Η μπαλάντα του Μάττυ Γκρόουβς

*

Απόδοση Μαρία Σ. Μπλάνα

~.~

Πρωτομηνιά, πρώτη γιορτή,
γιορτή, Πρωτοχρονιά.
Του Λόρδου Άρλαντ η γυναίκα
πάει στην εκκλησιά.

Και σαν ακούστηκε το «Αμήν»
τριγύρω της θωρεί
τον Μάττυ Γκρόουβς και προχωρά
στο πλήθος να τον βρει.

«Κοιμήσου απόψε πλάι μου
μικρέ μου Μάττυ Γκρόουβς
κοιμήσου απόψε πλάι μου
ως και το πρώτο φως.»

«Στο πλάι σου δεν κοιμάμαι εγώ
ως και τη χαραυγή.
Γυναίκα, μου είπε η βέρα σου,
του αφέντη μου είσαι εσύ.»

«Κι αν είμαι του αφέντη σου
ο αφέντης είν’ μακριά.
Πουλάρια καθαρόαιμα
τώρα θα ξεγεννά.»

Μα, ένας υποτακτικός
που έστεκε παρακεί,
στον Λόρδο Άρλαντ βάλθηκε
όσα άκουσε να πει.

Τα πόδια του ξανοίγει εμπρός
τον κάμπο να διαβεί
και βγάζει τα παπούτσια του
ποτάμι να διαβεί.

Ο Μάττυ Γκρόουβς κοιμότανε
μα σαν καλοξυπνά
ο Λόρδος, να, στεκότανε
στα πόδια του μπροστά.

«Σ’ αρέσει το κρεβάτι μου;»
του λέει και τον κοιτά
«Σ’ αρέσουν τα σεντόνια μου;»
«Σ’ αρέσει μου η κυρά;»

«Μ’ αρέσει το κρεβάτι σου
τα σεντόνια τ’ ακριβά
μα η κυρά σου πιο πολύ
στα χέρια που με κρατά.»

«Σήκω, εμπρός, στα πόδια σου»,
ο Λόρδος λέει, «λοιπόν!»
«Τι δεν θα πουν για μένανε
πώς χτύπησα άντρα γυμνό.»

«Μα, δεν μπορώ να σηκωθώ,
να με υπερασπιστώ.
Εσύ έχεις δυο μακριά σπαθιά
κι ούτε στιλέτο εγώ.»

«Μπορεί να έχω δύο σπαθιά
απ’ ατσάλι ακριβό,
μα εσύ θα πάρεις το καλό,
το δεύτερο εγώ.

Θα με χτυπήσεις πρώτα εσύ
σαν άντρας, αν μπορείς,
κι ύστερα θα χτυπήσω εγώ
κι άλλο δεν θα χρειαστεί.»

Χτυπάει ο Μάττυ πρώτος, να
και βρίσκει τον ξυστά
χτυπάει ο Λόρδος Άρλαντ, να
κι ο Μάττυ ξεψυχά.

Στο γόνατό του απάνω, να
καθίζει την κυρά.
«Ο Μάττυ ή εγώ σ’ αρέσω
πιο πολύ;» ρωτά.

Η γλώσσα της ξελύθηκε
για πρώτη δα φορά:
«Κάλλιο από σένα να φιλώ
τα χείλη του τα νεκρά!»

Ο Λόρδος Άρλαντ άστραψε
τα δυο ακριβά σπαθιά
και της τα μπήγει στην καρδιά
στον τοίχο την κρεμά.

«Μαζί τους δυο να θάψετε»
του Λόρδου η κραυγή
«Μα την κυρά από πάνω του –
άρχοντα είχε παντρευτεί!»

*

*

*