Day: 30.09.2025

Διπρόσωπος εαυτός

Η συλλογή Εσύ που νομίζω της Αντωνίας Γουναροπούλου αποτελεί μια σύνθεση που κινείται ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη, ανάμεσα στην καθημερινή εμπειρία και στη συμβολική της μεταμόρφωση. Ο λόγος της ποιήτριας δεν επιδιώκει την ευθύγραμμη αφήγηση αλλά κατασκευάζει έναν κόσμο θραυσμάτων, όπου οικογενειακές φιγούρες, ιστορικά ίχνη και προσωπικά βιώματα διασταυρώνονται για να συγκροτήσουν έναν ποιητικό χάρτη ταυτότητας. Η γραφή της Γουναροπούλου συλλαμβάνει την αμφισημία του εαυτού και την αποτυπώνει με γλώσσα ελλειπτική, μουσική και συχνά οδυνηρή, δημιουργώντας μια συλλογή που λειτουργεί ταυτόχρονα ως τόπος μνήμης και ως άσκηση αυτογνωσίας.

Από τα σημαντικότερα ποιήματα της συλλογής είναι «Η μητέρα» (σελ. 4), αλληγορία για τη μνήμη, τη γυναικεία ταυτότητα και τη σχέση μάνας και κόρης μέσα στον χρόνο. Η μητέρα οδηγείται από «ξεναγούς» σε λεωφόρους, πλατείες, οικοδομές και μαιευτήρια. Μια πορεία που συμπυκνώνει τις φάσεις της ζωής της, από τη γέννα ως την κοινωνική της παρουσία. Η κορύφωση έρχεται όταν φτάνειΚριτική στη ποιητική συλλογή «Εσύ που νομίζω» της Αντωνίας Γουναροπούλου στην «Ωραία Πύλη», εικόνα που συνδυάζει το ιερό με το απειλητικό, καθώς πίσω από τον καθρέφτη διακρίνεται μια «σκαλιστή λαιμητόμος». Η μητέρα εδώ στέκει μπροστά σε ένα όριο ανάμεσα στο παρελθόν και στη λήθη.

«Στράφηκε τότε η μητέρα
και με αναζήτησε,

αλλά εγώ είχα γίνει
η γυναίκα που ήμουν»

Το απόσπασμα αυτό συνιστά την κορύφωση μιας πορείας που ξεκινά με τη μητέρα ως καθοδηγούμενη φιγούρα και καταλήγει σε μια στιγμή αναγνώρισης που όμως έρχεται πολύ αργά. Το στρέψιμο της μητέρας είναι κίνηση τρυφερότητας και αναζήτησης, αλλά η κόρη, έχοντας ήδη «γίνει η γυναίκα που ήταν», έχει απομακρυνθεί ανεπιστρεπτί από τον μητρικό δεσμό. Εδώ βρίσκεται το τραγικό στοιχείο του ποιήματος: η στιγμή που θα μπορούσε να σημαίνει την επανένωση, φανερώνει αντίθετα την οριστική απομάκρυνση. Το ποίημα λειτουργεί ως μεταφορά της ενηλικίωσης αλλά και της απώλειας. Η μητέρα δεν είναι απλώς πρόσωπο αλλά συμβολίζει τη μήτρα της μνήμης, τον τόπο της αρχής. Η κόρη, αναγνωρίζοντας τον εαυτό της ως «τη γυναίκα που ήταν», κλείνει τον κύκλο. Για να υπάρξει ως αυτόνομο υποκείμενο πρέπει να αφήσει πίσω της τη μητρική σκιά. Η φράση αποκτά ιδιαίτερη δύναμη μέσα από την επανάληψη: το να γίνεις «αυτό που ήσουν» σημαίνει ότι η ταυτότητα δεν οικοδομείται ως πρόοδος αλλά ως επιστροφή σε έναν πυρήνα που περιμένει να επιβεβαιωθεί. Η ένταση ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη εδώ δεν είναι αμιγώς προσωπική αλλά υπαινίσσεται μια ευρύτερη συνθήκη, δηλαδή τη μόνιμη διαπραγμάτευση ανάμεσα στο παρελθόν που μας συγκροτεί και στην ανάγκη να σταθούμε έξω από αυτό. Το ποίημα μετατρέπεται έτσι σε στοχασμό για τη μνήμη και την αυτονομία, φωτίζοντας την πικρή αλλά αναγκαία στιγμή όπου η αναζήτηση του άλλου συναντά την επιβεβαίωση του εαυτού. (περισσότερα…)

Το δάχτυλο της σιωπής

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Να βρεις γυναίκα στην Αθήνα μοιάζει εύκολο, μα λίγα πράγματα είναι εύκολα όταν φαίνονται εύκολα. Εννοώ γυναίκα για σχέση, όχι απλώς για πήδημα. Αν και το «απλώς» δεν είναι καθόλου απλό άμα πρόκειται για γυναίκα, και το «πήδημα» εμπεριέχει την πτώση: απ’ τον παράδεισο, από ύψος, απ’ οπουδήποτε μπορείς να τραυματιστείς, τέλος πάντων – όμως το πήδημα εις βάθος είναι το τρομακτικότερο, αλλά στον τρόμο εμπεριέχεται και η ανατριχίλα, η ξαδέρφη του πόθου και μητέρα της ηδονής. Εκεί, στα άδυτα των αδύτων της γυναίκας, στους κοραλλιογενείς υφάλους των επιθυμιών, δύτης παράτολμος ο άντρας αλιεύει διάπυρα μαργαριτάρια, κλεισμένα στο σαρκοφάγο στρείδι του κορμιού της.

Γυναίκες υπάρχουν πολλές στην Αθήνα, διαλέγεις και παίρνεις. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, το «διαλέγεις». Βασικά παίρνεις ό,τι πιάνει το χέρι σου. Και πιάνει ό,τι φτάνει η τσέπη σου κι ό,τι αξίζει το ταλέντο σου. Γιατί αλλοίμονο αν δεν ήθελε και ταλέντο η κατάκτηση ενός σάρκινου ποιήματος: της γυναίκας, του πολυπλοκότερου μηχανισμού της φύσεως, του άλυτου γρίφου της ζωής, μετά του χάσματος της μάζας στην θεωρία των Yang-Mills και των εξισώσεων Navier-Stokes, που παραμένουν άλυτοι 43 και 150 χρόνια αντίστοιχα.

Η γυναίκα μυρίζει το ταλέντο από μακριά, όπως τα λεφτά, και τα λεφτά όπως τα κεφτεδάκια στην κουζίνα.

Εσύ, αν ήσουν εμπόρευμα, πόσο θα πλήρωνες να σε αποκτήσεις; Κι αν δεν θα πλήρωνες, γιατί να (την) πληρώσει εκείνη; Πιστεύουμε πως αξίζουμε περισσότερο απ’ όσο αξίζουμε. Κι όσοι λένε πως δεν αξίζουν, πιστεύουν πως αξίζουν περισσότερο απ’ όσους πιστεύουν πως αξίζουν. Είμαστε υπερτιμημένα προϊόντα, δεν μας προτιμά το κοινό και βγαίνουμε σε προσφορά στις εκπτώσεις.

Να βρεις γυναίκα είναι δύσκολο, είτε στην Αθήνα είτε στην Ανδρομέδα, που να μην νιώθεις μόνος όταν δεν είσαι μόνος, που ν’ αδημονείς να την συναντήσεις κι όχι ν’ ανυπομονείς να την αφήσεις, που να δένετε σαν κόμπος ναυτικός, να κουμπώνετε σαν παλτό χειμωνιάτικο και να κολλάτε σαν μαγνητάκια στο ψυγείο.

Τέλος πάντων, το κουράσαμε το θέμα.

Ας μείνουμε στην αρχική πρόταση:

«Να βρεις γυναίκα στην Αθήνα μοιάζει εύκολο». Αλλά δεν είναι! Κι επειδή δεν είναι, χρειάζονται διαμεσολαβητές: Να μου γνωρίσεις μια φίλη σου, να σου γνωρίσω έναν φίλο μου και πάει λέγοντας.

Έτσι προέκυψε το ραντεβού που μου ’κλεισε ο Γιάννης με την Τούλα, αλλά με προειδοποίησε:

«Έχει ένα τικ!» (περισσότερα…)