«Μὲ γέννησαν ἡ Ζούρτσα καὶ τὸ Ἀργοστόλι»: Τάσος Γαλάτης (1937-2025)

*

του ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

~.~

«Γεννήθηκα στὸ Ἀργοστόλι τῆς Κεφαλλονιᾶς στὶς 8 Δεκεμβρίου 1937, μιὰ ἐποχὴ δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Εὐρώπη. Ἄλλωστε εἶχαν προηγηθεῖ ὁ ἱσπανικὸς ἐμφύλιος πόλεμος καὶ οἱ Δίκες τῆς Μόσχας. Τὰ πάντα ἔδειχναν ὅτι ὅσα θὰ ἐπακολουθοῦσαν δὲν θὰ ἦταν αἰσιόδοξα.

Ἤμουν κιόλας ἑπτὰ χρονῶν ὅταν διαδραματίστηκαν τὰ Δεκεμβριανὰ καὶ ἀκολούθησε ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός. Σ᾿ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν περίοδο, ἀμέσως μετὰ τὰ Δεκεμβριανὰ ἡ οἰκογένειά μου ἐγκαταστάθηκε στὴν Καλογραίζα ὅπου ζήσαμε ὣς τὰ δεκαέξι μου χρόνια, ὁπότε μετακινηθήκαμε σὲ ἄλλες γειτονιὲς τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ τοῦ Νέου Ἡρακλείου. Νωρίτερα κάπως εἶχα ἀρχίσει νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ποίηση παρακολουθώντας φανατικὰ τὸ Ἑλληνόπουλο καὶ τὸν Θησαυρὸ τῶν παιδιῶν, τὰ δύο περιοδικὰ ποὺ στήριξαν τὰ παιδικά μας χρόνια καὶ τὴν ἐφηβεία μας. Ἂς προσθέσω σ᾿ αὐτὰ καὶ τὸ Σπίτι τοῦ παιδιοῦ. Τί ἦταν ὅμως ἡ ποίηση γιὰ μένα; Χρειάστηκε νὰ περάσει καὶ ἄλλος καιρὸς γιὰ νὰ συνειδητοποιήσω τὴ σημασία της, τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀποστολή της. Στὴν πρώτη μου συλλογὴ προτάσσω ἕνα πολύστιχο κάπως ποίημα μὲ τὸν τίτλο «Στὸ Λαβύρινθο». Ἐκεῖ χρησιμοποιώντας ὡς σύμβολο τὸν Μινωϊκὸ Λαβύρινθο ἀπὸ τὸν ὁποῖο βγῆκε σῶος ὁ Θησέας χάρη στὴ βοήθεια τῆς Ἀριάδνης, θέλησα νὰ δώσω μιὰ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ Λαβύρινθος εἶναι ὁ σύγχρονος κόσμος καὶ ἡ Ἀριάδνη μιὰ ἀπὸ τὶς μεταμορφώσεις τῆς ποιήσεως. Σ᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ στιχούργημα ἀκούγεται ἡ φωνή

Δὲν θὰ ξαναγυρίσεις πιά
δὲν θὰ ξαναγυρίσεις
εἶσαι ὁ ποιητής.

Ἡ προειδοποίηση αὐτὴ στάθηκε προφητική, ἀφοῦ γιὰ πάντα ἔμεινα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ χαλάσματα μὲ τὰ παγωμένα βλήματα. Στὰ ἑπόμενα βιβλία μου ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄλλοτε ἀπειλητική ἄλλοτε παρηγορητική, ἐπίμονη πάντα μὲ συνοδεύει μέχρι σήμερα καὶ στὶς ἑπόμενες συλλογές μου.

Ὡστόσο ἐπιθυμῶ πέρα ἀπὸ τὶς προσωπικές μου ἐμπειρίες νὰ μνημονεύσω τὸ ἀνθρώπινο περιβάλλον ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φίλους μου. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλους τὸν συμμαθητή μου Δαμιανὸ Κοκκινίδη, τὸν βιβλιογράφο τοῦ ζεύγους Roger [καὶ Τατιάνας] Milliex. Ἦταν ὁ Δαμιανὸς ποὺ μὲ παράσυρε σ᾿ ἕνα ἀτέλειωτο κυνηγητὸ γνωστῶν τότε ποιητῶν καὶ λογοτεχνῶν. Στὴν Νέα Ἰωνία ζοῦσε κι ἔγινε ὁ στενότερος φίλος μας ὁ ποιητὴς Χρῖστος Ρουμελιωτάκης ποὺ χάσαμε πρόσφατα, ὁ σκηνοθέτης καὶ πεζογράφος Γιῶργος Μιχαηλίδης, ὁ ζωγράφος, ἀρχιτέκτονας καὶ ποιητὴς Νίκος Γαζέπης καὶ ἄλλοι ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ στάθηκαν ὁδηγητές μας. Πρέπει νὰ ἀναφέρω τὸν σπουδαῖο ποιητὴ Τάκη Σινόπουλο, τὸν σημαντικὸ λόγιο Νίκο Μηλιώρη, τὸν ποιητὴ τῶν Λιμανιῶν Χρῖστο Καμπούρογλου, τὸν ζωγράφο Βάσο Βασιλειάδη, τὸν γιατρὸ καὶ συγγραφέα Βάσο Βογιατζόγλου καὶ ἀνάμεσα σὲ ὅλους τὸν ποιητὴ Δημήτρη Δούκαρη ποὺ χάθηκε πρόωρα μόλις δέκα χρόνια μεγαλύτερός μας. Πῶς γίνεται νὰ ἔχει ἕνα τέτοιο πνευματικὸ πλοῦτο ἡ Νέα Ἰωνία ποὺ χτίστηκε μὲ αἷμα καὶ μὲ δάκρυα ἀμέσως μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή, νὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἕναν ποιητὴ σὰν τὸν Ἄγγελο Σημηριώτη, γόνο τῆς Μικρασιατικῆς Σμύρνης, ποὺ ἐμεῖς οἱ νεώτεροι δὲν τὸν προλάβαμε. Χάθηκε ἂν θυμᾶμαι καλά τὸ 1944.

Εὔχομαι νὰ ἔχει καὶ ἡ σημερινὴ Νέα Ἰωνία τόση πνευματικὴ ἄνθιση. Θὰ τελειώσω διαβάζοντας ἕνα αὐτοβιογραφικὸ ποίημα ἀφιερωμένο στὸν Χρῖστο Ρουμελιωτάκη:

ΟΥΤΙΣ

Mantua me genuit
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ

Μὲ γέννησαν ἡ Ζούρτσα καὶ τὸ Ἀργοστόλι
μεγάλωσα στὴν Καλογραίζα καὶ στοὺς Ποδαράδες
ἔκανα δάσκαλος ἐπάνω στὰ βουνά.

Θὰ ἤθελα κι ἐγώ, σὰν τὸν κύκνο τῆς Μάντουας
νὰ εἶχα τραγουδήσει βοσκούς, ἀγροὺς καὶ ἥρωες
ὅπως, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο
ἔθαλλαν τότε ἀκόμη
ὅταν ἄνοιγαν στὸ φῶς τὰ βρεφικά μου μάτια.
Οἱ παιδικοί μου φίλοι καὶ συμμαθητὲς
ποὺ οἱ πατεράδες τους δούλευαν στὰ λιγνιτωρυχεῖα
καὶ οἱ μανάδες τους στὰ ὑφαντουργεῖα τοῦ Μουταλάσκη
μποροῦν νὰ εἶναι μάρτυρες
ἂν ἐξακολουθοῦν νὰ θυμοῦνται
τὶς σχολικές μας ἐκδρομὲς πεζῇ στὰ Μάρμαρα
ἢ μὲ τὸ φορτηγὸ στὸ Σούνιο καὶ στὴν Πεντέλη.

Δὲν πρόλαβα
πάει καιρὸς ποὺ ὅλα τοῦτα πνίγηκαν
στὸ βόμβο καὶ στοὺς καπνοὺς τῆς λεωφόρου.
Δὲν ἔχω πιὰ πατρίδα, δὲν πιστεύω σὲ θεούς
οὔτε γνωρίζω ἀκριβῶς ποιός εἶμαι
στὸ τέρας τοῦ καιροῦ
ποὺ μ᾿ ἔχει φυλακίσει στὴ σπηλιά του
σὰν μὲ ρωτάει ἀπαντάω ἀνυπόκριτα Οὔτις.

(Ἀνιπτόποδες καὶ σφενδονῆτες, 2005)»

~ . ~

«Οὔτις». Ἔτσι μᾶς συστήθηκε ἕνα βράδυ, τὴν 1η Δεκεμβρίου 2018, ὁ Τάσος Γαλάτης, ὅταν οἱ φίλοι του, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, συγκεντρωθήκαμε στὸ Περιστέρι, τὴν ἄλλη Νέα Ἰωνία τῶν Δυτικῶν Προαστίων, νὰ τιμήσουμε στὸ πρόσωπό του τὴ Δεύτερη Μεταπολεμικὴ Γενιά.

Εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Ὀδυσσέας στὸν Πολύφημο. Τὸ ὄνομά μου εἶναι «Κανένας»∙ κι αὐτὸ τὸ «τέρας τοῦ καιροῦ» εἶναι ἡ μεταπολεμικὴ ἐποχή, ὁ γιγαντισμὸς τῆς ἰδιοτέλειας καὶ τῆς ἁρπαγῆς. Οὔτις ὁ ἔγκλειστος ποιητὴς ἀπέναντι στοὺς ἐπιτήδειους καὶ τοὺς τσαρλατάνους κάτω ἀπὸ τὸ ἀττικὸ φῶς. Στὸ ζοφερὸ παρὸν καὶ μέλλον τῶν Κυκλώπων ἀπάντησε μὲ τὴ λυτρωτικὴ μελαγχολία του, τὴν παρηγορητικὴ θλίψη. Ἔγραψε τὸ μεγάλο, μοιρασμένο σὲ ψηφίδες, ποίημα «κατηφορίζοντας μὲ τὴ σάκα του» στὸ μαῦρο φῶς. Ἐκεῖ, «στὸ νεκροταφεῖο τῆς μνήμης», ἔχτισε τὴν ἀληθινή του πατρίδα. Μιὰ νέκυια χωρὶς ἐπιστροφή.

1944 . «Γωνία Δυοβουνιώτου καὶ Τζαβέλλα»: Τὸ σχολεῖο τῶν ἀδελφῶν Στελίου, ἡ μουβιόλα, ἡ ἀσπρόμαυρη ζωή, ὁ Σαρλό, ὁ Χονδρὸς καὶ ὁ Λιγνός, ὁ Νότης καὶ οἱ ἀδελφές του καὶ τὸ ἀθῶο (;) τους ἀλισβερίσι μὲ τοὺς Γερμανούς, ἡ Στέλλα τοῦ Γαβρίλη μὲ τὸ μικρό της πιάνο ἀγκαλιά, τὸ μπαλκόνι μὲ τοὺς γρύπες, τὸ κιγκλίδωμα μὲ τοὺς ἐρωτιδεῖς, ἡ ἅμαξα τοῦ Τέλλου Ἄγρα, οἱ Ἐλασίτες καὶ οἱ Χίτες, τὸ ξόδι τοῦ Γ’ Ράιχ, τὰ τεθωρακισμένα καὶ τὰ ὁδοφράγματα [τοῦ Δεκέμβρη], ἡ κόλαση τοῦ ποιητῆ χωρὶς Βιργίλιο. «Ἀπὸ ἐκεῖ κατέβηκε στὸν Πειραιὰ ὁ Σωκράτης, μὲ συντροφιὰ τὸν Γλαύκωνα τοῦ Ἀρίστωνος, / πρὶν καταλήξει στὸ σπίτι τοῦ γηραιοῦ Κέφαλου / ὅπου ὁ διάλογος γιὰ τὴν δίκαιη πολιτεία». Ἐκεῖ ἐπιστρέφει ὁ ποιητής, δηλαδὴ τὸ παιδὶ πρὶν συναντήσει τὸν ποιητή, σὰν «ἴσκιος τοῦ ἄλλου αἰώνα». Μνῆμες καὶ νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές. Ὁδοιπορικὸ στὴ γλώσσα. Ἀπὸ τὰ ὡραῖα Ἑλληνικὰ τοῦ Θεοφάνους τοῦ Ὁμολογητοῦ (ἀντιγράφω πάντοτε), τὸ 528 ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως, μέχρι τὰ δύσμοιρα ἑλληνικά μας, σήμερα ποὺ πληθαίνουν τὰ κολαστήρια.

Στὴ Νέα Ἰωνία μετά, ἔφηβος, στὶς γειτονιὲς τῶν προσφύγων, τῶν ὑφαντουργείων, τῶν λιγνιτωρυχείων, μὲ τοὺς ἴσκιους τοῦ Μίμαρου, τοῦ Κατσαντώνη, τοῦ μούλου τῆς καλογριᾶς, τῆς Κλεφτουριᾶς, χαρτονένιους κι ἀλώβητους μὲς στοὺς αἰῶνες, μέσα στὴν ποίηση. Κι ἀκόμη, ἐν ἔτει 2005 καὶ 2025, ἐκεῖ, μὲ τὰ ἀλλοτινὰ χαμίνια (τοὺς μετέπειτα «χιτλερίσκους καὶ σταλινίσκους»), τοὺς ἀνιπτόποδες καὶ σφενδονῆτες, ἀνεβάζοντας τὶς φτωχογειτονιὲς στὸν οὐρανό, ἐπειδὴ «ἔτσι χτίζονται οἱ οὐτοπίες», τὸ ἄλγος τοῦ νόστου καὶ ἡ διάψευση. Στὴ θέση τῆς Ἐδὲμ ποὺ δὲν θὰ ζήσουμε ποτέ, ἔρχεται ἡ ποίηση καὶ μᾶς παρηγορεῖ.

Στὴν Ἀθήνα, τέλος, ὥριμος (ὡραῖος, στὴν ὥρα του)∙ τὴν Ἀθήνα τῆς πεταμένης σύριγγας, τῶν σκύβαλων, τοῦ ἐπιούσιου θανάτου, τῆς ἐπαιτείας, τῶν μεγαλαυχούντων ἡρώων τοῦ 1-1-4 καὶ τοῦ Πολυτεχνείου, τῶν βαθύχρωμων καὶ τῶν νεγροειδῶν στὶς στάσεις τοῦ μετρό. Μὲ «τοὺς γιοὺς τῆς Μαύρης Ἀθηνᾶς, τὶς ἱέρειες τῆς Μαύρης Ἀφροδίτης», στὴν Σωκράτους, τὴν Εὐριπίδου, τὴν Σοφοκλέους (τί εὐκλεῆ ὀνόματα!) τῆς πιάτσας καὶ τῆς δοσοληψίας. Ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου ἐγγεγραμμένη σὲ στιγμιότυπα καὶ ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος μας διὰ χειρὸς Τάσου Γαλάτη. Ἐδῶ κοντὰ ὁλοκληρώνεται ἡ Κάθοδος (2011) στὸν Ἵππιο Κολωνό, ὅπου κατέφυγε ὁ ἄλλος ἀπόπτολις, ὁ τυφλὸς γέροντας (Ὁ σημειωμένος, 2005), πρὶν ἀπὸ τὴν τελευταία του κάθοδο στὸ μαῦρο φῶς. «Ἔτσι μποροῦμε νὰ μαντέψουμε / ποιός ἦταν ὁ Οἰδίποδας / γιατί παράτησε τὴν Κόρινθο, τί γύρευε στὴ Θήβα / γιατί διάλεξε τὰ σκοτάδια»∙ νὰ μαντέψουμε τὴν ἐμμονὴ τοῦ Τάσου Γαλάτη νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀόμματο, χωλὸ ἐπαίτη ἔξω ἀπὸ τὶς φάμπρικες τῶν ἀπορριγμένων.

Μὲ ὀδύνη ἔγραψα καὶ ἀντέγραψα αὐτὲς τὶς γραμμές. Καὶ μὲ τὴν πεποίθηση τῆς ματαιότητας. Δὲν ἀποχαιρετᾶς τὴν ποίηση∙ οὔτε τὸν ποιητή. Σκέφτεσαι τὴ γενιά του, τὴ δεύτερη μεταπολεμική, ποὺ ὁλοκληρώνει σιγὰ-σιγὰ τὸ ἔργο της. Τὴν ἔχουν ἤδη σκεπάσει οἰμωγὲς καὶ σκαλαθύρματα τῶν μυριάδων γραφόντων (καὶ γραφουσῶν). Οἱ λίγες (ἐλάχιστες) καλὲς φωνὲς κινδυνεύουν μὲ καταποντισμό. Πλήθουσα πιθηκισμῶν ἡ ἀγορὰ ποὺ ἀγλάιζε κάποτε ἡ ποίηση. «Θὰ πεθάνω καὶ ὁ κόσμος δὲν θὰ θυμᾶται οὔτε ἕνα στίχο μου», ἔλεγε συχνὰ ὁ Γαλάτης στὴν ὄλβια «παρέα» τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ποὺ ἁπλωνόταν νοερὰ στοὺς 134 καταγεγραμμένους τῆς γενιᾶς του καὶ σὲ πολλὰ «παιδιὰ» τῆς τρίτης γενιᾶς. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2017 ταξίδεψα μὲ τὸν Γαλάτη καὶ τὸν σκηνοθέτη Νίκο Θεοδοσίου στὴ Μάνη, τὴ γενέτειρα δύο λησμονημένων σήμερα ποιητῶν, τοῦ Κούλη Ἀλέπη καὶ τοῦ Ἰωάννη Λεοντακιανάκου. Ὁ Τάσος εἶχε προθυμοποιηθεῖ νὰ μιλήσει σὲ ἐκδήλωση γιὰ τοὺς δύο Λάκωνες ποιητές. Χωρὶς χαρτιά, σημειώσεις καὶ βιβλία ἀπήγγειλε, μὲ τὸ μέτρο τῆς ποιητικῆς του εὐφυΐας, ποιήματα τοῦ Ἀλέπη, τοῦ ἐφηβικοῦ του ἰνδάλματος. Πέρασε στὴν ἀπὸ στήθους (ἐννοεῖται) ἀπαγγελία τοῦ πρώτου χορικοῦ στὴ θαυμαστή, ὄσο καὶ ἄγνωστη, μετάφραση τοῦ Ἀλέπη στοὺς Πέρσες τοῦ Αἰσχύλου. Προχώρησε στὸ δεύτερο χορικὸ καὶ σταμάτησε κάπου στὰ μισά, γιὰ νὰ ρωτήσει ἂν εἶχε κουράσει τὸ ἀκροατήριο. Θὰ συνέχιζε ἐπ᾿ ἄπειρον. Τὸ ἴδιο ἔκανε «ἐπάνω στὸν καφέ» μὲ τὰ «ἀτελεύτητα» τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Σικελιανοῦ, μὲ τὸν Πορφύρα, τὸν Οὐράνη, τὸν Λαπαθιώτη∙ μὲ τὰ σύντομα λυρικὰ τοῦ Ρίτσου, τὸν ὁποῖο διατεινόταν «παίζων» ὅτι δὲν συμπαθεῖ.

Ποιητικὴ λειτουργία ποὺ κρατᾶ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπινόηση τῆς γραφῆς, καὶ ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Νέκυια πολλῶν σταθμεύσεων, ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ Ἐφέσιο μέχρι τὶς ἀόρατες πλάκες τοῦ Κολωνοῦ:

Η ΟΔΟΣ

Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή
Ἡράκλειτος, 60

Χρόνια τώρα, τρεῖς δεκαετίες περίπου,
ἀνεβοκατεβαίνοντας τὴ Μεσογείων μὲ λεωφορεῖο ἢ πεζῇ
συλλαβίζω σιωπηλὰ τὸν λόγο τοῦ Σκοτεινοῦ Ἐφέσιου
ὅτι σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ὁ ἀνήφορος ἀπὸ τὸν κατήφορο.
Δὲν ἔβλεπε βέβαια ἐκεῖνος στὶς ἀγυιὲς τῆς Ἰωνίας
ὅ,τι ἀντικρίζω ἐγὼ σήμερα στὸ πάλαι ποτὲ κλεινὸν ἄστυ,
τ᾿ ἁμάξια ὅμως, ἱπποκίνητα ἢ αὐτοκίνητα
σὲ τίποτα δὲν ἀλλάζουν τὸ νόημα τῆς ὁδοῦ,
ἐκτὸς κι ἂν ἄλλα ἐννοοῦσε ποὺ δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω,
μὰ τί νὰ πῶ ἐγώ, ἀφοῦ ὣς καὶ ὁ Σωκράτης
παρὰ τὸ δαιμόνιό του εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ Δήλιο κολυμβητὴ
γιὰ νὰ καταδυθεῖ στὸ μυστικό τους.

Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ἡ αὐτή,
ὅμοια μ᾿ ἐκείνη ποὺ διέτρεξα μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ
ἀπὸ τὸ ἕνα σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας στὸ ἄλλο
ἀνηφορίζοντας ἢ κατηφορίζοντας στὸν ἴδιο δρόμο
μὲ τ᾿ ἀφηνιασμένα κάποτε ἄλογα
καὶ τὰ δαιμονισμένα τροχοφόρα τώρα,
τὰ ἔντρομα σκυλιὰ καὶ γατιὰ στὴν ἄσφαλτο,
τοὺς διαδηλωτὲς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Ἄμυνα,
τὰ ἀσθενοφόρα εἰσβάλλοντας ἀπειλητικὰ
στὸ Νοσοκομεῖο Θώρακος καὶ στὸ Γενικὸ Κρατικό

κι ἐγὼ ἀναζητώντας μάταια κάποιο Δήλιο κολυμβητὴ
νὰ μοῦ ἐξηγήσει ἐπὶ τέλους
τὴν πορεία καὶ τὸν ρυθμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

11.10. 2007

Χαῖρε ποιητή, ποιητή μας, φίλε ἀκριβέ. Ἡ μελαγχολία σου μᾶς βοηθᾶ νὰ ζήσουμε ποιητικά, ὅπως ζήτησε ὁ ἄλλος ἔγκλειστος τοῦ Τύμπινγκεν, κατὰ τὴ δύναμή του ὁ καθένας.

4-5 Ὀκτωβρίου 2025

*

*

*