*
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
~.~
Οι τίμιοι άνθρωποι είναι οι αριστοκράτες της εποχής μας.
ERNEST RENAN
Ο αξιωματικός υπηρεσίας βάραγε μύγες εκείνη την μέρα στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκάδας. Ζέστα, κατακαλόκαιρο. Ο ιδρώτας έτρεχε κρουνός απ’ το πρόσωπό του και ράντιζε το χαρτί που μουντζούρωνε μπροστά του αμήχανα. Ο ανεμιστήρας αγκομαχούσε, κάνοντας ένα εκνευριστικό «κρακ-κρακ», που αποκοίμιζε αντί ν’ ανησυχεί τον γλαρωμένο αστυνομικό.
Απ’ έξω έφτανε η φασαρία των διερχόμενων οχημάτων, μυρμηγκιά ολόκληρη, στρατιά παραθεριστών που βούλιαζε το νησί κι ύστερα πάλι βούιζε στους δρόμους και στα στενοσόκακα η ερημιά.
Το «τικ-τακ» του ρολογιού στον τοίχο, συνομιλούσε με το «κρακ-κρακ» του φτηνιάρικου ανεμιστήρα.
«Τικ-τακ: κάποιος έρχεται».
«Κρακ-κρακ: ποιος να είναι;»
Τα βήματα ανέβαιναν γοργά την ξύλινη σκάλα, λες κι ένα σώμα φτιαγμένο από λάστιχο αψηφούσε το θανατερό κάμα και πέταγε σχεδόν προς τα πάνω.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας ξεγλάρωσε για τα καλά όταν ο επισκέπτης μπήκε στο γραφείο του.
«Παρακαλώ…» είπε όσο μπορούσε ευγενέστερα. Ενώ, δίχως να το πει, διαβάζονταν πεντακάθαρα στην φάτσα του: «Τι θέλεις μεσημεριάτικα, ρε γύφτο;»
Ο νεαρός, που σκίαζε με το παράστημά του το δωμάτιο, ήταν ολοφάνερο πως ανήκε στην φυλή των Αθίγγανων. Τα πεντακάθαρα ρούχα του κι οι φινετσάτοι τρόποι του δεν πρόδιδαν κάτι τέτοιο, μα υποδήλωναν έμφυτη αρχοντιά. Ο μαύρος οψιδιανός του δέρματός του, όμως, μιλούσε για λιοπύρια και λιόκρισες, η τυλωμένη φλέβα του λαιμού για το χοχλάτο αίμα του, και οι σπίθες μες στα μάτια που σιγόκαιγαν, μιλούσαν για την μεγάλη φωτιά του καταυλισμού που δεν έσβησε ολότελα.
Ο αστυνομικός ένιωσε άβολα, όταν ο άνθρωπος που αποκάλεσε με την σκέψη του «γύφτο», προσήλωσε το βλέμμα πάνω του.
Ξερόβηξε και ξανάπε:
«Παρακαλώ…» συμπληρώνοντας τυπικά: «σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω…» και καταλήγοντας αναγκαστικά στην προσφώνηση: «κύριε;»
Ο νεαρός δεν αναλώθηκε σε λόγια. Με λαμπερό χαμόγελο, που έκανε το «κρακ-κρακ» του ανεμιστήρα να σταματήσει, πέταξε πάνω στο γραφείο ένα…
*
«Η Μάκαινα… η Μάκαινα… έρχεται η Μάκαινα!» Μια φωνή έσκισε σαν στιλέτο τον αέρα κι όλες οι πόρτες σφάλισαν στην γειτονιά, λες κι ήταν χείλη που ’κλεισαν απ’ την μεγάλη παλάμη του φόβου. Γείραν όπως τα ματόκλαδα τα παραθυρόφυλλα. Φρούμαξαν τα ζωντανά. Έβαλαν την ουρά στα σκέλια οι σκύλοι. Σώπασαν τα πουλιά. Ο αέρας λούφαξε στα κλαδιά. Και μόνον η σκόνη, πηχτή σαν μοσκολίβανο, αιωρούνταν πίσω απ’ το μακρύ, κατάμαυρο φουστάνι της γριάς γύφτισσας.
Εκείνη, κρατώντας το τσιγάρο στο χέρι, που δεν ξεχώριζες δάχτυλο απ’ τα δαχτυλίδια, βάδιζε σαν βασίλισσα στον έρημο δρόμο. Μουρμούριζε ένα ακατάληπτο τραγούδι, σαν ξόρκι, που το διέκοπτε για να τραβήξει μια ρουφηξιά μέχρι τα πνευμόνια. Φυσώντας τον καπνό προς τα έξω, την έπιανε ένας βήχας τρομερός, που νόμιζες πως δεν θα σταματήσει αν δεν της ξεκολλήσουν τα σπλάχνα. Κατόπιν, έφτυνε μια ροχάλα κάτω, κατάμαυρη σαν πίσσα, έφερνε το βλέμμα βόλτα κι έλεγε με φωνή μοιρολογίστρας:
«Πού είστενε, μωρέ κόσμε; Κοσμάκηηη… Πού είστενε, μωρέεε;»
Άχνα στην γειτονιά… Έμπαινε στις αυλές. Χτυπούσε τις πόρτες με το τζομανίκι. Καλούσε τις γυναίκες με τ’ όνομά τους. Έλεγε ευχές για το σπιτικό. Κι αν καμιά δεν άνοιγε, έπιανε τις κατάρες:
«Γούου! Όπως μ’ αφήν’τε απ’ όξου, να σας αφήκουν απ’ όξου κι οι χαρές!»
Οι πιο προληπτικές δεν βάσταγαν:
«Έμπα, κυρά μου, έμπα! Αλλά πάρ’ το πίσω αυτό που ’πες κι είμαι νιόπαντρη, η έρμη! Δεν σ’ άκ’σα, κυρούλα μ’, και δεν άνοιξα! Δεν σ’ άκ’σα, μαθές, η δόλια!»
Η Μάκαινα τότε άλλαζε το τροπάρι:
«Τα ελέη τ’ Θεού στο σπίτι σ’, κοκόνα μ’! Να χαίρεσαι τον λεβέντ’ τον άντρα σ’! Να ζήσ’τε σαν τα ψ’λά β’νά! Σερνικά παιδιά να γιομίσ’ η αυλή σ’!»
Κι έπιανε να της λέει την μοίρα της, με το απαραίτητο ασήμωμα, βέβαια, που όσο μεγαλύτερο ήταν, τόσο καλύτερη και η τύχη της.
Την έτρεμαν την Μάκαινα οι αγράμματες γυναικούλες. Μα κι οι γραμματιζούμενες, που είχαν τελειώσει την τετάρτη δημοτικού, θέλανε να τα ’χουνε καλά μαζί της. Μπορεί τα ξόρκια και τα μαντζούνια να ’ταν εμπορεύματα της απατεωνιάς, μπορεί όμως να ήταν και μάγια! Τις λάμπαξε η θεια-Καψούλω μια μέρα σαν είπε: «Κι άμα ξέρει την Σολομουνική;»
Χωριό για χωριό δεν άφησε αγύριστο, σπίτι για σπίτι, αχούρι γι’ αχούρι. Της κάθε οικογένειας το νιτερέσο ήξερε η Μάκαινα. Την έμπαζαν κι οι ίδιοι μέσα, να σάξει καμιά προξενιά, να συνταιριάξει αντρόγυνα χωρισμένα, αδέρφια τσακωμένα και ψυχραμένες συννυφάδες. Μωρέ, καλίγωνε και ψύλλο η Μάκαινα! Με το αζημίωτο, βέβαια. Μα καλύτερα έτσι, να βγάζει το ψωμί της κάνοντας και τίποτα, όχι να το τρώει κοροϊδίστικα με μοίρες, με κατάρες και τέτοια. Γιατί ήταν γνωστό τοις πάσι πως κι αν η Μάκαινα δεν λογίζονταν διακονιάρισσα, έτσι και δρασκέλαγε το κατώφλι θα σου ’βγαζε την ψυχή. Και χωρίς ένα γυαλί λάδι στο σακούλι της, ένα μποτσόνι κρασί και κάνα ρούχο, δεν έφευγε. Μα και τίποτα να μην είχες, κάτι θα έβρισκε να πάρει. Λέγεται, για καλαμπούρι το πιο πολύ, πως μια πεντάφτωχη γυναίκα, για να την ξεφορτωθεί, της έδωσε, μια φορά, την γκιλότα που φόρηγε!
Όμως η Μάκαινα μεγάλωσε τα παιδιά της μ’ αυτά και μ’ αυτά, γιόμισε δαχτυλίδια και τ’ άλλο της χέρι, έβαλε δόντια χρυσά. Αγόρασε σπίτι στην πόλη και ζούσε αρχοντικά. Έπαψε να γυρίζει στα χωριά. Οι χωρικοί της χτυπούσαν την πόρτα τώρα. Κι αν μεσολαβούσε για το ποθούμενο, της έταζαν πολλά. Και πλέον ήταν αυτοί που δεν έφευγαν αν δεν έπαιρναν κάτι, μια διαβεβαίωση, μια υπόσχεση έστω, πως εκείνο που θέλαν θα γίνει, με μαντζούνια, με ξόρκια ή μαγικά.
*
«Τικ-τακ»: τι ’ναι αυτό;» είπε το ρολόι, κι ο χρόνος φάνηκε να σταματά.
«Κρακ-κρακ» τι ’ν’ αυτό;» ρώτησε κι ο ανεμιστήρας, ξαναρχίζοντας τον σαματά.
«Πού το βρήκες το πορτοφόλι;» ρώτησε ο αστυνομικός.
«Στον δρόμο!» είπε ο Ρομά.
«Α, και το ’φερες για να πάρεις τα εύρετρα!»
«Αν ήθελα λεφτά, θα κρατούσα ολόκληρο το πορτοφόλι!»
«Ε, τότε τι θέλεις;»
«Τίποτα! Ήρθα να το παραδώσω, μήπως και το ψάχνει ο ιδιοκτήτης του».
Κι ο νεαρός γύρισε να φύγει.
«Στάσου!» φώναξε ο αστυνομικός. «Δικαιούσαι από τον νόμο…»
Το μελαμψό αγόρι χαμογέλασε τόσο πλατιά, που το «κρακ-κρακ» του ανεμιστήρα σταμάτησε ξανά. Και ξεχύθηκε στην ξύλινη σκάλα σαν μαύρο πούμα, που πηδάει από δέντρο και χάνεται στην σαβάνα.
«Έεεε… Περίμενεεε…» φώναξε ο αστυνομικός. «Ποιος να πούμε, στον ιδιοκτήτη, πως βρήκε το πορτοφόλι;»
Απ’ το βάθος της σκάλας, λες κι έρχονταν η φωνή από ένα τούνελ του χωροχρόνου, ακούστηκε η μισοσβησμένη φράση:
«Ο εγγονός της Μάκαινας να του πείτε…»
«Κρακ-κρακ: ο εγγονός της Μάκαινας», επανέλαβε ο ανεμιστήρας, που άρχισε πάλι τον θόρυβο.
«Ε, ναι, ο εγγονός της Μάκαινας!» επιβεβαίωσε και το «τικ-τακ» του ρολογιού στον τοίχο.
«Κρακ-κρακ: δεν έμοιασε στην γιαγιά του, που πάντα κάτι έπαιρνε φεύγοντας!» μουρμούρισε ο ανεμιστήρας.
«Τικ-τακ: πήρε φεύγοντας τον θαυμασμό μας, ηλίθιο!» φουρκίστηκε με τον φτηνιάρικο ανεμιστήρα το ρολόι. Και κράτησε τους δείχτες του ακίνητους –σ’ ενός λεπτού σιγή– λες και απότινε φόρο τιμής ή σαν να ήθελε να δείξει πόσο ανεξάρτητη από τον χρόνο είναι πάντα μια καλή και όμορφη πράξη.
///
Από το βιβλίο Λευκαδίτικα διηγήματα, Fagotto Books, 2016
*
*
*
