Τα μυστικά εργαλεία της ανθρώπινης φωνής

*

Τα όργανα γραφής ως ανάθημα και βίωμα
στα αρχαία ελληνικά επιγράμματα

του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΙΑΠΛΕ

~.~

Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην βιβλιοθήκη
της Βηρυτού θάψαμε τον σοφό Λυσία,
γραμματικόν. Ο χώρος κάλλιστα προσήκει.
Τον θέσαμε κοντά σ’ αυτά του που θυμάται
ίσως κ’ εκεί — σχόλια, κείμενα, τεχνολογία,
γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή ερμηνεία.
Κ’ επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και θα τιμάται
ο τάφος του, όταν που περνούμε στα βιβλία.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, «Λυσίου Γραμματικού τάφος» (1914)

Πριν από την ανακάλυψη της τυπογραφίας η διαδικασία της γραφής ήταν μια αργή και επίπονη χειρωνακτική διαδικασία. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά υλικά που τους χορηγούσε με αφθονία η φύση: καλάμια, πέτρες, μεταλλικά ή ξύλινα εργαλεία. Το μελάνι παραγόταν από φυτικές ή ζωικές ουσίες, ενώ το υλικό γραφής μπορούσε να είναι οτιδήποτε: από φύλλα και φλοιούς δέντρων, πηλό, λινάρι και κηρωμένες πινακίδες μέχρι πάπυρο, περγαμηνή και χαρτί. Η τυπογραφία, ωστόσο, όπως αναπτύχθηκε τον 15ο αιώνα από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο, άλλαξε ριζικά τόσο τη λειτουργία της γραφής όσο και τα μέσα με τα οποία αυτή πραγματοποιείται: από το χειρόγραφο περάσαμε στο έντυπο βιβλίο, η γραφή έπαψε να είναι προνόμιο των λίγων. Αυτή η ριζική μεταβολή δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστα και τα όργανα γραφής.

Η γραφή δεν συνιστούσε απλώς έναν πρακτικό μηχανισμό καταγραφής, αλλά μια πολύπλοκη τελετουργία λόγου και ύλης, στην οποία η σχέση του γραφέα με τα όργανα γραφής διαμορφωνόταν μέσα από ένα δυναμικό πλέγμα εξάρτησης και ελέγχου. Η αποτύπωση του λόγου στο υλικό υπόστρωμα δεν αποτελούσε ουδέτερη ή απλώς μια διεκπεραιωτική διαδικασία· αντιθέτως, ήταν έκφραση σωματικής επιτέλεσης και τεχνικής δεξιότητας, όπου ο γραφέας λειτουργούσε ως μεσολαβητής ανάμεσα στο άυλο νόημα και την ένυλη ενσάρκωσή του.

Τα εργαλεία γραφής —ο κάλαμος, το μελάνι και ο πάπυρος— δεν προσφέρονταν ως άψυχα και ομοιογενή μέσα, αλλά ως ενεργά υλικά, με περιορισμούς και δυνατότητες που απαιτούσαν συνεχή διαχείριση. Ο κάλαμος για παράδειγμα, όργανο από φυσικό καλάμι, έπρεπε να τροποποιηθεί κατάλληλα: να κοπεί, να ξυστεί, να ακονιστεί, ώστε να εξασφαλίσει την επιθυμητή ροή του μελανιού και την καθαρότητα των γραμμάτων. Ο γραφέας, με άλλα λόγια, δεν ήταν απλός χειριστής του εργαλείου του·ήταν κατασκευαστής του, υπεύθυνος για τη βελτιστοποίηση της υλικής του συμπεριφοράς. Η ελάχιστη παρέκκλιση στη γωνία κοπής ή στην υφή της άκρης μπορούσε να διαταράξει ολόκληρη την πράξη της γραφής.

Παρομοίως, το μελάνι απαιτούσε γνώσεις παρασκευής, διατήρησης και χρήσης. Δεν υπήρχε σταθερή, εμπορική σύνθεση· η ποιότητά του εξαρτιόταν από τοπικές παραδόσεις, υλικά και εμπειρική γνώση. Η χειροποίητη του φύση καθιστούσε τον γραφέα όχι μόνο καταναλωτή, αλλά και συμμέτοχο στην ίδια την παραγωγή του μέσου. Όμοια, ο πάπυρος, ως οργανικό υλικό με ποικίλη υφή, πάχος και απορροφητικότητα, απαιτούσε ιδιαίτερη εξοικείωση· δεν ήταν απλό υπόβαθρο, αλλά ενεργός συνομιλητής στη διαδικασία της εγγραφής.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση του γραφέα με τα εργαλεία του χαρακτηριζόταν από μια διαλεκτική αλληλεξάρτηση: εξαρτιόταν απολύτως από τις ιδιότητες των υλικών του, αλλά ταυτόχρονα επεδίωκε και συχνά κατόρθωνε να επιβάλει πάνω τους το προσωπικό του ύφος, την τεχνική του ιδιοσυγκρασία και την αισθητική του πρόθεση. Η γραφή μετατρεπόταν έτσι σε ενσώματη εμπειρία, όπου η υλικότητα του μέσου διαμόρφωνε –αλλά και διαμορφωνόταν– από την πνευματική εργασία του γραφέα. Εν τέλει, ο γραφέας δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένος από τα εργαλεία του. Η πνευματική του λειτουργία τελούσε υπό συνεχή υλική διαπραγμάτευση, γεγονός που αναδεικνύει την προτυποποίηση του γραπτού λόγου όχι ως στατικής μορφής, αλλά ως ζωντανού και δυναμικού συμβάντος, όπου ο τεχνίτης και τα τεχνήματα συνδιαμορφώνουν την έκφραση του νοήματος.

Η σύνδεση ανάμεσα στον γραφέα και τα όργανα εργασίας του δεν διακοπτόταν μετά την απόσυρση του από την ενεργό δράση: τα εργαλεία της τέχνης τους εξακολουθούσαν να διατηρούν έναν σχεδόν ιερό χαρακτήρα: γίνονταν αντικείμενα μνήμης, φορείς ταυτότητας και σύμβολα ενός βίου αφιερωμένου στη γραφή. Αυτή η σχέση επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα όργανα γραφής αποτυπώνονται στον διάκοσμο των επιτύμβιων στηλών ως σημαντικός δείκτης της ταυτότητας, της κοινωνικής θέσης και της εγγραματοσύνης του νεκρού ή αποτελούν μέρος του κτερισματικού συνόλου που συνόδευαν τον θανόντα στην τελευταία του κατοικία.[1] Το έθιμό μάλιστα αυτό δεν αφορούσε αποκλειστικά τους άνδρες: όργανα γραφής (γραφίδες, ξέστρα, μελανοδοχείο) έχουν εντοπιστεί ακόμη και σε γυναικείες πριγκιπικές ταφές.[2]

*

Μαρμάρινη ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη που μνημονεύει τον φιλόλογο Προυσή, γιο του Μενεκράτους, από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας, που πέθανε μόλις 24 ετών. Κάτω από την επιγραφή αποδίδονται ανάγλυφα τα σύνεργα της δουλειάς του νεκρού νέου: δύο κύλινδροι παπύρων και μία θήκη με κάλυμμα (Μουσείο Μπενάκη, 1ος αι. π.Χ-1ος αι. μ.Χ.)

Το έκτο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, που διασώζει επιγράμματα που συνόδευαν την προσφορά αναθημάτων, αντικειμένων δηλαδή που αφιερώνονται στους θεούς, ανθολογεί οκτώ επιγράμματα συνθεμένα από διάφορους ποιητές, που τα έγραψαν για να αφιερώσουν στους θεούς τα προσωπικά τους όργανα γραφής, όταν έπαψαν πια να τα χρησιμοποιούν, επειδή οι φυσικές τους δυνάμεις τους είχαν πλέον εγκαταλείψει. Το επίγραμμα 62 αποδίδεται στον Φίλιππο Θεσσαλονικέα (1ος αι. μ.Χ.), το 63 στον Δαμόχαρι (5ος-6ος αι. μ.Χ.), τα επιγράμματα 64, 65 και 66 στον Παύλο Σιλεντιάριο (6ος αι. μ.Χ.), συγγραφέας του 67 και 68 θεωρείται ο Ιουλιανός από Υπάρχων (6ος αι. μ.Χ.) και το 295 στον Φανία (3ος αι. π.Χ.). Τα ποιητικά υποκείμενα-γραφείς, ο Καλλιμένης, ο Φιλόδημος και ο Ασκώνδας, αφιερώνουν τα όργανα γραφής τους στον Ερμή και στις Μούσες, καθώς σύμφωνα με την μυθολογία ευρετής της γραφής θεωρείται ο αγγελιοφόρος των θεών ενώ οι δεύτερες είναι οι προστάτιδες των τεχνών. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αντιπαραβολή της θρησκευτικής ταυτότητας των ποιητών των επιγραμμάτων, καθώς αναδεικνύει τις διαφορετικές κοσμοθεωρίες που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη πρακτική. Ο Φίλιππος Θεσσαλονικεύς και ο Φανίας, ως ειδωλολάτρες, απευθύνουν τις αφιερώσεις τους σε παραδοσιακές θεότητες του ελληνικού πανθέου συνεχίζοντας μια ελληνορωμαϊκή πολιτισμική παράδοση όπου η τέχνη και η έμπνευση νοούνται ως θεία χαρίσματα. Από την άλλη, ο Παύλος Σιλεντιάριος, ο Δαμόχαρις και ο Ιουλιανός από Υπάρχων, αν και χριστιανοί ποιητές της εποχής του Ιουστιανινού, συνεχίζουν τις υφολογικές επιταγές του αρχαίου επιγράμματος. Στα επιγράμματα τους, ωστόσο, η παραίτηση από τη χρήση του γραφίδος ενδέχεται να εκφράζει και μια συμβολική αποδέσμευση από τη ματαιότητα της ανθρώπινης δημιουργίας έναντι της αιωνιότητας του θείου

Τα όργανα γραφής που καταγράφονται στα επιγράμματα είναι σχεδόν τα ίδια: ο κοντυλοφόρος, το κοντυλομάχαιρο, οι γραφίδες, ο χάρακας, το μελανοδοχείο, όργανα που συνόδευαν τον γραφέα μέχρι την οριστική του απόσυρση από το επάγγελμα. Είτε τα επιγράμματα συντέθηκαν για να συνοδεύουν στην πραγματικότητα τα αναθήματα είτε γράφτηκαν εν είδει λογοτεχνικών ασκήσεων από επίδοξους επιγραμματοποιούς, σε κάθε περίπτωση αποτυπώνεται η σύνδεση που είχε ο γραφέας με τα όργανα γραφής, μια σύνδεση που στην εποχή μας είναι δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτη. Με την αφιέρωση στους θεούς οι γραφείς επιτυγχάνουν ότι τα αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν και δεν θα κινδυνεύουν από τους κινδύνους που συσσωρεύει το πέρασμα του χρόνου.

Το τελευταίο κείμενο, αν και εντάσσεται στην συγκεκριμένη ομάδα επιγραμμάτων, αποπνεέι ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα. Η γενικόλογη επίκληση στις Μούσες γίνεται μάλλον για να επιτείνει το αίσθημα απογοήτευσης που εκφράζει ο Ασκώνδας, ο οποίος «αφιερώνει» τα όργανα γραφής του όχι εξαιτίας της φυσικής αδυναμίας που επιφέρει το πέρασμα των ετών αλλά λόγω του αισθήματος της απογοήτευσης που του προκάλεσε η αποτυχία του να ζήσει μια άνετη ζωή από την ενασχόλησή του με την τέχνη της αντιγραφής. Θυμίζει δηλαδή περισσότερο τον ήρωα του τρίτου πτωχοπροδρομικού ποιήματος της μέσης βυζαντινής περιόδου, ο οποίος παραπονιέται ότι η μόρφωσή του δεν ήταν αρκετή ώστε να του εξασφαλίσει τα προς το ζην.

ΠΑ VI, 62

κυκλοτερῆ μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς,
καὶ σμίλαν, δονάκων ἀκροβελῶν γλυφίδα,
καὶ κανονῖδ᾽ ὑπάτην, καὶ τὴν παρὰ θῖνα κίσηριν,
αὐχμηρὸν πόντου τρηματόεντα λίθον,
Καλλιμένης Μούσαις, ἀποπαυσάμενος καμάτοιο,
θῆκεν ἐπεὶ γήρᾳ κανθὸς ἐπεσκέπετο.[3]

Το στρογγυλό μολύβι, που σημείωνε τα περιθώρια της σελίδας,
τη σμίλη, που έξυνε τη μυτερή άκρη του κοντυλιού,
τον πιο μεγάλο από τους χάρακες, και της αμμουδιάς την ελαφρόπτερα,
τραχιά και διάτρητη από το πηγαινέλα της θάλασσας,
ο Καλλιμένης, εξαντλημένος από τον κάματο, αφιέρωσε στις Μούσες,
τι το πέρασμα των χρόνων κάλυψε τις κόχες των ματιών μου.

 

ΠΑ VI, 63

Γραμμοτόκῳ πλήθοντα μελάσματι κυκλομόλιβδον
καὶ κανόνα γραφίδων Ι᾿θντάτων φύλακα,
καὶ γραφικοῖο δοχεῖα κελαινοτάτοιο ῥεέθρου,
ἄκρα τε μεσσοτόμους εὐγλυφέας καλάμους,
τρηχαλέην τε λίθον, δονάκων εὐθηγέα κόσμον,
ἔνθα περιτριβέων ὀξὺ χάραγμα πέλει,
καὶ γλύφανον καλάμου, πλατέος γλωχῖνα σιδήρου,
ὅπλα σοὶ ἐμπορίης ἄνθετο τῆς ἰδίης
κεκμηὼς Μενέδημος ὑπ᾽ ἀχλύος ὄμμα παλαιόν,
Ἑρμεία: σὺ δ᾽ ἀεὶ φέρβε σὸν ἐργατίνην. 

Το στρογυλλό μολύβι, τον γεμάτο μελάνι δημιουργό γραμμών
και τον χάρακα, ευθύτατο συμπαραστάτη των γραφίδων
το δοχείο που ρέει κατάμαυρο μελάνι
τις καλοσχηματισμένες και στη μέση σχισμένες γραφίδες
την τραχιά την πέτρα που ακονίζει καλά το σύνολο των κονδυλιών
όπου το μυτερό χάραγμα το στομωμένο απ’ τη χρήση
και το κοντυλομάχαιρο με την πλατιά χάλκινη απόληξη που χαράζει η γραφίδα
αυτά, λοιπόν, τα εργαλεία του επαγγέλματός του
αφιέρωσε σε σένα Ερμή, ο αποκαμωμένος Μενέδημος,
τώρα που θόλωσαν τα μάτια του απ’ τα γηρατειά
κι εσύ σκέπε πάντα τον εργάτη σου

 

ΠΑ VI, 64

Γυρὸν κυανέης μόλιβον σημάντορα γραμμῆς,
καὶ σκληρῶν ἀκόνην τρηχαλέην καλάμων,
καὶ πλατὺν ὀξυντῆρα μεσοσχιδέων δονακήων,
καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην,
καὶ χρόνιον γλυπτοῖσι μέλαν πεφυλαγμένον ἄντροις,
καὶ γλυφίδας καλάμων ἄκρα μελαινομένων
Ἑρμείῃ Φιλόδημος, ἐπεὶ χρόνῳ ἐκκρεμὲς ἤδη
ἦλθε κατ᾽ ὀφθαλμῶν ῥυσὸν ἐπισκύνιον.

Τη στρογγυλή πένα που όριζε τη μαύρη γραμμή
την τραχιά πέτρα για τις άκαμπτες καλαμένιες γραφίδες
το πλατύστομο μαχαίρι που έξυνε στη μέση τις σχισμένες πένες
τον χάρακα συμπαραστάτη στην χάραξη των γραμμών
τον πολυκαιρισμένο μελάνι το φυλαγμένο σε λαξευτά δοχεία
και τις οδοντωτές γραφίδες με το μελάνι στη μύτη τους που το εκκρεμές του χρόνου
επισκίασε τα ματια μου με το ρυτιδωμένο δέρμα του μετώπου μου

 

ΠΑ VI, 65

ὸν τροχόεντα μόλιβδον, ὃς ἀτραπὸν οἶδε χαράσσειν
ὀρθὰ παραξύων ἰθυτενῆ κανόνα,
καὶ χάλυβα σκληρὸν καλαμηφάγον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν
ἡγεμόνα γραμμῆς ἀπλανέος κανόνα,
καὶ λίθον ὀκριόεντα, δόναξ ὅθι δισσὸν ὀδόντα
θήγεται ἀμβλυνθεὶς ἐκ δολιχογραφίης,
καὶ βυθίην Τρίτωνος ἁλιπλάγκτοιο χαμεύνην,
σπόγγον, ἀκεστορίην πλαζομένης γραφίδος,
καὶ κίστην πολύωπα μελανδόκον, εἰν ἑνὶ πάντα
εὐγραφέος τέχνης ὄργανα ῥυομένην,
Ἑρμῇ Καλλιμένης, τρομερὴν ὑπὸ γήραος ὄκνῳ
χεῖρα καθαρμόζων ἐκ δολιχῶν καμάτων.

Το στρογγυλό μολύβι που σημείωνε τα περιθώρια των σελίδων όμοιο με τροχό μολύβι που γνωρίζει να χαράσσει την οδό ευθεία
ακονίζοντας του ίσιου χάρακα την άκρη
το τραχύ μέταλλο που τρώει την καλαμένια γραφίδα,
αλλά και τον ίδιο τον χάρακα, αλάνθαστο οδηγό για τις γραμμές,
την ακατέργαστη πέτρα, όπου τα τα δυο δόντια της γραφίδας
στομωμένα απ’ την πολύχρονη χρήση ακονίζονται
και το σφουγγάρι, που κείτεται στη βαθιά θάλασσα του περιπλανώμενου Τρίτωνα, και διορθώνει τα λάθη κάθε που η γραφίδα ξεστρατίζει,
το πολυτρηπημένο μελανοδοχείο με όλα τα όργανα της τέχνης της καλλιγραφίας
αφιέρωσε στον Ερμή, ο Καλλιμένης,αναπαύοντας το χέρι του από την ταλαιπωρία των γηρατιών και τον μακροχρόνιο κάματο.

 

ΠΑ VI, 66

ἄβροχον ἀπλανέος μόλιβον γραπτῆρα κελεύθου,
ἧς ἔπι ῥιζοῦται γράμματος ἁρμονίη,
καὶ κανόνα τροχαλοῖο κυβερνητῆρα μολίβδου,
καὶ λίθακα τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην,
καὶ μέλανος σταθεροῖο δοχήιον, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν
εὐγραφέων καλάμων ἀκροβαφεῖς ἀκίδας,
σπόγγον, ἁλὸς βλάστημα, χυτῆς λειμῶνα θαλάσσης,
καὶ χαλκὸν δονάκων τέκτονα λεπταλέων,
ἐνθάδε Καλλιμένης φιλομειδέσιν ἄνθετο Μούσαις,
γήραϊ κεκμηὼς ὄμματα καὶ παλάμην.

 
Το αδιάβροχο και αλάνθαστο μολύβι του γραφέα που χαράσσει τη σταθερή πορεία,
πάνω στην οποία ριζώνει η ακολουθία των γραμμάτων,
και τον σταθερό χάρακα που καθοδηγεί την περιστρεφόμενη γραφίδα,
την πορώδη πέτρα, όμοια με σφουγγάρι,
το σταθερό μελανοδοχείο αλλά και τις γραφίδες των επιδέξιων κοντυλιών που οι άκρες του είναι ακόμη βαμμένες
το σφουγγάρι, γέννημα του λειμώνα της αεικίνητης θάλασσας,
και το χάλκινο μαχαιράκι επιδέξιο τεχνίτη λεπτών γραφίδων,
ο Καλλιμένης αφιέρωσε στις φιλογέλωτες Μούσες,
εξασθενημένος, εξαιτίας των γηρατειών, στα μάτια και στα χέρια.

 

ΠΑ VI, 67

Ἀκλινέας γραφίδεσσιν ἀπιθύνοντα πορείας
τόνδε μόλιβδον ἄγων, καὶ μολίβου κανόνα
σύνδρομον ἡνιοχῆα, πολυτρήτου τ᾽ ἀπὸ πέτρης
λᾶαν, ὃς ἀμβλεῖαν θῆγε γένυν καλάμου,
σὺν δ᾽ αὐτοῖς καλάμοισι μέλαν, μυστήρια φωνῆς
ἀνδρομέης, σμίλης τ᾽ ὀξυτόμον κοπίδα,
Ἑρμείῃ Φιλόδημος, ἐπεὶ χρόνος ὄμματος αὐγὴν
ἀμβλύνας παλάμῃ δῶκεν ἐλευθερίην.

Αυτό το μολύβι που καθοδηγεί τις γραφίδες σε ομαλές, ίσιες γραμμές
και τον μολύβδινο χάρακα, συνοδηγό και συμπαραστάτη του,
την πολυχρησιμοποιημένη πέτρα που ακονίζει τη στομωμένη γραφίδα
και μαζί με αυτά και το μελάνι, τα μυστικά εργαλεία
του ανθρώπινης φωνής
και το κοφτερό κοντυλομάχαιρο
ο Φιλόδημος, αφιερώνει στον Ερμή
τώρα που ο χρόνος θάμπωσε το φως των ματιών του
και άφησε τα χέρια του ελεύθερα από τον μόχθο

 

ΠΑ VI, 68

αὔλακας ἰθυπόρων γραφίδων κύκλοισι χαράσσων
ἄνθεμά σοι τροχόεις οὗτος ἐμὸς μόλιβος,
καὶ μολίβῳ χρωστῆρι κανὼν τύπον ὀρθὸν ὀπάζων,
καὶ λίθος εὐσχιδέων θηγαλέη καλάμων,
σὺν καλάμοις ἄγγος τε μελανδόκον, οἷσι φυλάσσει
αἰὼν ἐσσομένοις γῆρυν ἀποιχομένων.
δέχνυσο καὶ γλυπτῆρα σιδήρεον ᾧ θρασὺς Ἄρης
σὺν Μούσαις ἰδίην δῶκε διακτορίην,
Ἑρμείη: σὰ γὰρ ὅπλα: σὺ δ᾽ ἀδρανέος Φιλοδήμου
ἴθυνε ζωήν, λειπομένοιο βίου.

Σε σενα αφιερώνω τον κυκλικό μολυβένιο οδηγό μου,
που με τις περιστροφές του χαράσσει τις γραμμές για να τρέξουν πάνω τους οι γραφίδες,
τον χάρακα που οδηγεί την χάραξη σε ίσια τροχιά,
την πέτρα που ακονίζει επιδέξια τις καλοσχισμένες γραφίδες,
το μελανοδοχείο και μαζί τις γραφίδες, που διαφυλάσσουν
τη φωνή των απόντων για τις μεταγενέστερες γενιές.
Δέξου επίσης και τη σιδερένια σμίλη που σε εμένα τον ίδιο εμπιστεύτηκε, μαζί με τις Μούσες, ο τολμηρός Άρης ως θεράποντα της τέχνης τους.
Ερμή, αυτά είναι δικά σου σύνεργα. Εσύ οδήγησε τη ζωή του ασθενικού Φιλόδημου
τώρα που η ζωή του μέρα με την ημέρα λιγοστεύει.

 

ΠΑ VI, 295

Σμῖλαν Ἀσκώνδας δονακογλύφον, ὅν τ᾽ ἐπὶ μισθῷ
σπόγγον ἔχεν καλάμων ψαίστορα τῶν Κνιδίων,
καὶ σελίδων κανόνισμα φιλόρθιον, ἔργμα τε λείας
σαμοθέτον, καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα,
κάρκινά τε σπειροῦχα, λεάντειράν τε κίσηριν,
καὶ τὰν ἁδυφαῆ πλινθίδα καλλαΐναν,
μάζας ἁνίκ᾽ ἔκυρσε τελωνιάδος φιλολίχνου,
Πιερίσιν πενίας ἄρμεν᾽ ἀνεκρέμασεν.

Τη σμίλη που χάραζε τις άκρες των γραφίδων του ο Ασκώνδας
και το σφουγγάρι που νοίκιαζε για να σβήνει τις Κνίδιες γραφίδες
τον χάρακα που ευθυγράμμιζε τις σελίδες, το όριο που κρατάει το χέρι στη γραμμή,
το μελανοδοχείο εξαιρετικού μελανιού,
τους κυκλικούς διαβήτες με τους έλικες και την ελαφρόπετρα, που λειαίνει την περγαμηνή,
και την γαλαζοπράσινη ακόνη με τη απαλή λάμψη,
αφού πέτυχε το σκοπό του να πλουτίσει
κρέμασε ανάποδα για χάρη των Πιερίδων Μουσών τα εργαλεία της φτώχιας του.

 

Η αδιατάρακτη και σταθερή σύνδεση του γραφέα με τα όργανα γραφής του συνέχισε να υφίσταται ακόμη και με τη σταδιακή εδραίωση της τυπογραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα 132 της κυπριακή συλλογή λυρικής ποίησης του 16ου αιώνα, Ρίμες Αγάπης, όπου ο ανώνυμος ποιητής αποκαλύπτει, με τρόπο σχεδόν εξομολογητικό, τη σχέση του ανάμεσα σε εκείνον και στο κοντύλι, το κατεξοχήν όργανο γραφής, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται ως ουδέτερο εργαλείο, αλλά ως συμπάσχων εταίρος, φίλος και φορέας της εσωτερικής του εμπειρίας:

Κοντύλι, φίλε μου ἀκριβέ, καιρὸς ἔν νὰ σὲ πιάσω
μὰ σοὺ μηδὲν τὸ βαρεθῆς ἂν εἶν’ καὶ σὲ πειράσω·
διατὶ πάντα τὰ πάθη μου μ’ ἐσὲν ἀποδιαβάζω
κι ὅ τι νὰ γράψης, ὕστερα κλιόντα μου, τὰ διαβάζω.
Τὸ κλάμαν μὲ παρηγορᾶ, φυράζει μου τὸ βάρος
καὶ μὲ τὸ θάρος τοῦ κλαθμοῦ παίρνω χαρὰν καὶ θάρος.
Ὅλοι χορεύγουν καὶ γελοῦν, χαίρουνται τὸ ποθοῦσιν
κ’ ἐμὲν τὰ δάκρυα κ’ ἡ πικριὰ τὴν πεθυμιάμ μου ’θιοῦσιν.
Πῶς ἔν ἐμποριζάμενον φωτιὰ φωτιὰν νὰ σβήση
καὶ τὸ διαμάντιν τό ’ν σκλερὸν μὲ τὸ νερὸν νὰ λύση;
Καὶ πούρε μὲν τὸ πάθος μου μὲ πάθος τὸ συντρίβγω
καὶ μὲ τὸ κλάμαν τὸ πολλὺν ἀποὺ τὸ κλάμα λείβγω.
Τώρα δὲν ἀξαννοίομαι πιότερα νὰ μιλήσω
φοβοῦμαι μὲ τὸ γράψιμον μηδὲν βαρομεθύσω
καὶ δώση πίκρα στὸ ποθῶ καὶ τὸ φοβοῦμαι πάθω
κ’ ἐκεῖνον τὸ δὲν πεθυμῶ ἀννοίξουμ μου καὶ μάθω.
Λοιπόν, τραγούδιν σοβαρόν, διάβα ταπεινωμένον
κι ἂσ σ’ ἀρωτήξουν ποιὸς εἶσαι, πέ τους: φτωχὸν καὶ ξένον.[4]

Από τον πρώτο κιόλας στίχο, ο γραφέας απευθύνεται στο κοντύλι με τρυφερότητα και προσωπικό τόνο: «Κοντύλι, φίλε μου ἀκριβέ…». Η προσφώνηση αυτή προδίδει μια ανθρωπομορφική και οικεία σχέση· το κοντύλι παύει να είναι αντικείμενο και αναδεικνύεται σε σύμμαχο της ψυχής, σε αποδέκτη του εσωτερικού λόγου. Πρόκειται για μια επικοινωνία διττού χαρακτήρα, όπου η ψυχική ένταση του γραφέα εκτονώνεται μέσα από τη χειρονομία της γραφής. Το κοντύλι δεν είναι απλώς ένα μέσο — είναι ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στο άρρητο και στο ρητό, ανάμεσα στο εσωτερικό βάθος και στην εξωτερική του μορφή. Αυτή η σχέση εντείνεται καθώς το ποίημα προχωρά. Ο γραφέας καταφεύγει στο γράψιμο για να εκφράσει τον πόνο του, τον οποίο δεν μπορεί αλλιώς να εκτονώσει:«διατὶ πάντα τὰ πάθη μου μ’ ἐσὲν ἀποδιαβάζω». Εδώ η γραφή δεν είναι διακοσμητική ή λογοτεχνική· είναι λειτουργία εξομολογητική, σχεδόν θεραπευτική. Η μελαγχολία και η ψυχική κόπωση εκτονώνονται μέσω της γραφής, ενώ το κοντύλι, με τρόπο σχεδόν εμβιωμένο, συμμετέχει στη διαδικασία: γίνεται εργαλείο κάθαρσης. Η πράξη του γραψίματος μετασχηματίζει το «κλάμα» του υποκειμένου σε έκφραση λόγου — το πάθος γίνεται κείμενο, και το κείμενο, με τη σειρά του, προσφέρει στον δημιουργό του παρηγορία και ανακούφιση: «τὸ κλάμαν μὲ παρηγορᾶ, φυράζει μου τὸ βάρος».

Είτε ως κτερίσματα στον τάφο είτε ως αναθήματα προς τους θεούς, τα σύνεργα του γραφέα λειτουργούσαν ως γέφυρες ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα στο βιολογικό πέρας και τη διαρκή παρουσία του έργου του στον κόσμο. Η πράξη της αφιέρωσης, ειδικά όπως αποτυπώνεται στα αναθηματικά επιγράμματα, δεν αποτελεί απλώς ένα κλείσιμο του επαγγελματικού κύκλου, αλλά μια τελετουργική αναγνώριση του δεσμού ανάμεσα στον άνθρωπο και τα μέσα της έκφρασής του. Τα εργαλεία δεν είναι πλέον όργανα παραγωγής· μετατρέπονται σε σύμβολα δημιουργίας, σε μάρτυρες της κόπωσης, της ακρίβειας και της ψυχικής έντασης που ενσάρκωσε η γραφή. Ακόμη κι όταν σιγεί το χέρι, τα όργανα συνεχίζουν να μιλούν — όχι μόνο για όσα γράφτηκαν, αλλά και για τον ίδιο τον γραφέα: η ματιά του, την υπομονή του, την επιμονή του να μετατρέψει την ύλη σε λόγο. Έτσι, η σχέση τους δεν τελειώνει με τον βιολογικό χρόνο, αλλά συνεχίζει να αναπνέει στο πεδίο της μνήμης. Στο μεταίχμιο παγανισμού και χριστιανισμού, τα αναθηματικά αυτά επιγράμματα αναδεικνύονται ως μικρά αλλά πολύτιμα τεκμήρια της διαχρονικής σχέσης του ανθρώπου με την τέχνη, τον χρόνο και το θείο.

///

[1] Τα όργανα γραφής αποτυπώνονται και στην εικονογραφία, βλ. Αθηνά Χατζηδημητρίου, Η γραφή και η ανάγνωση στην εικονογραφία των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, Αρχαιολογικόν Δελτίον 67-68 (2017-2018), Μέρος Α΄, Μελέτες, Αθήνα 2017, σελ. 305-368.
[2] Βλ. τον κατάλογο της έκθεσης Πριγκίπισσες της Μεσογείου στην Αυγή της Ιστορίας, επιμέλεια Νικ. Χρ. Σταμπολίδης, με τη συνεργασία της Μιμίκας Γιαννοπούλου. Η έκθεση παρουσιάστηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης από τον Δεκέμβριο του 2012 μέχρι τον Απρίλιο του 2013.
[3] The Greek Anthology, Heinemman 1917, Λονδίνο, τ. II, στη σειρά της Loeb Classical Library.
[4] Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες Αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.

*

*

*