*
Ανθολογεί ο Π. ΕΝΙΓΟΥΕΪ
~.~
Μετά την επιγραμματική παρουσίαση 85 διηγημάτων (εδώ) και την συνοπτική παράθεσή τους ανά κατηγορία (εδώ), θα ήθελα να ολοκληρώσω την προσωπική αυτή εξερεύνηση στο ελληνικό διήγημα της περιόδου 1974-2024 με μια σύντομη παρουσίαση 50 εξ αυτών.
Η παρούσα, λοιπόν, επιλογή επιχειρεί μια διαδρομή στον πυρήνα της σύγχρονης ελληνικής διηγηματογραφίας, εστιάζοντας όχι μόνο σε ονόματα αναγνωρισμένα και καταξιωμένα, αλλά και σε φωνές λιγότερο προβεβλημένες.
Η ποικιλία είναι εντυπωσιακή: διηγήματα υπαρξιακά, αλληγορικά, ερωτικά, αστυνομικά, πολιτικά, φουτουριστικά, σπαρακτικά ή κωμικά. Ιστορίες ωμού ρεαλισμού, ποιητικής αλληγορίας, σατιρικής πρόζας, φανταστικής λογοτεχνίας μέχρι και μεταμοντέρνας μεταμυθοπλασίας που διαδραματίζονται στη επαρχία, στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα διαμέρισμα, σε ένα ορυχείο ή και στη… Δευτέρα Παρουσία.
Η θεματική ποικίλει εξίσου: Ιστορία, μνήμη, έμφυλη ταυτότητα, τεχνολογική αλλοτρίωση, μοναξιά, θάνατος, ερωτική επιθυμία.
Γλώσσα: λυρική, στομφώδης, ξερή, ρεαλιστική, σκωπτική, αρχαιοπρεπής, ωμή, ακατέργαστη, λαϊκή μέχρι βωμολοχική. Γιατί, από τη Μεταπολίτευση και μετά, το ελληνικό διήγημα έγινε και προκλητικό.
Τα κείμενα που ακολουθούν, με αλφαβητική σειρά ανά συγγραφέα, δεν αποτελούν «κανόνα», ούτε διεκδικούν το θέσφατο. Συνθέτουν, ωστόσο, έναν πυκνό χάρτη, μια εκδοχή λογοτεχνικής γεωγραφίας πέντε δεκαετιών.
Απολαύστε, λοιπόν, μια συλλογή-ταξίδι, ένα λογοτεχνικό road-trip.
~.~
Κώστας Ακρίβος
Λαέρτης, ο πατέρας
[Τελευταία νέα απ΄ την Ιθάκη, Μεταίχμιο, 2016]
Πρωτότυπο και ιδιόμορφο στο ύφος κείμενο που πλέκει τη φωνή του Θοδωρή Κολοκοτρώνη με αυτή του Λαέρτη της Ομηρικής Οδύσσειας, μεταφέροντας το σπαραχτικό πένθος ενός πατέρα που χάνει τον πρωτότοκο γιο του – τον Πάνο Κολοκοτρώνη – κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου το 1824.
Η εξαιρετική χρήση της προφορικής γλώσσας και η μίμηση (σε ύφος, ορθογραφία και σύνταξη) των χειρόγραφων απομνημονευμάτων ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ακούει τον ίδιο τον Γέρο του Μοριά να μιλά. Η ροή είναι συνεχής και το κείμενο εναλλάσσει ιστορικά γεγονότα, προσωπικές μνήμες και ηθικές εξομολογήσεις όλα αυτά με έκδηλη πικρία και παράπονο.
Κορυφαίο δείγμα της υποκατηγορίας της ιστορικής μεταμυθοπλασίας.
///
Τηλέμαχος Αλαβέρας
Αγέλη
[Ακριβά γούστα η κυρία, Κέδρος, 2006]
Εντύπωση προκαλεί το μάκρος της πρώτης πρότασης τετρακοσίων ογδόντα έξι λέξεων του σύντομου αυτού διηγήματος –μοναδική περίπτωση στην εγχώρια διηγηματογραφία! Η φαινομενικά απλή σκηνή μιας βόλτας ενός ζευγαριού στο πάρκο μετατρέπεται, μετά τη συνάντηση με μια αγέλη αδέσποτων σκύλων, σε μια κινηματογραφική σκηνή έντασης και ανασφάλειας, δισταγμών και αναβλητικότητας.
Η αγέλη συμβολίζει την εξωτερική δύναμη που εισβάλλει στο πεδίο του ατόμου. Η διαφυγή του ζεύγους στην τελική σκηνή ερμηνεύεται τόσο ως νίκη όσο και ως προσωρινό ελιγμό μιας μόνιμης απειλής.
///
Ανδρέας Αποστολίδης
Εφιάλτης
[Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες, Άγρα, 1998]
Διήγημα που διεξάγεται στην Αθήνα των Δεκεμβριανών 1944 παντρεύοντας το αστυνομικό σασπένς και την ιστορική τοιχογραφία με νευρώδη, κινηματογραφικό ρυθμό.
Πρόκειται για την απελπισμένη προσπάθεια δύο φίλων – του γλύπτη Λέλου και του «Παύλου» – να ξεφύγουν από την ομηρία τους στην κλινική «Λυμπέρη», ανάμεσα σε ΕΛΑΣίτες, Χίτες και μπλόκα βρετανικών στρατευμάτων.
Αφήγηση με λεπτομέρειες του χώρου, ενδυμάτων, μικρών καθημερινών σκηνών προσώπων: της κυνικής πανούργας αριστοκράτισσας, του μυστηριώδη πάτηρ (Άγγλου πράκτορα), της ταπεινής και λαϊκής μοδίστρας.
Ο συγγραφέας δίνει ένα πικρό σχόλιο για την εποχή: σε δύσκολους καιρούς η επιβίωση είναι ζήτημα μεταμόρφωσης και ψέματος.
///
Ευγένιος Αρανίτσης
Η Γη ιδωμένη απ’ το Φεγγάρι
[Δημοσίευση στον συλλογικό τόμο: Ξένος, ο άλλος μου εαυτός, Πατάκη, 1999.]
Αλληγορικό, φιλοσοφικό και ποιητικό αφήγημα. Γλώσσα φορτωμένη με λογοπαίγνια και υπερρεαλιστικές μεταφορές, συνδυάζει το μυστικιστικό με το χιουμοριστικό.
Ο ερημίτης Σέργιος, μια μυθική μορφή που έχει περάσει δεκαετίες γονατιστός στην όχθη μιας λιμνοθάλασσας, περιμένοντας τη Συντέλεια. Ζει απομονωμένος, συνομιλεί μόνο με τον Θεό, τρέφεται λιτά, και αισθάνεται ένα μίσος απέναντι στην ανθρωπότητα.
Η ρωγμή σε αυτή την ακινησία έρχεται αναπάντεχα: δύο σουσουράδες, μικρά και αθώα πλάσματα, αρχίζουν να χτίζουν τη φωλιά τους στην… παλάμη του. Η επαφή με αυτά τα πλάσματα γεμίζουν τον Σέργιο με μια αίσθηση ηρεμίας και τρυφερότητας. Ο Σέργιος πεθαίνει σε συνθήκες συμφιλίωσης, αφήνοντας πίσω του μια αινιγματική φράση.
Διήγημα – μενταγιόν.
///
Λεωνίδας Βασιλειάδης
Το αλογάκι της γλυκιάς Παναγίτσας
μια ψαλμωδία πολιτικού αίσχους
[Φαρφουλάς, 2010]
Καυστική σάτιρα απέναντι στη θρησκευτική ευλάβεια και την πολιτική εξουσία σε ένα μπαρόκ σκηνικό.
Στο στόχαστρο βρίσκεται η εκκλησία αλλά και οι πιο γελοίες εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Ο Βασιλειάδης, με καταιγιστικό, ψαλμωδικό ρυθμό, ψάλει όχι τα ιερά, αλλά την παρακμή τους.
Η ειρωνεία πυκνή και σκόπιμα υπερφορτωμένη, το ύφος βαρύ από εικόνες, με φράσεις που σκάνε σαν μικρές εκρήξεις σαρκασμού: ένα ευφυές παιχνίδι ανάμεσα στην τελετουργία και την αποδόμησή της.
///
Θανάσης Βαλτινός
Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν
[Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν, εκδ. Άγρα 1992. Τώρα από Εστία 2007. Πρώτη δημοσίευση περ. Η λέξη, τχ.71, 1988.]
Το διήγημα συνδυάζει λαϊκή θρησκευτικότητα και λεπτή ειρωνεία.
Η αφήγηση τοποθετείται στον Βλυχό της Λέσβου το 1962, όταν η εκσκαφή για την ανέγερση ενός μικρού ναού φέρνει στο φως έναν ανθρώπινο σκελετό. Μέσα από όνειρα, οράματα και «θαυματουργές» θεραπείες, τα οστά ταυτίζονται με εκείνα του οσιομάρτυρα Ραφαήλ, ενός μοναχού που σφαγιάστηκε από τους Τούρκους μετά την Άλωση. Η κοινότητα, παρασυρμένη από τη δύναμη της παράδοσης και της προσδοκίας του θαύματος, εμπλέκεται σε μια συλλογική λατρεία.
Αφήγηση σαν ντοκιμαντέρ: παράθεση περιστατικών, μαρτυριών και «σημείων» που (υποτίθεται ότι) επιβεβαιώνουν την ιερότητα των λειψάνων. Ο συγγραφέας, φαινομενικά αποστασιοποιημένος, με την ψυχρή γλώσσα της καταγραφής, αφήνει τον αναγνώστη να διακρίνει το κενό ανάμεσα στην πίστη και την προφορική παράδοση.
///
Θανάσης Βέμπος
Ποιος πληρώνει το βαρκάρη;
[Πρώτη δημοσίευση: Ιστορίες από το κοντινό μέλλον
της σειράς Ανθολογία επιστημονικής φαντασίας, τόμος 29, Ωρόρα, 1993. Τώρα στο: Βέμπος Θανάσης, Δυσευτοπίες, Άλλωστε, 2015.]
Σκληρή, δηκτική και αποκαλυπτική κατάδυση σε ένα αποκαλυπτικό μέλλον, όπου η τεχνολογία, η οικολογική καταστροφή και η κοινωνική διάλυση έχουν συντρίψει κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ένας κυνικός δημοσιογράφος-κυνηγός data, περιγράφει μια Αθήνα του μέλλοντος γεμάτη προσφυγικούς πληθυσμούς, ραδιενεργά πτώματα, ακραία ανισότητα, διαβρωμένα ήθη, ναρκωτικά και αποχαύνωση μέσω Δικτύου. Η καθημερινότητά του είναι βουτηγμένη στην απάθεια και την εκμετάλλευση ανθρώπων και δεδομένων, με αποκορύφωμα τη θυσία της Τζούλιας, μιας χάκερ, την οποία οδηγεί συνειδητά στο θάνατο.
Διάχυτη ειρωνεία, βίαιη εικονοποιία και σκοτεινή λυρικότητα ένα έργο-κραυγή – ήδη γραμμένο το 1991!– απαισιόδοξο και προφητικό, που φωτίζει τη σκοτεινή πλευρά της τεχνολογικής ουτοπίας.
///
Γιώργος Γκόζης
Θεράπων Υπουργός
[Αφήστε με να ολοκληρώσω, Πόλις, 2014]
Καυστική πολιτική σάτιρα προς τον επαγγελματία πολιτικό – έναν άνθρωπο που εκπαιδεύτηκε εξ ολοκλήρου για να υπηρετεί το Κόμμα και το Σύστημα.
Ο ήρωας έχει ζήσει μια ζωή πλήρως προγραμματισμένη: οι σπουδές, η κομματική του ένταξη, η στρατιωτική του θητεία, ακόμη και ο γάμος του, υπάκουσαν σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία: ο «κύριος Υπουργέ», πιστός λειτουργός του πελατειακού και κομματικού μηχανισμού.
Η αφήγηση κινείται με ειρωνική μεγαλοπρέπεια, παρομοιάζοντας τον ήρωα, τη μία στιγμή, λαμπερό σώμα στο πολιτικό στερέωμα, ενώ την επόμενη, τον προσγειώνει σε μια σκηνή γήινη και αηδιαστική: την απόλαυση του να σκαλίζει τη μύτη του και να τρώει τα ευρήματά της στην τουαλέτα πριν τη μεγάλη του συνέντευξη Τύπου.
///
Τάσος Γουδέλης
Το αντάλλαγμα
(Σχόλια σε μια ιστορία…)
[Το ωραίο ατύχημα, Κέδρος, 2013]
Ιδιόμορφο, αυτοαναφορικό διήγημα που συνδυάζει τη διαδικασία της συγγραφής με το ίδιο το περιστατικό που αναφέρεται. Ο συγγραφέας/αφηγητής δεν αφηγείται απλώς την ιστορία· μας βάζει ταυτόχρονα μέσα στο εργαστήριό του, καταγράφοντας τους δισταγμούς, τις αμφιβολίες, τις αφηγηματικές στρατηγικές και τις παγίδες που νιώθει ότι στήνει στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο πατέρας του αφηγητή, αριστερός και άνθρωπος με κύρος ακόμη και στους πολιτικούς του αντιπάλους, είχε σώσει, επί Κατοχής, δύο νέους δεξιούς από την εκτέλεση. Χρόνια μετά «η δεκαετία του ’60 μετατρέπει το προηγούμενο δράμα σε ιλαροτραγωδία»: ο καθηγητής μαθηματικών που μπορεί να κρίνει την προαγωγή του αφηγητή στην επόμενη τάξη είναι γαμπρός εκείνων που ο πατέρας του έσωσε. Το ερώτημα που πλανάται είναι αν ο πατέρας θα «επικαλεστεί» αυτή την παλιά πράξη για να εξασφαλίσει το πέρασμα του γιου/αφηγητή.
///
Τιτίνα Δανέλλη
Ο λέων της Νεμέας
[Από τον συλλογικό τόμο: Κλέφτες και αστυνόμοι, Ψυχογιός, 2013.]
Πολυεπίπεδο αστυνομικό-δημοσιογραφικό αφήγημα που ισορροπεί ανάμεσα στην πολιτική καταγγελία και τη σάτιρα της σύγχρονης δημοσιογραφίας με δόση υπαρξιακών προβληματισμών.
Μια μαυροντυμένη γυναίκα, η Μάγδα, εμπιστεύεται στην ηρωίδα και δημοσιογράφο Ευγενία, ότι βρήκε πτώμα ποντικού σε κουτί επώνυμων μπισκότων. Η Ευγενία, χωρίς να δώσει τη δέουσα σημασία, την παραπέμπει τυπικά στις αρχές. Η είδηση όμως της πυρκαγιάς στο σπίτι της γυναίκας, και κατόπιν ο θάνατός της σε «δυστύχημα», την κατακλύζουν με ενοχές μιας και αδιαφόρησε για την περίπτωσή της ως όφειλε ως δημιοσιογράφος.
Ακολουθεί μια έρευνα, όπου τελικά η Ευγενία βρίσκεται να αντιμετωπίζει εντελώς μόνη της έναν εργοστασιάρχη, τον «λέοντα» της Νεμέας. Η σκηνή τους είναι ψυχολογική μονομαχία: ενώ η Ευγενία τον κατηγορεί ρητώς και ευθαρσώς, εκείνος αρνείται με το κυνικό ύφος του ισχυρού και πάνοπλου από διασυνδέσεις.
///
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Γράμμα στην Αμερική
[Μία δική σου ζωή, εκδ. Μελάνι, 2008]
Αυτοσαρκαστικό, παιγνιώδες κείμενο μεταμυθοπλασίας, όπου η συγγραφέας επιχειρεί –αλλά συνεχώς αποτυγχάνει– να γράψει μια επιστολή στον φίλο της Γιώργο, ποιητή, που βρίσκεται στην Αμερική. Η δυσκολία έγκειται στην αδυναμία εύρεσης του κατάλληλου ύφους, το οποίο γίνεται το κεντρικό θέμα του διηγήματος. Η αφήγηση μπλέκει λογοτεχνικές κριτικές, σκέψεις για την ποίηση, αυτοκριτική και αναφορές στον αγαπημένο της συγγραφέα Χένρυ Μίλλερ.
Το «γράμμα» δεν φτάνει ποτέ στην Αμερική, αλλά το κείμενο γίνεται ένα γοητευτικά αυτοαναφορικό παιχνίδι.
Πρωτοποριακό δείγμα της υποκατηγορίας που αποκαλώ παιγνιώδη μεταμυθοπλασία μιας και αναγράφεται ως έτος συγγραφής το 1981.
///
Σωτήρης Δημητρίου
Άντρας από τη Βουλγαρία
[Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη, Κέδρος, 1989. Τώρα από Πατάκη, 2018.]
Ακραίο και ωμό αφήγημα –το πιο σκληρό του συγγραφέα της πρώτης του περιόδου– που μιλά για την αποσύνθεση μιας οικογένειας μέσα σε ένα κλειστό, τοξικό περιβάλλον.
Το θέμα του διηγήματος είναι η σχέση μιας μητέρας με την κόρη της, Ρίτα. Η Ρίτα παρουσιάζεται βίαιη, χυδαία, προκλητική και επιθετική κυρίως απέναντι στη μητέρα της.
Η υπόσχεση της μητέρας για έναν «άντρα από τη Βουλγαρία» καταντάει εμμονή των ανεκπλήρωτων σεξουαλικών επιθυμιών της Ρίτας.
Γλώσσα ακατέργαστη, λαϊκή και βωμολοχική, μεταφέρει τον αναγνώστη κατευθείαν στο πνιγηρό, ανυπόφορο κλίμα της ιστορίας.
Αυτό που μένει στο τέλος δεν είναι η φρίκη της τελευταίας σκηνής –από τις πιο ωμές και σκληρές στην ελληνική γραμματεία– αλλά η αίσθηση ότι η βία ήταν μοιραία και αναπόφευκτη. Αρχαία τραγωδία 1162 λέξεων.
///
Λένα Διβάνη
Το σημάδι του θανάτου
[Γιατί δε μιλάς για μένα;, Καστανιώτη, 1995. Πρώτη δημοσίευση περ. Πλανόδιον, τχ. 12, 1990.]
Εξομολογητική, σπαρακτική αφήγηση μεταξύ ποιητικής αυτοβιογραφίας και οικογενειακού χρονικού.
Μέσα από τη φωνή της κόρης περιγράφεται η ζωή της μητέρας τις δεκαετίες ’50 και ’60: παγιδευμένη σε κοινωνικούς περιορισμούς, πιέσεις και έναν γάμο-φυλακή.
Η αφήγηση ξεκινά από ένα όνειρο όπου η μητέρα εμφανίζεται νέα, περήφανη και γεμάτη ζωή, και στη συνέχεια, με χρονική σειρά, ξεδιπλώνονται τα επεισόδια που καθόρισαν τη μοίρα της.
Η τελευταία σκηνή, με την μικρή κόρη να βρίσκει το άψυχο σώμα της μητέρας της, είναι από τις πιο τραγικές στην ελληνική διηγηματογραφία.
///
Γιώργος Ιωάννου
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ
[Η μόνη κληρονομιά, Ερμής, 1974. Τώρα Κέδρος 2024]
Διήγημα-χρονικό που μέσα από την ιστορία δύο οικογενειών προσφύγων αφηγείται με οξυδέρκεια η πορεία μιας ολόκληρης γενιάς: άφιξη στην Θεσσαλονίκη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μεσοπόλεμος, Κατοχή-Εμφύλιος, μετανάστευση στις δεκαετίες ’50 και ’60.
Ο Ιωάννου, με τον χαρακτηριστικό εξομολογητικό και ταυτόχρονα παρατηρητικό τόνο, δεν εξιδανικεύει τους πρόσφυγες· δείχνει τα ελαττώματα, τη μικροπρέπεια, την κουτοπονηριά, αλλά και την αλληλεγγύη τους.
Γλώσσα λαϊκή, με εκφράσεις του προφορικού καθημερινού λόγου, δίνει την αίσθηση ότι ακούμε μια γιαγιά ή έναν θείο.
///
Τόλης Καζαντζής
Ο διεθνής
[Ενηλικίωση, Ερμής, 1980. Τώρα στο: Τόλης Καζαντζής, Η παρέλαση / Ενηλικίωση, Νεφέλη, 1995.]
Συγκινητικό και πολιτικά φορτισμένο αφήγημα που συνδυάζει μια ποδοσφαιρόφιλη ιστορία με το κλίμα των πρώτων χρόνων της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Τσέλιος, ένα «φιντάνι» του ποδοσφαίρου, που από τα «τσαΐρια» της Δράμας φτάνει γρήγορα να γίνει βασικό στέλεχος της Εθνικής και να αποθεωθεί ως «Μακεδονική λαίλαψ».
Όμως ο Τσέλιος συλλαμβάνεται για πολιτική δράση, κατηγορείται ότι συμμετείχε σε παράνομη συγκέντρωση και βρίσκεται αντιμέτωπος με το στρατοδικείο. Έτσι αρνούμενος να αποκηρύξει τις κομμουνιστικές του πεποιθήσεις οδηγείται τελικά σε ισόβια κάθειρξη, την ίδια στιγμή που παράγοντες, σύμβουλοι και συνήγοροι προσπαθούν μάταια να τον σώσουν .
Όταν τελικά αποφυλακίζεται μετά από χρόνια κανείς δε θυμάται ούτε τον ίδιο ούτε την ιστορία του. Η μνήμη του ποδοσφαίρου βραχεία, η αφήγηση του Τόλη Καζαντζή μακρά.
///
Τάσος Καλούτσας
Τα ποδήλατα
[Το κλαμπ και άλλα διηγήματα, Διαγώνιος, 1990]
Το διήγημα ξεκινά από μια φαινομενικά ασήμαντη αφορμή —μια λασκαρισμένη βίδα σ’ ένα ποδήλατο— και σταδιακά μετατρέπεται σε μια στοχαστική αφήγηση για την καθημερινότητα, την οικογένεια και τις μικρές εμμονές με αντικείμενα για τα οποία φορτίζεται κανείς συναισθηματικά.
Η ιστορία παρακολουθεί τον Μάρκο και τον δεκάχρονο γιο του, τον Παρασκευά, σε μια διαδρομή μέχρι το ποδηλατάδικο, όπου η κυνική και προκλητική στάση του ποδηλατά γίνεται αφορμή για λεκτικούς διαξιφισμούς. Στη συνέχεια η καταιγίδα που σαρώνει το χωριό λειτουργεί ως κορύφωση της προηγούμενης έντασης η οποία έρχεται σε αντίθεση με την τρυφερή σχέση πατέρα-γιου στην τελευταία σκηνή του διηγήματος που ο Καλούτσας, στα πρώτα τότε βήματα, περιγράφει με ρεαλιστική, κινηματογραφική ζωντάνια.
///
Δημήτρης Καλοκύρης
Οι κατακτητές
[Το Μουσείο των αριθμών, Άγρα, 2001]
Αλληγορικό, στομφώδες, φουτουριστικό διήγημα που, κάτω από τον μανδύα μιας φαντασιακής αφήγησης, περιγράφει, με ποιητικό και κρυπτικό λόγο, την γέννηση ενός ανθρώπου.
Ο αφηγητής παρουσιάζεται ως ταξιδιώτης «κατακτητής» που έρχεται από έναν μακρινό «πλανήτη» και βρίσκεται κλεισμένος σε ένα «σκάφος» που τον φέρνει στα «τελικά εδάφη». Η «άφιξη» στον νέο κόσμο περιγράφεται ως βίαιη αποκοπή από την παλιά πηγή ζωής και αναγκαστική προσαρμογή στις νέες συνθήκες.
Ο Δημήτρης Καλοκύρης μαζί με τον Ευγένιο Αρανίτση αποτελούν, αν και από διαφορετική αισθητική τεχνοτροπία, την κορυφή ενός υπερρεαλιστικού, φουτουριστικού και μπαρόκ στυλ γραφής και θα ήταν πολύ χρήσιμη μια παράλληλη μελέτη/σύγκριση του έργου τους.
///
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Η δωρεά
[Ο θάνατος του αστρίτη, Κίχλη, 2018]
Το διήγημα διαδραματίζεται σε ένα χωριό της ορεινής Ηλείας, λίγο πριν τον πόλεμο του ’40. Ο Ντίνος έρχεται σε αντιπαράθεση με τον συγχωριανό του, Ανέστη, για το δικαίωμα διέλευσης μέσα από το χωράφι του δεύτερου, ώστε να φτάνει στο δικό του κτήμα. Η διαμάχη κορυφώνεται με υποψίες για εχθρικές ενέργειες από την πλευρά του Ανέστη.
Μήνες αργότερα, ο Ανέστης εξαφανίζεται, μια βραδιά με βαρυχειμωνιά, ενώ πήγαινε να ταΐσει τα ζώα. Ο Ντίνος, παρόλο το τεταμένο κλίμα με τον Ανέστη, ηγείται μιας δύσκολης αποστολής διάσωσης μέσα σε χαράδρα και καταφέρνει τελικά να τον σώσει ο ίδιος. Έναν χρόνο μετά, καθηλωμένος ακόμη από τα τραύματα, ο Ανέστης καλεί συμβολαιογράφο και μάρτυρες και του δωρίζει το επίμαχο κτήμα, ως ευγνωμοσύνη για τη ζωή που του χάρισε.
Ο Κανελλόπουλος χειρίζεται με εξαιρετική άνεση το τοπικό ιδίωμα και την αφήγηση με αργή και σταθερή κλιμάκωση που κάνει την τελική πράξη μεγαλοψυχίας ακόμη πιο δυνατή.
///
Μάκης Καραγιάννης
Περί Συστήματος του Παντός
[Ο καθρέφτης και το πρίσμα, Νεφέλη, 2007]
Ο Καραγιάννης επιδεικνύει εδώ διακριτική ειρωνεία, λογοτεχνική επιδεξιότητα και στοχασμό για τη γραφή και την ανάγνωση καθαυτήν: όλα περιστρέφονται γύρω από την ίδια την έννοια της γραφής. Πρωταγωνιστής είναι πάντα ένας «αφηγητής- αναγνώστης», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης («Ανάγνωση και αφήγηση», Το Βήμα, 25/11/2008) με λαχτάρα για βιβλία και για γνώση. Το διήγημα ανήκει στην παράδοση της πλασματικής βιογραφίας: χαρακτήρες ιστορικά υπαρκτοί ή επινοημένοι εμφανίζονται μέσα από προσωπικά έγγραφα δημιουργώντας μια πολύμορφη εικόνα.
Εξαιρετικό δείγμα της υποκατηγορίας που αποκαλώ παιγνιώδη μεταμυθοπλασία.
///
Νίκος Κάσδαγλης
Το θολάμι
[Το θολάμι, Στιγμή, 1987. Τώρα στο: Νίκος Κάσδαγλης, Οι ελεήμονες, Κέδρος, 1990.]
Το διήγημα ακολουθεί, με σφιχτό ρεαλισμό και καταιγιστικό ρυθμό, την πορεία ενός παράνομου ένοπλου, λίγες μόνο ώρες μετά από μια αποτυχημένη επιχείρηση αλλά και μια αιματηρή συμπλοκή του με την αστυνομία. Η επιβίωση/διαφυγή του τρομοκράτη είναι το μόνο ζητούμενο. Η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή, με συνεχείς αναφορές στη σωματική εξάντληση, την πληγή από σφαίρα και τον φόβο μήπως οι αστυνομικές δυνάμεις τον εντοπίσουν. Ο Σπύρος Τσακνιάς σημειώνει χαρακτηριστικά για τον αφηγητή: «Δεν αποκαλύπτει κανενός είδους συναισθηματική διάθεση απέναντι στον ήρωά του. Δεν ξέρουμε αν τον εγκρίνει ή τον αποδοκιμάζει, αν τον συμπαθεί ή τον αντιπαθεί. Η όποια στάση μας απέναντί του θα διαμορφωθεί χωρίς τη διαμεσολάβηση του αφηγητή» (Σ. Τσακνιάς, Επί τα ίχνη, κριτικά κείμενα 1985-1988, Σοκόλη, 1990).
///
Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου
Το πιο πικρό ποτήρι
[Η παραίτηση, Κέδρος, 2002]
Λιτή αλλά σπαρακτική σκηνή πένθους, όπου η τραγωδία δεν πηγάζει μόνο από την απώλεια αλλά και από την άνιση κατανομή του πόνου.
Η Θεοδώρα-Ρούλα θρηνεί τον, προ ετών, χαμό της αδελφή της, ενώ η υπέργηρη μητέρα της, χαμένη στην άνοια, παραμένει σε άγνοια της απώλειας. Η απουσία της μητρικής οδύνης λειτουργεί για τη Ρούλα όχι ως ανακούφιση αλλά ως επιπλέον βάρος: αισθάνεται ότι η νεκρή αδελφή στερήθηκε την έσχατη μορφή αγάπης που θα μπορούσε να της προσφέρει η μάνα της: το θρήνο της.
///
Νατάσα Κεσμέτη
Στης Μιμής με πόντους και την ξανθιά του Santé
[Κήπος περίφρακτος, Πλανόδιον, 1992]
Με τόνο τρυφερό και χωρίς εξιδανίκευση η αφήγηση ξεκινά από μια παπαδιαμαντική καταγραφή της παλιάς γειτονιάς κάπου στην περιοχή του Υμηττού. Στο επίκεντρο είναι η Μιμή, μια μανταρίστρα, παρουσιάζεται στο χώρο που εργάζεται με όλες τις μικρές της συνήθειες και ιδιορρυθμίες.
Το διήγημα, όμως, δεν μένει στην ηθογραφία καθώς στη συνέχεια η αφηγήτρια μεταβαίνει στο παρόν, επιστρέφοντας η ίδια μετά από χρόνια στη γειτονιά. Η βόλτα γίνεται αφορμή για έναν στοχασμό πάνω στην χρησιμότητα του ποιητή και του συγγραφέα σε μια κοινωνία καταναλωτική.
Η κορύφωση έρχεται όταν η αφηγήτρια συναντά τυχαία, κατά τη διάρκεια αυτής της βόλτας, τη Μιμή, αλλαγμένη, «στο τιμόνι μιας απαστράπτουσας μεταλλιζέ Sierra, μέσα σε ωραίο μάλλινο καρό σακάκι με γούνινο γιακά, σούπερ σικ και σούπερ κυριλέ».
Η Μιμή δεν την αναγνωρίζει. Η ηρωίδα της ιστορίας έχει αυτονομηθεί, έχει βγει από το κείμενο με ένα μεταμυθοπλαστικό τρόπο, και υπάρχει στον κόσμο χωρίς την συγγραφέα της.
///
Μαρία Κουγιουμτζή
Ερωτικό αδιέξοδο
[Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα, Καστανιώτης, 2016]
Μελοδραματικό διήγημα με βαθμιαία συναισθηματική φόρτιση, με ήρωες δύο νέους και την ξαδέρφη του ενός, παγιδευμένων σε έναν φαύλο κύκλο –για την ακρίβεια τρίγωνο– ανεκπλήρωτων πόθων.
Ο αφηγητής, φοιτητής, συγκατοικεί με την ξαδέρφη του Ναταλία, την οποία ποθεί μυστικά, ενώ εκείνη είναι ερωτευμένη με τον Θωμά, που μπαίνει ξαφνικά στη ζωή τους. Η συγκατοίκηση των τριών φέρνει στην επιφάνεια επιθυμίες, ζήλιες και ανταγωνισμούς. Ο αφηγητής ζει τη σχέση τους, διεκδικώντας κρυφά τη Ναταλία, ενώ σταδιακά έλκεται από τον Θωμά. Ο Θωμάς, από την πλευρά του, εμφανίζεται αποστασιοποιημένος από τη Ναταλία, αλλά διατηρεί έναν δεσμό οικειότητας με τον αφηγητή.
Η τελική σκηνή, όπου οι τρεις τους αγκαλιασμένοι καταφεύγουν απελπισμένοι σε μια βίαιη ερωτική πράξη, συμπυκνώνει την ουσία του τίτλου.
///
Μένης Κουμανταρέας
Η εβραία
[Σεραφείμ και Χερουβείμ, Κέδρος, 1981. Τώρα Κέδρος 2014]
Τρυφερή αφήγηση σε φορτισμένο ιστορικοπολιτικό περιβάλλον, μέσα από τα μάτια ενός νεαρού της Αθήνας στα τέλη της δεκαετίας του ’40.
Ο αφηγητής γνωρίζεται στο φουαγιέ ενός θεάτρου με μια κομψή κυρία αλλά φθαρμένη, που φέρει στο μπράτσο της έναν αριθμό ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης: πρόκειται για την «Εβραία», όπως τελικά μαθαίνει ότι την αποκαλούν όλοι. Η αφήγηση φωτίζει με οξύτητα την υποκρισία και τη μνησικακία της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, όπου αντιμετωπίζει το Ολοκαύτωμα* με αδιαφορία, προκατάληψη και αντισημιτισμό.
///
Νίκος Κουνενής
Γιάπινγκ
[Ζωντανή σύνδεση, Κοχλίας, 2003]
Σατιρική, καταιγιστική αφήγηση με στόχο τον νεοπλουτισμό, την έπαρση και την κουλτούρα του γιάπη. Ξεκινά με ημερολογιακή καταγραφή της πρωινής ρουτίνας του Νικηφόρου, ενός golden boy, για να καταλήξει στην απόλυτη καταστροφή μέσα σε μία μόνο μέρα.
Η ιστορία αρχίζει με χιουμοριστικά υπερβολικές περιγραφές του επιδεικτικού lifestyle του ήρωα. Η καμπή έρχεται όταν, φτάνοντας στο γραφείο, ενημερώνεται ότι απολύεται λόγω της πλήρους κατάρρευσης των αργεντίνικων ομολόγων που ο ίδιος είχε εισηγηθεί στην εταιρεία. Ακολουθεί απαξίωση και σωματική αποβολή από το κτίριο. Το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων παίζει τη μορφή του επαναλαμβανόμενα σε πλάνα ξυλοδαρμού και ύβρεων. Το αλκοόλ και η κοκαΐνη γίνονται άμεση «παρηγοριά». Ο Νικηφόρος τελικά επιχειρεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το μπαλκόνι του αλλά καταλήγει πάνω στο αυτοκίνητο του γείτονα και δέχεται έτσι έναν ακόμη ξυλοδαρμό.
///
Πάνος Κουτρουμπούσης
Μενιδιάτες του Διαστήματος
[Στο θάλαμο του μυθογράφφ, Απόπειρα, 1992]
Σατιρική αλληγορία που συνδυάζει κοινωνικό σχόλιο, επιστημονική φαντασία και φρενήρες χιούμορ.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα μακρινό μέλλον, όταν η Γη έχει υποδουλωθεί από «εξωγήινους χτηνοτρόφους» που εκτρέφουν τους εναπομείναντες ανθρώπους όπως παλιά οι άνθρωποι «εκτρέφαν ζώα». Μέσα από μια γκροτέσκα αντιστροφή ρόλων, ο συγγραφέας σχολιάζει την εκμετάλλευση αλλά και την ικανότητα επιβίωσης των κοινωνιών, με φόντο έναν κόσμο χαμένης ελευθερίας.
Μετά από μια παράδοξη συμμαχία δύο διαφορετικών «κοπαδιών ανθρώπων» οι άνθρωποι καταφέρνουν να αποκτήσουν γνώσεις και τεχνολογία και τελικά να ανακτήσουν την ελευθερία τους, ανατρέποντας ολοκληρωτικά τους κατακτητές.
Ο Κουτρουμπούσης διανθίζει την πλοκή με γλωσσικές ιδιομορφίες και υπερβολές, δημιουργώντας έναν κόσμο ταυτόχρονα κωμικό και ζοφερό.
///
Αντώνης Κρύσιλας
Το στόμα του Διαβόλου
[Το στόμα του διαβόλου, Πλατύπους, 2009. Τώρα από Πηγή, 2021. Πρώτη δημοσίευση στο συλλογικό τόμο 53 της σειράς Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας: Ιστορίες της μυθολογίας Κθούλου 2, Ωρόρα, 1997.]
Ξεκινά ως ιστορία εφηβικής περιπέτειας και σταδιακά μετατρέπεται σε εφιάλτη τρόμου.
Ο αφηγητής, αρκετά χρόνια μετά, ανακαλεί την μοιραία μέρα του 1982, όταν εκείνος και οι δύο φίλοι του αποφάσισαν να περάσουν λίγες στιγμές μαζί με ένα νέο και μυστηριώδη συμμαθητή τους μέσα σε έναν αγωγό ομβρίων υδάτων που τον ονόμαζαν «Στόμα του Διαβόλου». Η αφήγηση χτίζει υπομονετικά και επιβλητικά την ατμόσφαιρα μέσα από παιδικούς κώδικες και αστικούς μύθους, οδηγώντας τον αναγνώστη σταδιακά στο σημείο της μη επιστροφής, καθώς το παιχνίδι μετατρέπεται σε μάχη για επιβίωση.
Το κείμενο λειτουργεί τόσο ως ιστορία τρόμου όσο και ως αλληγορία για την ενοχή, το τραύμα και την αδυναμία να ξεφύγεις από όσα σε σημάδεψαν.
///
Αχιλλέας Κυριακίδης
Tabula rasa
[Ο καθρέφτης του τυφλού, Πόλις, 2005. Τώρα στο: Αχιλλέας Κυριακίδης, Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως, Πατάκη, 2016.]
Ανοιχτή γραφή, συμβολικά φορτισμένη και με ένα συνεχόμενο παιχνίδι ανάμεσα στο παράδοξο και το πραγματικό.
Η ιστορία ξεκινά με μια σκηνή μετά από σοβαρό τροχαίο: ένας άντρας ξυπνά από κώμα χωρίς καμία μνήμη, και πλήρη αποξένωση από πρόσωπα, γλώσσα, χώρο και χρόνο. Η σύζυγος και οι φίλοι προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην παλιά του ζωή. Η εικόνα του ασθενή μοιάζει με «νεογνού» που πρέπει να ξαναμάθει τον κόσμο από την αρχή, με την ελπίδα των γύρω του να σβήνει και να αναζωπυρώνεται συνεχώς. Στο εσωτερικό του μυαλού του όμως, άδειο από μνήμες, συσσωρεύονται, κατά παράδοξο τρόπο, μαθηματικοί τύποι, φιλοσοφικά έργα, ιστορικά γεγονότα μέχρι και μουσικές λεπτομέρειες. Έτσι ο ήρωας, απρόσμενα, ξεσπά σε μια χειρονομία: ζητά χαρτί και μολύβι και σχεδιάζει κάτι που μοιάζει με τις… Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ —ένα από τα κορυφαία μουσικά δείγματα της τεχνικής της παραλλαγής!
///
Ελένη Λαδιά
Χάλκινος ύπνος
[Χάλκινος ύπνος, Εστία, 1980]
Αλληγορική, υπαρξιακή αφήγηση που χρησιμοποιεί ένα καθημερινό, τυχαίο περιστατικό για να μιλήσει για το χρόνο και την ταυτότητα.
Η αφηγήτρια κάνοντας τη βόλτα της συναντά σ’ ένα πάρκο ένα μικρό κορίτσι που κλαίει. Γρήγορα αναγνωρίζει στη μικρή… τον παιδικό της εαυτό, με τα ίδια τραύματα, την ίδια ανεξήγητη ενοχή. Η αφηγήτρια σπεύδει να αγκαλιάσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το παρελθόν της.
Η σκηνή συμπληρώνεται από την εμφάνιση μιας γριάς, η οποία αποκαλύπτεται πως πρόκειται πάλι για την ίδια… αλλά στο απώτερο μέλλον, και ξεκινά ένας φιλοσοφικός και υπαρξιακός διάλογος μεταξύ τους με τα ερωτήματα να τα θέτει η ηλικιωμένη κυρία.
///
Πέτρος Μαρτινίδης
Ο θάνατος είναι πάντα άδικος
[Από άλλοθι σε άλλοθι, 10+3 Αστυνομικά διηγήματα, Νεφέλη, 2013. Πρώτη δημοσίευση στον συλλογικό τόμο: Ελληνικά εγκλήματα 3, Καστανιώτης, 2008.]
Το διήγημα συνδυάζει αστυνομικό μυστήριο, αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο και ειρωνικό χιούμορ.
Ο αφηγητής, δημοσιογράφος με κυνική και ευφυή ματιά, βρίσκεται παγιδευμένος σε ένα κύκλωμα εκβιασμών που μπλέκει πολύτιμα βυζαντινά κειμήλια, φωτογραφίες σκανδάλου και εκκλησιαστικούς παράγοντες.
Η πλοκή εξελίσσεται με ρυθμό ενός κινηματογραφικού θρίλερ: ο αφηγητής δέχεται εκβιασμό με διορία δύο ωρών για να φέρει το «σωστό» εικόνισμα, αλλιώς η Ιουλία, μια εντυπωσιακή γυναίκα που πριν λίγο γνώρισε, κινδυνεύει να χάσει τη ζωή της. Η αναζήτηση του αντικειμένου αποκαλύπτει ένα δίκτυο συμφερόντων όπου εκκλησία, δικαιοσύνη και πρόσωπα του υποκόσμου συνδέονται άρρηκτα σε μια ύποπτη συναλλαγή.
Γράφτηκε σε περίοδο που στα ΜΜΕ κυριαρχούσε η «Υπόθεση Βατοπεδίου» –μια σειρά ανταλλαγών ακινήτων, εκτάσεων και οικοπέδων, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Μονής του Αγίου Όρους.
///
Παύλος Μάτεσις
«Εναερίτης»
[Δημοσίευση περ. Η λέξη, τ.χ. 196, 2008]
Εσωτερικός μονόλογος που εκφράζει την τραυματική, αποσπασματική και αλλόκοτη συνείδηση ενός αφηγητή που έχει περιπέσει σε πλήρη ψυχική αποδιοργάνωση.
Ο ήρωας περιπλανιέται μέσα σε πραγματικές και φαντασιακές χώρες, βιώνοντας σωματική και ψυχική βία, ενώ ανακαλεί μνήμες της μητέρας του –εμβληματική φιγούρα κυρίαρχη σε όλο το διήγημα.
Ποιητικές εικόνες, σκόπιμες επαναλήψεις και διαταραγμένη λογική που υποδηλώνουν ψυχική ασθένεια ή ποιητική-υπαρξιακή αλληγορία ή και τα δύο. Η εμπειρία του αφηγητή στη φυλακή, η κακοποίηση, ο φόνος, η φυγή, όλα μπλέκονται με την παιδική του μνήμη, το όνειρο και την παράνοια.
Κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας (Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο, 1973, Περιποιητής φυτών, 1989) και μυθιστοριογράφος (Η μητέρα του σκύλου, 1990). Εδώ πρόκειται για το κύκνειο άσμα του που αξίζει τα μάλα να το αναζητήσει κανείς.
///
Χριστόφορος Μηλιώνης
Η αποκριά
[Ακροκεραύνια, Κέδρος, 1976. Τώρα στο: Ανθολογία διηγημάτων, ανθολόγηση: Ελισάβετ Κοτζιά, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αλέξης Ζήρας, Μεταίχμιο, 2021.]
Σκληρό αφήγημα εστιασμένο στον βαρύ χειμώνα του Εμφυλίου στην περιοχή των Ιωαννίνων.
Ο νεαρός αφηγητής, πρόσφυγας ανάμεσα σε άλλους «συμμοριοπλήκτους», καταγράφει την αναζήτηση στέγης, τις σκηνές συνωστισμού στα χάνια και τα ξενοδοχεία μετά την εκδίωξή τους από τις εστίες των χωριών τους με κυβερνητική απόφαση. Κεντρικό πρόσωπο ο κυρ-Γιάννης, νεκροθάφτης με απλές συνήθειες αλλά αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις. Η κορύφωση έρχεται το τριήμερο της Αποκριάς όπου η χαρά και το γλέντι στην πλατεία διακόπτονται όταν δύο μεθυσμένοι στρατιώτες παρουσιάζουν ως τρόπαιο το κεφάλι ενός νεκρού αντάρτη. Η αποκάλυψη ότι ο νεκρός είναι ο γιος του κυρ-Γιάννη, τον οποίο κάλεσαν να αναγνωρίσει το κεφάλι τα χαράματα, είναι από τις πλέον τραγικές σκηνές της ελληνικής διηγηματογραφίας.
Στα υπέρ ότι ενώ ο τόνος της αφήγησης αποφεύγει κάθε μελοδραματισμό, ο συγγραφέας, καθ’ όλη τη διάρκεια του κειμένου, συμπάσχει άδηλα με τον ήρωα και με τους υπόλοιπους χωρικούς.
Διαλέγω ένα διήγημα από την πρώτη περίοδο του Χρ. Μηλιώνη, που είναι ρεαλιστική, βιωματική, «επαρχιώτικη», με έντονο όμως το δραματικό στοιχείο σε σχέση με την μετέπειτα πορεία του που η ματιά του γίνεται πιο στοχαστική και η μνήμη μπαίνει σε συνεχή διάλογο με το παρόν (Καλαμάς κι Αχέροντας, 1985) ή υπάρχει ένα συνεχές παιχνίδι μεταξύ πραγματικού και φανταστικού (Τα φαντάσματα του Γιορκ, 1996).
///
Κωστούλα Μητροπούλου
Ανκορσίτα
[Η μεγέθυνση, Κέδρος, 1983]
Φορτισμένο συναισθηματικά διήγημα που κινείται στα όρια ρεαλιστικού και ονειρικού.
Η αφήγηση δεν ακολουθεί ευθεία πορεία· οι σκηνές μπερδεύονται μεταξύ τους, καθώς ο εσωτερικός μονόλογος μετακινείται ασταμάτητα από το τώρα στο τότε, από το πραγματικό στο φανταστικό. Η ηρωίδα βρίσκεται απέναντι σ’ έναν άντρα που την αποχωρίζεται γι’ αυτό και η αναφορά στη δολοφονία δεν είναι κυριολεκτική αλλά συμβολική.
Οι κατακερματισμένες φράσεις, οι επαναλήψεις και η ασύντακτη παράθεση εικόνων εντείνουν το αίσθημα ασφυξίας.
///
Μαρία Μήτσορα
Ο μαγευτικός φακός
[Άννα να ένα άλλο, Άκμων, 1978. Τώρα από Πατάκη, 2007]
Διήγημα-τομή στην ελληνική διηγηματογραφία. Πυκνό, σουρεαλιστικό αλλά και σκληρό όπου ο κόσμος της παιδικής φαντασίας πλέκεται με το θάνατο.
Τρία μικρά κορίτσια, η Μαριάννα και οι δύο φίλες της, η Ερμίνα και η Σιμόνη, περιπλανιούνται σε ένα σύμπαν που μοιάζει άλλοτε παραμυθένιο και άλλοτε εφιαλτικό όπως οι ταινίες του David Lynch.
Μέσα από σκηνές παιχνιδιού και βίας, τα κορίτσια αναπαριστούν ιστορίες, στήνουν τελετουργίες και «στολίζουν» τους νεκρούς γονείς της Μαριάννας με αντικείμενα και τρόφιμα, χρησιμοποιώντας τον «μαγευτικό φακό» ως εργαλείο.
Η παιδικότητα αντιμετωπίζει τον θάνατο με τον ίδιο αυθορμητισμό όπως θα αντιμετώπιζε μια κούκλα: η αθωότητα συνυπάρχει με την ωμότητα.
Το ντεμπούτο της Μήτσορα διαβάζεται σήμερα χωρίς να έχει απολέσει τη φρεσκάδα, τη ζωντάνια και την ανατρεπτικότητα του και μπορούμε να πούμε ότι το διήγημα της μεταπολίτευσης ξεκινά, ουσιαστικά, από τη συλλογή «Άννα να ένα άλλο».
///
Ανδρέας Μήτσου
Το μόνο της αμάρτημα
[Σφήκες, Καστανιώτη, 2001]
Το διήγημα ξεκινά σαν μια τυπική ρεαλιστική ηθογραφία, για να καταλήξει σε μια αλληγορική, φαντασιακή κορύφωση.
Η Μαρία, μια δεκατετράχρονη Αθηναία, πηγαίνει το καλοκαίρι του 1950 να μείνει στο ορεινό καταφύγιο του θείου της. Ο θείος, απομονωμένος και αυστηρός, ζει σε ένα ειδυλλιακό αλλά αποκομμένο τοπίο. Η άφιξη της Μαρίας αναστατώνει τις ισορροπίες: η κοπέλα, ατίθαση και παιχνιδιάρα, καταλαβαίνει γρήγορα τη δύναμη που έχει πάνω στους άντρες του τόπου, ιδίως στον μουγγό Κωστή, και αρχίζει να παίζει στα όρια της πρόκλησης.
Όταν η Μαρία εμφανίζεται έγκυος ο θείος της σκοτώνει τον Κωστή και μετά αυτοκτονεί, ενώ ο όχλος του χωριού την καταδιώκει μέσα στο δάσος.
Το τέλος απογειώνει το κείμενο από τον ρεαλισμό στον χώρο του συμβολισμού και του μαγικού ρεαλισμού –το οποίο, βέβαια, επιτρέψτε μου, να μην σας αποκαλύψω.
///
Κλαίρη Μιτσοτάκη
Σωρείτες
[Σωρείτες, Εστία, 2006. Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα, 1999.]
Αλληλουχία ποιητικών και δοκιμιακών κειμένων, όπου κάθε ενότητα εστιάζει σε ένα συναίσθημα ή μια ψυχική κατάσταση: μίσος, ηδονή, ζήλεια, μέθη, δέος, χαρά, θλίψη, οργή.
Η συγγραφέας δεν τα προσεγγίζει αφηγηματικά αλλά τα ορίζει με διαδοχικές, παραστατικές εικόνες και μεταφορές, αποδομώντας την κοινότοπη σημασία τους. Ο λόγος με τις αντιθέσεις και τις ρυθμικές επαναλήψεις δημιουργεί μια αίσθηση προφορικής απαγγελίας. Δεν υπάρχει πλοκή ή χαρακτήρες αλλά μια κλιμακούμενη ένταση από την εσωστρέφεια προς την καθολικότητα.
Ένα μεταμοντέρνο διήγημα-διαμάντι.
///
Δημήτρης Νόλλας
Νεράιδα της Αθήνας
[Πρώτη έκδοση Άμστερνταμ, 1974. Τώρα από Καστανιώτη, 2004]
Ιδιόμορφο, αποσπασματικό και πολυφωνικό αφήγημα που στέκεται ανάμεσα στο κοινωνικό σχόλιο και τον ψυχικό κόσμο του ήρωα δοσμένα με μια κινηματογραφική αλληλουχία εικόνων, ξέφρενου ρυθμού και ετερόκλητου μοντάζ.
Η αφήγηση μοιάζει χαοτική: σκηνές καθημερινότητας, συζητήσεις με φίλους, αναμνήσεις και πολιτικές συγκρούσεις εναλλάσσονται χωρίς γραμμική συνοχή. Αυτή όμως η αποσπασματικότητα αντανακλά την κατακερματισμένη εικόνα της Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ’60: μια πόλη που πάλλεται από κοινωνικές εντάσεις και ιδεολογικές συγκρούσεις.
Η πολιτική στράτευση αποδομείται εκ των έσω καθώς οι συζητήσεις για το «κίνημα» και την «αντίδραση» χάνουν το νόημά τους μέσα από τον «ξύλινο» λόγο και τις τετριμμένες φράσεις.
Έτσι η «νεράιδα της Αθήνας» του τίτλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ψευδαίσθηση (και η απομυθοποίησή της) όσων πιστεύουν στην οργανωμένη «ευτυχία» και τις υποσχέσεις της πολιτικής ουτοπίας/ηγεσίας.
///
Χρήστος Οικονόμου
Νεράιδες στο ορυχείο
[Οι Κόρες του Ηφαιστείου, Πόλις, 2017]
Πολυεπίπεδο αφήγημα που κινείται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό, μια καταγραφή ενός χρονικού κοινωνικής παρακμής που μετατρέπεται σε ποιητική υπερβολή με φόντο ένα ερειπωμένο ορυχείο.
Τρεις παλιές συναδέλφισσες και φίλες συναντιούνται νύχτα, δίπλα στη λίμνη που σχηματίστηκε στις εγκαταλελειμμένες στοές του ορυχείου, για να «δουν νεράιδες». Η συζήτηση ξεκινά με χαλαρή κουβέντα, γεμάτη πειράγματα, προσωπικές εξομολογήσεις, αλλά και μικρές αιχμές που μαρτυρούν παλιές πληγές για να γλιστρήσει στον χώρο του υπερφυσικού: παραληρηματικές εικόνες, οράματα, εφιάλτες, πρόσωπα από το παρελθόν, σκηνές φρίκης και ομορφιάς, μορφές από λάβα και στάχτη που φέρουν την υπόσχεση σωτηρίας και καταστροφής ταυτόχρονα.
///
Γιάννης Παλαβός
Η πένσα
[Το παιδί, Νεφέλη, 2019]
Λιτό, σφιχτό, σκληρό αφήγημα με ρεαλιστική τοπική αφήγηση και κλιμακούμενη ένταση.
Νεαρός πατέρας διδύμων με οικονομικές δυσκολίες αποφασίζει να σκοτώσει λύκο για να λάβει την εθιμοτυπική αμοιβή των βοσκών σε χωριό της Μακεδονίας τη δεκαετία του ’60. Η αφήγηση αποδίδει με ξερή ακρίβεια τις κινήσεις του: την προσέγγιση των ιχνών, τον εντοπισμό της φωλιάς, τη θανάτωση των μικρών και τη χρήση του ενός ως δόλωμα για να προσελκύσει τη λύκαινα.
Η βία δεν παρουσιάζεται ως πράξη κακίας, αλλά ως αναγκαιότητα επιβίωσης.
Ρυθμός κοφτός, ντοκιμαντερίστικος, δίχως μελοδραματισμό και παντελώς έλλειψη κάθε σχολιασμού.
Μαζί με τη «Δωρεά» του Δ. Κανελλόπουλου αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, κορυφή μιας πρόσφατης σειράς ιστοριών, του διηγήματος της «ντοπιολαλιάς», που αποκαλώ μεταμυθοπλασία της πολίχνης (εδώ).
///
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος
Ο Αμερικάνος
[Ο οβολός και άλλα διηγήματα, Νεφέλη, 2004. Τώρα από Κίχλη, 2023.]
Διήγημα που συνδυάζει παιδική μνήμη, λαϊκή αφήγηση και νοσταλγία.
Ο αφηγητής θυμάται τον γείτονα-μετανάστη, που απουσίαζε χρόνια στην Αμερική, να επιστρέφει απρόσμενα, φορτωμένος με ιστορίες και παράξενα αντικείμενα όπως ένα ραδιόφωνο: τη σκηνή της επίδειξης το βραχυκύκλωμα και η ανατίναξή του εκφράζεται με κωμικότητα αλλά και ματαιότητα.
Ο «Αμερικάνος» κουβαλάει έναν αέρα άλλου κόσμου, μια φιγούρα ανάμεσα στο εξωτικό και το τραγικό που όμως τελικά καταλήγει μόνος, ξένος στην ίδια του τη γειτονιά, φτωχός και παραμελημένος.
Θεωρώ την ακροτελεύτια σκηνή του διηγήματος, όπου ο «Αμερικάνος» πεθαίνει στην Κατοχή από δηλητηρίαση, μία από τις πιο συγκλονιστικές της ελληνικής διηγηματογραφίας.
///
Δημοσθένης Παπαμάρκος
Νόκερ
[Γκιακ, Αντίποδες, 2014. Τώρα από Πατάκη 2020.]
Ωμή, ρεαλιστική ιστορία, σήμα κατατεθέν του αφηγηματικού κόσμου του Δ. Παπαμάρκου.
Ο ήρωας, πρώην φαντάρος από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, έχει μεταναστεύσει στην Αμερική και βιοπορίζεται ως knocker, δηλαδή εργάτης που θανατώνει τα ζώα με χτύπημα στο κεφάλι. Ο ίδιος εκμυστηρεύεται στον αφηγητή, με προφορικό ύφος, άμεσο και λαϊκό, ότι στο τέλος της ημέρας αισθάνεται ότι “το αίμα υπάρχει για να χύνεται”.
Ο συγγραφέας δείχνει μια άλλη, παραλειπόμενη, οπτική του πολέμου: οι ήρωες (αφανείς ή όχι) παραμένουν εγκλωβισμένοι στην εμπειρία τους ζητώντας λύτρωση, η οποία όμως, δεν έρχεται ποτέ.
///
Δημήτρης Πετσετίδης
Οι 118
[Λυσσασμένες αλεπούδες, Κέδρος, 2007]
Το διήγημα αναφέρεται στη σφαγή των 118 Σπαρτιατών στο Μονοδένδρι το 1943 και παρουσιάζεται ως μωσαϊκό προφορικών μαρτυριών, τρεις τέσσερεις δεκαετίες αργότερα.
Κάθε αφηγητής αναπλάθει το γεγονός μέσα από τις δικές του μνήμες και προσωπικές ερμηνείες και εκδοχές: άλλοι τονίζουν τον ρόλο των καταδοτών και των κουκουλοφόρων, άλλοι κατηγορούν ή υπερασπίζονται τους αντάρτες, ενώ κάποιοι αμφισβητούν ακόμη και τον αριθμό των θυμάτων. Έτσι δημιουργείται ένα ετερόκλητο, πολυφωνικό κείμενο όπου η ιστορία και η φήμη συγχέονται μεταξύ τους.
Η συγκρότηση μιας κοινά αποδεκτής «αλήθειας» γίνεται ανέφικτη όταν τα γεγονότα διασταυρώνονται με ιδεολογικές πεποιθήσεις, τοπικές αντιζηλίες και ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες.
///
Τάσος Ρούσσος
Αμφίων
[Δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο: Ελληνικά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, Αίολος, 1995]
Είναι η ιστορία του Νίκολας και του φίλου του Πήτερ, επιστημόνων σε ένα μυστικό, ερευνητικό κέντρο. Ο Πήτερ έχει κατασκευάσει τον «Αμφίωνα», έναν ιδιαίτερο «ηλεκτρονικό εγκέφαλο» (ένα εξελιγμένο στάδιο της πολυσυζητημένης πλέον Τεχνητής Νοημοσύνης) που ξεπερνά κάθε προηγούμενη τεχνολογία: δεν είναι καθαρά ηλεκτρονικός, μπορεί να αναλύει και να συνθέτει ύλη, να αλλάζει μορφή, να αναπτύσσεται αυτόνομα και να αναπρογραμματίζει τον εαυτό του. Ο Νίκολας θεωρεί ότι είναι επικίνδυνη κατασκευή και πρέπει να καταστραφεί άμεσα, ο Πήτερ όμως διστάζει. Ο Αμφίων κατορθώνει να δραπετεύσει από το εργαστήριο και οι δύο άνδρες ξεκινούν μια καταδίωξη μέσα σε μια ερημωμένη περιοχή και μια εγκαταλελειμμένη πόλη.
Το διήγημα συνδυάζει επιστημονική φαντασία και φιλοσοφικό προβληματισμό και θέτει ερωτήματα για τα όρια του ανθρώπινου ελέγχου πάνω στα δημιουργήματά του και για τη σχέση επιστήμης και ηθικής.
Επίκαιρο όσο ποτέ.
///
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
«Μόσμπεργκ» των έξι
[Η στενωπός των υφασμάτων, Καστανιώτης, 1992. Τώρα: Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Τα δεδουλευμένα, Πατάκη, 2016.]
Ένας θηροφύλακας παρακολουθεί μαγεμένος το ερωτικό παιχνίδι του τελευταίου ζευγαριού θαλασσαετών στη λίμνη Βόλβη. Η περιγραφή των κινήσεων των πουλιών είναι λυρική, ποιητική και τελετουργική.
Η μαγεία διακόπτεται απότομα όταν ένας πυροβολισμός σκοτώνει τον έναν αετό. Ο θηροφύλακας μεταμφιέζεται σε κυνηγό για να πλησιάσει τον ένοχο, συνομιλεί μαζί του φιλικά και κερδίζει την εμπιστοσύνη του. Η σκηνή κορυφώνεται με μια ψυχρή, απροειδοποίητη εκτέλεση: ο θηροφύλακας σκοτώνει τον λαθροκυνηγό εξ επαφής και φροντίζει να σκηνοθετήσει την πράξη ως αυτοκτονία.
Πυκνή και εναλλασσόμενη γλώσσα: λυρική στην περιγραφή της φύσης, κοφτή και ρεαλιστική στη βία.
Ύμνος στην άγρια ζωή, σκοτεινή παραβολή για την ηθική της εκδίκησης.
///
Περικλής Σφυρίδης
Η έκτρωση
[Πρώτη δημοσίευση περ. Διαγώνιος, τχ. 10, 1982. Τώρα στο Περικλής Σφυρίδης, Διηγήματα 1977-2002, επιλογή – εισαγωγή Ζήρας Αλέξης, Καστανιώτης, 2005.]
Ο γιατρός Πέτρος, γνωρίζει τη Μαίρη, μια νεαρή τραγουδίστρια, μέσω του φίλου του Τέλη. Κι ενώ ξεκινά μεταξύ τους ένα ερωτικό ειδύλλιο η Μαίρη εξαφανίζεται από τη Θεσσαλονίκη και τον καλεί απεγνωσμένα από την Αθήνα, αποκαλύπτοντας ότι είναι έγκυος και ζητώντας τη βοήθειά του για την έκτρωση. Ο Πέτρος την συναντά προσπαθώντας να βρει λύση σε ένα κυνικό γέρο μαιευτήρα παράνομων εκτρώσεων. Η σκηνή της έκτρωσης περιγράφεται με ωμό ρεαλισμό και χειρουργική λεπτομέρεια –σκηνή που ο Π. Μουλλάς χαρακτήρισε «αφόρητη».
Μετά την χειρουργική επέμβαση, και ενώ όλα πήγαν καλά, η Μαίρη εξαφανίζεται –αυτή τη φορά οριστικά.
Ερωτική επιθυμία, αφέλεια και ωμότητα συνδυάζονται αφήνοντας εν τέλει μια πικρή γεύση απογοήτευσης και εκμετάλλευσης.
///
Έρση Σωτηροπούλου
Το μουνί μέσα στη ζέστη
[Ο βασιλιάς του φλίπερ, Καστανιώτης, 1998.]
Αυθόρμητη, εξομολογητική αφήγηση με την αφόρητη ζέστη του δεκαπενταύγουστου καταλύτη αλλόκοτων και παραληρηματικών ερωτικών επιθυμιών.
Μια κοπέλα, εντελώς μόνη μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού, βυθίζεται σε μια κατάσταση εσωστρέφειας, υπερδιέγερσης και ακραίου ερωτισμού.
Το διήγημα είχε δημοσιευτεί σε ένα συλλογικό τόμο με τον τίτλο Άσεμνες ιστορίες (Πατάκη, 1997) και είχε προκαλέσει τους συντηρητικούς κύκλους για τις πρόστυχες, σοκαριστικές και ωμές περιγραφές αυτοερωτισμού και σεξουαλικότητας οι οποίες φαντάζουν πλέον αθώες, αυθόρμητες και ανεπιτήδευτες –ή όχι;
///
Πέτρος Τατσόπουλος
Η δεύτερη ζωή του Επισκόπου
[Κινούμενα σχέδια, Κέδρος, 1984. Τώρα στο Πέτρος Τατσόπουλος, Τα διηγήματα, Οξύ, 2018.]
Σατιρική, πολιτικοκοινωνική αλληγορία που τοποθετείται στην Κόλαση, η οποία παρουσιάζεται ως… πολιτεία με δομές, οικονομία, γραφειοκρατία και κομματικές φατρίες.
Ένας επίσκοπος, που εν ζωή υπηρέτησε με ζήλο την Εκκλησία, αιφνιδιάζεται όταν μετά τον θάνατό του βρίσκεται στα βάθη της Κόλασης και αντί για φωτιές και καζάνια, συναντά μια κοινωνία βυθισμένη σε οικονομική αναποτελεσματικότητα και ιδεολογική παρακμή.
Αιχμηρό σχόλιο πάνω στη φύση της εξουσίας, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά των συστημάτων και μηχανισμών.
///
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Κλέφτες μπήκαν στο μαντρί!
[Θάλασσες της Χαλκίδας και της Σκιάθου, ΟΛΝΕ, 2023. Πρώτη δημοσίευση περ. Οροπέδιο τχ. 15, 2015 (με το ψευδώνυμο Ευριπίδης Νεγρεπόντης).]
Σατιρική και ταυτόχρονα μεταμοντέρνα αφήγηση που παίζει με την ιδέα της πνευματικής ιδιοκτησίας και της λογοτεχνικής «κλοπής».
Ο αφηγητής παραπονιέται πως ένας άλλος συγγραφέας έχει «εισβάλει» στα δημιουργικά του χωράφια, δανειζόμενος χαρακτήρες και σκηνικά από το δικό του σύμπαν. Η καταγγελία ντύνεται με ειρωνεία και πειρακτική διάθεση, μετατρέποντας την «υπόθεση» σε κωμωδία ρητορικών υπερβολών.
Το διήγημα θέτει το ερώτημα για τα όρια της πρωτοτυπίας, τη στιγμή που η λογοτεχνία είναι κατεξοχήν πεδίο δανεισμού και μετασχηματισμών.
///
Βασίλης Τσιαμπούσης
Ο γάμος
[Χερουβικά στα κεραμίδια, Κέδρος, 1996]
Ιστορία για τη φιλία και την ηθική δοσμένη με ειρωνικό και πικρό χιούμορ.
Ο αφηγητής ταξιδεύει με τον φίλο του Τάκη για να παραστούν στον δεύτερο γάμο της Μαίρης, χήρας ενός κοινού τους φίλου. Κατά τη διαδρομή, ο Τάκης αποκαλύπτει κυνικά ότι είχε ερωτική σχέση με τη Μαίρη όσο ο φίλος τους νοσηλευόταν, και μάλιστα ότι της έδωσε χρήματα για να ανοίξει μαγαζί. Η προκλητική αυτή στάση συγκλονίζει τον αφηγητή για την ηθική αδιαφορία του φίλου του.
Στο τελευταίο μέρος οι δύο άντρες συναντούν στον δρόμο ένα χτυπημένο σκυλί και ο Τάκης, κατά παράδοξο τρόπο, το μαζεύει και το πηγαίνει στον κτηνίατρο. Η πράξη αυτή, σε πλήρη αντίθεση με την ανηθικότητα που έδειχνε έως τώρα, αποκαλύπτει μια άλλη, μεγαλόψυχη, αυτή τη φορά, πλευρά του.
Το διήγημα σχολιάζει εύστοχα τη σχετικότητα της ηθικής.
///
Μισέλ Φάις
Μετά τις τελευταίες μας λέξεις
[Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες, Καστανιώτης, 1999. Τώρα αναθεωρημένη έκδοση, Πατάκη, 2011]
Συνεχής, κοφτός διάλογος ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που βρίσκονται σε μια φθαρμένη, τελματωμένη σχέση. Αφηγητής και περιγραφές δεν υπάρχουν. Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από την αντιπαράθεση τους, με γρήγορο ρυθμό, σαν ένα λεκτικό πινγκ-πονγκ. Η γλώσσα είναι καθημερινή, ωμή, ενίοτε υβριστική, με συνεχής ένταση και αδυναμία των δύο να επικοινωνήσουν ουσιαστικά.
Θεατρικό μονόπρακτο, με ιδιαίτερο βάρος στο παιχνίδι του δια-λόγου, όπου η αδυναμία επικοινωνίας δείχνει πως κάποιες σχέσεις παραμένουν ζωντανές μόνο μέσα από τη φθορά και τη σύγκρουση.
///
Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Η καρέκλα στο διάδρομο
[Φυσικές ιστορίες, Το ροδακιό, 2006. Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα, 2003.]
Διήγημα-βιογραφία μιας… ακίνητης καρέκλας με μια υποβόσκουσα μεταφυσικότητα καθ’ όλη την αφήγηση.
Από τη μέρα που μια υπηρέτρια την άφησε τυχαία στο διάδρομο ενός αρχοντικού, το 1911, η καρέκλα δεν μετακινήθηκε ποτέ από τη θέση της. Η αφήγηση διατρέχει γενιές ενοίκων, χωρίς κανείς να αναρωτηθεί γιατί βρίσκεται εκεί ενώ η ίδια γίνεται σιωπηλός μάρτυρας μικρών καθημερινών περιστατικών –ενίοτε και πρωταγωνιστής.
Με την άφιξη νέων ιδιοκτητών, η καρέκλα αποκτά διάφορους ρόλους: εργαλείο ζωγραφικής, παιχνίδι της άρρωστης κόρης, ακόμη και εργαλείο εναντίων μιας διάρρηξης. Όμως το τέλος του σπιτιού, τέλη της δεκαετίας του ’80, φέρνει συγχρόνως και τη διάλυση της καρέκλας από τον εργολάβο, μια σκηνή ωμής καταστροφής.
Γλώσσα πλούσια, λαμπερή και πυκνή.
///
Τάσος Χατζητάτσης
Απολυμένη Πέτρα
[Ακροτελεύτιοι εσπερινοί, Πόλις, 2009]
Ο αφηγητής μάς ταξιδεύει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους: ξεκινά από την παιδική του φιλία με τον Μίλτο και τη γοητευτική Μπέμπα, διαπερνά τις μέρες της Κατοχής, τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία και φτάνει ως την μετά τη Μεταπολίτευση εποχή. Η αφήγηση παραθέτει στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, ερωτικές σκηνές, οικογενειακές ιστορίες αλλά και πολιτικά γεγονότα δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό.
Η «Απολυμένη Πέτρα», κάποτε συνάντησης ανταρτών και τώρα τουριστικός ξενώνας, γίνεται σύμβολο του πώς ο τόπος και η μνήμη μεταμορφώνονται στο χρόνο χάνοντας το αρχικό τους φορτίο.
Μια αφήγηση όπου η ιστορία και η ερωτική έλξη συναντιούνται αφήνοντας εν τέλει μια αίσθηση γλυκόπικρης νοσταλγίας και ειρωνικής αποδοχής.
///
Α. Κ. Χριστοδούλου
Η σφραγίδα
[Η σφραγίδα, Gutenberg, 2015]
Το διήγημα αφηγείται με ειρωνεία και μελαγχολία την ιστορία του κυρ Αλέξιου Τσαμπάζη, ενός μοναχικού, εσωστρεφούς υπαλλήλου στο Πρωτοδικείο Βόλου, που η ζωή του ταυτίστηκε με μια υπηρεσιακή σφραγίδα η οποία ανέγραφε την λέξη… «ΜΗΔΕΝ». Η σφραγίδα, πέρα από εργαλείο, γίνεται για τον ήρωα σύμβολο ταυτότητας, συνήθειας και εσωτερικής ασφάλειας. Μετά τη συνταξιοδότησή του, η απώλειά της τον βυθίζει σε υπαρξιακό κενό.
Γλώσσα πλούσια, στιλπνή, αρχαιοπρεπής σε όλο της το μεγαλείο, με έμφαση στη λεπτομέρεια, στοχαστική, αλλά και σκωπτική. Το «ΜΗΔΕΝ» αναδεικνύεται ως κεντρικό σύμβολο της επαγγελματικής ζωής, της προσωπικής αξίας και, εν τέλει, σφραγίδα της ανυπαρξίας.
///
* Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ θεωρεί αδόκιμο τον όρο Ολοκαύτωμα και προτείνει τον όρο Γενοκτονία: «Η γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων (1943-1944) και η αποτύπωσή της: μαρτυρίες, λογοτεχνία και ιστοριογραφία», στο συλλογικό τόμο: Η εποχή της σύγχυσης. Η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία, Εστία, 2008, σελ 289-343.
~.~
Τελευταίο μυθοπλαστικό έργο του Π. Ένιγουεϊ: Η ζωή δεν είναι μόνο σεξ, μωρό μου, εκδ. ΑΩ. Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Άνω τελεία ο τόμος που επιμελήθηκε: Ελληνικό μικροδιήγημα 1974-2024, μια ανθολογία με 120 επιλογές του από όλο το φάσμα της ελληνικής σύντομης πρόζας.
*
*
*
