*
τοῦ ΤΕΤΟΥ ΣΟΥΡΔΟΥ
~.~
Μέρος A΄: Συστάσεις ἐν θερμῷ
1. Ἕνα γλυκό ἀστεῖο, μιά κοντομάνικη παρουσία πού λίγο παραδίπλα ἀπό τή σοβαρότητα χαϊδεύει τα μπρατσάκια της. Καί νά γίνω… νά γίνω τί;
2. Κρῖμα, κι ἐγώ πού νόμιζα πώς σέ κάθε ἀναμαλλιασμένο ἄνθρωπο ἀντιστοιχεῖ κι ἕνα ἔργο. Αὐτοδικαίως. Αὐτομάτως. Αὐτονοήτως. Αὐτοπαθῶς.
3. Ἕνας ἄνθρωπος πού οἰκουρεῖ, δέν μπορεῖ νά βρίσκεται ἀλλοῦ· θά εἶναι στά ἅπαντα τῆς σοφίας, ἐν τῷ συνόλῳ, ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ.
4. Ἄν ἤμουν γιατρός, λ.χ., θά ἤμουν στόν τελευταῖο ὄροφο τοῦ τελευταίου νοσοκομείου, στό τελευταῖο γραφεῖο τοῦ τελευταίου ὀρόφου. Θά ἤμουν ὁ τελευταῖος! Γιά νά ἔρθεις σέ μένα θά ἔπρεπε νά μέ φθάσεις. Θά ἐρχόταν ὁ συγγενής, ἡ μάνα, ὁ θεῖος, ὁ γιός καί θά μοῦ ἔλεγε: ὅλα ἔγιναν καί τίποτε δέν ἔγινε. Ὅλα τελειώνουν. Κι ἐγώ, Κόπτης γιατρός ἐξ Αἰγύπτου πού κάποτε βρέθηκε στίς ἐρήμους της Νιτρίας, θά ἔλεγα: δῶστε του νά πιεῖ λίγο νερό! Ἰδού πῶς ξεκινοῦν τά λόγια τῆς ὑστεροφημίας νά ταξιδεύουν. Τί νά λέμε τώρα, τίποτα ἄλλο δέν χρειάζεται. Καί λίγη τύχη βέβαια, νά γίνει καλά ὁ ἄνθρωπος.
5. Ἀγοροφέρνω. Εἶμαι ἀγόρι παπουδένιο. Τί νά τούς κάνω τούς ἄντρες, αὐτοί εἶναι σοβαροί καί χρήσιμοι… Κι ὅμως, τούς παπποῦδες θά τούς πέρναγα… Μοῦ τό ζήτησε ὁ παπποῦς καί περάσαμε μαζί, βῆμα-βῆμα, ἀργά-ἀργά, στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Χάρηκα πολύ. Δέν κόστισε καί τίποτα. Τό μόνο πού ἔκανα ἦταν νά καθυστερήσω τό βῆμα μου. Καί μόλις φθάσαμε στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο τόν ἄφησα νά στηριχτεῖ πάνω μου γιά νά ἀνεβεῖ στήν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου… Τόν ἴδιο δρόμο πήραμε· λίγο πιό μπροστά ἐγώ, νεαρός Ἕλληνας ἀπό τήν ἐπαρχία, καί πίσω μου ὁ σαπιοδόντης Ἰταλός παπποῦς. Ἡ δικαιοκρισία τῆς ζωῆς. Τόν ἴδιο δρόμο παίρνουμε. Στόν ἴδιο δρόμο εἴμαστε σκορπισμένοι. Ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία, ἀνάλογα μέ τήν ὑγεία. Μόνο πού θά περάσουμε ἀπ’ ὅλες τίς ἡλικίες κι ἀπ’όλες τίς ὑγεῖες. Καί εἰς ἄλλα μέ ὑγεία. Ξεμακραίνουμε ξεμανίκωτοι, χωρίς νά κοιτᾶμε πίσω, κι ὅμως, ἔρχονται πίσω μας ξεκούρδιστα ρολόγια. Ἔρχονται τά ξεκουμπίδια μας. Τρεχάτε μωρέ, τρεχάτε.
6. Δές τε πώς κάθονται οἱ γέροι στά καφενεῖα· ἀποπερατωμένοι, ψαθυροί δαδοῦχοι, ξαγναντεύουν τάκλιν στή τηλεόραση, βιδάνια. Ἕτοιμοι γιά τό μεγάλο μπλούμ. Δέν κάνουν θόρυβο ὅταν πέφτουν. Οἱ νέοι σηκώνουν κῦμα. Κλαυθμοί καί ὀδυρμοί ἐπειδή δέν πρόλαβαν νά γίνουν κούμουλοι. Ἀνέβηκε ἡ στάθμη παπποῦ, ξεχειλίζεις, βουλιάζεις.
7. Νά γίνω ὁ παπποῦς πού τούς ἔχει φάει ὅλους. Γιά ἕνα ἀπόγευμα. Ἁπλῶς μιά κάρτ-ποστάλ τῆς ζωῆς. Ἡ πόζα ἀδειάζει τό περιεχόμενο. Δέν θά ξέρουν ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτα. «Δόξα σοι ὁ Κανένας». Μήπως…, ὄχι, εἶναι σάν γερασμένος καουμπόης, μιά μεταχειρισμένη τριχιά πού σέρνεται. Ἀπό μακριά μιά ἑβραϊκή σημαδούρα μέ γένια, ἀπό κοντά ξεδοντιάρης γαλαθηνός. Τό πορτοφόλι μέ τά κέρματα, τό στρογγυλό τραπεζάκι στό καφενεῖο μ’ ἕνα λικέρ πάνω του, ἡ σιωπή τῆς πέτρας. Ἄς διαλέξω κάτι. Ἄνοιξη στή ρωσική ἐξοχή, καί νά ’ρθουν τά ἐγγόνια μου, οἱ ἄλλοι νά μή ζυγώσουν. Καλοκαίρι στό Ἰόνιο, καί νά ’ρθουν τά ἐγγόνια μου νά μοῦ κάνουν ἐρωτήσεις, νά μοῦ πιάσουν τά μουστάκια, κι ὅλο νά ρωτᾶνε. Τώρα πού γίνηκα κρέμ, νά βγοῦνε ἀπό τό στόμα μου ὅλα τά τεριρέμ. Γιά δές, ξεκινῶ, καί τά ἴδια ἀποζητῶ. Γιά ἕνα ἀπόγευμα, μιά γλυκιά νύχτα μέ φεγγάρι, νά ξεκινήσω πάλι. Βροχούλα νά ’ρθει καλοκαιρινή, νά μυρίσει τό χῶμα καί νά τρέξουμε ὅλοι μαζί μέ τά μωρουδίστικα ροῦχα μας. Ἄς διαλέξω κάτι. Ἔκλεισε ὁ κόσμος κι ἔμεινα, πρεσβύτης παλιωμένος στό μυχό του, νά κάθομαι ἔξω μόνος μου στίς ἕξι τό πρωί καί νά μοῦ φυσᾶ τό ἀεράκι τά μαλλιά. Κι ὁ χῶρος εἶναι ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ χρόνου. Πλαγιάζεις νά κοιμηθεῖς καί τό πανωσέντονο πάνω σου ἀλλάζει μέ τό χρόνο. Τριμμένα σεντόνια μέσα στά μπούτια γιά τούς νεαρούς καί τίς νεαρές, κοκαλωμένες ψᾶθες γιά τούς γέρους. Παρακαθήμενος ὁ ἕνας, ἀγεροκρέμαστος ὁ ἄλλος. Μόνο μέσα στή θάλασσα εἴμαστε ὅλοι ἴσοι. Ἕνα κομμένο κεφάλι πού ἐπιπλέει, γελᾶ, μιλᾶ, πίνει θαλασσινό νερό καί βήχει. Σπλαχνίζομαι τό μέλλον μου· μέχρι ποῦ μπορῶ νά φθάσω; Νά πάω καί πίσω, τόν ἄνθρωπο τοῦ Νεάτερνταλ νά σκουντήσω. Λένε πώς ἴσως συνάντησε τόν Κρό-Μανιόν. Ποιός ξέρει; Σάν ἰδέα εἶναι ὡραῖα, νά λιώνουν τά χιόνια σου καί μέσα στήν πρώτη ἀνθοφορία τῆς ἄνοιξης νά συναντήσεις τόν τρόμο σου, αὐτόν πού θά σέ λήξει, αὐτόν πού θά σέ συνεχίσει. Ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος τοῦ Νεάτερνταλ, γέρος σαράντα χρονῶν, φευγατισμένος στήν ἄκρη τοῦ κόσμου. Γέρος, βρώμικος, μακρυμάλλης, ψηλά στήν κρύα ἀραιωμένη φύση τῶν ἱσπανικῶν βουνῶν, σκληρόδερμος, κεράτινος, γεμᾶτος νεκρά κύτταρα. Πόσος ἄϋλος κόσμος ὑπάρχει γύρω του; Παίζει μέ τά δάχτυλα κάποιο κόκαλο, ἁπλώνει πάνω του λίγη ὤχρα, σφίγγει τά ζυγωματικά του δόντια, καί μέ μιά γλῶσσα πού εἶναι μόνο δική του κοιτᾶ τόν κόσμο μέσα ἀπό τίς μεγάλες ὀφθαλμικές του κόγχες. Τί στό καλό βλέπει; Τά ἴδια μέ μᾶς; Τελευταῖε, ξέρεις πόσος ἄϋλος κόσμος ὑπάρχει ἀκόμα; Σηκώνει τά πελώρια ὑπερόφρυα τόξα του καί μοῦ λέει τά λόγια τοῦ παλιοῦ φαντάρου: «Σιγά τά ὠά, ἐκεῖ πού εἶσαι ἤμουνα, κι ἐδῶ πού εἶμαι θά ’ρθεις».
8. Δέν θέλω νά εἶμαι ὁ χωρικός πού δουλεύει ὅλη μέρα γιά νά θρέψει τήν οἰκογένειά του καί πού ταλαιπωρεῖται ἀπό τό βασιλιᾶ του. Οὔτε ὁ βασιλιᾶς θέλω νά εἶμαι. Οὔτε ὁ καμαροφρύδης μιλόρδος πού δέν σέβεται τήν ὄμορφη γυναῖκα του. Νά ποῦν τά νέα μου… Ἐγώ θά εἶμαι κάπου καί ἡ ἔκρηξή μου ἀλλοῦ. Μόνος καπετάνιος στή Σταδίου νά τήν ἀνεβαίνω σάν τό ποτάμι ἀναπόταμα μέ τή μικρή μου μηχανή στό κῶλο καί νά ἀφήνω πίσω μου τούς καπνούς τῆς ἔκρηξης γιά νά πάρω τούς μαιάνδρους τῆς ζωῆς μου: Νά συνεχίσω στή Βασιλίσσης Σοφίας ἤ νά στρίψω στήν Ἀκαδημίας;
9. Όταν ἔμαθα τά νέα, πώς ἡ γιορτή ματαιώθηκε, πικράθηκα. Εἶχα φανταστεῖ τόν πολιτιστικό σύλλογο φιλοπροόδων «Ὁ πλοῦς» νά μοῦ ἀφιερώνει μία φιλολογική βραδιά. Φανταζόμουν τή γηραιά κυρία μέ τά κόκκινα χείλη, τά ξανθιά μαλλιά καί τό πράσινο μέ κίτρινες ἀνταύγειες παλτό νά ἀνεβαίνει στό βῆμα, νά φοράει τά γυαλιά της ἕτοιμη νά ἀναγνώσει τό κείμενο καί… ἔτσι, στεκάμενη πρωραία, νά ἀλλάζει γνώμη, νά βγάζει τά γυαλιά της καί ὕστερα ἀπό μιά μικρή παύση νά λέει ἀπό καρδιᾶς: «Ἦταν ὡραῖος, μέ παράστημα· σέ κέρδιζε ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Ἦταν κομψός, μέ ἔξυπνα μαῦρα μάτια, ἤξερε νά μιλάει… Τόν θυμᾶμαι καί συγκινοῦμαι… Ναί, τόν ἔβλεπες καί ἤθελες νά τόν παραγγείλεις, τόσο καλοσώριστος ἦταν». Ματαιώθηκε μιά γιορτή πού δέν ἑτοιμάστηκε. Βρῆκα μιά βολική καρέκλα μέ θέα ὅλο τό πέλαγος. Ξεχάστηκα μέσα στά μάτια μου. Κοίταζα ὅλες τίς ὄμορφες γυναῖκες· κοίταζα τά βυζιά τους, τόν κῶλο τους, τά πρόσωπά τους. Μάντευα τά θέλγητρά τους. Μιλιά δέν εἶχαν νά ζητήσουν τά καυλιά τους. Ἔκοβαν βόλτες εὐγενικές νεαρές μέ χαρούμενα γιά τήν ἀνωφερῆ τους κλίση πλούσια ὀπίσθια. Μόνος, χωρίς θέα, ὁ κόσμος γίνεται μπούζι.
10. Ἔχω ὅμως σκαλώσει στή τελευταία λέξη. Μιλῶ ἔχοντας μία τελευταία λέξη ἀφιερωμένη στόν σαρκασμό. Ὅλες οἱ λέξεις νά εἶναι ὑπό τήν αἰγίδα τῆς τελευταίας. Τί κακό κι αὐτό, νά εἶσαι πρῶτα ἡ τελευταία καί μετά ὅλες οἱ ἄλλες. Οἱ ἄλλες λέξεις νά μήν εἶναι τίποτα, ἁπλῶς νά στροβιλίζονται γύρω ἀπό τόν πόθο της τελεσιδικίας.
11. Φοβήθηκα γιά λίγο, ξέρετε, μήπως ἐγώ, χαρούμενος παλατιανός ἀκόμα, συναντήσω αὔριο τόν ἑαυτό μου, σιχαμένο γελοῖο, σέ καμιά γωνία. Χάθηκε ὁ κόσμος ἄν μιά ἡμέρα τοῦ μῆνα τήν ἀφιερώναμε στήν ἀνταλλαγή πραγματικῶν πυρῶν; Θά συναντιόμασταν, σωτῆρες καί ἀφανιστές, ἔξω ἀπό τή ζώνη ἐπιχειρήσεων τῆς κουζίνας. Ὕστερα ἀπό τήν ὑπερκέραση τοῦ ἐχθροῦ, ὁ καφές θά ἦταν πραγματικά ζεστός. Ἀντί γιά γάλα θά ἔβαζα δύο σταγόνες ἀπό τά πλούσια σύλληπτρα τοῦ δυσάλωτου ἑαυτοῦ μου. Ἐλᾶτε βρέ τεμπέληδες νά τσακωθοῦμε, στ’ ἀλήθεια ὅμως. Ἄνθρωποι πού στρογγυλεύουν μέσα στά λόγια καί τίς σπουδές, μέσα στά ρεστοράν, καί τώρα, γλιστροῦν στήν ἀχείμαντη ζωή. Κυλοῦν σάν νομίσματα. Λές ὁ ἄνθρωπος νά ἀφυπηρέτησε μετά ἀπό τόσους αἰῶνες ὑπηρεσίας στόν κίνδυνο γιά νά ἀρχίσει νά ἀφτιάζεται; Κι ὅλοι μιλᾶνε… ἔφθασαν εἰς ἄκρον ἐκλεπτυσμένον πλοῦτον. Κι ὅλες αὐτές οἱ φωτογραφίες τῶν ξεφυλλισμένων ἐπωνύμων… Τούς βλέπω στά περιοδικά κορνιζωμένους μέσα στήν ἀναπτυγμένη καλαισθησία τους. Συνεχῶς κομψεύουν. Καλοκαιρεύουν ξέσφιχτοι καί ἀπαλόσαρκοι μέσα σ’ ὅλη αὐτή τή θαυμάσια ἰδιοχρησία γύρω τους. Πόσο μακριά εἶναι ἀπό τό αἶσχος. Ρυτιδιασμένοι στάρ τοῦ Hollywood, γεροκούσαλα, πού ἑνώνουν τίς δυνάμεις τους ἐναντίον τῆς ἐμπορίας βρεφῶν. Τί βελτιοδοξία θεέ μου! Τούς δυστυχεῖς! Μέ τά κάτασπρα δοντάκια τους μασᾶνε τό μαλακό μοσχαράκι. Ἄντε μετά νά μή νοσταλγήσεις τους Βασιβουδούκους! Ζηλεύω καμιά φορά τήν εὐπρόσωπη ἐμφάνισή τους, τή νοστιμάδα πού φαίνεται νά ἔχει ὁ λεπτουργημένος ἑαυτός τους. Ξεφυλλίζεις, ὅμως, καί πᾶς παρακάτω, σέ ἄλλους ἀκαριαίους ἀνθρώπους. Τά πράγματα, τοποθετημένα ἀπό τήν κανονική τους πλευρά, ὁδεύουν κανονικά, κοινωφελῶς, στόν δρόμο τους· τό ἕνα πίσω ἀπό τό ἄλλο, ἀμίλητα, τσουλᾶνε ἀναπολόγητα. Κι ἄν πᾶς καί τούς ἀνακατώσεις τά μαλλιά θά νευριάσουν. Ἀσκημένος χρόνια στήν παιδαριώδη ἀντιμετώπιση, μέ τά μποτάκια μου και τά μακό μπλουζάκια μου, θά τά κατάφερνα ἄν ὁ κόσμος ἀναποδογύριζε. In the mood for horsing around.
12. Εἶναι φορές ἄν κοιτάξεις τά καμώματα λαϊκῶν καλλιτεχνῶν, κάτι Ἰνδούς γιά παράδειγμα πού κοπανᾶνε ταμποῦρλα καί παίζουν μέ τίς φωτιές, Αἰγυπτίους πλωτούς μουσικούς τοῦ Νείλου κοντά στό Λοῦξορ, πού πιστεύεις γιά μιά στιγμή πώς ὑπάρχουν κρύφια πράγματα. Σάν νά ἤθελες νά ὑπάρχουν. Ἀφ’ ᾖς στιγμῆς ζεῖς, ἡ ζωή δέν εἶναι μιά σπάνια καί ἐξαιρετική περίπτωση. Ὅλα ζοῦν. Δέν μπορεῖς νά πεῖς: «Νά, ἐκεῖ, δέν ζεῖ κανένας, δέν ὑπάρχει τίποτα». Ὅλο καί κάτι ὑπάρχει. Γενικά, φτουράει ἡ ζωή. Εἶναι μέχρι τοῦδε, ἀλλά καί τοῦ λοιποῦ, τῆς παρούσης στιγμῆς ἐπικαιρότητα. Ἄν ὅμως ἀκούσεις ἕνα καλοκαιρινό βραδάκι την Πασπαλᾶ, αὐτή τή γλυκιά ἐκφραστική κυρία, νά τραγουδᾶ στήν Ἀρχαία Κόρινθο, δίπλα στήν Ἀκροκόρινθο, τραγούδια του Γκανά, ἄν μέσα στή μουσική ἀκούσεις νά βγαίνει ἀπό τό στόμα της ἐκεῖνο τό χρωματιστό ἐπιβραδυντικό ὑγρό, τότε ἡ ζωή παύει νά εἶναι ἐπικείμενη καί γίνεται παράδοξη ἀναμνηστική ἀξία. Σάν νά ὑπάρχουν κρύφια πράγματα. Μιά καλοκαιρινή διάθεση κι αὐτό; Ἄς εἶναι. Καλό κάνει νά μαντεύουμε πού καί πού ὅτι ἴσως ἡ ἴδια κλήση ἔχει ἐπιδοθεῖ σέ ὅλους. Ἀκόμα καί στούς σκύλους, ἄν τούς δεῖτε νά βγάζουν τό κεφάλι τους ἔξω ἀπό τό παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου καί νά γαβγίζουν χαρούμενοι. Νά ζήσουν, καί τίποτα ἄλλο… Φοβᾶμαι ὅμως, φοβᾶμαι μήπως γεράσεις καί πανιάσεις, καί ἀντί γιά ἱστορίες λές τίς ἐπιστήθιες ἀηδίες.
13. Κανείς δέν εἶναι τόσο ἐνήμερος γιά μένα ὅσο ἐγώ. Τελῶ ἐν γνώσει ὅτι εἶμαι ἀμυδρός στό παρόν καί πώς κορμιάζω δυσοίωνος στό μέλλον. Σκαλίζω τή μύτη μου. Μ’ ἔπιασε γαμῶτο μου θλίψη· ἄν σηκώνω τά χέρια εἶναι γιά νά πιάσω τόν καφέ καί τό τσιγάρο. Κι ἔχω καί ταχυπαλμίες καί ζαλάδες καί βουίζουν τά αὐτιά μου. Κάτι τέτοιες στιγμές εἶμαι ἀπολύτως σίγουρος ὅτι ζῶ. Μένω ἐκκρεμής. Σάν νά κρεμιέται ἀπαγχονισμένος ἀπό τό ταβάνι ἕνας φυρόμυαλος Γαργαντούας. Τόν σπρώχνεις μέ δυσκολία. Τό μόνο φῶς πού βλέπω στόν ὁρίζοντα εἶναι οἱ κῶλοι τῶν γυναικῶν.
14. Ὅλο τό βάρος καί ἡ ἐλαφράδα εἶναι στό παρόν. Οἱ ἄλλοι χρόνοι, ἐκεῖ πού εἶναι, δέν εἶναι παρόντες. Οἱ παρελθόντες χρόνοι, συνταξιοῦχοι χρόνοι, ἄς λένε κι ἄς ὑπόσχονται ὅ,τι θέλουν, τζάμπα εἶναι. Ἄς κάθονται στή σειρά σάν φιλήσυχα εἰδύλλια πού περιμένουν νά ξαναβροῦν καβαλιέρο· δέν πρόκειται νά ξαναχορέψουν. Τούς ἀναδεχόμαστε βέβαια μέ διάφορους τρόπους, μποροῦν ἴσως καί νά στοιχειώσουν τό παρόν, ἀλλά δέν εἶναι παρόντες. Κάποτε ἦσαν τώρα, ὅμως δέν εἶναι πιά. Ὅσο γιά τό πλήρωμα, τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἕνα τεράστιο ἀμόλημα εἶναι, ἀλλά μέσα ἐδῶ, τωρινό γλύτωμα εἶναι. Ὅλοι ἀδειάζουν τά νερά τους στό παρόν. Ὅλοι νά παρευρίσκονται ἐδῶ θέλουν. Ἔκατσα στήν πλατεῖα Μαβίλη καί παρήγγειλα ἕνα καπουτσίνο. Ἀκούμπησα στό τραπεζάκι μπροστά τά τσιγάρα μου, τήν ἐφημερίδα καί τό κινητό. «I waited and waited, and the days took as they elapsed something from my consternation» (H.James). Ναί, ἔτσι εἶναι τά πράγματα κι ὄχι ἀλλιῶς. Οἱ πιό ἐνοχλητικοί ζητιάνοι εἶναι αὐτοί πού γυμνώνουν τά κομμένα μέλη τους. Μανᾶδες πού ζητιανεύουν μαζί μέ τά ἄθλια, λιπόσαρκα, χωρίς χέρια ἤ πόδια ἠλίθια παιδιά τους. Τί νομίζουν; Θά ρίχνατε κέρματα σ’ ἕνα κομμένο κεφάλι πού θά ζητιάνευε στήν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου; Ποῦ εἶναι γαμῶτο μου τά ἄλογα; Ποῦ εἶναι οἱ χειμῶνες καί οἱ λειμῶνες; Ποῦ εἶναι οἱ ἄνοιξεις; ἡ χαίτη τῶν ἀλόγων; Τά ἰνδιάνικα τραγούδια τῆς εὐρύχωρης φύσης; Ὁ ἐρημίτης μέ τά γένια, ὁ φαροφύλακας. Ποῦ εἶναι ἡ αἰθρία μετά τήν ἀνεμοζάλη; Ποῦ εἶναι τό οὐράνιο τόξο; Ποῦ εἶναι τό ξόδι τοῦ ἀδικημένου, ποῦ εἶναι ἡ ἐγκάρδια χειραψία. Ἄς πᾶνε ὅλοι τους νά στρώσουν μιά κουρελοῦ στήν ἀκρογιαλιά, νά κοιτάξουν τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί νά ἀκοῦνε νά ’ρχονται ἀπό μακριά, κατά κύματα, πανηγυριώτικα τραγούδια. Καί νά ποῦν ὅλα τά ψέματα τοῦ κόσμου. Ἐγώ δέν θά πάω. Θά πάω νά ξεκακιώσω τό ἀπόγευμα. Θά περπατήσω λίγο πιό πέρα ἀπό τό Βοτανικό. Μόνος, ξέρακας, ἀδίκητος… Ὁ μόνος γίνεται ξαφνικά ὀκτάτομος, τάχα μου κατειλημμένος· μιά ἀνεπίδοτη μπερδεψιά, μιά καυλωμένη μουντζούρα, πού ἅμα δεῖ νά ἔρχεται καταπάνω του ἡ ἐκπροσώπηση τοῦ καλοῦ, ἅμα δεῖ νά ἔρχεται ὁ Ἀργύρης Μπακιρτζῆς, τότε εἶναι ἕτοιμος νά βάλει τά κλάματα.
15. Κουράστηκα ἀπό τό περπάτημα καί ἐπέστρεψα. Μέ ἔπιασε φοβερή ἡμικρανία καί ξάπλωσα, ἔτσι, γιά λίγο. Τήν ἐκτιμῶ τήν ἡσυχία. Νά πλέουν ὅλα ξέπνοα, ὅπως ἐπιπολάζουν στήν ἀκύμαντη θάλασσα τά ἀπομεινάρια τοῦ καραβιοῦ πού τσακίστηκε μέσα στή τρικυμία. Ἡ τρικυμία ἐν κρανίῳ καταλαγιάζει, ὅλα ὅσα εὑρίσκονταν ἐν σάλῳ γαληνεύουν. Ὁ ἀβυσσαῖος βγαίνει στόν ἀφρό. Αὐτός, ὁ μπλεμαρέν τρικούβερτος, εἶναι νεκρός. Κι ἐγώ νήνεμος, ὄχι πλέον ἐγκατεσπαρμένος, καλοκαιρινή βαρκούλα πού τρεμουλιάζει λίγο χαμογελῶντας στούς προκυμαίους. Ἔκλεισα τά μάτια μου καί ἔφυγα.
16. Ἦταν φανερό πώς ἦταν ἄνθρωπος τοῦ σαρκασμοῦ. Ἤμουν ἀφόρετος, μελένιος, τραυλός ὀφειλέτης πού τολμοῦσε νά γίνει ξεραστικός. Κι αὐτός ἦταν γερόγατος, λαλεῖν ἄριστος, μέ ἐκείνη τή γοητεία πού τοῦ χάριζε ἡ ἐπιβλητική του δυσμορφία. Ἤμουν εὔστοχος. Τόν πέτυχα ἀκριβῶς στό μέτωπο.
17. Εἶμαι στήν ἐδωνά μου δυσκολία, στό κέντρο του ὁλοῦθε ἐκειδά μου. Μόνος ἐγώ ἐδῶ κι ὁλοῦθε τό ἐκεῖ.
18. Ἀκόμα κι ἄν ὅλος ὁ κόσμος ἦταν κάθισμα γιά τόν πισινό μου, θά σηκωνόμουν.
19. Ἕνα γλυκό τοῦ κουταλιοῦ. Ἕνα κρυστάλλινο ποτήρι κρύο νερό, ἕναν τούρκικο καφέ κι ἕνα τσιγάρο χασίς ἀπό τό Νεπάλ. Κι ἕνα ὡραῖο μυθιστόρημα. Κι ὅλο τό ὑπόλοιπο παρελθόν νά ἄδειαζε, νά χανόταν ἀπό προσώπου γῆς. Να γλιστράω σ’ ἕνα ἀμυσταγώγητο βούρλισμα τοῦ μέλλοντος διαφεύγοντας τόν θάνατο κρατῶντας τή τσάντα μου. Νά φορέσω πάλι τίς μεγάλες πατοῦσες τῆς σφύζουσας ζωτικότητας, νά τίς φορέσω καί νά περπατήσω στή μεγαπανίδα τοῦ ἀφόρετου κόσμου. Ἄς ποῦμε πώς θά ὑπάρχει ἕνα παράθυρο πρός τά ἔξω. Δέν θά μένουμε γιά πάντα γερμένοι, ἐπιτετραμμένοι του τίποτα. Θά συνεχίσουμε νά παίρνουμε φόρα γιά νά βγοῦμε στό εἶναι, ἔστω καί στόν ἀμερικάνικο κινηματογράφο. Ἄν δέν βρέξει, θά σταλάξει. Νά γίνουμε ξέφρενοι, νά κερώσουν οἱ κοῦκλοι μέσα στό σασπένς, νά μᾶς κυκλώσουν ἀνεξακρίβωτες πληροφορίες· καί τό βράδυ νά φᾶμε φιδέ μ’ ὅλο αὐτό τό καλαμπούρι. Εὐτυχῶς, ὑπάρχουν ἄνθρωποι στίς ἄκρες τοῦ κόσμου μέ τούς ὁποίους θά μποροῦσες νά ἀγκαλιαστεῖς. Κι ἄν μέριαζαν ποτέ ὅλα τά μαλαματένια λόγια καί ψόφαγαν οἱ καλούληδες στά πιάνα τους, θά τούς συναντοῦσες μέσα στήν ὡραία ἄπνοια τοῦ κόσμου. «Ἔχεις κι ἐσύ τήν ἴδια κρυφή συνταγή, αὐτή πού ἱεραρχεῖ τά περιτρίμματα τῆς καθημερινῆς μας ἀλήθειας»; Ἴσως κάποτε τούς συναντοῦσες στόν ἀραιωμένο κόσμο, τώρα στά παράθυρά του. Ἄς πιστέψουμε ὅμως στά παράθυρα. Ὑπάρχει τό ἔξω, τό ἀκόμα παραέξω, τό ἐξώτερον. Ὑπάρχει ἕνα ἔξω χωρίς οὔτε μία δαχτυλιά. Πῶς θά κρατηθῶ κοντά στήν εὐκρασία χωρίς γλυκό τοῦ κουταλιοῦ καί λίγη εὐθανασία; Ὁδηγῶ τό μικρό μου ἀτσαλένιο ἀστρόπλοιο στίς ἀπέραντες ἐκτάσεις τοῦ σύμπαντος. Διέφυγα τόν θάνατο πάλι καί νά ’μαι μόνος μέ τήν ἀδιάβροχη τσάντα μου. Ὑπάρχουν καί μερικοί κραδασμοί, ἀλλά δέν φοβᾶμαι. Κανείς δέν εἶναι ἐδῶ. Προχωρῶ ἀβούητος μέσα στό χρόνο, μέσα στήν ἀσιγησία μέ τόν ἑαυτό. Δέν ἀπομακρύνομαι ἀπό τόν θέμα, δέν λοξοδρομῶ, ἀλλά δέν φθάνω καί πουθενά. Καί τά βιβλία ἀδιάβαστα. Ἔμειναν ἔξω. Ξεφυλλίζονται μόνα τους. Μιά ἄγνωστη πλέον ἀκριτομυθία. Ἔχω κρατήσει τήν ἀνάσα μου καί προχωρῶ μέσα στήν ἀπέραντη ἄπνοια τοῦ κόσμου. Νά φυσήξω καί νά ξεφυλλισθεῖ δροσερά τό πρᾶγμα. «Ἄσε με νά σοῦ φυσήξω ἁπαλά τό πρόσωπο». Ἕνας γλυκός ἀνασασμός. Ὅλα εἶναι πίσω μου. Κι ἐγώ ὁ ἴδιος εἶμαι πίσω μου. Μέχρι ποῦ μπορῶ νά φθάσω ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀνυπαρξία; Δέν ὑπάρχω σέ μιά ὕπαρξη πού δέν τελειώνει. Ὑπάρχει ἕνα σημεῖο μέσα στήν ὕπαρξη πού δέν ὑπάρχεις. Ἄν ἡ ὕπαρξη δέν τελειώνει, τότε δέν μπορεῖ, θά ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ὅπου δέν θά ὑπάρχεις. Θά εἶναι ἡ τεμπελιά της. Ὅλη ἡ πλάση μιά ξαπλωμένη λεωφόρος. Ὅλη ἡ λεωφόρος μπροστά μου μιά ξαπλωμένη οἰκουμένη. Τί ὡραῖα πού θά ἦταν νά συναντοῦσα μιά china town! Νά τρώγω μέ ξυλαράκια καί νά μέ βαβουρίζουν χιλιάδες κίτρινες μονοσύλλαβες λέξεις. Σκέπτομαι τήν πλημμύρα τοῦ χρόνου μπροστά μου, ἀλλά δέν μπορῶ νά ματαιώσω τήν ἰσχύ τοῦ παρόντος χρόνου. Δέν μπορῶ νά φύγω, νά πάω μακριά, νά πάω στήν τεμπελιά, νά πάω δεκάδες τρισεκατομμύρια χρόνια, νά πάω στήν κρύα καί θλιβερή ἄπνοια τοῦ κόσμου, νά πάω καί νά βεβαιώσω ὅτι ἐδῶ (!) πού βρίσκομαι δέν ὑπάρχει καμιά λαμπάδα ἴσαμε τό μπόϊ σας. Κατέβηκα λοιπόν στό σουβλατζίδικο τῆς γειτονιᾶς μου νά πάρω κάνα δυό πίτες μέ γῦρο. Προσγειώθηκα λέγοντας: Θά ἤθελα δύο πίτες μέ γῦρο, ἀπ’ ὅλα μέσα, καί μιά μπύρα πράσινη. Ἐνῷ περίμενα ἦρθε καί ἡ ὄμορφη κόρη τοῦ σουβλατζῆ καί ἄρχισε νά τσιμπάει τηγανιτές πατάτες. Μιλοῦσε τσουρουφλισμένη, μέ τίς καυτερές τηγανιτές πατάτες στό στόμα.
20. Ντροπαιοῦχος! Αὐτό τό χαζολόγημα μπροστά στή τηλεόραση τό φχαριστιέμαι. Ἔχει προχωρήσει ἡ νύχτα, οἱ ρέκτες τῆς ἡμέρας κοιμοῦνται. Κι ἐγώ, μέ ξηλωμένες τίς ἐπωμίδες, ἀλλά ἀξιέραστος, χρονοτριβῶ μέσα στή νυχτωδία. Ἐφημερεύω σάν χασογκόλης μπροστά στήν τηλεόραση. Ζουλάω πού καί πού καί κανένα μέρος ἀπό τό σῶμα μου.
21. Είναι ἐκπληκτικό ἄν τό σκεφτεῖ κανείς· βλέπουμε μ’ ὅλη μας τή ψυχή. Ἔτσι, δέν θά μποροῦσα, στή περίπτωση πού γινόταν, νά ἀφήσω τά μάτια μου κάπου νά γεμίσουν παραστάσεις (π.χ. σ’ ἕνα πεζούλι) καί νά ἔρθω μετά ἀπό κάνα μισάωρο νά τά φορέσω γιά νά δῶ τί εἶδαν· εἶδαν κι ἀπόειδαν! Νά κυκλοφορῶ μέ τά μάτια γουρλωμένα μέσα στό γενικό ξεπαράδιασμα. Καί τά βράδια νά συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί καί νά βγάζουμε τά μάτια μας. Ε ρέ μεγαλεῖα, καί τά τσιγάρα νά εἶναι ὅλα σάν τό πρῶτο τοῦ πρωινοῦ καφέ, καί οἱ λέξεις σάν ξεπεταρούδια. Κατάφερα πάντως πρίν πολλά χρόνια νά φτιάξω ἕνα πρόγραμμα στό computer πού τρόμαζε τούς χρῆστες. Τότε ὑπῆρχε τό DOS 3.3, ἀσπρόμαυρη ὀθόνη Hercules καί τίποτα ἄλλο. Ὑπῆρχαν καί δυό τρεῖς γλῶσσες προγραμματισμοῦ. Γιά νά ἀσκήσω τόν ἔλεγχο πού ἤθελα στίς «χαμηλές» περιοχές τῆς μνήμης ROM, ἔπρεπε ὁρισμένα τμήματα τοῦ κώδικα νά γραφοῦν σέ assemply, δηλαδή σέ γλῶσσα τῆς μηχανῆς. Ἤθελα μιά σελίδα πρόγραμμα σέ assembly γιά νά ἐμφανισθεῖ στόν ὑπολογιστή ἡ φράση «γιά σου Τάκη». Μέχρι καί πράξεις στό δεκαεξαδικό σύστημα ἀρίθμησης ἄρχισα νά μαθαίνω. Τελικά ὅλη αὐτή ἡ «ἐμβάθυνση» στά μυστικά τῶν ὑπολογιστῶν κατέληξε σ’ ἕνα πρόγραμμα. Τό πρόγραμμα μετροῦσε τίς πληκτρολογήσεις τοῦ χρήστη καί ἐμφάνιζε στήν ὀθόνη ἕνα σκίτσο ἔκρηξης, τή λέξη BOOM, ἕνα ἦχο ἔκρηξης καί τό σαφές μήνυμα (μέ τόν ὑπέρτιτλο «you fucked up») ὅτι θά φορμαριστεί δυστυχῶς ὁ σκληρός δίσκος καί θά χαθοῦν ὅλα τά ἀρχεῖα. Αὐτό ἔκανε, καί τίποτα ἄλλο. Δέν προχωροῦσε σέ τίποτα ἄλλο. Ἁπλῶς ἔσκιαζε τούς χρῆστες. Οὐσία καμιά. Τά ὑπόλοιπα ἦταν ἕνα σύνολο κουραστικῶν λεπτομερειῶν. Ἡ οὐσία ἦταν νά ἐμφανισθεῖ ἡ ἔκρηξη· καί ἐμφανιζόταν. Ἡ ζωή μου, νομίζω καμιά φορά, ἕνα τέτοιο σκίτσο εἶναι. Μιά ψεύτικη ἔκρηξη. Τρομοκράτης τοῦ γλυκοῦ νεροῦ. Θυμᾶμαι, πᾶνε δεκαπέντε χρόνια τώρα, πώς μιά φορά πού πῆγα νά δώσω ἐξετάσεις στή Σχολή, στό δεύτερο ἔτος, μέ εἶχε πιάσει ἕνας περίεργος καταναγκασμός. Μέ εἶχε πιάσει μόνο γιά μιά μέρα, τήν ἡμέρα τῶν ἐξετάσεων. Μέ τό πού μπῆκα στό ἀμφιθέατρο, ὑφάρπαξα ὅλες τίς καίριες σκέψεις μου καί ἄρχισα νά μπουμπουνίζω ἄφθογγος. Δέν ἐπρόκειτο γιά κάποιον στωμύλο ἐσωτερικό μονόλογο. Τό μόνο πού ἔκανα, ἦταν νά προφέρω ἀπό μέσα μου, κάθε λίγο, καί ἀπό ἕνα «μπούμ». Ὄχι μπάμ καί μπούμ· μόνο μπούμ! Γέμισε τό ἀμφιθέατρο μπουμπουνητά. Μπουμπούνιζα ἄστομος μέσα σέ μιά περίεργη ἀκοινωνησία.
22. Cottura 8 minuti. Κι ὅταν γαβγίζουν τά σκυλιά πάντα τρομάζω. Ξέρω πώς στήν αὐλόπορτα τοῦ γωνιακοῦ σπιτιοῦ, τό ξέρω κάθε φορά, πώς εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγαλόσωμος σκύλος. Τό ξέρω γαμῶ τήν πουτάνα μου, καί κάθε φορά πού περνάω ξαφνιάζομαι καί τινάζομαι ἀπό τή θέση μου. Πλήρης φόβου. Ἄμ τό ἄλλο. Πάω νά βράσω μακαρόνια. Cottura 8 minuti. Ἐντάξει. Ρυθμίζω τόν χρονομέτρη (ἕναν πού ἔχω, σέ σχῆμα μάγειρα) νά κουδουνίσει στά δέκα λεπτά. Μετά, ἀνακατεύω τά μακαρόνια, μόνος μου στό σπίτι, λαθραῖος ὅπως πάντα καί ἀσημείωτος, ὥσπου αἰφνιδίως, σημαίνει ὁ «μάγειρας» τή λήξη, κι ἐγώ τρομάζω, ἀνασκιρτῶ. Τί ἔκανα; λέω ἀπό μέσα μου. Μᾶς πιάσανε! Κι ὅμως, ἀληθινό. Ἀλλά ἐγώ ἐκεῖ, ὁ λιονταρόψυχος, θά συνεχίσω νά βράζω τά μακαρόνια μου. Μόνος, παρατυχών στήν ἄδεια κουζίνα, ἄδεικτος, σκεφτόμουν ἄνευρα ἐν κρυπτῷ. Ψιθύριζα κατ’ ἰδίαν τά θέματά μου καί ἔξαφνα θορυβήθηκα. Ἄηχος ἤμουν καί μέ αἰφνιδίασαν μέ σκαστό φιλί. Μέ τρόμαξαν. Πάντα μέ τρομάζουν. Πόσο κοντά εἶναι ὁ ἄλλος!
23. Ἐσωτερικός, χωμένος μέσα μου, μαγκωμένος στά σωθικά μου, τόσο πού δέν ὑποπτεύομαι τή μέριμνά μου.
24. Καμιά φορά σκέπτομαι ὅτι δέν ἀπέχω πολύ ἀπό τό νά κάνω καταγέλαστα πράγματα. Καμιά φορά τρομάζω μέ τή σκέψη ὅτι θά μποροῦσα νά εἶμαι κάποιος ἄλλος. Κάποιος πού δέν θά ἤθελα νά εἶμαι. Θά πέθαινα ἀπό ντροπή ἄν ἔκανα ὁρισμένα πράγματα. Φανταστεῖτε νά ἔλεγα αὐτά πού λένε μερικοί. Θά ἤμουν ἐγώ πού θά τά ἔλεγε! Φανταστεῖτε, νά στεκόμουν δίπλα σέ μιά ὡραία ἄγνωστη κυρία μέ θαυμάσια βυζιά, καί κατ’ εἰσήγησίν μου, νά τά ἔπιανα ξαφνικά. Σάν νά ὑπάρχει μιά συνέχεια ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού εἶμαι καί σ’ αὐτό πού δέν εἶμαι. Πῶς νά τό πῶ; Ἀνήκων εἰς ἄλλον ἑαυτόν, ἀπαντώμενον ἀλλοῦ. Εἶμαι ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, κατ’ ἀμοιβαίαν ἐπήρειαν. Εἶναι ἀλήθεια, ἔχω ἐπηρεαστεῖ βαθιά ἀπό αὐτό πού δέν εἶμαι. Ἀπό ἐκεῖ, ἀπό ἐκεῖ πού δέν εἶμαι, συχνά ἔρχομαι, φθάνω ἀλλεπάλληλος κι ἀπανωτός, κατά κύματα. Φθάνω συνεχῶς. Γρήγορα ὅμως παίρνω τέλος. Τί νά πῶ; Δέν εἶμαι. Εἶμαι καί δέν εἶμαι.
25. Θέλω νά λύσω τή ζώνη μου, νά βγάλω τά παπούτσια μου καί τίς κάλτσες, νά ξεκουμπώσω τά κουμπιά μου. Νά γυμνητεύσω λάσκος καί λάου-λάου νά χωθῶ μέσα στή λάουρα.
26. Δέν θέλω νά σαραβαλιάσω μακριά ἀπό τίς ἀξίες τῆς ζωῆς, δέν θέλω νά γίνω νερολεκές στήν ἄκρη τῆς πόλης.
27. Μέσα στήν ὄρχηση, στό γλέντι καί στό φαγοπότι, σέρνω μαζί μου ἕνα σοβαρολόγημα, τό σέρνω σάν κρυολόγημα καί δέν μπορῶ νά τό μοιράσω.
28. Πάει καιρός πού εἶμαι κρυολογημένος. Ἔχω ρίξει κάτι πάνω μου γιατί ἔχω ρίγη. Κόλλησα στόν ἑαυτό μου καί ξεκολλημό δέν ἔχω. Καθόμαστε τά δυό μας ἐδῶ σ’ αὐτό τό ὄμορφο πλάτωμα καί περιμένουμε. Βολέψαμε τό κῶλο μας στό κοίλωμα τοῦ βράχου καί δέν λέμε νά ξεκαμπίσουμε. Τί ὡραῖα πού εἶναι ἡ ἀνόργανος ὕλη. Κι αὐτή δική μας εἶναι. Ἡ θάλασσα, μιά νεκροθάλασσα εἶναι, μέχρι νά μᾶς θαλασσώσει. Καί ἡ λίμνη, στεκούμενα νερά εἶναι, μέχρι νά μᾶς βαλτώσει. Κι ὁ οὐρανός ἀμολητός εἶναι, συνήθως καλοσυνεύει, μέχρι κι αὐτός νά μᾶς βουρκώσει.
29. Ὡραῖα θά ἦταν τά εἰσιτήρια στήν ἀνάποδη νά ἦταν καί ἐξιτήρια. Τό παντρολόγημα νά ἦταν καί χηρεία. Καί αὐτά πού εἴπαμε, νά διαρκέσουν, ναί, χωρίς ὅμως νά τηρηθοῦν. Ἡ πολυανθρωπία γεννάει τόν διαγκωνισμό. Νά ἀραιώνουν πού καί πού οἱ τάξεις τῶν ἀνθρώπων, νά μήν ραμφιζόμαστε συνεχῶς μεταξύ μας, καί μιά δράκα ἀπό δαύτους νά μείνει μόνη, νά δοκιμάσει τή φιλαλληλία καί τό γλυκοθώρημα. Χθές τό βραδάκι ζαλίστηκα λίγο πίνοντας λικέρ σ’ ἕνα καφενεῖο. Ἤπια κάμποσα γκράν μαρνιέ. Ἤμασταν ὅλοι μαζί καί συζητούσαμε. Λέγαμε διάφορα. Ὁ καθένας καί τό δικό του. Καί ἤμουν ἐλεύθερος καί εὑρηματικός. Κι ἐνῷ πάντα μοῦ ἄρεσε νά μειονεκτῶ, νά προστυχαίνω τήν ἀξία, νά μένω ἀσυμπλήρωτος καί νά ψευτίζω τή κεφαλαιώδη σημασία, νά ἀφήνω κενά καί νά ἔχω ἐλλείψεις, μέ ἑλκύει ὁ ἐβραϊσμός. Εἶναι δυνατόν «ἕνα ξεχείλωμα τοῦ κοινοτικοῦ βίου, μιά παραφωνία στόν ὁρίζοντα τῆς καθολικότητας» νά θέλγεται ἀπό τά λόγια των ραβίνων κι ἀπό τίς γενειάδες τους; Ἔτσι, σιγά-σιγά, πέρασα ἀπό τήν σύννοια στήν εὐθυμία. Ἔνιωσα ξαφνικά τήν ἀνάγκη νά μᾶς φέρουν νά φᾶμε λουκούμια. Ὡραῖα λουκούμια, λικέρ καί πολλά κρύα νερά. Κάτι ἐπιπολάζει στό βάθος τῶν πραγμάτων καί πετάγεται σάν χαρωπή ἀναποδιά. Ἐγώ εἶμαι, πιάστε μέ νά σᾶς χαρῶ! Δέν μπορῶ νά ξεκινῶ σάν γίγας τοῦ πνεύματος, δέν ἔχω πράγματα νά διατρανώσω, προτιμῶ νά νιώσω παχύσωμος μέ ἕνα λουκούμι στό στόμα. Κι ἄν πάνω στό τραπέζι μέ τά λικέρ καί τά λουκούμια, ἔπεφτε μέ πάταγο ἡ πεμπτουσία, ἐγώ θά τήν παράταγα ἀμέσως ἄν ἤξερα ὅτι πηγαίνοντας στή τουαλέτα τοῦ μαγαζιοῦ θά μποροῦσα νά γαμήσω μιά νόστιμη γυναῖκα ἤ μιά μικρή ἀναίσχυντη. Θά τήν παράταγα τήν πεμπτουσία καί θά συνέχιζα τόν γλυκασμό μέσα στήν ὀπλασκία. Θά ἔμενα ἐκεῖ, στήν τουαλέτα, νά κουνιέμαι μέχρι νά ψυχαλιστούν τά οὐραῖα ψαχνά τῆς ἀναίσχυντης δεσποινίδος. Μετά θά ἐπέστρεφα καί θά ρώταγα μέ ὕφος στενοχωρημένου ξεφαντωτή, τί ἔγινε, ἄν ὁ μαλάκας ὁ στρατηγός ἄφησε κάτι. Ὄχι, δέν ἦταν τελικά τίποτα, ἔπεσε ἁπλῶς μιά κουδουνίστρα ἀπό τό ταβάνι, τσάμπα τρομάξαμε.
30. Ἔφθασαν τέσσερα λικέρ γιά νά ζαλιστῶ. Χωρίσαμε μέ ἱκανοποίηση καί βρέθηκα νά περιφέρομαι μέ τό ἁμάξι στό κέντρο τῆς Ἀθήνας. Ἔκοβα βόλτες μέ τή κοῦρσα σέ κεντρικούς δρόμους τῆς Ἀθήνας. Ἦταν ἀργά τό βράδυ καί ἡ κίνηση ἐλάχιστη. Ὡραῖα πού ἦταν! Μέ τό ραδιόφωνο ἀνοιχτό νά παίζει τραγούδια. Τά τραγούδαγα κι ἐγώ καί προχωροῦσα. Σουλάτσαρα ἀργά τό βράδυ στούς ἔρημους δρόμους τῆς Ἀθήνας, μέ σκονισμένο το παρμπρίζ καί ζαλισμένος ἀπό τά λικέρ. Δευτέρα ἦταν. Τέτοια ὥρα ἦταν πού βρῆκα τά κόκκινα φανάρια τῆς πόλης χρήσιμα. Δέν βιαζόμουν, μοῦ ἄρεσε νά σταματῶ στά φανάρια. Ποιός θά δεῖ τό κόκκινο φανάρι ἔξω ἀπό τή Βουλή, ἀργά τό βράδυ στήν Βασιλίσσης Σοφίας, καί δέν θά σταματήσει νά χαρεῖ τό τοπίο; Πέρασα φουλαριστός, μέ τά ζαλισμένα μάτια μου ἀπό τή πλατεῖα Συντάγματος καί σταμάτησα στό φανάρι τῆς Βουλῆς. Ἤμουν τό μόνο ἁμάξι πού περίμενε. Θά μποροῦσα νά περιμένω κι ἄλλο. Ἔγειρα γιά λίγο τό κεφάλι στό πλάϊ, ἀκούμπησα τόν ἀγκῶνα μου στό παράθυρο, κοίταζα καί περίμενα νά γίνει τό φῶς πράσινο. Νά γίνει πράσινο γιά νά πάω ποῦ; Πάει καιρός, σχεδόν δέκα χρόνια τώρα, πού δέν φοράω στενά ροῦχα. Μοῦ ἀρέσουν τά μπόλικα ροῦχα. Θέλω νά εἶναι ὑφασμάτινα, εὐρύχωρα καί τά παντελόνια νά ἔχουν τίς τσέπες πλαγιασμένες. Νά χώνω μέσα ἐκεῖ τά χέρια μου καί νά μπορῶ νά παίρνω μιά στάση ὀλιγωρίας μέσα στήν ἐπιμέλεια. Μπορῶ νά φανταστῶ τή δυσάρεστη ἔκπληξη πού θά δοκίμαζα ἄν ἡ προχωρημένη νύχτα χανόταν, τό ἀμείλικτο ξάφνιασμα πού θά ἔνιωθα ἄν ὅλα πλημμύριζαν μέ τήν εἰλικρίνεια τοῦ ἠμερινοῦ φωτός, ἄν ὅλο αὐτό τό φάρδεμα μπροστά μου χανόταν καί γινόταν μιά λωρίδα μέσα στήν ἡμερήσια διάταξη. Γαμῶτο μου, στενεύει ὁ κόσμος. Σουλάτσαρα γιά λίγο ἀκόμα στήν Ἀθήνα. Πρέπει νά ὑποχωρήσει λίγο αὐτή ἡ γλάρα καί νά ἀρχίσω νά διακρίνομαι στό βάθος, νά φανῶ νά ἔρχομαι κοντά. Πρέπει νά γίνω ντόπιος. Τώρα δέν εἶμαι ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ. Εἶμαι χάζεμα ἐν παντί τόπῳ.
31. Ποια εἶναι ἡ θέα ἡ δικιά μου; Ὑπῆρξα δροσερός, νωπός, ἀλλά δέν μάζεψα στίς ἀκροποταμιές χλωρά λουλούδια. Δέν βρέθηκα ποτέ συντροφιά μ’ ἕνα ξαποσταμένο παπποῦ νά ψαρεύω σέ λιμάνια, ποτάμια ἤ λίμνες. Δέν μοῦ διηγήθηκαν λυσιτελῶς μιά ἱστορία τοῦ κόσμου. Δέν ἔπαιξα μέ τόν σκύλο πού δέν εἶχα σέ αὐλές σπιτιῶν. Δέν χώθηκα ξένοιαστες Κυριακές σέ κρεβάτια φαιδρά. Δέν ἔλαβα συγχαρητήριες ἐπιστολές. Ἤμουν πάντα μιᾶς ἄλλης γνώμης. Δέν ὑπῆρξα γιός ναυάρχου, δικαστή ἤ κυβερνήτη. Δέν ἔμεινα ὅμως καί ἀδιοίκητος. Δέν ζωγράφισα, δέν τραγούδησα, δέν ἔγραψα. Δέν ἀγάπησα δασκάλους. Ἔτρωγα κάθε πρωί στό δρόμο γιά τό σχολεῖο τά σκονισμένα καί κουτσουλισμένα μαῦρα μούρα. Ἤμουν ἕνα πρόχειρο σκίτσο, δέν ἔγινα ποτέ ἀνάγλυφος. Νομίζω πώς μοῦ ἄρεσαν οἱ νερομπογιές, οἱ ἄγαρμπες γενικές γραμμές. Δέν μέτρησα τ’ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί δέν ὀνειρεύτηκα τή ζωή μου. Τή νύχτα διπλώνομαι ἀκόμα, διπλώνομαι γύρω ἀπό τό παιδικό μου τσάκισμα καί ἀποσώζομαι. Ἔπαιξα ὅμως πολύ. Κυρίως ἔτρεχα. You have to keep running. Ἔτρεξα μέ ποδήλατα, κυνήγησα φίλους καί κυνηγήθηκα. Δόντια μοῦ ἔσπασαν ἀπό πτώσεις σέ πλακόστρωτα. Μέ κυνήγησε μιά φορά κι ἕνα γαϊδούρι. Ἦταν ξαμολημένο στή μέση τοῦ δρόμου· κοιταχτήκαμε στά μάτια καί μετά ἄρχισε νά μέ κυνηγάει, ἐλίγδην, κάνοντας μέ σβελτάδα στροφές στά σοκάκια τῆς μικρῆς πόλης. Πῆρα μεγάλη τρομάρα. Γλίτωσα ὅμως. Εἶχα σφεντόνα τρομερή καί μιά φορά ἔβαλα τό κεφάλι μου ὅλο στό φοῦρνο τῆς γειτόνισσας. Βγῆκα μέ καψαλισμένα τά μαλλιά καί τά φρύδια. Ἔκλεψα πράγματα, μπῆκα σέ ξένους κήπους, πείραξα τά ζῶα. Μιά φορά μάλιστα ἔθαψα σ’ ἕνα ἀμμόλοφο τίς κότες τῆς γειτόνισσας μέχρι τό κεφάλι. Κοίταξα κρυφά τό βράδυ τό ἐσωτερικό τῶν τάφων. Ξεπόρτιζα, ἔφευγα, γλιστροῦσα μέσα ἀπό χαραμάδες. Χώραγα παντοῦ, ἤμουν λιγοστός. Ἐπισκέφτηκα σφαγεῖα μεγάλων ζώων, κάπνισα, γκρεμοτσακίστηκα. Σκότωσα βατράχια, ἀναποδογύρισα χελῶνες, ἔπαιξα μέ τά κύματα τῆς θάλασσας, ἔτρεξα μέ τό ποδήλατο σάν δαιμονισμένος σέ ἐπικίνδυνες κατηφόρες. Ἔκανα σέξ· παιδί γυμνό, φιλάσθενο, σύρριζα κουρεμένο, πού ὅταν φόρεσε ξανά τά κοντά παντελονάκια, ἔφυγε δρομαίως μέ τό μυστικό. Φίλαγα τά χέρια τῶν παπάδων. Αὐτά.. ἐν ὀλίγοις, τά γνωστά. Ἔτρεξα μ’ ὅλη μου τή δύναμη κάτω ἀπό τή βροχή γελῶντας μέ τή καρδιά μου. Ἔτρεχα, πάντα ἔτρεχα μ’ ὅλη μου τή δύναμη, ἔτρεχα συνεχῶς, ἔπεφτα καί μετά σηκωνόμουν. Περνοῦσα ὧρες ὁλόκληρες ξεκολλῶντας μέ εὐχαρίστηση τό ξεραμένο αἷμα ἀπό τά γόνατά μου. Αὐτά, τά γνωστά κι ἐγώ. Δέν λέω, ἦταν καλά. Ὅταν ἤμουν ἔξω, ἔξω ἀπό τό σπίτι, δέν ἔχει σημασία πού, εἶχα λιλιά καί εἶχα καί λαλιά. Ἀρκεῖ νά ἤμουν ἔξω. Μέσα στό σπίτι, στίς αἴθουσες τῶν σχολείων, μέσα σέ μεγάλα καθιδρύματα, λιγόστευα κι ἄλλο. Λιγνό, χαρούμενο καί λιόλουστο παιδί πού λιγόστευε καί καμιά φορά γινόταν τσιμουδιά. Κάπως ἔτσι ξεκίνησα νά βλέπω τόν κόσμο. Αὐτό πού δέν πρόσεξα ποτέ ἦταν τό μικρό μου τσάκισμα. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι νά ἀρχίσω νά τό προσέχω κι ἄλλα τόσα μέχρι νά ἀρχίσω νά διπλώνομαι γύρω ἀπό αὐτό. Κάπως ἔτσι ξεκίνησε μιά θέα τοῦ κόσμου· κάπως ἁπλόχωρη κι ἀψήφιστη, γιά νά στενέψει μετά καί νά γίνει ἁπλῶς μιά ὡραία βεράντα μέ θέα. Ἔμεινα μέ τό δικό μου ἀντιβούισμα, συντροφιά μέ τό δικό μου ἀντιμάμαλο, συντροφεύγοντας τόν ἑαυτό μου. Ἄραγε ξέρουν τά ψαράκια τοῦ ἐνυδρείου τί χάνουν; Ξέρουν πόσο νερό καί τί ἀψήφιστη ἁπλοχωριά φτιάχτηκε γι’ αὐτά; Αὐτό σκέφτομαι κάθε φορά πού τά βλέπω νά ταξιδεύουν ἀσταμάτητα, πέρα δῶθε, μέσα στό ἐνυδρεῖο, ἐξαπατημένα μέσα σ’ ἐκεῖνον τόν παραχαραγμένο ὠκεάνειο βυθό.
32. Αὐτά…, τά γνωστά. Ὅπως ἔλεγε παλιά καί τό ἀδερφάκι μου: «The first thing you’ll probably want to know is where I was born, and what lousy childhood was like, and how my parents were occupied and all before they had me, and all that David Copperfield kind of crap, but I don’t feel like going into it» (J. Salinger). Ἀλλά, τί νά κάνουμε; Ἕνα ψέμα, ὅτι ὑπάρχει καί τώρα, γιά μᾶς πού δέν μποροῦμε νά κυκλοφορήσουμε οὔτε σ’ ἕνα συνταγογραφημένο κόσμο, μία θεαματική ἔξοδος. Ὅτι δέν εἶναι ὅλα ἕνας κατοικίδιος κομπασμός. Νά δείξουμε τό πουλί μας. «Πρόσεχε, εἶναι ἐπικίνδυνα ἔξω». Κι ὁ Κλίντ Ἴστγουντ ἀπάντησε: «πάντα ἔτσι ἦταν». Νόμιζα πώς ἤμουν μιά ψυχή for its own sake, μιά ἀμίλητη ἐσωτερική διακινδύνευση, μιά δολιοφθορά σ’ ἕνα προστατευμένο κόσμο. Δέν εἶναι ἔτσι. Ἁπλῶς εἶναι ἐπικίνδυνα ἔξω. Πιό ἐπικίνδυνα ἀπό ποτέ. Τό εἶπε ὁ Κλίντ. Καλύτερα νά μπαμπακιάζω μέσα καί νά περιμένω. Νά περιμένω νά σβηστοῦν τά ἀρχεῖα, νά χαθοῦν τά εἰσιτήρια, νά σταματήσουν νά λειτουργοῦν τα μέσα μεταφορᾶς καί οἱ χῶροι ὑποδοχῆς, νά κοιμηθοῦν οἱ νυχτοφύλακες, νά χάσουν τό δρόμο τους τά περίπολα.
33. Κάπως ἔτσι ξεκίνησα. Ξεκίνησα λιόλουστο παιδί, μικρός ἰνδιάνος καί κατάφερα νά γίνω ἀραχνιασμένος Λούκι Λούκ. Ἀποκοιμήθηκα κάμποσες φορές μεμαρασμένος σέ κάποιον ἀχυρῶνα δίπλα σέ καβαλίνες. Μ’ ἕνα στάχυ στό χέρι ἀκκιζόμουν, παρίστανα τή παράφορη ζωή τοῦ μονάκριβου καί πεφιλημένου ἑαυτοῦ. Πόσο μοῦ ἄρεσαν καί πόσο μοῦ ἀρέσουν αὐτές οἱ μετοχές τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου. Διπλασιαζόμουν στήν ἐπανάληψη. Κόπασα, ἐγώ ὁ κοντοτιέρος, προτίμησα τήν ἀσφάλεια τῶν τριανταφυλλότοπων.
34. Τήν δωδεκάτην ὥραν, τότε κουδούνιζα. Ἐμφανιζόμουν σάν φρεσκοκομμένο χρονολογικό λάθος. Νά’ μαι κι ἐγώ! Τώρα πού τελείωσε ἡ γιορτή, τώρα ξεκινᾶ ἡ πραγματική χρονοτριβή. Ἤμουν πάλι μόνος, ἕνα μετέωρο στιγμιότυπο πού ζήταγε τή διάρκεια μέσα στή παύση. Τήν ὑστάτην ὥραν. Μέσα στήν διάρκεια ἤμουν ἐκτός, ἕνα ἀφημένο εἰδώλιο στό χῶρο. Τό σῶμα μου ἀποτελοῦσε ἐξαίρεσιν. Ἤμουν ἐγώ καί οἱ ἁπαξάπαντες. Ἤμουν φάλτσος, παράτονος· ἀλλοῦ τ’ ὄνειρο κι ἀλλοῦ τό θαῦμα. Δέν μποροῦσα νά προχωρήσω μέσα στή διάρκεια, νά διαδοθῶ, νά αἰσθανθῶ σύσσωμος μέσα στή σκηνοθεσία τῆς χαρᾶς, νά ἀπαρτισθῶ μέ τούς ἄλλους, νά λυθῶ. Ἤμουν ἐγώ, ἅπας, ἀπαριθμημένος διεξοδικά μέσα στό σῶμα μου. Μπορῶ νά μέ δῶ νά ξεκουράζομαι σέ παγκάκια· βλέπω τό σῶμα μου νά ἐπιπλέει ἀπίκραντο, ἐλεύθερο καί ἀβαρές στήν ἁπαλή θάλασσα· μέ βλέπω νά σκύβω λυπημένο γιά νά μαζέψει τή τυρόπιτα πού τοῦ ἔπεσε, μέ βλέπω νά περπατάω τό καλοκαίρι ἡμίγυμνο, ἄλκιμο στή προκυμαία τοῦ λιμανιοῦ κοιτῶντας τίς βάρκες, μπορῶ νά μέ δῶ φουριόζο νά κυνηγάω τρένα καί λεωφορεῖα, μπορῶ νά δῶ ἀκόμα τό σῶμα μου νά χιμά στόν ἄδικο ἄνθρωπο καί νά τόν χτυπᾶ, μέ βλέπω νά τουρτουρίζω στό κρύο, νά ἐξαντλοῦμαι, νά γίνομαι ἄτονος, νά χάνω τίς δυνάμεις μου… κι ὅλα νά εἶναι ταιριαστά. Νά εἶναι τό σῶμα μου ἄφθονο. Ἡ σχεδιασμένη διάρκεια ὅμως ἦταν ἀνυπόφορη. Νά μιλῶ καί νά δευτερολογῶ μέσα στήν καθιερωμένη πολυανθρωπία, δέν ἦταν τό καλύτερό μου. Περίμενα τίς παύσεις τῆς ἐπίσημης διάρκειας γιά νά γίνω μίλημα δικό μου στήν ἄκαιρη ἐπί τέλους ὁμιλία, ξεχειλωμένος πάλι, χαρούμενο φωνῆεν πού ξεφαντώνει σέ δικές μας ντοπιολαλιές. Νά γίνω ἄφθονος. Τήν δωδεκάτην ὥραν κουδούναγα. Ἔτσι ἔχασα τή διάρκεια τῆς ζωῆς μου. Ἔχασα τή σοβαρότητα καί κέρδισα τή θλίψη.
35. Να σᾶς πῶ ὅλα ὅσα εἶδα. Γιά πόλους, ἰσημερινούς καί μεσημβρινούς, γιά βόσπορους καί ὠκεανούς. Ἀφιλόξενες ἀμμουδιές καί ἀπότομες ἀκροποταμιές. Θά σᾶς μιλοῦσα γιά τά νερά πού εἶδα. Θά σᾶς ἔλεγα γιά ἐντυπωσιακές κατεβασιές ὑδάτων. Γιά βράχους πού δάκρυζαν, γιά κρυμμένα στόμια πού ἀνέβρυζαν πηγαῖον καί ρέον ὕδωρ. Ναί, ἤδη φθέγγομαι χειμαρωδώς. Θά ἀποσφράγιζα τό στόμα μου καί θά συνέχιζα μέσα σέ παρεκβάσεις καί δευτερολογίες νά μιλῶ γιά χαμένους ναούς σέ ὄμορφες βουνοπλαγιές. Πῶς κάποτε γλίστρησα ἀπό κάποια ἀκρώρεια μιᾶς ἄγνωστης κορυφογραμμῆς καί βρέθηκα γλυκοφίλητος εἰς τάς ἀγκάλας νεαρῶν κοριτσιῶν. Καί χιλιάδες ἄλλα πράγματα, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Γιά ἐξωτικά καί ἀρωματικά φυτά, γιά πολύχρωμα ὑφαντά, γιά ὅ,τι τέλος πάντων ἔκανε τήν οἰκουμένη νά φουντώσει. Καί γιά τούς ἀνθρώπους βέβαια. Γιά τά πάτρια ἤθη καί ἔθιμά τους, γιά τά βασίλειά τους. Θά φανέρωμα καί θά διέδιδα τό σύμπτωμα τοῦ κόσμου. Θά μετέδιδα ἄγνωστες μουτσοῦνες ἀνθρώπων, τό συνοφρυωμένο μέτωπο γιγάντων, τή λεβεντιά μικρῶν ἀγοριῶν, τά στήθη παλιοκόριτσων. Θά ’φερνα σ’ ἕνα μπουκαλάκι θαυματουργές σταγόνες ἀπό ἀχνούδωτες νταρντάνες τῆς ἀνατολῆς. Θά μάλλιαζε ἡ γλῶσσα μου μ’ ὅλες τις πλεξοῦδες καί τούς βοστρύχους τοῦ κόσμου. Δέν θά μποροῦσα νά μιλήσω παρά μόνο ὑφαρπάζοντας τόν ἴδιο μου τόν λόγο γιά νά παρενθέσω προεισαγωγικῶς νέα λόγια, γιά νά ἐπαναλάβω τή ζῶσα μου φωνή. Προσπαθῶ νά ὑπαγορεύσω τό διαθρύλημα πού θά τιμᾶ τό βίωμά μου. Εἶμαι ὅμως λίγος. Δέν ἔχω πλούσια καί μυθώδη ζωή. Κουβάλησα ὅμως ὅλα τά χρώματα πού βρῆκα γιά νά ζωγραφίσω τή προκοπή μιᾶς ἀμυδρῆς ζωῆς. Μένω ἐδῶ. Ἐφεδρεύω σέ κάθε ντοκιμαντέρ πού βλέπω, παραφυλάσσω τό ρόλο μου σέ κάθε ἱστορικό μυθιστόρημα. Μεθίσταμαι, διαδύομαι πανταχοῦ. Σύν τῇ φωνῇ καί ὁ Λάζαρος. Χάζεμα ἐν παντί τόπῳ. Ἀγκαλιάζω μέ τό μάτι τό διορισμό μου. Παρακάθημαι ἀσθενικός σέ ἀναμμένες ζωές ἄλλων. Ἐπικάθημαι εἰς τόν κράββατον τοῦ Καραϊσκάκη, μπορῶ! Ὀλίγον ἄπατρις, ὀλίγον ἄζηλος, ὀλίγον ἄπολις…
36. Ὁ ἐπιτάφιος λόγος μέ τόν ἀπαγγελτικό του τόνο εἶναι μέρος τῆς ὑποτιθέμενης ζωῆς. Ξεκουμπιστήκαμε κι ἔφτιαξαν πίσω μας ἕνα ρῖγος συγκινήσεως, μιά λυρική ἔξαρση. Ἐκεῖ πού προχωρῶ μέ τό ποδήλατο, πρέπει νά δοκιμάσω νά κάνω μία σούζα, μιά ὀρθοπεταλιά. Κάτι νά σηκωθεῖ τέλος πάντων, νά φύγει πρός μιά ὑποτιθέμενη ζωή. Δέν μπορῶ νά κατέβω ἀπό τό ποδήλατο, δέν μπορῶ νά συναντήσω παρά μόνο τή κερδώα ὄψη πού τόσα χρόνια ἔχω ἐπιμεληθεῖ. Συνήθως τά λόγια μου εἶναι σημαιοστολισμένα, διέρχομαι ἔφιππος τόν κόσμο. Μιλάω σάν ἐξαγώγιμο προϊόν. Ντύνομαι τό λόγο. Κι ὅταν ἐκλέγω τίς σωστές λέξεις, εἶναι σάν νά ξεμπουκάρω ξαφνικά ἀπό μία κρύπτη. Δέν μποροῦμε νά γιορτάσουμε, παρά μόνο μέσα στό σύμπτωμα τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ἡ ἀξία μας. Νά σοῦ πῶ πώς φτιάχτηκα; Καί τί θά τό κάνεις; Πᾶμε ὅπως πᾶμε, κινούμαστε, θορυβοῦμε. Τό ποίκιλμα εἶναι γλύτωμα καί ἀπολησμονιά. Φαντάζομαι τόν ἄνθρωπο πού τά ἔχει ὅλα: ὁλόγυμνος, νά τρέχει κρατῶντας στόν κόρφο του τή μινιατούρα τοῦ ἑαυτοῦ του. Παρδάλισε κάπως τήν ἀφεντιά σου, κούνα τόν ἑαυτό σου νά φανεῖς. Ἡ ζωή δέν ἔχει φύγει στιγμή ἀπό τήν ἀξία, ἀπό τήν παράσταση μιᾶς ζωῆς. Γέρικα, μισότυφλα σκυλιά, πού λιάζονται δίπλα σέ κυδωνιές, γωνιές, καί κλῖνες καί βρῦσες. Μιά βόλτα καί κάποιες σκέψεις στή μέση τοῦ ἀπογεύματος. Ὁ,τιδήποτε! Ὅ,τι θέλετε σκεφτεῖτε. Μιά φούντα καί μιά κυλίστρα εἶναι ὅλα ὅσα ἔχουμε. Καί οἱ ἥρωες τοῦ Jack Daniel’s, μέ τά πόδια πάνω στή κουπαστή τῆς βεράντας νά κοιτοῦν πέρα, μακριά, τό σύννεφο σκόνης πού σηκώνεται. Κάτι νά σηκωθεῖ ἀπό χάμω, κάτι νά φύγει, κάτι νά παρασταθεῖ. Κάτι νά σωθεῖ. Μέσα στό σύμπτωμα εἴμαστε ἐπί τέλους ἐπικεφαλείς, ζοῦμε τή διατράνωση τοῦ ἑαυτοῦ, εἴμαστε τό τρανόν δεῖγμα τῆς ζωῆς μας. Φοβᾶμαι πώς ἄν χάσω τήν ἐπιμέλεια ὅλα θά ἐπιδεινωθοῦν. Θά ἀποκτήσω θνησιμαία ὄψη καί δέν θά μπορῶ πλέον νά θρασύνομαι. Νά φροντίζω τήν αὐθάδεια τῆς ζωῆς μου. Νά πείσω τόν ἑαυτό μου νά συνεχίσει τήν ἐπιμέλεια τῆς κερδώας του παράστασης. Κι ἐκείνη ἡ ἐσχατιά, πού τώρα βλέπω τά πισινά της, θά γίνει μιά γλυκιά ἀνημποριά. Στόν κόσμο ἤρθαμε γιά νά κρεμάσουμε τήν κουρτίνα μας. Ἐγώ, ἀντί νά τήν κρεμάσω, κυκλοφόρησα περιτυλιγμένος, γυρισμένος, κοσμογυρισμένος· μιά ἀνίσχυρη, σχεδόν ὑπογλώσσια βιογραφία. Ἕνα δυό πιαστράκια ἴσως τά πέρασα.
37. Καί ἡ γραμμένη σοφία, ὅταν δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα πρωτοκολλημένο ἐπεξήγημα τοῦ κόσμου, ἀλλά ἐπίδικο θέμα στίς ζωές, ἀκούγεται τότε σάν τό παραπονιάρικο κλαψούρισμα τοῦ καταπτοημένου. Κάποιος ἀπερχόμενος πρωτοστατεῖ ὑπέρ τῶν ἀλησμόνητων. Ἄς πάρει τό κερί του, πού φυλάει ἀναμένο στή φούχτα του, κι ἄς γίνει πολυχρονεμένος. Μπουρμπουλῆθρες μέ τό καλαμάκι ἔκανα ὡς συνήθως, ἀνάδευα τό ἐναιώρημα τοῦ μελάτου ἑαυτοῦ μου, ὅταν ξαφνικά μέ κύκλωσαν ἀπειλητικά τά γραμμένα χνάρια. Δέν συμφωνήσαμε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι θά μιλήσουμε ἔτσι, κλητεύθηκε ἡ σοφία ξαφνικά. Πρός τί αὐτή ἡ πρόσκληση; Τόν ἄκουσα νά λέει αὐτά τά λόγια καί αἰσθάνθηκα ὅτι μοῦ μιλοῦσε ἕνας ὠχρός τιτουλάριος. Ἦταν σάν νά λεκιάστηκε ὁ προφορικός λόγος.
38. Νά κυλήσω μέ τό πλοῖο μέχρι τήν ἀποκάτω ἤπειρο. Κατηφόρα εἶναι, θά γλιστροῦσε καί μέ σβηστές τίς μηχανές. Θά ἔβρισκα κατάλυμα σ’ ἕνα ὡραῖο παλαιό ξενοδοχεῖο μέ πανοραμική θέα. Θά ἦταν παλαιό, μέ βαριά ἀποικιακή διακόσμηση, μιά εὐρωπαϊκή καύχηση πού ξεκουράζεται στίς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μιά ὡραία αὐταπάτη, ὅτι μέσα στό ἀφρικανικό καῦμα θά σταμάταγε ἡ ἐργασία μας. Καί τό πρωί, καπνίζοντας καί πίνοντας καφέ στή βεράντα, θά γινόμασταν ὅλοι βουτήματα μέσα στήν ἀργοπορία τοῦ ἀφρικανικοῦ τοπίου. Ξένος, μ’ ἕνα ρόλο γεμᾶτο ψέματα, θά ἔστρεφα τό βλέμμα μου στόν διπλανό μου. Ἴσως ἕνας Γάλλος πολυίστωρ παλαιοντολόγος, μιά ξανθιά γερμανίδα μέ θολά γαλανά μάτια, ἕνας ρῶσος πού δέν θά δυσκολευόταν νά δειγματίσει την ἐθιμικότητά του. Κι ἐγώ, Ἕλλην μιᾶς ἄγνωστης ἐντοπιότητας. Τί κάνουμε ἐδῶ ὅλοι ἐμεῖς; Ἤρθαμε μαζί μέ τήν πρωτιά μας; Τί εἴμαστε, χουζουρλῆδες πού ἦρθαν νά ξεχειλίσουν στήν Ἀφρική; Φέραμε τά σιντριβάνια; Ἡ ἐκζήτηση, ἡ ἀργόσχολη ἀνευθυνότητα, ἡ ἐκθήλυνση τῶν συναισθημάτων, ἡ εὐσυγκινησία, τό πένθος, ἡ κομψότητα, οἱ ἀπολαύσεις συνιστοῦν τρυφηλές παραφυάδες τοῦ θεμέλιου λίθου; Ὁ ὀλόλιθος πού χορταριάζει; Μέσα στή τρυφή καλλιεργεῖται ἕνα εἶδος πανοπτικής θέασης πού τονίζει τήν ἀχρησία τῶν πραγμάτων. Ἡ ραστώνη καί ἡ ἐκλέπτυνση στρογγυλεύουν τά πράγματα· ἔτσι, ἄν τά πιάνει κανείς, εἶναι γιά νά τά χαϊδέψει, νά τά ἀφήσει νά κυλήσουν. Δές πῶς αὐτός ὁ καλλίπυγος κόσμος κυλᾶ καί φυλλορροεῖ. Ὅταν ὅμως συναντήσουμε τίς πρῶτες δυσκολίες, τότε οἱ καιροί οὐ μενετοί. Δηλαδή πώς θά ἔπρεπε νά φθάσουμε ἐδῶ πού εἴμαστε; Σάν ζωηρόχρωμοι ἀπό τόν ἥλιο πεζικάριοι; Ἄς γράψουν ἕνα μυθιστόρημα γι’ αὐτούς, γιά τήν ὑλόφρονη προσπάθειά τους, γιά τήν ἀξιοσύνη πού ἐπέδειξαν σέ κρίσιμες στιγμές.
39. Ὅλη αὐτή ἡ εὐσυγκινησία εἶναι ἡ ἔκκριση ἑνός θαμπεροῦ καί ἐλαττωματικοῦ ἑαυτοῦ. Τρέχει τό μάτι μου. Γαμῶτο μου, ἄς γινόμουν μιά παλαιανθρωπίδα μέ μάτια θηρευτικά, συλληπτικά, τελεστικά. Ὅσο πίσω καί νά πᾶμε, δέν βρίσκουμε παρά ἕνα βαθμό ἀνθρωπότητας, κι ὅσο μπροστά καί νά πᾶμε, δέν βρίσκουμε παρά ἐκπροσώπους μιά ζωολογικῆς ὁμάδας. Σάν νά εἴμαστε τοῦ κουτιοῦ.
40. Ἡ αὐτοκριτική εἶναι πάντα ὑψηλή. Ἀφορᾶ τόν ἐρίτιμο ἑαυτό μας.
41. Ὑπάρχει βάρδια, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν περιπολεῖ κανείς τό εἶδος. Κι ἄν οἱ παλαιοντολόγοι ἀκταιωρούν συνεχῶς καί ἀγρεύουν ὅποιον ἔγινε πλουσιοπάροχος μέσα στήν ὅποια ἐλευθερία τῆς πράξης του, ἐγώ, πού πέπρωται ἀπό ἐσωτερικές αἰτίες, πού παρασύρομαι καί δέν ἐκτυλίσσομαι, εἶπα νά πάω νά παρουσιασθῶ μέ τίς τομογραφίες μου. Τώρα, πρίν ἀλλάξω! Κοίταξα ἀπέναντί μου τόν Γάλλο. Δέν φαινόταν πολυκαιρινός, σκονισμένος καί κιτρινισμένος. Οὔτε σπάνιος καί μακροσκελής. Ἦταν ὅμως σεβαστός καί γινωμένος μέσα στό φροντισμένο του ντύσιμο. Ἑωθινός ἦταν κι αὐτός σ’ αὐτήν τή πρωινή βεράντα τῆς Ἀφρικῆς. Ἤξερε πάντως νά κάθεται, γιόμιζε τό κάθισμά του χωρίς νά ξεχειλίζει προσβλητικά. Ἦταν βαθμολογημένος. Διάβαζε μέ ζαρωμένο τό μέτωπό του, σάν νά μήν μποροῦσε νά μεριάσει ὅλο τό σφιχταγκάλιασμα μιά ὁλόκληρης μεθοδολογικῆς μέριμνας. Νά τό μεριάσει γιά νά φτάσει. Ἄν ποτέ περπάταγε πραγματικά, μέ τά ἴδια του τά πόδια, στό ἔδαφος τῆς πλειστοκαίνου ἐποχῆς του, θά ἦταν περισσότερο ἐπιτόπιος. Δέν θά ἀκουμπήσω στό γραφεῖο του τίποτα. Δέν ὑπάρχει βιβλικός ἄνθρωπος. Νά πᾶνε νά κουρευτοῦνε ὅλες οἱ γενειάδες. Γενικά, ὁ κόσμος δέν φυλάσσεται..
42. Ἔχετε ποτέ δεῖ τήν ὀμορφιά νά τρίβεται στό πέρασμά της καί νά θροΐζει; Νομίζω πώς τό μόνο πού μπορεῖς νά κάνεις σέ μιά ὀμορφιά, εἶναι νά λαμπρύνεις τή φήμη της. Νά ἀποδώσεις τιμές. Νά παρελάσεις ἀπό πάνω της. Νά τά κονομήσεις βρέ παιδί μου. Νά πιάσεις τό Μάη.
43. Εἶμαι πάνω στό καράβι μόνος, στέκομαι στήν πρύμνη καί ἀφήνω τό σεσημασμένο μου μινύρισμα νά στροβιλιστεῖ στόν ἄνεμο. Ὅλα εἶναι ἐδῶ· τα τσίσα τοῦ καραβιοῦ πού τρέχουν ἀπό τά πλαϊνά λούκια, ἡ ὁλκή πού διαγράφεται μπροστά μου, ὁ ριπαῖος ἄνεμος στό πρόσωπό μου. Νοστίμεψα, κι ἔγινα πάλι ὡραῖο κάδρο τοῦ κόσμου. Ἀνασήκωσα τούς ὤμους, ἀνάγλειψα τά μουστάκια μου, κάλιαρα μακριά καί ἔνιωσα γιά μιά στιγμή πώς εἶμαι πλησίστιος.
44. Νά πετάω τόν ἑαυτό μου καί νά τόν ξαναπιάνω. Νά ξεβγατίζω τόν ἑαυτό μου καί μετά νά τρέχω νά τόν προϋπαντήσω. Νά στείλω τόν ἑαυτό μου νά ζήσει, ἀλλά νά μήν πάω μαζί του! Θά εἶμαι ὅμως ἐγώ πού θά παραβγαίνω, δέν θά στείλω κάποιον ἄλλον. Νά στείλω ἐμένα νά πεθάνω, ἀλλά νά μήν πάω μαζί μου! Νά μείνω ἐδῶ καί νά καμαρώνω ὡς δεύτερος ἑαυτός τις κλεμμένες ἀπό ξένες ζωές προσπάθειές μου. Φεῦ! Λόγια μου ὅλα αὐτά! Προχώρησα στή μέχρι τώρα ζωή μου σάν τόν διαιτητή: «they walk forward with their heads turned backwards» (Λουκρήτιος, παρατίθεται ἀπό τόν Montaigne: The Complete Essays, μτφρ. A. Screech, Penguin). Μή μέ χάσω. Παραφυλάσσομαι σέ κάθε μου βῆμα. Ὅπως δέν μπορῶ νά τρελαθῶ, ὁμοίως δέν μπορῶ νά λυθῶ σέ πανηγυρισμούς ἤ νά καχουχηθώ μέσα στίς ἀφιερώσεις τῆς καρδιᾶς. Τίποτα δέν γίνεται ἄν δέν σοῦ κοστίσει ἡ ζωή σου. Ἔπρεπε νά βρῶ τήν ὑπερβολή μου καί μέσα ἐκεῖ νά μή μέ γυρεύσω πίσω. Νά προχωρῶ, κατά διαστήματα, ἄστρεπτος. Στή ζωή χρειάζονται οἱ ὀρθοπεταλιές. Νά τούς παίρνει ἡ μπάλα ὅλους.
45. Βγῆκα πρίν ἀπό λίγο ἀπό τό ἐργοστάσιο, κουστουμαρισμένος, καί πῆγα νά σ’ ἕνα παράδρομο ἐδῶ κοντά νά φάω ὄρθιος βρόμικα σουβλάκια μέ μπύρα ἀπό μιά καντίνα. Φορτηγατζῆδες, ἐργάτες μέ μουστάκια ἀκόμα, γύφτοι, ἀλλοδαποί πού ἐργάζονται στίς χιλιάδες ἐδῶ γύρω κρυμμένες ἀποθῆκες καί παράγκες, περνοῦν ἀπό ἐδῶ, ταιριάζουν μέ τόν τόπο καί δέν φαίνονται νά στενάζουν πολύ γιά τήν ἄδικη μοιρασιά. Θά τόν χαλάσουν αὐτόν τό ἄδειο τόπο, θά τόν ὀμορφύνουν, θά διώξουν τά ἑκατοντάδες ἀδέσποτα σκυλιά. Θά πάρουν ἀξία τά ἀκίνητα. Γιά δές, τά ’φερε ἡ μοῖρα νά δουλεύω ἐκεῖ πού πήγαινα παλιά νά κλωτσήσω πέτρες!
46. Καί πόσο δύσκολο εἶναι νά σκεφτῶ κάτι, ἐγώ, ὁ ἴδιος: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ξεσηκωμένη ὕπαρξη. Κλεμμένο ἐργόχειρο. Κι ὅταν ἀναλογίζεσαι, ὅταν περνᾶς ἀπό τό νοῦ σου, ὅταν τεχνάζεσαι μέσα στίς ἔννοιες, τότε συμβαίνει νά ἀπευθύνεται ἕνας μέγας ἀληθολάτρης (ἐσύ) σ’ ἕναν ξένο (τόν ἑαυτό σου). Μιλᾶς γιά κάποιον πού εἶναι αὐτός. Οἱ λέξεις δέν σέ πιάνουν. Δέν σέ πιάνει ἡ νάρκωση. Γι’ αὐτό φοβᾶμαι τίς ἐγχειρήσεις. Γιατί θά χάσω τό factum. Θά δυσκολευθῶ νά μέ γυρεύσω πίσω. Σκέφτομαι γιά νά μή πιάσει ἡ νάρκωση. Σκέφτομαι, σημαίνει ἐπαληθεύομαι. Σημαίνει δέν κοιμᾶμαι, ἐξακολουθῶ νά ἔχω τά μάτια μου ἀνοιχτά. Μή μέ χάσω ἀπό τά μάτια μου. Ἡ ἐσωτερικότητα, μόνη της, εἶναι κενοτάφιο.
47. Λένε –ποιοί; οἱ δυστυχισμένοι;– πώς δέν τοῦ πάει τοῦ ἀνθρώπου ἡ εὐτυχία. Ποιός θά μποροῦσε νά ζήσει ντυμένος στά λευκά, τυφλός, ἀνάμεσα σέ ροδομάγουλα ἀγγελάκια πού θά φτερούγιζαν συνεχῶς; Δέν θά θέλατε νά πάρετε μαζί σας, γιά καλό καί γιά κακό, καί μιά μυγοσκοτώστρα; Καί τί θά λέγαμε ἐκεῖ; Βρέ χαρισάμενε Βλάση μήπως εἶδες τή μελοφέγγαρη Μαρία; Δέν θά ζήλευες γιά λίγο τήν κάτω ζωή καί τούς σπουδαίους Mαυριτανούς; Μέσα στήν ἀπόλυτη εὐτυχία ὁ ἄνθρωπος θά ἦταν σβηστός. Θά κόπαζε. Θά ἔσβηνε κατάκοιτος. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι σέ θέση νά στρογγυλοκάθεται ἐπί μακρόν. Δέν εἶναι τόσο μακρόθυμος. Θά ἄρχιζε νά ξελέει, νά ἀπογυρίζει τά λόγια του, θά σηκωνόταν ἀπό τή θέση του μεταμελημένος. Δέν θά μποροῦσε νά ἀνθολογήσει τόν ἑαυτό του καί θά ξεκίναγε τήν ἀποκοτιά. Πήγαινε, ρέ μαλάκα, καί κάνε κάνα θέλημα, θά ἔλεγε στόν ἑαυτό του. Θά πάει νά συγκινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καί ἴσως βρεῖ καί τόν μπελᾶ του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθάνατος, θά ἦταν ἀπόλυτα δυστυχισμένος. Ὅλα θά μποροῦσε νά τά κάνει, ἐκτός ἀπό τό νά πεθάνει. Δέν θά μποροῦσε νά πεθάνει εὐτυχισμένος! Θά ἤσουν μέχρις ἐσχάτων, θά ἤσουν ὡς τό τέλος, ἀλλά δέν θά μποροῦσε νά συντελεστεῖ τό τέλος. Θά ἤσουν ἤδη σωσμένος, ἕνας ἄτελος νεκρός μέσα σέ μιά τελειωμένη εὐτυχία. Καρφωμένος, γιά πάντα συντελεσμένος μέσα στήν ἀνωφέλεια μιᾶς ἄπειρης εὐτυχισμένης στιγμῆς. Παρατημένος, γιά πάντα χτενισμένος. Ἄν μοῦ ἔλεγαν, διάλεξε μιά εὐτυχισμένη στιγμή τῆς ζωῆς σου, διάλεξε τήν πιό εὐτυχισμένη καί ἐμεῖς θά σέ κλειδώσουμε γιά πάντα μέσα ἐκεῖ, δέν εἶμαι σίγουρος πώς θά ἔλεγα ναί. Θά τό σκεφτόμουν πολύ. Τί δηλαδή; Θά ἔφευγαν ὅλοι ὑπομειδιῶντας κι ἐγώ θά ἔμενα γιά πάντα κλειδωμένος, εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα, μέσα στήν εὐτυχία; Κι ὅλες αὐτές οἱ λέξεις πού προόδευσαν μέσα στήν ἀντίσταση τῶν πραγμάτων; Τί θά ἔκανα; Θά ἔπλεα ξαφρισμένος σέ πελάγη εὐτυχίας; Κι ὅλες οἱ βρισιές πού ἔχω στό στόμα; Θά μοῦ πεῖτε, μήν κρίνεις τά πράγματα ἀπό τή θέση πού εἶσαι τώρα. Δέν θά εἶχες τήν παραμικρή ἀμφιβολία γιά τό ἄν θά ἤσουν εὐτυχισμένος. Συγκέντρωσε ὅλες τίς ἀντιρρήσεις πού ἔχεις καί ἐμεῖς σέ διαβεβαιώνουμε ὅτι αὐτές δέν θά ὑπάρχουν πιά ἐκεῖ. Αὐτό ἐξάλλου ἐννοοῦμε ὅταν λέμε γιά πάντα εὐτυχισμένος. Δέν μοῦ ἀρέσει, θά ἔλεγα, τό γεγονός ὅτι θά εἶμαι γιά πάντα κλειδωμένος. Δέν γίνεται νά μέ κλειδώσετε ἐκεῖ, ναί, ἀλλά νά μοῦ δώσετε τό κλειδί. Νά ἔχω τό κλειδί καί ὅποτε γουστάρω νά μπαίνω καί ὅποτε γουστάρω νά βγαίνω. Αὐτό νομίζω θά ἦταν καλύτερο. Νά ἔχω τό κλειδί τῆς εὐτυχίας. Καί ἅμα σκουραίνουν πολύ τά πράγματα νά μπαίνω μέσα. Μά δέν καταλαβαίνεις, θά μοῦ ποῦνε, ὅτι ἐκεῖ δέν θά σοῦ περάσει ποτέ ἡ σκέψη νά φύγεις, δέν θά ζητήσεις ποτέ νά φύγεις. Μά ἐπί τέλους, πρόκειται γιά τήν ἀληθινή εὐτυχία. Κλειδί δέν ὑπάρχει. Ἤ θά πᾶς ἐκεῖ ἤ θά μείνεις ἐδῶ. Τί διαλέγεις; Θά μείνω ἐδῶ. Δέν μποροῦν νά μέ πείσουν ὅτι ἐκεῖ θά εἶμαι εὐτυχισμένος. Δέν μπορῶ νά μέ παρατήσω στά κρύα τοῦ λουτροῦ. Δέν μπορῶ νά τά παρατήσω ὅλα στή μέση γιά νά γίνω εὐτυχισμένος! Ἄν θέλετε δῶστε μου τό κλειδί. Μά δέν καταλαβαίνεις, θά μοῦ ποῦνε, ὅτι τίποτα δέν θά ἀφήσεις στή μέση, ἀπεναντίας, ὅλα θά γίνουν. Γιά τά δικά σου πράγματα μιλᾶμε. Ἀκλείδωτος θά εἶσαι. Δέν μπορῶ. Νά πᾶτε νά γαμηθεῖτε ὅλοι σας, δέν προδίδω κανέναν, ἐγώ ρουφιάνος δέν γίνομαι. Θά ἀποδείξω τήν ἀθωότητά μου καί κάποτε θά λάμψει ἡ ἀλήθεια!
Καλοκαίρι 2001
Πλατεία Μαβίλη
*
*
*
