Χρήστος Μαρκίδης, «Ο τόπος και ο καιρός δεν μας χωρούν πλέον»

*

Με αφορμή την αναδρομική έκθεση του ζωγράφου στην γκαλλερύ Art Projekt Space (Φαλήρου 66, Αθήνα, 10 Σεπτεμβρίου – 8 Οκτωβρίου 2025), το ΝΠ αναρτά μια παλαιότερη, του 2004, αλλά αδημοσίευτη συνομιλία του Χρήστου Μαρκίδη με τη στιχουργό Αγαθή Δημητρούκα.

~.~

ΑΓΑΘΗ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ: Η ζωγραφική σου, οι μορφές στη ζωγραφική σου, περιέχουν την ηχηρή μοναξιά. Μια μοναξιά διττή. Της προβαλλόμενης μορφής και του δημιουργού, που “κρύβεται” πίσω απ’ το έργο παρακολουθώντας το, ενώ παρακολουθεί ταυτόχρονα και τον θεατή. Θέλω να πω ότι όταν παρατηρώ ένα έργο σου, ακόμη κι αν στέκεσαι δίπλα μου και με “ξεναγείς” σ’ αυτό, έχω την αίσθηση πως με κοιτάς κρυμμένος πίσω από τον καμβά, με τη ματιά κάποιου θεού που βλέπει, εξετάζει, ερευνά, χωρίς να παρεμβαίνει. Χωρίς να παρεμβαίνει ακόμη, ίσως;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ: Αυτό σημαίνει ότι η ζωγραφική φέρει ακόμη τη μνήμη του Θεού κι ότι στο έργο μου υπάρχει κατά κάποιο τρόπο η παρουσία της. Η καθ’ ημάς παράδοση περιείχε πάντοτε τούτο το βλέμμα. Στην αντίστοιχη δυτική, τη θέση του Θεού έχει καταλάβει από ένα σημείο και πέρα, απολύτως βέβαιος για τον εαυτό του και τον κόσμο, ο καλλιτέχνης. Στον Βελάσκεθ, π.χ., δεν υπάρχει κανενός είδους μοναξιά. Υπάρχει το περιβάλλον της Αυλής και οι βεβαιότητες οι ακμαίες της εποχής του. Πώς να παρέμβει ο Θεός. Σήμερα δε, μοιάζει να μην μπορεί να παρέμβει όχι μόνον ο Θεός αλλά και ο άνθρωπος. Είμαστε υποχείρια της Τεχνικής, που ένας συγκεκριμένος επιθετικός πολιτισμός, δημιούργησε.

Α.Δ.: Μέσα στον επιθετικό πολιτισμό, η μοναξιά εκλαμβάνεται ως άμυνα, άμυνα καρτερική, αλλά ακλόνητη, δεν σπάει. Όσο και να λυγίζουν οι μορφές στα έργα σου, δεν σπάνε, δεν διαλύονται. Γέρνουν για ν’ αποτυπώσουν στην ύλη τη δική τους μνήμη του Παραδείσου, ή ατενίζουν. Είναι άραγε μνήμη του σκοταδιού πριν από τη δημιουργία του κόσμου; Η μορφή στο έργο σου μου δίνει την εντύπωση ότι συλλέγει και συμπυκνώνει εντός της το σκοτάδι του σύμπαντος για να μείνει η γη φωτεινή. Αλλά φωτιζόμενη εκ των έσω, σαν να φλέγεται εσωτερικά, σαν να πυρπολείται εσωτερικά και να εκπέμπει ένα στιλπνό φως και συγχρόνως πυκνό, απροσδιορίστου βάθους. Κι είναι φως, μόνο φως, όχι φωτιά.

Χ.Μ.: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός», θα έλεγα, προσυπογράφοντας τον στίχο του ποιητή. Πορευόμαστε με το πυρ δημιουργικά και καταστροφικά από τις απαρχές της υπάρξεώς μας. Η φωτιά και η στάχτη είναι οι υλικές πλευρές του κόσμου, ζωή-θάνατος και τανάπαλιν, δύο αρχέγονες δυνάμεις που αντιπαλεύουν στην πράξη. Το φως και το σκοτάδι ορίζουν ποιοτικής τάξεως συνειδητοποιήσεις, συνδιαλέγονται. Στις καθ’ ημάς νωπογραφίες, π.χ., το σκότος λειτουργεί ως φόντο για να προβάλλει τις μορφές. Στις ιερές Εικόνες η νύχτα μεταμορφώνεται σε απαστράπτον φως, ο υπερούσιος γνόφος αποτελεί πνευματικό συστατικό της παρηγορητικής θεοπτίας. Σήμερα ο καβγάς γίνεται για το πάπλωμα. Αυτό που ενδιαφέρει συνολικά είναι η αυτονομημένη προοπτική του φόντου της Αναγέννησης· ούτε o Θεός ούτε o κόσμος ούτε o άνθρωπος. Ανάγκη ποσοτικής επιβεβαίωσης, μ’ άλλα λόγια, και φαντασίωση ανελέητη της αδιαφάνειας. Έτσι η μοναχικότητα του εικαστικού ταμπλώ ταυτίζεται μαρτυρικά με την εξομολογητική αμηχανία του γραπτού λόγου. Είναι θαρρώ οι μόνες εναπομένουσες φωταγωγικές άμυνες.

*

*

Α.Δ.: Πάντως είναι οι μόνες άμυνες στις οποίες εσύ καταφεύγεις. Εμμένοντας όμως στην πρωτεύουσα τέχνη σου, θα προσέθετα στη μοναχικότητα του εικαστικού ταμπλώ, το στοιχείο της έκστασης. Θα μιλούσα για εκστατική μοναχικότητα και, κάνοντας τη μετάθεση, για εκστατικό εικαστικό ταμπλώ.

Χ.Μ.: Νά που πέφτουμε διάνα στον όρο. Εκστατική ήταν και θα είναι η όποια περιουσία μας, δεν μπορώ να λογιστώ άλλη λέξη που να εκφράζει εναργέστερα τον πόθο ή τον καημό για υπέρβαση. Υπέρβαση της ανάγκης; Υπέρβαση των ορίων; Συμφιλίωση των αντιθέτων; Σίγουρα πάντως η έκσταση στέκει το κατ’ εξοχήν μεταφυσικό μας ζητούμενο. Όλα γύρω, συνυπάρχουν αρμονικά, κατά φύσιν. Όλα, εκτός από τον ανθρώπινο πολιτισμό, ο οποίος διαβαίνει την πλέον αυτοκαταστροφική και φαύλη περίοδό του. Μια φάση απόλυτης διαστροφής. Μια φάση νοητικής και συναισθηματικής αποσύνθεσης.

Α.Δ.: Δεν θα σε ρωτήσω πώς έχει προκληθεί ούτε ποιος ευθύνεται γι’ αυτή την αποσύνθεση, φοβούμενη ότι θα καταλήξουμε σε αφορισμούς και συμπεράσματα πικρίας. Στην ελπίδα προστρέχοντας, ποιες πιθανότητες και ποιους τρόπους επανασύνθεσης διακρίνεις;

Χ.Μ.: Ο κόσμος μας βρίσκεται μεσοπέλαγα. Μεσοπέλαγα αρμενίζει και αρμένιζε ο πλανήτης, με τη θεμελιώδη διαφορά ότι σήμερα δεν τρέφει κανείς γι’ αυτό ψευδαισθήσεις. Αλλά τι ειρωνεία! Όσο αυξάνει το υπαρξιακό κενό, τόσο τα υποκατάστατα δίνουν και παίρνουν. Όσο εξαντλούνται τα αποθέματα, τόσο γιγαντώνεται η καταναλωτική μανία. Όσο οι άνθρωποι συνωστιζόμαστε, τόσο μεγαλώνει η αποξένωσή μας. Όσο εφευρίσκονται υποκατάστατα, τόσο η συνείδηση ερημώνει. Ο τόπος και ο καιρός δεν μας χωρούν πλέον.

Α.Δ.: Για το θηλυκό γένος της, εκλέγω την πυρά. Εξάλλου είναι πιο πλούσια από το πυρ, είναι γεμάτη από ζεστούς ήχους τυμπάνων. Μπορεί να το νομίζω πρωτότυπο αυτό που φαντάζομαι, ενώ στην πραγματικότητα να μηρυκάζω ψυχεδελικές καταστάσεις του ’60. Πάντως με τη φαντασία μου θα ήθελα στη μέση την πυρά ν’ ακούγεται σαν δεξιοτέχνης στα κρουστά, και γύρω γύρω, σε κύκλο, ο κλειστός χορός των θεατών. Των παρατηρητών των έργων σου σε μια τεράστια αίθουσα ζωγραφικής -όχι αναγκαστικά κυκλικής- και να γυρνάνε οι παρατηρητές ακολουθώντας τους χτύπους των πύρινων τυμπάνων κοιτάζοντας τα έργα σου μέσα σε αστάθεια φωτός, κι από τον ίλιγγο να βλέπουν τον τοίχο να υποχωρεί, τα κάδρα να κατακρημνίζονται και να φανερώνεται το χάος ολόγυρα. Κι από το χάος να ξεπροβάλλουν ασημωμένες οι μορφές των αιωνίων δασκάλων για να σου προσφέρουν το δικό τους γαλάζιο ο ένας, το δικό του κεραμιδί ο άλλος, το κίτρινο μόνο ο Βαν Γκογκ και να φυσάει, και η πυρά να τρίζει δαιμονισμένα, κι εσύ να πρέπει να διαλέξεις την πιο θερμή απόχρωση για τον δικό σου χρωστήρα, και οι αιώνιοι ζωγράφοι να σε πιέζουν να διαλέξεις γρήγορα ώστε να προλάβεις πριν σβήσει η πυρά ν’ ανακαλύψεις τη ζωγραφική από την αρχή…

Χ.Μ.: Από ένστικτο μητρικό και αρχέγονο εμπιστεύεσαι την πυρά. Τη θυσία, με άλλα λόγια, να τελετουργεί και να τελετουργείται σε λυτρωτικό κύκλο. Οι δάσκαλοι που μας γονιμοποίησαν, Αγαθή, ανήκουν στην χορεία των πνευματικών ανωνύμων. Κι εμείς ως ιδανικοί επίγονοι οφείλουμε να επιστρέφουμε στον παρηγορητικό τρούλλο, σε πείσμα του τερατογεννημένου σπειροειδούς που επιμένει να φαντασιώνεται οξυκόρυφο, ρασιοναλιστικό μέλλον. Ιδού λοιπόν το μέγα διλημματικό τύμπανο: Ψευδαισθητική παλινωδία έξωθεν, ή εκ των έσω φιλόκαλη μεταμόρφωση;

*

*

Α.Δ.: Θα συμφωνήσω μαζί σου ως προς την εκ των έσω υποστασιακή μεταμόρφωση, χωρίς να πάψω να αναρωτιέμαι από ποιον θα μπορούσε να γίνει αισθητή. Ο σημερινός παρατηρητής κοιτάζει, αλλά ανάμεσα στο βλέμμα του και το έργο παρεμβάλλεται ο παραμορφωτικός καθρέφτης της κοινωνικής πολυπραγμοσύνης.

Χ.Μ.: Κατανοώ την περιρρέουσα πολυπραγμοσύνη για να σταθώ κυρίως στους παραμορφωτικούς φακούς της. Παραμόρφωση και μεταμόρφωση είναι τόσο κοντά, τόσο μακριά, ως θεμελιακές έννοιες. Ζωή-θάνατος ή θάνατος και ανάσταση όριζαν και δια-χώριζαν την αλήθεια από την αντικειμενικότητα, όριζαν και δια-χώριζαν τον μύθο από την ιστορία, όριζαν και δια-χώριζαν το μέσα από το έξω της ύπαρξής μας. Πρέπει να αλλοιωθεί το σχιζοφρενικό κάτοπτρο της πραγματικότητας εάν επιθυμούμε να φανερωθεί και πάλι ο Ήλιος της δικαιοσύνης, δεν το νομίζεις;

Α.Δ.: Μήπως, λοιπόν, είναι αναγκαία η παλλινωδία ως επαναληπτική μητέρα και το οξυκόρυφο ως αφυπνιστική αιχμή;

Χ.Μ.: Πιθανόν. Τη μια φαίνεται να μας νανουρίζει η επαναληπτική μητέρα, την άλλη να μας μακελλεύει η αφυπνιστική αιχμή – το Όν ισορροπεί δημιουργικώς και καταστροφικώς, ταυτόχρονα. Προσκυνώ και αντιπαρέρχομαι…

*

*

*

*