Ο Ζαν Πάουλ Ρίχτερ και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Συμπληρώνονται φέτος 200 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου πεζογράφου της ρομαντικής Γερμανίας, του Johann Paul Friedrich Richter (Βούνσιντελ 1763 – Μπαϊρόυτ 1825), γνωστότερου ως Ζαν Πάουλ, όπως ο ίδιος θέλησε να μείνει στην ιστορία των Γραμμάτων. Επιδιώκοντας σταθερά την σύνθεση επικού και λυρικού/μουσικού στοιχείου και την σύνδεση του ορατού με τα αόριστα ψυχικά βιώματα, αντιστρέφοντας τη σχέση της φωτεινής επιφάνειας με το εσωτερικό βάθος, ο Ζαν Πάουλ, ξεπερνώντας την διάκριση γεγονότος και αίσθησης αλλά και την δουλεία της μορφής, οδήγησε την ρευστή αμορφία του ρομαντικού μυθιστορήματος στα άκρα της.

Το εντυπωσιακό του ξεκίνημα με τις σατιρικές Δοκιμασίες της Γροιλανδίας και το δημοφιλές μυθιστόρημα Έσπερος ή 45 Μέρες με Σκύλους δεν του χάρισαν την πολυπόθητη αναγνώριση που επιθυμούσε. Ο Χέρντερ και ο Βήλαντ τον επαίνεσαν αλλά ο Γκαίτε και ο Σίλλερ έστεκαν ψυχροί ενώ και το αναγνωστικό κοινό έδειχνε διχασμένο. Κάποιοι τον σέβονταν απόλυτα κι άλλοι τον αντιμετώπιζαν με κούνημα του κεφαλιού και αδιαφορία.

«Βρήκε την υγειά του» αφήνοντας την Βαϊμάρη για το Βερολίνο όπου η βασίλισσα της Πρωσίας Λουίζα αποδείχθηκε ενθουσιώδης αναγνώστρια των έργων του. Αυτό ώθησε τον Ζαν Πάουλ να μετακομίσει μόνιμα στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1800, όπου έγινε φίλος με τους αδελφούς Σλέγκελ και τους άλλους μεγάλους ρομαντικούς, τον Τικ, τον Σλάιερμαχερ, τον Φίχτε. Από το 1804 όμως εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Μπαϊρόυτ όπου έζησε απομονωμένος ως τον θάνατό του. Παρά την απομόνωση όμως, ενέπνεε τις γερμανικές φοιτητικές αδελφότητες, τόσο για τον πατριωτισμό του όσο και για τις τολμηρές μεταφορές και τις λαβυρινθώδεις πλοκές των έργων του, στις οποίες ο Ζαν Πάουλ παρενέβαλλε στοχασμούς και ποιητικά ή φιλοσοφικά σχόλια που μαρτυρούν την αποστασιοποίησή του τόσο από τον διαφωτισμό όσο και από την μεταφυσική. Η πνευματώδης ειρωνεία του διανθιζόταν πάντα με απότομη πικρή σάτιρα και ο νηφάλιος ρεαλισμός του με τα πιο μεταμορφωτικά ειδύλλια. Έτσι, κατέληξε σε μια κοσμοθεωρία χωρίς ψευδαισθήσεις, σε συνδυασμό με την χιουμοριστική παραίτηση από κάθε διάθεση κατήχησης. Κέρδισε τελικά την υψηλότερη εκτίμηση μεταξύ των μεταγενέστερων ποιητών και δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ο μόνος ποιητής του οποίου τα πλήρη έργα πήρε μαζί του στο Παρίσι ο Πάουλ Τσέλαν, στο έργο του οποίου είναι εμφανείς οι επιδράσεις.

Στην Ελλάδα το έργο του Ζαν Πάουλ παραμένει μάλλον άγνωστο αν και τον 19ο αιώνα περιοδικά δημοσίευαν διηγήματά του ενώ και η αισθητική του θεωρία είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον, σε σημείο που κατά την περίφημη φιλολογική μονομαχία του 1877 μεταξύ του Εμμανουήλ Ροΐδη και του Αγγέλου Βλάχου, ο Ζαν Πάουλ ήταν μεταξύ των αυθεντιών τις οποίες επικαλέσθηκαν οι δύο άνδρες για να προσδώσουν κύρος στην γνώμη τους. Μάλιστα ο Ροΐδης, προς υποστήριξη της ιδέας του περί της αναμφισβήτητης επήρειας του περιβάλλοντος στην καλλιτεχνική πραγματικότητα, ανέφερε και την ρήση του Ρίχτερ ότι οι ποιητές είναι ως οι οκτάποδες: προσλαμβάνουν το χρώμα της τροφής τους.

Στον 20ο αιώνα ο Ζαν Πάουλ ξεχάστηκε και ούτε η επέτειος των διακοσίων χρόνων της Επανάστασης στάθηκε ικανή να τον ανακαλύψουμε. Κι ας άφησε ένα έξοχο έργο, από τα χαρακτηριστικώτερα της βαθιάς εντύπωσης την οποία είχε προξενήσει στην γερμανική φαντασία του καιρού του η Ελληνική Παλιγγενεσία: ένα ποιητικό πεζογράφημα που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1821 στην Γερμανία και εντάσσεται στο κλίμα του γερμανικού φιλελληνισμού.

Το ποιητικό αυτό πεζογράφημα επιγράφεται Ιστορία Ελληνίδος γυναικός. Εν όνειρον και αρχίζει την ημέρα κατά την οποία πυρπολήθηκε ο περιώνυμος ναός της Εφέσου και η Σίβυλλα οιστρήλατος περιέτρεχε τις οδούς των Αθηνών, διαλαλώντας το τρομερό μήνυμα:

«Έρχονται οι βάρβαροι. Τους βλέπω. Έρχονται να μας αλυσοδέσουν. Επί χιλιάδες ετών θα μαρανθήτε, τέκνα μου, δούλοι σιδηροδέσμιοι».

Η προφήτις πέφτει εν συνεχεία γονατιστή μπροστά στα πόδια του γιγαντιαίου αγάλματος της Αθηνάς, ικετεύοντας την θεά να προστατεύσει το άστυ από την επιδρομή των βαρβάρων. Αλλά το άγαλμα κλονίζεται κι αυτό. Επί της ασπίδος της Αθηνάς, όπου εικονιζόταν η κεφαλή της Μέδουσας, τα φίδια ζωντανεύουν και μιαίνουν το σώμα της θεάς με το δηλητήριό τους. Μια τεράστια Αράχνη, υπό την μορφή του ομωνύμου αρθρόποδου, καλύπτει με τους ιστούς της τον θείο κορμό. Η γλαύκα, η καθήμενη επί της κορυφής του κράνους της Προμάχου, βγάζει θανάσιμη κραυγή και το άγαλμα καταρρέει κι αυτό, ενώ η Σίβυλλα σπεύδει προς τον ναό του Διός. Αλλά κι εκείνος σείεται εκ βάθρων και πέφτει με πάταγο.

Ο χρόνος ρέει γοργά σαν ποταμός, το κάποτε ένδοξο άστυ εκμηδενίζεται, τα θέατρα και οι ναοί ερημώνονται και κλείνουν, οι απόγονοι της προφήτιδος κατηφείς συνωστίζονται στις σκοτεινές χριστιανικές εκκλησίες, ενώ οι αρχαίοι θεοί αφίπτανται και απομακρύνονται φεγγοβόλοι αλλά και απειλητικοί. Ο κόσμος απομένει χωρίς θεούς, χωρίς παρηγοριά.

Το όραμα της Σίβυλλας ολοκληρώνεται με τρόπο φρικώδη. Στα βάθη των μελλόντων καιρών βλέπει τις θυγατέρες της Αθήνας αιχμάλωτες στις αγκάλες τῶν βαρβάρων, θύματα μιας αιμοβόρου ηδυπάθειας. Η προφήτιδα ανακράζει «Δεν υπάρχει πλέον Θεός!» και εξαντλημένη, θνήσκουσα, πέφτει στα πόδια ενός βωμού: του βωμού του Αγνώστου Θεού. Εκεί, ένα μειδίαμα θα καταυγάσει την όψη της· μια ελπίδα απροσδόκητα θα την εμψυχώσει. «Άγνωστε Θεέ!», αναφωνεί,

«είσαι ο Θεός των τέκνων μου; Ναί. Είναι υπό την προστασίαν σου. Τα βλέπω. Συντρίβουν τις αλυσίδες τους. Οι τριήρεις του Θεμιστοκλέους πλέουν ξανά προς την γη μας. Ύψιστε Θεέ, νέος Αλέξανδρος μάς εγεννήθη!»

Με τον ρητορικό αυτόν τρόπο (εύλογο αν θυμηθούμε πότε γράφεται: το έτος της ελληνικής επανάστασης) ολοκληρώνει το όραμα και το ποίημά του ο Ζαν Πάουλ: «Εξύπνησα. Μακάριο το όνειρό μου. Αλλ᾽ η γλύκα του επιζεί του εφήμερου ονείρου. Ο Αλέξανδρος πετάει για να βοηθήσει τους Έλληνες». Στην εύπτερη φαντασία του ποιητή, ο «νέος Αλέξανδρος» δεν ήταν φυσικά άλλος από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη που εκείνο τον καιρό έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Όταν, τέσσερα χρόνια μετά ο Ζαν Πάουλ πέθαινε, ο Υψηλάντης θα βρισκόταν εγκάθειρκτος στις φυλακές της Αυστροουγγαρίας και η Επανάσταση σχεδόν θα ψυχορραγούσε μετά την επέμβαση του Ιμπραήμ. Όμως ούτε το όνειρο του ποιητή ούτε η προφητεία της Σίβυλλας θα διαψευστούν. Η ελληνική ελευθερία, έστω και ημιτελής, είχε πλέον ανατείλει.

 

~.~

ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου

*

*

*