Κραιπάλη

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

 ~.~

Άπαξ και ανάψει, το κερί αρχίζει να σώνεται. Άλλοι
το ανάβουν από τη μια μεριά, άλλοι κι από τις δύο.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, Περί μέθης

1

Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Γ. άρχισε να πίνει. Ερχόταν στο μπαράκι που δούλευα. Τον ήξερα από παλιά, από την εποχή που δούλευα στο καρνάγιο. Κάθε χειμώνα έβγαζαν το οικογενειακό σκάφος για συντήρηση – ένα γιοτ δεκαέξι μέτρα. Κάποιες νύχτες ο Γ. έμενε στο σκάφος, πότε μόνος, πότε με γυναίκα. Τριαντάρης, όμορφος, δεν περνούσε απαρατήρητος. Η ξαφνική απώλεια του πατέρα του τον έφερε αντιμέτωπο με ερωτήματα που δεν τον είχαν απασχολήσει μέχρι τότε. Άβγαλτος στο ποτό, στην αρχή γινόταν λιώμα, σταδιακά βρήκε τις ισορροπίες του. Μεθούσε αλλά δεν κατέρρεε, στεκόταν στα πόδια του. Δοκίμασε χρώματα και γεύσεις. Κατέληξε να πίνει σταθερά Μανχάταν – σκληρό ποτό για τα δικά μου δεδομένα.

Μια νύχτα του έκανα παρέα. Συνήθως καθόταν σε κάποιο τραπέζι, εκείνη τη φορά ήρθε στη μπάρα. Ήπια μαζί του, συγκρατημένα. Μιλήσαμε, για ποτά κυρίως. Το χάραμα με ρώτησε αν μπορούσα να τον μεταφέρω στο σκάφος – εκεί κοιμόταν, δεν άντεχε να πάει στο σπίτι. Είχε πιει παραπάνω από το συνηθισμένο, ήθελε κάποιο στήριγμα. Ένοιωθα εξαντλημένος αλλά  δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Κάλεσα ταξί. Καθίσαμε πίσω. Μετά από λίγο έγειρε στον ώμο μου, αποκοιμήθηκε. Τον κοίταξα. Ένας μεθυσμένος άγγελος. Όπως και άλλες φορές, είχα την αίσθηση ότι αυτές οι πρόσκαιρες γνωριμίες ήταν μοιραίες, αναπόφευκτες, προέκταση ενός παρελθόντος που παιζόταν κάθε φορά σε νέες παραλλαγές. Έκλεισα τα μάτια, θυμήθηκα τα περασμένα. Παλιά ξεχασμένα δωμάτια, γλαρωμένα χαμόγελα, ξένα πάθη που άφησαν μέσα μου ανεξίτηλα τα πένθιμα και σκοτεινά τους ίχνη.

Είχα χρόνια να κατέβω στο καρνάγιο. Ξημέρωνε. Το φεγγάρι μισό, ανεξήγητο. Ο φύλακας ήταν παλιός γνωστός. Φέρθηκε εγκάρδια. Του εξήγησα την κατάσταση. Το ξέρω, μου λέει, κάθε νύχτα τα ίδια. Τον ανεβάσαμε στην καμπίνα και τον βάλαμε στο κρεβάτι. Το εσωτερικό του σκάφους ήταν εντυπωσιακό, άνετο αλλά ακατάστατο. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού υπήρχαν άδεια μπουκάλια κρασί, ένα σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα, χαρτιά, φάκελοι και μια φωτογραφία σε μεγάλη επίχρυση κορνίζα – υπέθεσα πως ήταν ο πατέρας του, τον θυμόμουν αμυδρά. Πήγα να φύγω αλλά ο φύλακας μου ζήτησε να κοιμηθώ εκεί. Ανησυχούσε μη γίνει καμιά στραβή και πάρει φωτιά το σκάφος. Πριν από καιρό ένας μεθυσμένος Ισπανός είχε καεί μαζί με το ιστιοφόρο του από ένα ξεχασμένο τσιγάρο. Για δεύτερη φορά το ίδιο χάραμα δεν μπόρεσα να πω όχι αλλά κατά βάθος δεν ήθελα να μείνω. Το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω στο δωμάτιο και να κοιμηθώ οκτώ ώρες για να μπορέσω να βγάλω τη βάρδια την επόμενη νύχτα. Τελικά έμεινα να προσέχω έναν άνθρωπο που η ζωή, για δικούς της λόγους, είχε φέρει στο δρόμο μου. Πενθούσε με τον τρόπο του και δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Έπρεπε να διαχειριστεί τις συνέπειες μόνος του, να αποδεχτεί το γεγονός ότι αυτή είναι η ύπαρξη μας, μια παράλογη εμπειρία με ένα παράλογο τέλος. Εκείνη την ώρα η σωματική μου κούραση με έκανε να νοιώθω άβολα, μια γενικότερη δυσφορία. Με ενοχλούσε η ασάφεια της ύπαρξής μου, αυτή η περίεργη εντύπωση ότι άγνωστες δυνάμεις οδηγούσαν τα βήματά μου σε ξένα πεπρωμένα και σε φορτία άλλων που δεν μπορούσα πια να σηκώσω. Παρότι πίστευα ακόμη στην ανάγκη της συμπόνιας, η κούραση μιας ολόκληρης ζωής βάραινε όλο και περισσότερο μέσα μου και η δουλειά στη νύχτα με οδηγούσε όλο και πιο συχνά σε μια τάση φυγής από έναν κόσμο που δεν μπορούσα να οικειοποιηθώ πια τα βάσανά του. Έχοντας βιώσει από νωρίς στη ζωή μου τις μεγάλες απώλειες, είχε σπάσει η χολή μου, ένοιωθα στεγνός, και αυτό που κυριαρχούσε μέσα μου ήταν ένας ξερός στοχασμός για τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου. Με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος στον καναπέ του σαλονιού.

Ήταν απόγευμα όταν σηκωθήκαμε. Άκουσα τον Γ. που έτρεξε στην τουαλέτα. Από τους ήχους κατάλαβα ότι ξερνούσε. Ανέβηκε στο σαλόνι κρατώντας το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν υγρά από την ένταση του εμετού. Αιφνιδιάστηκε όταν με είδε. Υπήρχε μια υποψία δυσαρέσκειας στο βλέμμα του. Του εξήγησα γιατί έμεινα. Κατάλαβε, μου έδωσε το χέρι. Άναψε τσιγάρο. Ήπιαμε καφέ και μιλήσαμε λιγάκι. Του είπα ότι το ποτό δεν ήταν λύση. Και ποια είναι η λύση; μου λέει. Δεν είχα απάντηση. Ο Γ. δεν μπορούσε να χωνέψει τη σκληρή αλήθεια της προσωρινότητας, την ιδέα του πόσου εύκολα και απλά τελειώνουν όλα. Έμοιαζε να είχε ανακαλύψει μόλις πρόσφατα το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορεί να πεθάνουν σε οποιαδήποτε ηλικία. Δυο φορές σήκωσε τα χέρια του σαν να έδειχνε γύρω του τα   πράγματα που άφησε πίσω του ο πατέρας του. “Το τελευταίο βράδυ, μου λέει, γελούσαμε, κάναμε σχέδια, τρώγαμε και μιλούσαμε εδώ στο σκάφος. Γυρίσαμε σπίτι μεσάνυχτα. Το πρωί τον βρήκε ασάλευτο η μάνα μου. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Μετά ήρθαν και τον πήραν. Το επόμενο βράδυ δεν υπήρχε”.

Καταξιωμένος επιχειρηματίας ο πατέρας του, είχε πεθάνει στον ύπνο του, στα 65 του. Ο θάνατός του ήταν απρόσμενος, σοκαριστικός για την οικογένεια. Η μάνα του, γνωστή για την κοινωνική και πολιτιστική της δράση, μετά την κηδεία κλείστηκε στο σπίτι. Ο μεγάλος γιος, πιο ψύχραιμος, ανέλαβε τις επιχειρήσεις. Ο Γ. ανακάλυψε μιαν αλήθεια που μέχρι τότε ήταν κάτι μακρινό, κάτι που αφορούσε μόνο τους άλλους. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι τον πρώτο καιρό κόντεψε να τρελαθεί. Πήγαινε στο νεκροταφείο μέρα νύχτα, έψαχνε τον πατέρα του, πίστευε ότι δεν ήταν αληθινό αυτό που ζούσε. Στο τέλος κατέληξε να ανάβει τα καντήλια σε ξένα μνήματα. Σταδιακά αραίωσε τις επισκέψεις, μετά τα σαράντα σταμάτησε να πηγαίνει. Για να αντέξει, το ’ριξε στο ποτό, βρέθηκε σε δρόμους άγνωστους, ψάχνοντας λησμονιά ανάμεσα σε άγνωστα άτομα και σε ουσίες που έχουν το τίμημά τους.

Ερχόταν στο μαγαζί σχεδόν κάθε βράδυ. Καθόταν μόνος και έπινε μόνος. Σπάνια έψαχνε αφορμή για κουβέντα. Μετά από εκείνο το απόγευμα στο σκάφος δεν ξαναμιλήσαμε, μόνο τα τυπικά. Ήσυχα και αθόρυβα, χωρίς εξομολογήσεις αυτολύπησης, αγωνίστηκε με ένα είδος ντροπαλής αξιοπρέπειας που έκανε κάποιους τακτικούς θαμώνες του μπαρ, μυημένους στον δύσκολο κόσμο του ποτού και της κραιπάλης, να τον κοιτάζουν με συμπάθεια. Αμίλητος, παρέα με το ποτό και το τσιγάρο, δεν δημιούργησε προβλήματα και δεν επιχείρησε να κλαφτεί ή να γίνει βάρος σε υπαλλήλους και πελάτες. Τις περισσότερες φορές έφευγε τελευταίος, την ώρα που έκλεινε το μαγαζί και κάναμε τις καθιερωμένες εργασίες καθαριότητας και προετοιμασίας για την επόμενη νύχτα. Τον έβλεπα να βαδίζει με τα βαριά και μετέωρα βήματά του και τον αποχαιρετούσα με μια σιωπηλή προσευχή, δεν είχα δύναμη για κάτι περισσότερο. Περίπου ένα εξάμηνο κράτησε αυτή η ιστορία. Μετά τον έχασα. Δεν ξέρω τι απέγινε. Από κάποιον γνωστό, πελάτη του μαγαζιού που ήξερε την οικογένεια, έμαθα ότι είχαν πουλήσει το σκάφος και ότι ο Γ. είχε φύγει από το νησί.

 

2

Τον γνώρισα πριν από χρόνια σε κάποιο ξενοδοχείο. Ο κύριος Χένρικ, από χώρα του Βορρά. Προσωπογραφία ολοκληρωτικής αυτοδιάλυσης. Έπινε μέχρι κατάρρευσης. Μέσα στην κραιπάλη του ή στα διαλείμματα της ερχόταν στο εστιατόριο. Ακόμα και νηφάλιος σερνόταν. Τα δόντια του ήταν διαλυμένα, δεν μπορούσε να μασήσει. Σταθερή η παραγγελία του: ριζότο ή σούπα. Έτρωγε ελάχιστα, έριχνε στο πάτωμα το πιρούνι, το ψωμάκι, την κάρτα του δωματίου του. Ένα βράδυ δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Τον συνόδευσα μέχρι τη ρεσεψιόν. Η μυρωδιά του αλκοόλ, του ιδρώτα και κάποιο ξεθυμασμένο άρωμα γέννησαν μια ξαφνική επιθυμία φυγής. Αντιστάθηκα. Συντόνισα τα βήματα μου με το τρίκλισμα του. Το βάρος του χεριού του στον ώμο μου ήταν το ίδιο με το βάρος ενός χεριού που δεν υπήρχε πια. Ποιος ήμουν εκείνη την ώρα; Ποιον βοηθούσα να περπατήσει; Εκείνον τον ξένο δίπλα μου; Ή τον ξένο των παιδικών μου χρόνων;

Τρεις τέσσερις φορές ο κύριος Χένρικ βρέθηκε στο νοσοκομείο – ερχόταν και τον έπαιρνε ασθενοφόρο. Η καρδιά του, το συκώτι του, διαλυμένα  τα σπλάχνα του. Ο ίδιος επέμενε να λέει «όλα τέλεια». Τις τελευταίες πια μέρες, με κομμένο το ποτό – εντολή των γιατρών – άρχισαν οι παραισθήσεις και τα σύνδρομα καταδίωξης. Ερχόταν και μου ζητούσε να καλέσω την αστυνομία για τα λεφτά που του είχαν κλέψει. Ένα μεσημέρι τον είδα να κάθεται σε ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία. Μιλούσε με κάποιον – με το είδωλό του που αχνοφαινόταν μέσα στον απατηλό καθρέφτη της τζαμαρίας. Ο βασανισμένος κύριος Χένρικ. Τον θυμάμαι πολύ καλά. Τις πρώτες μέρες έπινε όλη μέρα – λευκό κρασί, βότκα και ιρλανδέζικο καφέ. Η ευγένειά του ήταν συγκλονιστική. Ζητούσε τα πάντα ευγενικά και έλεγε συνεχώς «ευχαριστώ φίλε μου» στ’ αγγλικά. Την τελευταία μέρα ήρθε να με χαιρετήσει και να μου δώσει κάποια χρήματα. Δεν τα δέχτηκα. Μου ζήτησε να του πω το «my friend» στα ελληνικά. Έκανε μερικές δοκιμές και ύστερα με αγκάλιασε συγκρατημένα. «Φίλε μου» ψιθύρισε, “I will see you next summer”. Θυμάμαι ακόμα την αστεία, τρυφερή προφορά του. Δεν τον ξαναείδα.

3

Την ίδια εποχή με τον κύριο Χένρικ, στο ίδιο ξενοδοχείο, διέμενε και ο κύριος Άλαν από την Αγγλία. Πιο πειθαρχημένος πότης. Ήξερε να το κόβει, ήξερε να σταματά στα όρια της διάλυσης. «Ξέρω πολύ καλά γιατί πίνω» μου είχε πει σε μια σύντομη κουβέντα μας χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Ερχόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί για διακοπές, είχε παντού γνωστούς και φίλους. Μια μέρα είδα τη φωτογραφία του, μαζί με άλλους τουρίστες, σε μια τοπική εφημερίδα – τον είχε βραβεύσει ο δήμος για τα τριάντα χρόνια αφοσίωσης και παρουσίας του στο νησί. Πριν φύγει ήρθε και μου έδειξε το απόκομμα και την αναμνηστική πλακέτα. Ήταν συγκινημένος. «Είναι πολύ σημαντικό για μένα» μου είπε στ’ αγγλικά.

 

4

Τον  Κ. τον ξαναείδα μετά από χρόνια στο δρόμο. Δεν τον αναγνώρισα. Εκείνος με φώναξε. Άρχισε να μου μιλά – η ανάσα του μύριζε αλκοόλ, τα μάτια του υγρά. Είχε πεθάνει ο αδερφός του από καρκίνο. Η κουβέντα επικεντρώθηκε στο πένθος του και στον εαυτό του. «Κοίτα πως έχω γίνει, σαν γουρούνι, έχω πάρει σαράντα κιλά, και πίνω, συνέχεια πίνω, τι να κάνω». Πικραμένος και γεμάτος παράπονα από συμπεριφορές συγγενών του δάκρυσε. Για τη μάνα του είπε «πάει, τελειωμένη κι αυτή, τρελαμένη». Έκανε αναφορές σε παλιούς γνωστούς που δεν θυμόμουν. Για λόγους που δεν κατάλαβα τα είχε βάλει με κάποιον που είχε πολλά λεφτά, που είχε παντρέψει την κόρη του και που δεν τον είχε καλέσει στο γάμο της. Στο τέλος μου ζήτησε να του αγοράσω ένα μπουκάλι ούζο. Αρνήθηκα. Δεν μου το επέτρεπαν οι αναμνήσεις μου.

5

Ο τζόγος τον είχε καταστρέψει. Εκατομμύρια είχαν περάσει από τα χέρια του αλλά εξαϋλώθηκαν σε πρακτορεία και καζίνο. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από την ιστορία του ήταν η διαχείριση της καταστροφής του. Με εντυπωσίαζε η άνεση με την οποία μιλούσε για τα συνεχόμενα οικονομικά πλήγματα και τις αλλεπάλληλες ήττες του  – ρευστό, σπίτια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, χρυσαφικά, όλα είχαν εξαϋλωθεί από το πάθος του. Οι αφηγήσεις του είχαν μιαν έπαρση που δεν μπορούσα να καταλάβω την αιτία και τη σκοπιμότητά της. Ίσως μέσα του, με απρόσιτες εσωτερικές διεργασίες, να είχε μετατρέψει τη συντριβή του σε οτιδήποτε άλλο εκτός από καταστροφή και πανωλεθρία. Είναι αλλοπρόσαλλο ον ο άνθρωπος: ακόμα και τη δυστυχία του μπορεί να τη μεταμορφώσει σε πηγή ηδονής και δικαίωσης. (Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν πιωμένος. Ήταν ξαπλωμένος στην είσοδο ενός μικρού ξενοδοχείου στο κέντρο της πόλης. Ο ρεσεψιονίστας προσπαθούσε μάταια να τον απομακρύνει. Τον άκουσα που έλεγε σε κάποιον συνάδελφό του να πάρει τηλέφωνο την αστυνομία ή το 166. Πλησίασα. Του είπα ότι  ήξερα τον αδελφό του. Πήρα τηλέφωνο και ήρθε και τον πήρε. Την ώρα που τον σηκώναμε, ψέλλιζε κάτι για μαγαζιά που του είχαν κλέψει και ότι έπρεπε να τα πάρει πίσω.)

6

Ο κύριος Σάββας. Τι γλυκός άνθρωπος… «Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω» μου έλεγε κάθε φορά που τον συναντούσα. Καθόταν πάντα μόνος του στη στάση λεωφορείων έξω από την εκκλησία του Άι Γιάννη. Δίπλα του, στο παγκάκι, είχε πάντα ένα μπουκάλι ρετσίνα. Σταματούσα, του έλεγα ένα γεια, καλή δύναμη, τον ακουμπούσα ελαφρά στον ώμο. Κατάλαβα αργότερα ότι αυτές οι χειρονομίες ήταν για εκείνον κάτι ανεκτίμητο. Από ανθρώπους της γειτονιάς έμαθα ότι ήταν ολομόναχος, χωρίς αδέλφια, χωρίς οικογένεια. Καθόταν με τις ώρες στη στάση των λεωφορείων και έβλεπε την κίνηση. Χαιρόταν να βλέπει τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται. Ήταν πάντα αξιοπρεπής, όχι υπερβολικά μεθυσμένος, με το ίδιο πάντα γλαρωμένο χαμόγελο. Η γνωριμία μας κράτησε περίπου τρεις μήνες. Ένα πρωινό δεν τον είδα στη στάση. Μετά από λίγες μέρες είδα στον πίνακα ανακοινώσεων της εκκλησίας το κηδειόχαρτο. Ήταν ογδόντα αλλά έδειχνε νεότερος. Αποφάσισα να πάω στην κηδεία του. Έξι άνθρωποι βρεθήκαμε στον κοιμητηριακό ναό των Ταξιαρχών. Ο παπάς, οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών, εγώ και μια γειτόνισσα που τον φρόντιζε τα τελευταία χρόνια. Συγκινημένη η γυναίκα, μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο κύριος Σάββας είχε πεθάνει στο νοσοκομείο και ότι, καθώς ένοιωθε το επερχόμενο τέλος, της είχε πει ότι δεν ήθελε να μείνει στα αζήτητα του νεκροτομείου. Της είχε αφήσει ένα ποσό που είχε μαζέψει από την πενιχρή του σύνταξη, αρκετό για μια αξιοπρεπή κηδεία.

*

*

*