*
Προλεγόμενα-Μετάφραση
Κωνσταντίνος Χρυσόγελος
~.~
Η πρωτοβυζαντινή συλλογή Λαυσαϊκὴ ἱστορία του Παλλαδίου (5ος αι.) περιέχει θαυμαστές αφηγήσεις για ασκητές και μοναχούς της περιοχής της Αιγύπτου. Το παρακάτω διήγημα προέρχεται από το κεφάλαιο για τον Μακάριο Αλεξανδρέα (4ος αι.). Όπως συμβαίνει με παρόμοιες ιστορίες από αυτή ή από άλλες συλλογές, συνδυάζεται ελεύθερα το ρεαλιστικό (ενίοτε νατουραλιστικό) με το φανταστικό στοιχείο. Παρότι φαινομενικά τέτοια μικροαφηγήματα έχουν διδακτικό σκοπό, η ωμή αποτύπωση της σκληρής ασκητικής δοκιμασίας μέσα σε τόπους άνυδρους και εχθρικούς αναδεικνύει τελικά και το υπαρξιακό στοιχείο και τον δύσκολο αγώνα του ανθρώπου απέναντι στα στοιχεία της φύσης.
Τρεις προκαταρκτικές σημειώσεις: α) Διατήρησα την ωραία λέξη «κηποτάφιο(ν)», που σημαίνει πολύ απλά: «τάφος μέσα σε κήπο». β) Τα ονόματα Ιαννής και Ιαμβρής απαντούν στη δεύτερη επιστολή προς Τιμόθεο (3,8) και αναφέρονται σε δύο μάγους οι οποίοι «αντιστάθηκαν στον Μωυσή». γ) Ο «στύλος της νεφέλης» απαντά στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο της Εξόδου (13,21).
///
Κάποια στιγμή [ο Μακάριος] θέλησε να μπει μέσα στο κηποτάφιο των Ιαννή και Ιαμβρή, όπως μας αφηγήθηκε ο ίδιος. Αυτό το κηποτάφιο δημιουργήθηκε από τους παντοδύναμους μάγους εκείνης της εποχής, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον Φαραώ. Καθώς λοιπόν αντλούσαν την εξουσία τους από μία μακρά χρονική περίοδο, ανέγειραν το κτίσμα σε τετραποδικούς λίθους, και κατασκεύασαν το μνήμα τους εκεί ακριβώς, εναποθέτοντας μαζί πολύ πλούτο. Φύτευσαν μάλιστα και δέντρα, διότι ο τόπος έχει σχετική υγρασία, και σκάβοντας έφτιαξαν και μία δεξαμενή νερού.
Επειδή όμως ο άγιος δεν γνώριζε τη διαδρομή, προχωρούσε ατενίζοντας περίπου τα αστέρια, λες και ταξίδευε στο πέλαγος. Μαζί του είχε και δεμάτι με καλάμια, τα οποία τα έβαζε σημάδι στο χώμα κάθε ενάμισι χιλιόμετρο, για να μπορέσει να ξαναβρεί τον δρόμο και να γυρίσει πίσω. Είχαν λοιπόν περάσει εννιά ημέρες και πια ζύγωνε στον προορισμό του. Τώρα προσέχτε, ο δαίμονας που διαρκώς βάζει εμπόδια στους χριστομίμητους αθλητές μάζεψε τα καλάμια την ώρα που ο Μακάριος κοιμόταν, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο έξω από το κηποτάφιο, και τα απόθεσε στο προσκεφάλι του. Έτσι, όταν σηκώθηκε ο άγιος βρήκε τα καλάμια, συλλογιζόμενος ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Θεός είχε επιτρέψει να συμβεί αυτό, για να επιτείνει τη δοκιμασία του, δείχνοντάς του δηλαδή ότι δεν πρέπει να εναποθέτει τις ελπίδες του στα καλάμια, αλλά στον στύλο της νεφέλης που καθοδηγούσε το έθνος του Ισραήλ μέσα στην έρημο για σαράντα χρόνια.
Σχετικά με αυτά, ο Μακάριος είπε: «Εβδομήντα δαίμονες βγήκαν από το κηποτάφιο και χιμούσαν με βία στο πρόσωπό μου, πετώντας σαν τα κοράκια και κραυγάζοντας: “Τι θέλεις, Μακάριε; Τι ψάχνεις, μοναχέ; Τι μας κουβαλήθηκες στα μέρη μας; Δεν μπορείς να μείνεις άλλο εδώ”. Κι εγώ τους λέω: “Να μπω μόνο, να δω ίσα ίσα το μνημείο και φεύγω”. Και εισέρχομαι και βρίσκω έναν μικρό χάλκινο κάδο που κρεμόταν από μία σιδερένια αλυσίδα προς τη δεξαμενή, και τα δύο όμως τα είχε ρημάξει το πέρασμα του χρόνου. Και βρίσκω ρόδια, αλλά καρπούς δεν είχαν μέσα, διότι όλα τα είχε ξεράνει ο ήλιος».
Κίνησε για πίσω λοιπόν, είκοσι μέρες πήγαινε. Και ξέμεινε από νερό και από ψωμί και πια ήταν αβοήθητος. Λίγο πριν καταρρεύσει, φάνηκε ξαφνικά μία κοπέλα -έτσι μας αφηγήθηκε ο ίδιος- που φορούσε πεντακάθαρα ρούχα και κρατούσε στα χέρια πήλινη στάμνα, γεμάτη μέχρι πάνω με νερό. Στεκόταν μακριά του, καμιά διακοσαριά μέτρα, και τρεις μέρες την ακολουθούσε, βλέποντάς την πάντα μπροστά του με τη στάμνα, και δεν κατάφερνε να την προφτάσει, λες και πρόκειτο για φάσμα ονείρου. Ωστόσο, η ελπίδα που είχε ότι θα έπινε νερό τού έδινε δύναμη να συνεχίσει. Αργότερα πάντως η κοπέλα χάθηκε και φάνηκε κοπάδι από βουβάλια (έχει πολλά στην περιοχή), και από αυτά ξεχώρισε ένα θηλυκό με το μοσχαράκι του. Και το μαστάρι της έσταζε άφθονο το γάλα, όπως μας είπε ο Μακάριος. Και αυτός πήγε κάτω από το μαστάρι και ήπιε με την ψυχή του. Μάλιστα, η βουβάλα τον ακολούθησε μέχρι το κελί του, προσφέροντας σ’ εκείνον το γάλα της και στο μοσχαράκι της δεν έδινε.
Πολλά θα μπορούσα να σου πω για τον άγιο Μακάριο, αλλά κράτα αυτά τα λίγα.
[Το πρωτότυπο από την έκδοση: G. J. Bartelink (έκδ.), Palladio, La storia Lausiaca, Vicenza 1985, σ. 80-84· η κατακλείδα στη σ. 96]
///
*
*
*
