γεγονός. Άρχισαν συνεπώς να συμπεριφέρονται ως εάν ο πόλεμος τω όντι αντιπροσωπεύει μια αφύσικη κατάσταση – μέχρις ότου η δύναμη των πραγμάτων τούς διαψεύσει. Εν τω μεταξύ, μετέτρεψαν την ψευδαίσθηση σε γνώμονα δράσης και πορεύθηκαν εξιδανικεύοντας αυτή τη διαδικασία.
Το ζήτημα είναι ότι η ΕΕ, ως μόρφωμα, προβάλλει αυτό το αφήγημα την ίδια στιγμή που χώρες-μέλη της συμμετέχουν, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, σε κάθε είδους στρατιωτικές και πολεμικές επιχειρήσεις ανά τον πλανήτη. Αν πρέπει να είμαστε απολύτως ακριβείς, το μόρφωμα της ΕΕ, ως τέτοιο, ουδέποτε πήρε θέση ενάντια σε κάποια πολεμική σύρραξη που συμμετείχαν οι ΗΠΑ και οι Δυτικοί Σύμμαχοί της (δηλαδή τα μέλη της ΕΕ). Το αντίθετο μάλλον συνέβη. Στο προσκήνιο, αλλά και στο παρασκήνιο, η ΕΕ πάντοτε υποστήριξε τις πολεμικές συρράξεις των Συμμάχων της. Με αυτό το δεδομένο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η συντελεσθείσα απάτη των ευρωπαϊκών αρχηγεσιών επί των ευρωπαϊκών λαών είναι μέγιστη δεδομένης της απουσίας της ψευδαίσθησης.
3.
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες αισθάνθηκαν αμηχανία και υπέστησαν σοκ υψίστου βαθμού με την επιστροφή του πραγματικού πολέμου στην Ήπειρό τους, τον οποίον πίστευαν ότι έχουν καταργήσει… «διά νόμου»! Ολόκληρο το αφήγημα «μετανεωτερικού οικοδομήματος» οδηγήθηκε εν μια νυκτί στον κάλαθο των αχρήστων. Το θεωρητικό τους οπλοστάσιο αποδείχτηκε άσφαιρο ενώ και τα φιλοσοφικοντολογικά του θεμέλια απολύτως σαθρά.
«Εμφανίστηκε» στο βάθος του ορίζοντα ο Εχθρός στο πρόσωπο της Ρωσίας και ο εξ αυτού προερχόμενος φόβος. Προσοχή, όχι ο οικονομικός ανταγωνιστής ή ο εμπορικός αντίπαλος, αλλά ο πραγματικός Εχθρός με Ε κεφαλαίο που «απειλεί την ίδια την ύπαρξη» του μορφώματος και των χωρών που το συναπαρτίζουν! Η κοσμοπολιτική διπλωματία οδηγήθηκε στις ελληνικές καλένδες. Οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες ξαναθυμήθηκαν –με νοσταλγία, φευ…– τον παλιό αποικιοκρατικό εαυτό τους. Πολύ θα ήθελαν να δράσουν όπως τότε. Όμως προς μεγάλη δυστυχία τους ο σημερινός πλανητικός συσχετισμός δυνάμεων όχι μόνο δεν τους το επιτρέπει, αλλά αντιθέτως τους έχει κατατάξει στο επίπεδο των μικρομεσαίων δυνάμεων. Βεβαίως όπου μπορούν το επιδιώκουν και το πράττουν (π.χ. Λιβύη) πάντοτε όμως με τις ευλογίες των ΗΠΑ.
Με την επίκληση του Φόβου του Εχθρού (Ρωσίας) οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες προφανώς επιχειρούν να προβούν σε διορθωτικές κινήσεις προκειμένου να περισωθεί ότι είναι δυνατόν από το περίφημο «μετανεωτερικό οικοδόμημα» που δημιούργησαν. Ένα οικοδόμημα που προφανώς παραμένει μετέωρο τόσο από πολιτικής όσο και από οικονομικής πλευράς[11].
Το επιχείρημα που προτάσσουν ακούει στο όνομα ο «φόβος του εχθρού». Ο «φόβος του εχθρού», οι Λατίνοι τον αποκαλούσαν “metus hostilis”, είναι ένας μηχανισμός που μπορεί να οδηγήσει στη συγκρότηση συμμαχιών ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες που προηγουμένως δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους και δεν συνεργάζονταν. Ο «φόβος του εχθρού» προάγει με αυτόν τον τρόπο την εσωτερική ενότητα της κοινωνίας. Υπάρχουν πλήθος παραδειγμάτων στην ιστορία τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν προς επίρρωση της παραπάνω άποψης. Ακόμη και στην πρόσφατη περίοδο, στην χώρα μας, οι λεγόμενες αντιμνημονιακές πολιτικές δυνάμεις συναθροίστηκαν με βάση την αντίληψή τους περί υπάρξεως «εξωτερικού εχθρού», παρότι πολιτικά και ιδεολογικά ελάχιστη σχέση είχαν μεταξύ τους.
Ο «φόβος του εχθρού» υπήρξε κεντρικό θέμα της ιστοριογραφίας και του πολιτικού σκέπτεσθαι των ιστορικών της ρωμαϊκής περιόδου. Ειδικά στα γραπτά των Σαλλούστιου, Πλούταρχου και Πολύβιου αλλά και άλλων πολλών. Στο πλαίσιο της ιστορίας της πολιτικής σκέψης, η πατρότητα της έννοιας «του φόβου του εχθρού» αποδίδεται στον Σαλλούστιο ο οποίος αποδίδει την αρχή της κοινωνικής και πολιτικής πτώσης της Ρώμης στην καταστροφή της Καρχηδόνας και συνεπώς στην απουσία «του φόβου του εχθρού». Γράφει ο Σαλλούστιος[12]:
«Όσο για το έθος των (λαϊκών) κομμάτων και των (συγκλητικών) φατριών , με όλες τις άσχημες επιπτώσεις του, πρωτοφανερώθηκε στη Ρώμη, λίγα χρόνια πριν από τα γεγονότα που περιγράφουμε, ως αποτέλεσμα της ειρήνης και της υπεραφθονίας των αγαθών που οι άνθρωποι θεωρούν πρωταρχικής αξίας. Γιατί πριν από την καταστροφή της Καρχηδόνας ο λαός και η ρωμαϊκή σύγκλητος κυβερνούσαν από κοινού το κράτος ήρεμα και με σωφροσύνη, και οι πολίτες δεν συναγωνίζονταν μεταξύ τους για δόξα και επικράτηση. Ο φόβος των εχθρών συγκρατούσε την πολιτεία και την προσανατόλιζε προς τις σωστές δραστηριότητες. Όταν όμως ο νους των ανθρώπων απελευθερώθηκε από αυτόν το φόβο, τότε ενέσκηψαν η ακολασία και η αλαζονεία, δηλαδή τα παρεπόμενα της ευημερίας. Και έτσι αυτή η ειρήνη, που εύχονταν να την αποκτήσουν τις εποχές της δοκιμασίας , αποδείχτηκε μετά την απόκτηση της τραχύτερη και πικρότερη και από αυτήν ακόμα τη δοκιμασία» .
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η μελέτη «του φόβου του εχθρού» και η μελέτη του, συνεπαγόμενου εξ αυτού, αρνητικού συνασπισμού είναι γνωστό ότι ξεκινά από την σκέψη του Θουκυδίδη, ο οποίος θεωρεί ότι ακριβώς ο φόβος ήταν η αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου. Ίσως αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι η έννοια του αρνητικού συνασπισμού συναντάται και στον Αριστοτέλη, ο οποίος υποστηρίζει ότι αυτό που διακρίνει τον πολιτικό συνασπισμό (την πόλιν) από άλλες δευτερεύουσες μορφές συλλογικότητας είναι η αυτάρκεια του. Όμως η αυτάρκεια, ως γνωστόν, αφορά πρωταρχικά στην άμυνα και στην ασφάλεια και δευτερευόντως στα οικονομικά αγαθά και στις υπόλοιπες συναφείς υπηρεσίες. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο στη Φύση το οποίο δεν μπορεί μόνο του να εξασφαλίσει την αυτάρκεια με αυτή την έννοια. Δεδομένου ότι δεν είναι προικισμένος με τα κατάλληλα μέσα για να επιβιώσει μόνος του, χρειάζεται συμμάχους για την εξασφάλιση της ασφάλειας του. Αυτό υποστηρίζει ο Αριστοτέλης όταν συμβουλεύει τους ηγεμόνες να έχουν κάποιους κινδύνους πρόχειρους για να κρατούν τους πολίτες σε επαγρύπνηση και σε εγρήγορση. Μετά τους Ρωμαίους πολιτικούς στοχαστές τη σκυτάλη παίρνουν ο Μακιαβέλλι, ο Χομπς, ο Σμιτ και άλλοι σπουδαίοι πολιτικοί στοχαστές.
Ο φόβος έναντι των άλλων, κατά κοινή ομολογία, αποτελεί το κύριο από τα αρνητικά αισθήματα (φθόνος, άγχος, αγωνία). Για τον λόγο αυτόν, έχει αναγνωριστεί ως σημαντική παράμετρος από σειρά πολιτικών στοχαστών σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Είναι το αναμφισβήτητο πρωτείο της αυτοσυντήρησης που καθιστά τον φόβο της απειλής των άλλων ζωτικής σημασίας για τη συγκρότηση συμμαχιών. Ο φόβος λοιπόν, αυτό το τόσο οικείο αίσθημα που σχεδόν δεν χρειάζεται ορισμό για να αναγνωριστεί, αποτελεί παρ’ όλα αυτά και εν τοις πράγμασι πεδίο συστηματικής μελέτης για την ουσιαστική κατανόησή του.
Στην πολιτική επιστήμη αλλά και ιστορία, η λέξη φόβος ενώ χρησιμοποιείται πολύ συχνά δεν εξηγείται ποτέ με την απαραίτητη επάρκεια. Ίσως μόνο ο Χομπς επιχειρεί συστηματική επεξήγηση του φόβου ορίζοντά τον ως «αποστροφή, σε συνδυασμό με την αναμονή μιας βλάβης που θα προκληθεί από τον παραγωγό της»[13]. Από εδώ απορρέουν δύο συμπεριφορές: μια άμεση (λ.χ. η αντίδραση στην ξαφνική θέα και το σύριγμα ενός φιδιού που θα βρεθεί τυχαία στο δρόμο μας) και μια δεύτερη που απαιτεί μεγαλύτερο χρόνο αντίδρασης (λ.χ. η ανησυχία την παραμονή μιας πιθανής εισβολής). Αυτά που μαθαίνουμε από επίφοβες καταστάσεις μπορεί να είναι πολλαπλά. Αισθανόμαστε φόβο γενικά για τα φίδια (πρώτη περίπτωση) ή με βάση την εκδήλωση του φόβου την κατάλληλη στιγμή λαμβάνουμε μέτρα άμυνας για την επιβίωσή μας (δεύτερη περίπτωση). Οι συνέπειες που αναφέρονται στη δεύτερη περίπτωση διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο κατά τον σχηματισμό πολιτικών σχηματισμών με βάση τη διάκριση Φίλου – Εχθρού. Η διάκριση αυτή, ως εμπειρικό ανθρωπολογικό δεδομένο και κατά τούτο θεμελιακός μηχανισμός της αυτοσυντήρησης, περιλαμβάνει την ειδική πολιτική αντίθεση Εχθρού – Φίλου, δίκην ακρότατης πύκνωσής της, στο απώτατο όριο μιας κατά τα λοιπά συνεχούς κλίμακος. Στη ρίζα της, ήτοι στην καθαρή ενόρμηση αυτοσυντήρησης και στο απώτατο άκρο της, δηλαδή στο Πολιτικόν, ως βαθμίδα του δημοσίου βίου συγκροτημένη εν είδει οργανωμένης αξίωσης βουλητικής κατίσχυσης[14].
4.
Αυτό όμως που φαίνεται να περιπλέκει κάπως τα πράγματα στη χρησιμοποίηση του επιχειρήματος του «Φόβου του Εχθρού» από τις ευρωπαϊκές αρχηγεσίες είναι πως ό,τι απορρέει από την καθημερινή τους συμπεριφορά και διαχέεται στους ευρωπαϊκούς λαούς είναι περισσότερο η φοβία και όχι ο φόβος.
Με τον όρο φοβία δηλώνεται η έντονη ανησυχία, άγχος και εμμονή ενός ατόμου η οποία υφίσταται παρότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αληθινός κίνδυνος. Η φοβία ενός ατόμου μπορεί να οφείλεται είτε σε μια άσχημη εμπειρία, είτε σε άγχος ενδεχόμενης αποτυχίας, είτε σε άλλες αιτίες. Τα αποτελέσματα πάντως είναι σίγουρα δυσάρεστα εφόσον το άτομο αναγκάζεται να αποκοπεί από δραστηριότητες που έχουν σχέση με την συγκεκριμένη φοβία και ζει σε άγχος ή ακόμη και πανικό όταν πρόκειται να τις αντιμετωπίσει. Σε κάθε είδος φοβίας το άτομο μπορεί να πάθει κρίση και να μην καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Η φοβία και ο φόβος έχουν αρκετές ομοιότητες αλλά δεν είναι απαραίτητα το ίδιο, με τον φόβο να είναι ένας μηχανισμός προειδοποίησης για την αντιμετώπιση πραγματικού κινδύνου, ενώ η φοβία μια δυσλειτουργική αντίδραση απέναντι σε μη υπαρκτό κίνδυνο και η οποία δεν προσφέρει πραγματική προστασία.
Ο φόβος, παρόλο που θεωρείται ένα δυσάρεστο και έντονο συναίσθημα, λειτουργεί ως μηχανισμός επιβίωσης και προστασίας. Αν δεν υπήρχε το συναίσθημα του φόβου, ο άνθρωπος δε θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί τους κινδύνους που τον απειλούν και θα ήταν ανίσχυρος να προστατεύσει τον εαυτό του και τη ζωή των άλλων. Όμως, ενώ ο φόβος είναι χρήσιμος με καθαρά επιβιωτική αξία, η φοβία –που στην ουσία είναι παράλογος φόβος– είναι μια δυσάρεστη (συναισθηματικά) και άκρως δυσλειτουργική (ως συμπεριφορική αντίδραση) κατάσταση, που παγιδεύει το άτομο, περιορίζοντας τη ζωή του και χωρίς πραγματικά να την προστατεύει, όπως γίνεται στην περίπτωση του φόβου
Η κύρια λοιπόν διάκριση μεταξύ του φόβου και της φοβίας έγκειται στο ότι ο φόβος είναι μία φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση απέναντι σε έναν πραγματικό κίνδυνο ή μία ορατή απειλή, ενώ η φοβία είναι μία υπερβολική αντίδραση φόβου, καθαρά υποκειμενική και εντελώς δυσανάλογη με το μέγεθος του πραγματικού κινδύνου ή της επικείμενης απειλής. Με άλλα λόγια, στη φοβία δεν υπάρχει αντικειμενικός, πραγματικός κίνδυνος κατά της ζωής του ατόμου, απλώς το ίδιο το άτομο αντιδράει ακριβώς σα να απειλείται η ζωή του. Σε αυτή την περίπτωση, όπου παρεμβαίνει η υποκειμενική επεξεργασία και αξιολόγηση μιας κατάστασης ως απειλητικής, τα πυροδοτούμενα φοβικά συναισθήματα και οι σωματικές αντιδράσεις ξεφεύγουν από τη φυσιολογική λειτουργία του ψυχολογικού μηχανισμού που λέγεται άγχος, και με τη συνεπακόλουθη φοβική συμπεριφορά – χαρακτηριζόμενη από υπερβολικό άγχος– εκδηλώνονται πλέον ως φοβία. Η φοβία λοιπόν, είναι το παθολογικό άγχος που εκδηλώνεται αποκλειστικά σε συνάρτηση με συγκεκριμένες περιστάσεις ή αντικείμενα, ή όπως την ορίζει το Διαγνωστικό Εγχειρίδιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
«ο αδικαιολόγητος και έντονος φόβος για συγκεκριμένους χώρους ή καταστάσεις, όπου οι ασθενείς συχνά αποφεύγουν εξ ολοκλήρου, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ανίκανοι είτε να βγούν από το σπίτι είτε να μείνουν μόνοι, εξαιτίας του παθολογικού τους φόβου»[15]
Το ότι η φοβία και ο πανικός κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές αρχηγεσίες συνάδει με τρία γεγονότα. Το πρώτο αφορά στην πλήρη ανατροπή όλων των θεωρητικών αρχών πάνω στις οποίες στηρίχθηκε το «κτίσιμο» του ευρωπαϊκού μορφώματος με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το δεύτερο έχει σχέση με τη νέα εξωτερική πολιτική του Τραμπ αναφορικά με το Οικοδόμημα της Δύσης[16]. Το τρίτο είναι ότι οι παραδοσιακές φοβίες της Ευρωπαϊκής Δύσης έναντι της Ρωσίας[17], οδήγησαν στην επιλογή της τελευταίας ως τον υπαρξιακό εχθρό, παραβλέποντας ότι με αυτό τον τρόπο υπό τις σημερινές συνθήκες επιταχύνεται η υποδούλωση των ευρωπαϊκών χωρών στις «εθνικολαϊστικές και αυταρχικές »[18] ΗΠΑ και ουσιαστικά ανοίγει ο δρόμος για την επιτάχυνση της διάλυσης του ευρωπαϊκού μορφώματος. Συμπερασματικά οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες θα πρέπει να γιατρευτούν από τις φοβίες τους, να τις ξεπεράσουν και να λειτουργήσουν με βάση τον φόβο προκειμένου να βελτιώσουν την πιθανότητα επιβίωσής τους έναντι του εξωτερικού εχθρού. Φθάνει να επιλέξουν έναν εχθρό κατάλληλο προς τούτο.
///
[1] Για τις έννοιες αυτές και τον τρόπο που χρησιμοποιούνται στο σημείο αυτό του κειμένου δες: R.Cooper, Η Διάσπαση των Εθνών, Κέδρος, 2005.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
[4] Δες: J. Habermas, Il discorso filosofico della modernita, Laterza, 1988· Η ηθική της επικοινωνίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1997· Ο μεταεθνικός αστερισμός, Πόλις, 2003· Η διάσπαση της Δύσης, Καστανιώτης, 2007. Ο Χάμπερμας αναζητά την πολιτική δυνατότητα μιας μεταεθνικής δημοκρατίας, η οποία αποδίδει ειδική σημασία στην έννοια «λαός», απαλλαγμένη από κάθε μορφής υπαγωγή σε μια «προπολιτική κοινότητα πεπρωμένου και δημιουργίας δεσμών και προκαταβολικής εμπιστοσύνης». Δηλαδή ψάχνει να βρει μια άλλη μορφή συλλογικής ταυτότητας για να αντικαταστήσει τους φαντασιακούς δεσμούς του έθνους ως συνεκτικούς και οργανικούς δεσμούς συγκρότησης της έννοιας του «λαού». Η συνεκτική αυτή ύλη κατά τον Χάμπερμας πρέπει να αναζητηθεί στην αξιακή θεμελίωση του ευρωπαϊκού ηθικού και πολιτικού πολιτισμού.
[5] Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία έδειξε ότι τα εθνικά κράτη που συμμετέχουν στο ιδιαίτερο αυτό μόρφωμα υπερασπίζονται τα «εθνικά τους συμφέροντα» μέσω πολέμων (περίπτωση Νήσων Φώκλαντ).
[6] Β. Χωραφάς- Κ. Μελάς, «Ποια είναι τα όρια επέκτασης της ΕΕ και ποιες οι δυνάμεις που καθορίζουν αυτή τη διαδικασία;», Monthly Review, Αριθμ. 42, Ιούνιος 2008.
[7] Ο προσδιορισμός «μετά» εδώ χρησιμοποιείται μόνον ως χρονικός προσδιορισμός και καθόλου δεν έχει αξιολογικό περιεχόμενο.
[8] Ο σημαντικότερος εκφραστής του κοσμοπολιτισμού ως διεθνούς πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας είναι ο Καντ. Στο έργο του Για την Αιώνια Ειρήνη (Αλεξάνδρεια, 1992), ο Γερμανός φιλόσοφος και στοχαστής επιχειρεί να διατυπώσει μια ηθική διεθνή θεωρία γύρω από το βασικό, κυρίαρχο και ζωτικό ζήτημα του πολέμου. Μέσα από τη φιλοσοφική του θεώρηση και τη λογική ενός κώδικα συμπεριφοράς καταλήγει ότι υπάρχει ανάγκη δημιουργίας έννομων σχέσεων μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Η πρότασή του συνίσταται στην ανάγκη ύπαρξης ενός «κοσμοπολιτικού δικαίου» (ius cosmopoliticum) ως νέας κατηγορίας δικαίου (παράλληλα και πέρα από το συνταγματικό και το διεθνές δίκαιο) με βάση το οποίο οι λαοί και τα έχοντα συνταγματική τάξη κράτη θα αναδείξουν το σύστημα της «κοσμοπολιτικής δικαιοσύνης». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό που επιδιώκει ο Καντ δεν είναι η δημιουργία ενός «παγκόσμιου – οικουμενικού – δημοκρατικού κράτους» αλλά το κτίσιμο ενός διεθνοδικαϊκού πλαισίου εντός του οποίου τα κράτη θα συμπεριφέρονται ηθικά, δεδομένου ότι η ηθική συμπεριφορά είναι απόρροια της υιοθέτησης ηθικών αρχών. Φυσικά οι πρώτοι που υποστήριξαν τον κοσμοπολιτισμό ήταν οι αρχαίοι στωικοί φιλόσοφοι. Ένας από τους πρώτους γνωστούς «κοσμοπολίτες» ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (Τα Εις Εαυτόν) ο οποίος πίστευε ότι ο Κόσμος μοιάζει με μια μεγάλη πόλη-κράτος, μια κοινότητα στην οποία όλοι οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με βάση την ισότητα.
[9] Κύριος εκπρόσωπος, στην εποχή μας, αυτής της αντίληψης σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι ο J. Habermas. Για μια καταλυτική κριτική αυτής της αντίληψης δες: Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, Θεμέλιο 1998· Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική, Α. Α. Λιβάνης, 2005· C. Preve, Καιροί Αναζήτησης, Στάχυ, 1998.
[10] Η πολυμερής συνεργασία ισοδυνάμων δυνάμεων φαντάζει ως το ιδανικό σκηνικό μιας τέτοιας αντίληψης. Η ιστορική πραγματικότητα και στο σημείο αυτό παραβλέπεται και δεν λαμβάνεται υπόψη.
[11] Κ. Μελάς, «Η σαστισμένη Ευρώπη σε περιδίνηση καταστροφής», Ομιλία στο Ινστιτούτο Πουλαντζά, Πέμπτη 30 Απριλίου 2020, https://www.kostasmelas.gr/meletes/3496/
[12] Σαλλούστιος, Ο πόλεμος με τον Ιουγούρθα, ΜΙΕΤ, σ. 166-7.
[13] Γ. Ευρυγένης, Αντίπαλον δέος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σ. 43.
[14] Π. Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση, Στιγμή, 1991.
[15] Ε. Κουσιάδης, Φόβος, φοβία, άγχος, 2013.
[16] Κ. Μελάς, «Το οικοδόμημα της Δύσης», https://mag.frear.gr/to-oikodomima-tis-dysis/.
[17] G. Mettan, Russofobia: Mille Anni di Diffidenza, Sandro Teti Editore, 2016.
[18] Βεβαίως οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες δεν τολμούν να απονείμουν τον χαρακτηρισμό αυτό στις ΗΠΑ! Κάτι που εύκολα το κάνουν σε σειρά άλλων χωρών.
*
*
*
