*
*
2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #6
γράφει ο Θάνος Γιαννούδης
Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.
***
Η ιστορική και δημιουργική πορεία του Μίκη Θεοδωράκη, η ζωή και το έργο του διασταυρώθηκαν και μελετήθηκαν εκτεταμένα από την κριτική σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες πορείες συγκεκριμένων ποιητικών ονομάτων της Ελλάδας (κατά βάση της «Γενιάς του ’30» και του ρεύματος του «μοντερνισμού»), τα οποία ο συνθέτης γνώρισε από κοντά και μελοποίησε (Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης και από τους «μεταπολεμικούς», Λειβαδίτης, Κατσαρός κ.ά.), αλλά και του εξωτερικού, ιδίως του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς (Λόρκα, Νερούδα). Μάλιστα, ακόμα και η (μάλλον άστοχη και μη δικαιωμένη στον χρόνο) μεταπολιτευτική απόπειρα του συνθέτη να διαλεχθεί με το έργο και τον μύθο του Κώστα Καρυωτάκη αποτέλεσε την αφορμή για μια (αποσπασματική) αναλογία του με τον αυτόχειρα ποιητή. Σχεδόν πουθενά, ωστόσο, στην εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον συνθέτη δεν έχει επιχειρηθεί ως τώρα μια συντονισμένη σύγκριση και σύγκλιση της πορείας και του έργου του με τον πλέον «μείζονα» νεότερο Έλληνα ποιητή, Κωστή Παλαμά, η συνάρτηση του οποίου με την αντίστοιχη πορεία του Θεοδωράκη κρίνουμε πως έχει πολλά να κομίσει στην έρευνα, μιας και αμφότεροι διεκδικούν (και κατακτούν έπειτα από αγώνες) τον ρόλο του «εθνικού» και του «ποιητή/συνθέτη-προφήτη». Με το παρόν, έκτο άρθρο στη σταθερή φετινή μας στήλη για το «Έτος Μίκη Θεοδωράκη», επιχειρούμε να θέσουμε ως μια πρώτη βάση ορισμένους άξονες αναφοράς και σύγκλισης της πορείας και των κεντρικών κατευθύνσεων του έργου τους.
///
–>Γεννημένοι και οι δύο σε πόλεις της ελληνικής επαρχίας, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σπίτι στα κρίσιμα παιδικά χρόνια, ο Κωστής Παλαμάς λόγω της απώλειας των γονιών του, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης εξαιτίας των επαγγελματικών μεταθέσεων του πατέρα του, με τίμημα την απομάκρυνσή τους από μια σταθερή παιδική και εφηβική ηλικία. Όταν, ως ενήλικες πια, φτάνουν στην Αθήνα, ο πρώτος σε μια εποχή εθνικών εξορμήσεων κι ο δεύτερος στην καρδιά της ακμής της Εθνικής Αντίστασης, οι αδιαμόρφωτες επιρροές της ως τότε ζωής τους σχηματοποιούνται ευκρινώς και τους κινητοποιούν δυναμικά και προωθητικά προς τη δράση. Η δε ποίηση του Παλαμά, κατά δήλωση του Θεοδωράκη, υπήρξε ένας από τους βασικούς οδικούς άξονες για τον ίδιο στα εφηβικά του χρόνια, έχοντας ως απότοκο και κάποιες (πρωτόλειες) μελοποιήσεις σε ελάσσονα παλαμικά ποιήματα.
–>Στα νεανικά τους χρόνια, τόσο ο Κωστής Παλαμάς όσο και ο Μίκης Θεοδωράκης συνδέονται με τα προοδευτικά κινήματα της εποχής τους και δίνονται ολόψυχα στον αγώνα, με σκληρό πολλές φορές το τίμημα και με πόλεμο εναντίον τους από τον χώρο της συντήρησης. Ο Παλαμάς αγκαλιάζει τη δημοτική γλώσσα του απλού λαού, κόντρα στον καθαρευουσιάνικο συντηρητισμό της συστημικής λογοτεχνικής και ακαδημαϊκής ελίτ της εποχής και δέχεται λεκτικές και σωματικές επιθέσεις, ενώ του ασκούνται ακόμα και διοικητικές κυρώσεις. Ο Θεοδωράκης, τώρα, ασπάζεται τη σοσιαλιστική / κομμουνιστική ιδεολογία, πολεμά στα Δεκεμβριανά και υφίσταται, ακολούθως, διώξεις, εκτοπισμούς και εξορίες από το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό καθεστώς της λεγόμενης «εθνικοφροσύνης». Κανείς τους δεν θα εγκαταλείψει ποτέ οριστικά την ουσία των νεανικών του «πιστεύω», εξελίσσοντάς τα μέσα στα χρόνια και εγκιβωτίζοντάς τα μέσα στις νεότερες κάθε φορά κατακτήσεις της ζωής και του έργου τους.
–>Και οι δύο δημιουργοί δεν αρκούνται σε μια μικρή αναγνωρισιμότητα εντός μιας κλειστής και ελιτίστικης συντεχνιακής καλλιτεχνικής κάστας, αλλά τοποθετούν στον πυρήνα του αφηγήματός τους τον λαό στο σύνολό του, επιδιώκοντας την επικοινωνία με τα μεγάλα ακροατήρια. Ασχολούμενος ο πρώτος με το δημοτικό τραγούδι, τους λαϊκούς θρύλους και τις παραδόσεις και αξιοποιώντας ο δεύτερος τα στοιχεία που κόμισαν στην ελληνική μουσική το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, κατορθώνουν, εντέλει, αμφότεροι στο πρωτότυπο έργο τους τη σύζευξη του «υψηλού» με το «χαμηλό», του έντεχνου λυρισμού και της ανόθευτης λαϊκότητας, της δυτικής επιρροής και της ανατολικής παράδοσης και σπάνε τις ως τότε οριοθετήσεις και τα κατεστημένα της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και της διάκρισης Συμφωνικού – Ελαφρού – Λαϊκού, αντίστοιχα. Δημιουργούν, έτσι, μια νέα και καινοτόμο τέχνη που εξελίσσει την παράδοση, εξυψώνει προγραμματικά τη λαϊκότητα και την καθιστά αντικείμενο της υψηλής ποίησης και μουσικής, δίχως στιγμή, ωστόσο, να χάνει την επαφή με τη λαϊκή πλειοψηφία που αποτελεί και το διαρκές επίδικο.
–>Τόσο ο Κωστής Παλαμάς όσο και ο Μίκης Θεοδωράκης, συνδέονται στενά με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής τους, τις εθνικές εξορμήσεις, τις δικτατορικές περιπέτειες, τις κατοχές και δικτατορίες, όχι ως εκ του μακρόθεν παρατηρητές, αλλά ως βασικοί διαμορφωτές του λαϊκού αισθήματος και της κοινής γνώμης. Τοποθετώντας και οι δύο στον πυρήνα του ιδεολογήματός τους τον ελληνικό λαό και την ιστορική μοίρα του Ελληνισμού, ακολουθούν από κοντά την κάθε νέα εθνική περιπέτεια (Βαλκανικούς και Παγκόσμιους Πολέμους, Μικρασιατική Εκστρατεία ο ένας, Κοινωνικά κινήματα, Γενιά του 1-1-4 και του Λαμπράκη, Μεταπολίτευση και αντιδικτατορικό αγώνα ο άλλος) και τοποθετούνται καλλιτεχνικά τη στιγμή ακόμα της εξέλιξης των γεγονότων, προσπαθώντας να εντάξουν την κάθε νέα ανατροπή μέσα στην αιώνια πορεία του Έθνους που υπερβαίνει τις εκάστοτε στιγμές και εποχές (στην περίπτωση Θεοδωράκη, η προσπάθεια αυτή παίρνει και τη μορφή της ανοιχτής πολιτικής στράτευσης). Διεκδικώντας συνειδητά τον ρόλο του εθνικού ποιητή ή ποιητή – προφήτη και του εθνικού ή λαϊκού συνθέτη, αντίστοιχα, οι Παλαμάς και Θεοδωράκης κατασκευάζουν και υπερασπίζονται την ταυτότητα του κοινωνικού πρωτοπόρου και καθοδηγητή που είναι σε θέση να προβλέψει τα όσα έρχονται και να κατευθύνει τον ελληνικό λαό μέσω της τέχνης και του κοινωνικού του μηνύματος.
–>Προγραμματικά, αταλάντευτα και απόλυτα πληθωρικοί και οι δύο στο έργο τους, απλώνονται ως «μείζονες» σε διαφορετικά είδη του λόγου και της μουσικής, αλλάζοντας και τροποποιώντας το ύφος τους μέσα στις δεκαετίες, δοκιμάζοντας πολλαπλές φωνές, σχήματα και φόρμες και απηχώντας στο δημιουργικό τους σύμπαν την ίδια τους τη βιολογική αλλαγή, τη σταδιακή ωρίμανση, ακόμα και την ύστατη παρακμή. Ταυτόχρονα, δεν κλείνουν ποτέ τις κεραίες τους στις πρωτοπόρες και καινοτόμες σκέψεις της κάθε νέας περιόδου (ο ένας με τις θεωρίες των Μαρξ, Νίτσε, Δαρβίνου, Φρόυντ αλλά και αργότερα με τις πρωτοπορίες, ο δεύτερος με τη νεωτερική συμφωνική μουσική των Στραβίνσκι, Σοστακόβιτς και αργότερα με τις επιρροές της ροκ), προσπαθώντας να διαλεχθούν μαζί τους, να τις κρίνουν, να τις υπερβούν και τελικά τις ενσωματώσουν σε ένα ευρύτερο αφήγημα, δίχως να χάσουν στιγμή την ιδιοπροσωπία τους και τη στοχοπροσήλωση της αυτόνομης φωνής και του έργου τους.
–>Αμφότεροι οι δημιουργοί στην ύστερη και ώριμη φάση της ζωής και του έργου τους γνωρίζουν τεράστια επιτυχία και γίνονται κοινωνοί αγάπης και εκτίμησης από ένα πολύ μεγάλο μέρος του λαού, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα στενά όρια της καλλιτεχνικής «κάστας». Τα έργα τους καθίστανται πυρήνας για τον κανόνα της ποίησης και της μουσικής, αντίστοιχα, νεότεροι δημιουργοί επιδιώκουν να τους μιμηθούν επιγονικά ή να πατήσουν πάνω στο έργο τους ώστε να το εξελίξουν, ενώ άλλοι τους πολεμούν λυσσαλέα, ως τμήμα πια του συστήματος και του κατεστημένου. Η αναγνωρισιμότητα πλέον του έργου τους είχε υπερβεί τα εθνικά σύνορα, με τους ίδιους να γίνονται ιδιότυποι «πρέσβεις» του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, αν και οι υποψηφιότητες αμφότερων για το Βραβείο Νομπέλ (από μια αλληλουχία αιτίων) εντέλει δεν τελεσφορούν. Τόσο, όμως, ο Παλαμάς όσο και ο Θεοδωράκης δεν ευτυχούν εντός αυτής της συνθήκης, με τον πρώτο να αισθάνεται ολοένα και περισσότερο πως απομακρύνεται από την εποχή και δεν τον κατανοούν και τον δεύτερο να στηλιτεύει τον πόλεμο που θεωρεί πως δέχεται συστηματικά από ένα σημείο κι έπειτα το έργο του, ιδιαίτερα στην ύστερη και παραγκωνισμένη περίοδό του.
–>Ο θάνατος του Κωστή Παλαμά, αλλά και εκείνος του Μίκη Θεοδωράκη, αποτελούν γεγονότα κομβικά που σφράγισαν τον καιρό τους κι επηρέασαν την εξέλιξη μιας εποχής. Η κηδεία του Παλαμά μέσα στη ναζιστική κατοχή παρέχει την αφορμή ώστε ένα πάνδημο πλήθος να στραφεί εναντίον των κατακτητών και να διαδηλώσει για την ελευθερία και τη δημοκρατία, με την απώλεια του «εθνικού ποιητή» να ενώνει τον λαό, πέρα από ιδεολογίες και πολιτικές κατευθύνσεις. Τη ρητορική, μάλιστα, της Ιωάννας Τσάτσου για τον θάνατο του Παλαμά («είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός») χρησιμοποίησε η πολιτική ηγεσία στα αποχαιρετιστήρια μηνύματά της για την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη. Εκεί, αντίστοιχα, πλήθος κόσμου, παρά τις αντιδημοκρατικές απαγορεύσεις της πανδημικής περιόδου, ακολουθεί τη σωρό του στην Αθήνα και την Κρήτη, αφήνοντας στην άκρη τις όποιες εφήμερες πολιτικές του συμμαχίες είχαν διχάσει τα προηγούμενα χρόνια κι εστιάζοντας στο συνεκτικό και το υπερ-χρονικό. Και τις δύο απώλειες ακολουθούν αφιερώματα, ομιλίες, εκδηλώσεις, μονογραφίες και ακαδημαϊκές έρευνες (στην περίπτωση του Θεοδωράκη, το ωστικό αυτό κύμα βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει), αποδεικνύοντας έμπρακτα την καθοριστική συμβολή αμφότερων των δημιουργών στη διαμόρφωση του κοινωνικού αφηγήματος και παραδείγματος.
–>Κατά τη δύση της ζωής του, ο Παλαμάς είχε δοξάσει σε ένα ύστερο ποίημά του τη ζωή, διατυπώνοντας τη βεβαιότητα πως, παρόλο που εκείνος έφθινε βιολογικά, ο κύκλος των πραγμάτων θα έφερνε νομοτελειακά στο προσκήνιο νέες δημιουργικές φωνές που θα είχαν ως μοίρα τους «τα ωραία και τα μεγάλα», νέους, δηλαδή, καλλιτέχνες που θα επεδίωκαν, όπως κι εκείνος, να προχωρήσουν την ανθρώπινη περιπέτεια ένα βήμα παραπέρα, εκφράζοντας από την πρώτη γραμμή τον καιρό τους και οδηγώντας τον λαό σε συγκεκριμένους στόχους και προγραμματικές συλλογικές κατευθύνσεις. Αν κρίνουμε από την πορεία και την εξέλιξη των πραγμάτων, τότε πράγματι η ύστατη αυτή ελπίδα και «προφητεία» του Παλαμά επαληθεύτηκε, ίσως όχι στο ποιητικό πεδίο καθεαυτό, αλλά σε ένα νέο καλλιτεχνικό αμάλγαμα που αγκαλιάστηκε απόλυτα και οριζόντια σαν να αποτελούσε πάντοτε μέρος της λαϊκής κουλτούρας, γιατί συνδύασε αρμονικά τον ποιητικό λόγο, τις επιρροές και την παράδοση της Δύσης με την πολιτισμικό πλούτο της προσφυγιάς και της χαμένης Ανατολής – επαληθεύτηκε στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη. Μένει μετέωρη μονάχα η απορία τι μπορεί να είχε γεννηθεί από τη συνύπαρξή τους αν η μοίρα τούς είχε καταστήσει εγγύτερους ηλικιακά…
*
*
*
