Η συλλογή Εσύ που νομίζω της Αντωνίας Γουναροπούλου αποτελεί μια σύνθεση που κινείται ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη, ανάμεσα στην καθημερινή εμπειρία και στη συμβολική της μεταμόρφωση. Ο λόγος της ποιήτριας δεν επιδιώκει την ευθύγραμμη αφήγηση αλλά κατασκευάζει έναν κόσμο θραυσμάτων, όπου οικογενειακές φιγούρες, ιστορικά ίχνη και προσωπικά βιώματα διασταυρώνονται για να συγκροτήσουν έναν ποιητικό χάρτη ταυτότητας. Η γραφή της Γουναροπούλου συλλαμβάνει την αμφισημία του εαυτού και την αποτυπώνει με γλώσσα ελλειπτική, μουσική και συχνά οδυνηρή, δημιουργώντας μια συλλογή που λειτουργεί ταυτόχρονα ως τόπος μνήμης και ως άσκηση αυτογνωσίας.
Από τα σημαντικότερα ποιήματα της συλλογής είναι «Η μητέρα» (σελ. 4), αλληγορία για τη μνήμη, τη γυναικεία ταυτότητα και τη σχέση μάνας και κόρης μέσα στον χρόνο. Η μητέρα οδηγείται από «ξεναγούς» σε λεωφόρους, πλατείες, οικοδομές και μαιευτήρια. Μια πορεία που συμπυκνώνει τις φάσεις της ζωής της, από τη γέννα ως την κοινωνική της παρουσία. Η κορύφωση έρχεται όταν φτάνει
στην «Ωραία Πύλη», εικόνα που συνδυάζει το ιερό με το απειλητικό, καθώς πίσω από τον καθρέφτη διακρίνεται μια «σκαλιστή λαιμητόμος». Η μητέρα εδώ στέκει μπροστά σε ένα όριο ανάμεσα στο παρελθόν και στη λήθη.
«Στράφηκε τότε η μητέρα
και με αναζήτησε,
αλλά εγώ είχα γίνει
η γυναίκα που ήμουν»
Το απόσπασμα αυτό συνιστά την κορύφωση μιας πορείας που ξεκινά με τη μητέρα ως καθοδηγούμενη φιγούρα και καταλήγει σε μια στιγμή αναγνώρισης που όμως έρχεται πολύ αργά. Το στρέψιμο της μητέρας είναι κίνηση τρυφερότητας και αναζήτησης, αλλά η κόρη, έχοντας ήδη «γίνει η γυναίκα που ήταν», έχει απομακρυνθεί ανεπιστρεπτί από τον μητρικό δεσμό. Εδώ βρίσκεται το τραγικό στοιχείο του ποιήματος: η στιγμή που θα μπορούσε να σημαίνει την επανένωση, φανερώνει αντίθετα την οριστική απομάκρυνση. Το ποίημα λειτουργεί ως μεταφορά της ενηλικίωσης αλλά και της απώλειας. Η μητέρα δεν είναι απλώς πρόσωπο αλλά συμβολίζει τη μήτρα της μνήμης, τον τόπο της αρχής. Η κόρη, αναγνωρίζοντας τον εαυτό της ως «τη γυναίκα που ήταν», κλείνει τον κύκλο. Για να υπάρξει ως αυτόνομο υποκείμενο πρέπει να αφήσει πίσω της τη μητρική σκιά. Η φράση αποκτά ιδιαίτερη δύναμη μέσα από την επανάληψη: το να γίνεις «αυτό που ήσουν» σημαίνει ότι η ταυτότητα δεν οικοδομείται ως πρόοδος αλλά ως επιστροφή σε έναν πυρήνα που περιμένει να επιβεβαιωθεί. Η ένταση ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη εδώ δεν είναι αμιγώς προσωπική αλλά υπαινίσσεται μια ευρύτερη συνθήκη, δηλαδή τη μόνιμη διαπραγμάτευση ανάμεσα στο παρελθόν που μας συγκροτεί και στην ανάγκη να σταθούμε έξω από αυτό. Το ποίημα μετατρέπεται έτσι σε στοχασμό για τη μνήμη και την αυτονομία, φωτίζοντας την πικρή αλλά αναγκαία στιγμή όπου η αναζήτηση του άλλου συναντά την επιβεβαίωση του εαυτού.
Ένα από τα κεντρικά ποιήματα είναι το «Μεσημέρι στην Καλλιθέα» (σελ. 10). Είναι από τα πιο ζωντανά και δραματικά της συλλογής, καθώς συνδυάζει την καθημερινή οικιακή σκηνή με το υπόγειο βάρος της οικογενειακής και συλλογικής μνήμης. Η αφήγηση ξεκινά με την εγγονή που απευθύνεται στη γιαγιά της ρωτώντας για το σημάδι των πουλιών που μαζεύονται στα σύρματα. Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο ή απαντιέται έμμεσα, καθώς η γιαγιά απορροφάται στην προετοιμασία του φαγητού. Η κουζίνα γεμίζει με εικόνες καθημερινές (πιάτα, ψωμί, ντομάτες, μαχαίρια) και συγχρόνως με τη σκιά του θανάτου που παραμονεύει σε αφηγήσεις ονείρων και σε υπαινιγμούς για συγγενείς που χάθηκαν βίαια.
«Κι όταν μαζεύονται στο σύρμα, λέει, τα πουλιά
σημαίνει ότι θα βρέξει.
Φάε τώρα»
Το τρίστιχο αυτό συμπυκνώνει όλο το νόημα του ποιήματος. Η ερώτηση της εγγονής, που αρχικά μοιάζει παιδική και αφελής, κουβαλά μέσα της το άγχος της ερμηνείας των οιωνών. Η γιαγιά δίνει μια καθησυχαστική, απλή εξήγηση «θα βρέξει» απομακρύνοντας το βάρος της μνήμης και της τραγικής κληρονομιάς που έχει προηγηθεί στην αφήγηση. Η καταληκτική προσταγή «Φάε τώρα» λειτουργεί σαν φραγμός απέναντι στη διατάραξη του παρελθόντος: το τραπέζι, η τροφή, η επιβίωση έχουν προτεραιότητα έναντι των αναμνήσεων και της ερμηνείας. Η σκηνή αναδεικνύει τη διπλή λειτουργία της οικογένειας: αφενός αποτελεί τόπο μνήμης, όπου οι ιστορίες των νεκρών και των ονείρων επιστρέφουν, αφετέρου λειτουργεί ως χώρος απόκρυψης, όπου η καθημερινότητα καλύπτει τις πληγές. Το τρίστιχο γίνεται λοιπόν σύμβολο αυτής της μετάβασης από το ερώτημα στο σιωπηλό τέλος, από την αναζήτηση της αλήθειας στην επιβολή της επιβίωσης. Με τον τρόπο αυτό η Γουναροπούλου καταφέρνει να μετατρέψει μια οικεία, σχεδόν πεζογραφική σκηνή κουζίνας σε ποιητική παραβολή για το πώς το παρελθόν διαπερνά το παρόν, και πώς οι γενιές διαχειρίζονται το τραύμα άλλοτε με αφήγηση κι άλλοτε με αποσιώπηση.
Ένα από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα ποιήματα της συλλογής είναι ο «Ορυμαγδός» (σελ. 15). Εδώ η ποιητική φωνή βιώνει την εμπειρία του έρωτα και της απώλειας με όρους κατακλυσμιακούς. Το σώμα του άλλου εμφανίζεται ανοιχτό, σαν τοπίο που προκαλεί τρόμο και συγκίνηση μαζί, ενώ η ένωση μετατρέπεται σε σκηνή βίαιης έντασης που αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα. Το ποίημα κινείται ανάμεσα στον λυρισμό και στην κραυγή, δείχνοντας ότι ο έρωτας φέρει μέσα του τόσο τη μέθη της εγγύτητας όσο και την εκκωφαντική βουή της απομάκρυνσης.
«Αλλά για μένα λέω.
Τι εκκωφαντικό όταν έφυγα.
Ο ορυμαγδός που κάνει η ζωή
όταν την επιλέγουν.»
Αυτό το απόσπασμα λειτουργεί ως καταληκτικό σχόλιο και ταυτόχρονα ως αποκάλυψη. Η ποιήτρια στρέφει τον φακό στον εαυτό της, δεν περιγράφει πια μόνο τον άλλον αλλά το δικό της βίωμα. Η στιγμή της αποχώρησης βιώνεται ως κάτι εκκωφαντικό, όχι επειδή είναι κενό, αλλά επειδή συνοδεύεται από την επίγνωση της επιλογής. Ο «ορυμαγδός» δεν είναι μόνο θόρυβος πόνου, είναι η δυνατή δόνηση που κάνει η ίδια η ζωή όταν αποφασίζεις να την ζήσεις, με όλα τα ρίσκα και τις απώλειες. Η αντίθεση ανάμεσα στο σώμα του άλλου (ανοιχτό, πληγωμένο, γεμάτο κραυγές) και στη φωνή του ποιητικού υποκειμένου που επιλέγει να φύγει, δείχνει πως ο έρωτας είναι και γέννηση και καταστροφή. Η ερωτική εμπειρία αποτυπώνεται στη σωματική μνήμη, αλλά η αποχώρηση είναι που καθορίζει την αλήθεια της εμπειρίας. Ο έρωτας, σε αυτή την ανάγνωση, δεν είναι μόνο καταφύγιο αλλά και τόπος επικίνδυνος, όπου η επιθυμία και η απώλεια διαπλέκονται αξεδιάλυτα. Το ποίημα τελικά αποτυπώνει το παράδοξο της ύπαρξης δηλαδή εκεί όπου η αγάπη κορυφώνεται, εκεί αρχίζει και ο θόρυβος της απουσίας. Και ο «ορυμαγδός» είναι ακριβώς αυτή η διπλή όψη της ζωής, η κραυγή της χαράς και η κραυγή της αποκοπής που συνυπάρχουν στην ίδια εμπειρία.
Το ποίημα «Η πιανίστα Μπερνίς Γκόλντμαν» (σελ. 16) είναι από τα πιο εκτενή και αφηγηματικά της συλλογής «Εσύ που νομίζω». Εδώ η Γουναροπούλου φεύγει από τον καθαρά προσωπικό χώρο και στρέφει το βλέμμα της σε μια υπαρκτή μορφή, μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει στο Χίλμπροου του Γιοχάνεσμπουργκ, περιοχή σημαδεμένη από κοινωνική παρακμή και εγκατάλειψη (ειδικά γύρω στο 2012, αλλά και για αρκετές δεκαετίες πριν). Η Μπερνίς, πιανίστρια κάποτε νεαρή και γεμάτη υποσχέσεις, παρουσιάζεται σήμερα να ανεβαίνει κοπιαστικά τα σκαλιά με το γέρικο σκυλί της, να δείχνει το πιάνο με τα κιτρινισμένα πλήκτρα, να κρατά κορνίζες από το παρελθόν. Το ποίημα εναλλάσσει λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής με εικόνες σχεδόν κινηματογραφικές, χτίζοντας μια αφήγηση όπου το σώμα, η τέχνη και η μνήμη συναντούν τη φθορά.
«Μες στο θολό καθρέφτη
κάθε παλιό της κύτταρο σαλεύει στο ρυθμό,
η μοβ σκιά, το μεϊκάπ την ταξιδεύουν,
το ροζ κραγιόν χαμογελά…»
Εδώ συνοψίζεται η ουσία του ποιήματος: η γυναίκα στέκεται μπροστά στον καθρέφτη, κι ενώ το σώμα της φέρει τα σημάδια της ηλικίας, η μουσική την επαναφέρει στη νεότητα. Το βλέμμα της δεν συναντά πια μόνο τη φθορά αλλά και την ανάμνηση μιας άλλης εποχής, τότε που έπαιζε στο Καφέ Φλόριαν, γελαστή και γεμάτη ζωή. Ο καθρέφτης γίνεται διπλή επιφάνεια δηλαδή αντανακλά το γηρασμένο πρόσωπο αλλά και το παρελθόν που επιμένει να ζει μέσα της. Η ανάλυση αυτού του τετράστιχου δείχνει την ένταση ανάμεσα στο τώρα και στο τότε. Το παρόν χαρακτηρίζεται από απομόνωση, εγκατάλειψη, σιωπή. Το παρελθόν από λάμψη, μουσική, κοινωνικότητα. Ωστόσο η ποιήτρια δεν τα τοποθετεί σε αντίθεση αλλά σε μια σχέση αλληλοδιείσδυσης. Η Μπερνίς δεν χάνει την ταυτότητά της επειδή γέρασε αλλά κάθε της κύτταρο «σαλεύει στο ρυθμό», κάθε ίχνος μακιγιάζ ανακαλεί τη λάμψη μιας παλιάς ύπαρξης. Το ποίημα έτσι λειτουργεί σαν στοχασμός πάνω στη κληρονομιά της τέχνης και στη δύναμη της μουσικής να διασώζει το παρελθόν. Η Μπερνίς γίνεται σύμβολο όλων όσων γερνούν κουβαλώντας μέσα τους τη ζωντάνια μιας άλλης εποχής. Η μουσική δεν σβήνει, απλώς αντηχεί πια μέσα στον καθρέφτη, ανάμεσα στο τώρα και στο χθες.
Το ποίημα «εσύ που νομίζω» (σελ. 27), το οποίο δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, είναι το πιο εμβληματικό της Γουναροπούλου. Αποτελεί έναν ποιητικό διάλογο με έναν εαυτό-είδωλο, μια φιγούρα οικεία και ξένη μαζί, που άλλοτε ταυτίζεται με τον ποιητικό λόγο κι άλλοτε αποσύρεται. Οι εικόνες της πόλης (πλατείες, δρόμοι, μαγαζιά, Σύνταγμα) γίνονται σκηνικό μιας περιπλάνησης όπου το υποκείμενο αναζητεί την ταυτότητά του μέσα από το βλέμμα των άλλων και τις μεταμορφώσεις του εαυτού. Η γραφή είναι ελλειπτική και ρυθμική, σαν η φωνή να ακολουθεί τον παλμό της αστικής νύχτας.
«Φύγε πιασμένη απ’ το σκοινάκι στο μπαλόνι τους εσύ
που νομίζω πως είμαι.»
Εδώ συμπυκνώνεται όλη η στοχαστική πορεία της συλλογής. Ο εαυτός εμφανίζεται σαν διπλό πρόσωπο, «εσύ» και «εγώ» μαζί, ένα φευγαλέο είδωλο που δεν μπορεί να σταθεί σταθερά. Η εικόνα του μπαλονιού, παιδικό παιχνίδι αλλά και αντικείμενο εύθραυστο, υποδηλώνει την ασταθή φύση της ταυτότητας. Το «σκοινάκι» δηλώνει έναν δεσμό, μια πρόσδεση που ωστόσο παραμένει ελαφριά και έτοιμη να σπάσει. Η προσταγή «φύγε» αποκαλύπτει την ανάγκη του υποκειμένου να αποσπαστεί από αυτό το είδωλο, να αποδεσμευτεί από τον διχασμό του. Ωστόσο η προσφώνηση «εσύ που νομίζω πως είμαι» καταδεικνύει πως η φυγή είναι αδύνατη. Η ταυτότητα είναι πάντα μια υπόθεση αμφίβολη, ένα «νομίζω» που δεν γίνεται «είμαι» με βεβαιότητα. Το ποίημα καταλήγει σε μια ποιητική αλήθεια για τον εαυτό: δεν υπάρχει σταθερή ταυτότητα, μόνο η εμπειρία μιας συνεχούς διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και σε αυτό που οι άλλοι, ή οι περιστάσεις, μας καθιστούν. Μέσα σε αυτή τη ρευστότητα, η ποίηση γίνεται ο μόνος τόπος όπου το «νομίζω» μπορεί να υπάρξει ως αποδοχή της αβεβαιότητας.
Η συλλογή αναδεικνύεται σε πολυφωνικό έργο όπου το ιδιωτικό εμπλέκεται με το συλλογικό, η μνήμη με τη λήθη, ο μύθος με την ιστορία. Η Γουναροπούλου δείχνει να στοχάζεται πάνω στη γυναικεία εμπειρία όχι ως στερεότυπο αλλά ως ανοιχτή διαδικασία, μέσα από την οποία η γλώσσα αποκτά δύναμη να συγκρατήσει θραύσματα και να τα μετατρέψει σε ποιητική μορφή. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου η λεπτότητα της εικόνας συναντά την τόλμη του υπαρξιακού στοχασμού και δικαιολογεί την παρουσία του ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
///
Mπορείτε να βρείτε την ποιητική συλλογή στον παρακάτω σύνδεσμο: