Πότισμα με φόντο όχι και τόσο μακρινό ατομικό μανιτάρι

*

Ω ναι,
παρόλη την οσκαρική κανονικότητα
οι τραγωδίες συμβαίνουν

Φωνή ἐν Ῥαμᾷ
Φωνή ἐν Γάζῃ
– της ιστορίας ένδοξα υψώματα
ανεστραμμένες τάφροι, χαρακώματα
και déjà vu ελιγμοί
όπου ενδημεί
κατά στοιβάδες το αίμα
κι ολοένα «θάλαττα» –τυφλός–
να κρώζει ο μαουνιέρης

7 Μαρτίου, νεκροί 83
24 Μαΐου, εβδομήκοντα και εννιά
2 Αυγούστου – στο σημείο διανομής
τροφίμων ξηλωμένο χέρι
μες στη σφιγμένη ακόμα χούφτα
ασπαίροντας το μάννα
– στον αιώνα πια δικό του

83, 79, 250.9
αριθμοί ξεδιάντροπα αστρογγύλευτοι
καθόλου για OCD
φανατικά εμπαίζοντας
τις πτώσεις, τις νευρώσεις
κι όμως να επενδύεις γιατί «απ’ τα ολότελα»
τανγκό χορεύοντας δήθεν με το Παράλογο
καθώς πισώπλατα σε μαχαιρώνει
απεγνωσμένα ανασύροντας λαχνούς
μ’ αυτούς να σκαν στα χέρια σου
γιατί η βρώμα που είχε βγει (πως τα ψηφία του π
στην όλη τους κρυψίνοια
κάποτε –έστω και με στον κρόταφο την κάννη–
θα μιλήσουν)
ήταν εν τέλει πτωμαΐνη
χίλιων οπτιμιστών
παρόλη την επιμελή ταρίχευση

83, 79, 250.9
παραταιροι αριθμοί
πεπειραμένως άπειροι
λυγμοί συντετριμμένοι –
τι αναξιόπιστες σάρκινες κληρωτίδες
καταρρέοντας αργά
κάτω από «εις άτοπον»
που γίναν αξιώματα
τόσο βιωματικά
που κι η πιο εφαρμοσμένη μεταφυσική
υπέβαλε παραίτηση
για λόγους ευθιξίας
– σκασμένα Άγια Χώματα κι ασβεστωμένες ροές
κάποιο ειδυλλιακό
ανάλγητο καλοκαίρι

κι όμως θα συγκλίνουμε
κι όμως – θα συγκλίνουμε

κι όλα γίνονται άσκηση
αντοχής υλικών
βελάζοντας η σπείρα
ενώ στέκεις στον κήπο
ποτίζοντας τις ζέρμπερες

Το λάστιχο να συρίζει πνίγοντας σχεδόν
των παιδιών τις ιαχές στην παραλία,

Τα παιδιά να ξεφωνίζουν πνίγοντας σχεδόν
τους ψαλμούς των τζιτζικιών στους ευκαλύπτους

Τα τζιτζίκια να ψάλλουν πνίγοντας σχεδόν
τον θρήνο των φύλλων στο αεράκι

Τα φύλλα να θρηνούν πνίγοντας σχεδόν
τη σιωπή του ουρανού

ενός ουρανού που είναι όλος φως –
ένα φως που καταβάλλει
από κτίσεως τα μέγιστα
τρώγοντας τα μούτρα του
κατά συρροή
εκείνου να ομοιωθεί
που προηγείται μιας
κυριολεκτικά διπλανής σου τραγωδίας.

ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

*

*

*