*
του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ
~.~
Ηλίας Βενέζης, Ανέκδοτα διηγήματα και ποιήματα [1920-1922],
Εισαγωγή Α. Καστρινάκη, Μελέτη-Επιμέλεια Κ. Καλαϊτζάκης,
Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2025
Δεν υπάρχει, ενδεχομένως, μεγαλύτερος σκόπελος στη μελέτη της λογοτεχνίας από το να επιχειρηθεί η ανατροπή ή η διεύρυνση των παγιωμένων ορίων και της προκατασκευασμένης επικράτειας εντός της οποίας οφείλει ντε φάκτο να κινείται κάποιος κλασικός δημιουργός που βρίσκεται στο επίκεντρο του «κανόνα». Αδυνατούμε να δεχτούμε εύκολα εκδοχές του έργου του Παλαμά χωρίς την πατριδολατρεία, του Καραγάτση δίχως τον σεξουαλισμό, του Ρίτσου άνευ της αριστερής στράτευσης, μιας και τέτοιες θεάσεις σπάνε τα βολικά για την έρευνα «καλούπια» εντός των οποίων έχουμε τοποθετήσει τους συγγραφείς του παρελθόντος χωρίς να επιδέχονται εύκολα αλλαγών, πέραν κάποιων επιφανειακών προσθηκών εντός της ίδιας και σταθερής δομής σκέψης και αφήγησης.
Μια τέτοια αντίστοιχη περίπτωση αποτελεί και το πεζογραφικό έργο του Ηλία Βενέζη, το οποίο έχει συνδεθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με τους απόηχους της Μικρασιατικής Καταστροφής, με τα πάθη των αιχμαλώτων στα τάγματα εργασίας, με το δράμα της προσφυγιάς και με τη συνακόλουθη προσπάθεια για την εκκίνηση μιας νέας ζωής στον ελλαδικό χώρο, ενώ, παράλληλα, κυριαρχούν εντός του εφ όρου ζωής οι αναμνήσεις μιας χαμένης για πάντα πατρίδας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Αδυνατούμε, λοιπόν, σήμερα ακόμα και να διανοηθούμε πως υπάρχει εκεί έξω μια πλευρά του νεανικού Βενέζη που αγωνίζεται να ανακαλύψει τη φωνή του στην πεζογραφία και την… ποίηση πειραματιζόμενος με τον αισθητισμό, διαλεγόμενος με τα καινοτόμα ρεύματα των αρχών του 20ού αιώνα και πριμοδοτώντας στη γραφή του τη ρευστότητα και την υποβολή αίσθησης έναντι της γραμμικής εξιστόρησης και πλοκής. Αδυνατούμε, μάλιστα, να κατανοήσουμε πως, αν δεν είχε λάβει χώρα η Καταστροφή και η οδυνηρή του εμπειρία, όλα τα στοιχεία του πρώιμου έργου του οδηγούν μαθηματικά στο συμπέρασμα ότι η γραφή του θα εξελισσόταν σε εντελώς διαφορετικούς άξονες και ο λογοτέχνης Βενέζης σήμερα θα ήταν ταυτισμένος με εξ ολοκλήρου άλλα χαρακτηριστικά, ελάχιστα συμβατά με την εικόνα μας για εκείνον.
Αυτή την ως τώρα ανέκδοτη εκδοχή του πρώιμου Βενέζη φέρνει στο φως η τολμηρή και καλοστημένη αισθητικά σειρά «Αναψηλαφήσεις» των Εκδόσεων Σοκόλη σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κρήτης και (εν προκειμένω) η ενδελεχής έρευνα του νέου επιστήμονα Κωνσταντίνου Καλαϊτζάκη, ο οποίος κατορθώνει να τοποθετήσει με απόλυτη ακρίβεια το έργο του Μικρασιάτη Λογοτέχνη στα δεδομένα της εποχής του. Ο Καλαϊτζάκης περιγράφει με σαφήνεια και αρκετές παράπλευρες πληροφορίες τη (λησμονημένη σήμερα) φιλολογική κίνηση της Μικράς Ασίας και των παραλίων τα χρόνια πριν την τραγική λήξη της εκεί ελληνικής εμπλοκής και αναλύει την επιρροή αισθητιστικών, νιτσεϊκών και πρωτοπόρων θεωριών σε νέους Λογοτέχνες της περιοχής που επιχειρούν τόσο να ορθώσουν αυτόνομα τη φωνή της δικής τους γενιάς όσο και να προβάλουν το στοιχείο της εντοπιότητας στην παραγωγή πνευματικού λόγου, δίχως να διαμεσολαβούνται από την ισχυρή μαγνητική δύναμη του «κέντρου» των Αθηνών.
Ανάμεσά τους ο νεαρός Ηλίας Βενέζης, φέρελπις πεζογράφος αλλά και ποιητής στα πρώτα του βήματα, ο οποίος και αγωνίζεται να δομήσει έναν αυθύπαρκτο λόγο, υπό την ισχυρή τότε επιρροή του αισθητισμού, πραγματοποιώντας έναν (απροσδόκητο ως προς τη διαμορφωμένη εικόνα μας για εκείνον) διάλογο με φωνές όπως του Χατζόπουλου και του Επισκοπόπουλου. Ρευστά τοπία, ακαθόριστες ψυχικές διαθέσεις, στιγμές ερώτων, έλλειψη πλοκής προς όφελος της αίσθησης, κυριαρχία στοιχείων της παρακμής, φυγή σε παραμυθικούς και περιπετειώδεις τόπους που φέρνουν στον νου τον πρώιμο Κόντογλου, ακόμα και καθαρά νιτσεϊκές εμπνεύσεις περί «Υπερανθρώπου» ξεχωρίζουν ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της γραφής ενός νέου άντρα που κάνει τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα, δίχως καν να είναι σε θέση να διανοηθεί σε ποιες ατραπούς θα ρίξουν πολύ σύντομα τη ζωή του οι καταιγιστικές εξελίξεις. Η Μικρά Ασία, οι πρώτοι διωγμοί του 1914 και η εντοπιότητα είναι ακόμα μονάχα το δευτερεύον φόντο όπου δοκιμάζεται το νεανικό «εγώ» κατά τη σύγκρουση ονείρων και πραγματικότητας και κατά τη συνθήκη που βιώνει ως ενηλικίωση (πριν έρθει η βίαιη και ραγδαία «ενηλικίωση» και απομάγευση της ιστορικής πραγματικότητας). Αν κάποιος επιχειρήσει, δηλαδή, να προσεγγίσει το συγκεκριμένο βιβλίο με τη διαμορφωμένη εικόνα που έχει για τον Βενέζη βάσει της μετέπειτα πορείας του, το μόνο βέβαιο είναι πως πρόκειται να παραξενευτεί ιδιαίτερα – αν όχι και να εκπλαγεί.
Μέσα στα νεανικά του γραπτά, μάλιστα, αξίζει να ξεχωρίσουμε μια γενναία περί τέχνης κατάθεση που σχηματοποιεί τα πρώιμα καλλιτεχνικά του «πιστεύω», μια κατάθεση που διαβάζεται μεν ως δήλωση ποιητικής ή ως συνειδητή αποποίηση της ποιητικής ιδιότητας, αλλά ηχεί, ταυτόχρονα, και ελαφρώς πικρά βάσει των εξελίξεων της ζωής και του κυνικού ρεαλισμού της που ώθησε τον ίδιο τον άνθρωπο Βενέζη μέσα σε μια περιπέτεια από την οποία ποτέ δεν επέστρεψε ίδιος:
«Μα, ίσα ίσα αυτό είναι που με φραίνει εμένα στη τέχνη, αυτό είναι που λέγω δημιουργία. Ναν τον αντιγράψω τον άνθρωπό μου, ναν τονε ζωγραφίσω μου φαίνεται πρόστυχο – αν πάρω πως κάθε τιποτένιο είναι πρόστυχο. Νά που δεν θέλω εγώ να μ’ αποκαλούνε ποιητή. Γιατί όλοι οι ποιητές έτσι δουλεύουν. Οι ποιητές! Παίρνω τα υλικά απ’ τη ζωή, μα σαν τ’ αφομοιώσω τα υλικά και της τα ξαναδώσω, τίποτα πια δε μοιάζουν στο πρωτότυπο. Ζω μέσα τους εγώ, σελαγιάζει τ’ όνειρό μου που τ’ απαντέχω, που θαν τ’ απαντέχω μάταια στη ζωή μου ολάκερη. Τι συγκίνηση μπορεί να μου δώσει αποτύπωμα του ανθρώπου! Όχι το τι είναι, δε με συγκινά. Το πώς έπρεπε να ’ναι –όχι από την ηθική μεριά, αλάργα–, το πώς θα ’ταν όμορφο να ’ναι. […] Κι ύστερα, κι αυτό ακόμα, το ‘‘σκοπός στην τέχνη’’, μου φαίνεται αστόχαστο. Μακριά απ’ την τέχνη οι σκοποί, μακριά!»
Λίγους μήνες αργότερα, βέβαια, όλα αυτά θα ηχούσαν πια τόσο μα τόσο μακρινά, μιας και ο ίδιος ακριβώς λογοτέχνης θα είχε εμπλακεί μέσα σε μια καταιγιστική δίνη που τον άλλαξε διαπαντός.
Είναι, άραγε, σε θέση το συγκεκριμένο βιβλίο να ανατρέψει την εικόνα μας για τον πεζογράφο Βενέζη; Παρά την εξαιρετική δουλειά του Καλαϊτζάκη και τη σύγχρονη έκδοση των Εκδόσεων Σοκόλη, κρίνουμε πως μάλλον όχι. Κι αυτό διότι ο νεαρός Ηλίας Βενέζης στα συγκεκριμένα του έργα δεν έχει ακόμα σχηματοποιήσει τη φωνή του, κινούμενος σε ένα πρωτόλειο ύφος και υποκείμενος σε έναν διαρκή (και ενίοτε αναφομοίωτο) διάλογο με το κάθε νέο καλλιτεχνικό ερέθισμα. Δύσκολα, δηλαδή, τα πρώτα του έργα καθεαυτά είναι σε θέση να τέρψουν αυτόνομα, έναν και πλέον αιώνα αργότερα, ακόμα και το εξειδικευμένο και «φιλολογικό» κοινό. Ωστόσο, ας μη λησμονούμε πως αν δεν υπήρχε τούτη η πρώτη βάση, ο λογοτέχνης δεν θα ήταν σε θέση να κατέχει εξαρχής τα όπλα ώστε να σχηματοποιήσει λίγα χρόνια αργότερα την οδυνηρή εμπειρία του σε στιβαρή και συνεκτική αφήγηση και το συγκεκριμένο βιβλίο επεξηγεί επακριβώς τη διαδικασία εκείνη της διαμόρφωσης του υποστρώματος και τα πρώιμα αποτελέσματά της. Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, η Καταστροφή και η προσφυγιά να σκόρπισαν τις νέες τότε φωνές της Μικράς Ασίας σε διαφορετικές γεωγραφικές, λογοτεχνικές, ακόμα και ιδεολογικές κατευθύνσεις (δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστη εδώ τη Σίτσα Καραϊσκάκη που μνημονεύεται στο βιβλίο και στράφηκε αργότερα μαχητικά στον ναζισμό), η καταγραφή, ωστόσο, της εποχής εκείνης στέκει στο διηνεκές ως μια διαρκής προβολή του πώς θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα λογοτεχνικά σε μια διαφορετική ιστορική συνθήκη. Και η παρούσα έκδοση του νεαρού πεζογράφου και «ποιητή» (όσο κι αν αρνείται επίμονα τον όρο) Ηλία Βενέζη έρχεται να δείξει στο ευρύ κοινό για πρώτη φορά τις προοπτικές μιας τέτοιας υποθετικής και εναλλακτικής πραγματικότητας…
///
*
*
*
