Το δοκάρι με τα κίτρινα γράμματα

*

Βγαίναμε σαν καλαμιές. Φώναζε ο ένας τον άλλον και τρέχαμε στη μέση. Πεταγόταν από καμιά στροφή κάποιος τρίτος. Σε δέκα λεπτά ήμασταν τσούρμο. Κυνηγιόμασταν μέχρι να μας κοπεί η ανάσα.

Μέναμε στην τελευταία οικοδομή στο αδιέξοδο. Μπροστά είχε χωματόδρομο και ένα στενόμακρο μονοπάτι που τον χειμώνα ήταν μόνιμα λασπωμένο. Σέρνονταν σαν φίδι στις σκοτεινές βατσινιές και έβγαζε στην άλλη μεριά χωρίς τον κύκλο του τετραγώνου. Εκεί είχαμε το παλιόσπιτο για κάστρο. Μπαίναμε από την ετοιμόρροπη σκάλα στο αποθηκάκι και σκάβαμε ώς τα θεμέλια γιατί εκεί είχαν τις λίρες οι Γερμανοί. Ή, τουλάχιστον, έτσι έλεγε ο Φάνης.

Πίσω απ’ τις βατσινιές είχε ένα παλιό ισόγειο αρχοντικό. Όταν γέμισαν φαμίλιες οι καινούριες οικοδομές, του πήραμε τον ακάλυπτο για αλάνα. Είχε μια παλιά συκιά και σκαρφαλώναμε πάνω της για ενέδρα. Του χαλάσαμε την ησυχία και μια μέρα μας έφραξε έξω. Πάει η αλάνα. Από εκεί και μετά ήταν σαν τον κακό στα καουμπόικα. Τα παιδιά είναι σκληρά μα όχι άδικα.

Στην άλλη άκρη ήταν το σχολείο. Πηδούσαμε τη μάντρα για μπάλα στο τσιμέντο. Ξυπνούσαμε τους γείτονες τα μεσημέρια. Σπάγαμε τα τζάμια με αδέσποτες και ματώναμε τα γόνατά μας.

Δεν είχε κίνηση ούτε αμάξια. Στήναμε ολυμπιακούς ή παγκόσμιο στίβου – και μαζεύονταν τα παιδιά από τις γύρω γειτονιές.

Γράφαμε διαδρομές στο χώμα με τουβλόσκονη απ’ το παλιόσπιτο και όταν ήρθε η άσφαλτος, με κιμωλίες που κλέβαμε απ’ τον πίνακα. Εκκίνηση ήταν η διασταύρωση και τέρμα το σπίτι μου. Δεν είχαμε νήμα. Τσαλακώναμε τον φράχτη του κακού. Εκείνος, βαρύς όπως ήταν, έβγαινε ξεφυσώντας με τη φανέλα του και μας πετροβολούσε.

Ο διπλανός του, έλειπε στο εξωτερικό. Είχε ένα γιαπί στα τούβλα. Το είχε φραγμένο όσο μπορούσε με ρολά και σιδεριές. Μάταιος κόπος. Χωρούσαμε από χαραμάδες.

Το ξέραμε απ’ έξω. Κατεβαίναμε στο υπόγειο κι απ’ τους φεγγίτες τρομάζαμε τα παιδιά που έπαιζαν από πάνω στον δρόμο. Μετά βγαίναμε για ανακωχή, για ανεφοδιασμό. Αν χωνόταν κανένα κορίτσι τις σωπαίναμε γιατί δεν ήξεραν πόλεμο. Έφευγαν να παίξουν λάστιχο και μέναμε χωρίς κανέναν να εντυπωσιάσουμε.

Το σούρουπο κρυβόμασταν εκεί μέσα και όποιος τα φυλούσε μας έψαχνε στα σκοτάδια. Η σκάλα τύλιγε το άδειο φρεάτιο του ανελκυστήρα. Φτάναμε μέχρι την ταράτσα. Αν δεν καρφωνόσουν στα σίδερα που ξεφύτρωναν σαν αγκάθια από τα μπετά, ήταν δεκατρία μέτρα βουτιά. Από τύχη δεν κλάψαμε κάποιον εκεί μέσα.

Όλη μου η παιδική ηλικία ήταν αυτά τα ογδόντα μέτρα. Στο σχολείο, ή σε γενέθλια με τη μάνα μου ή σε επίσκεψη με το αμάξι, σκεφτόμουν ποιοι ήταν εκεί για παιχνίδι. Ποιος μπήκε αρχηγός και αν είχαμε καλύτερα φυσοκάλαμα.

Το βράδυ όταν γυρνούσαμε, έψαχνα κάτω από τη ΔΕΗ τα απομεινάρια της μάχης. Τα τσακισμένα βελάκια, τους σβόλους. Τις κομμένες σαμπρέλες για τις σφεντόνες και τα σπασμένα τόξα με το βρακολάστιχο. Την επομένη στο διάλειμμα, έψαχνα για νικητές, τραυματίες και ηττημένους.

~ . ~

Από όλα τα ξαδέρφια μου θαύμαζα τον Τζίμη. Μου έριχνε τρία χρόνια και γνώριζε όσα εγώ, πιτσιρίκι του δημοτικού, μόνο φανταζόμουν. Περπατούσε βιαστικός και ήξερε ακριβώς που πήγαινε. Μιλούσε για μπαράκια και δίσκους. Ήξερε από ζελέ και κορίτσια. Είχε πάει σε χορό και μαθητικά συμβούλια.

Μια Κυριακή μεσημέρι τρώγαμε στον θείο μου. Φούσκωσαν οι μεγάλοι, έπιασαν τους καναπέδες. Το απόγεμα μας έδιωξαν στο παιδικό για να μην τους ζαλίζουμε.

Ο Τζίμης είδε τους φίλους του στο πάρκο απέναντι.

«Πάω έξω», φώναξε απ’ το χωλ.

Κρέμασε το σαγόνι μου. «Πότε θα μιλούσα και εγώ έτσι στη μάνα μου», αναρωτήθηκα. Η θεία μου τον κοίταξε με το φρύδι σηκωμένο. Εκείνος φορούσε τα παπούτσια του.

Έπαιζα με την αδερφή και την ξαδέρφη μου και, ποιος ξέρει, από τύχη ή μήπως του έγνεψε η θεία μου να πάρει τον «μικρό», ήρθε και κρέμασε τα χέρια του στο κάσωμα. Ζύγισε αν θα τον ρεζιλέψω ή όχι και στο τέλος μου είπε: «Σήκω πάνω, ρε χαλβά».

Τινάχτηκα. Η μάνα μου κοιτούσε με αγωνία πότε τη θεία μου, πότε εμένα και πότε τον πατέρα και τοn θείο μου που έλεγαν πολιτικά.

«Να σας βλέπω. Πού θα είστε;» την πρόλαβε η θεία μου πάνω από τα πιάτα.

«Στην κερκίδα», φώναξε ο Τζίμης από το χωλ. «Πάμε, ρε».

Φωτίστηκαν τα μάτια μου. «Με τους κουλ», σκέφτηκα. Στην παρέα.

Περάσαμε το δρόμο. Το πάρκο είχε τοιχάκι με πηχάκια και πλέγμα για φύλαξη. Σε ένα σημείο ήταν ξηλωμένα καμιά δεκαριά μέτρα.

Πηδήσαμε πάνω. Στριφογυρίσαμε στον κώλο και φέραμε τα πόδια μέσα με φάτσα στα δέντρα και πλάτη στο πεζοδρόμιο.

Βγήκαν και άλλοι από τα στενά. Ο καθένας με τη μανιέρα του. Άλλος με γλειμμένο μαλλί, άλλος με καινούργιο τζην ή αθλητικά, άλλος με στραβό περπάτημα και άλλος με χέρι στη ζώνη όπως στο σινεμά. Συμμορία.

Εγκλωβισμένοι σε αυτή την ηλικία που ούτε μπρος πάει, ούτε πίσω αλλά μένει μόνο στο παρόν. Από τη μια αγωνιάς να φύγεις, να αντρέψεις. Από την άλλη, να ξεχυθείς να παίξεις σαν να είναι η πρώτη φορά που είσαι παιδί.

Έκατσα ήσυχος στο πηχάκι να δω πώς φέρονται οι άλλοι. Με είδαν. Δεν ήξεραν τι γύρευα εκεί.

Τους πρόλαβε ο Τζίμης. «Ο ξάδερφος», είπε και με έπιασε από τον ώμο. «Συνονόματος». Μαλάκωσαν και άρχισαν τα πειράγματα. «Είμαι μέσα», σκέφτηκα.

Ένας ψηλός κοκκινομάλλης μου ανακάτωσε το κεφάλι.

«Τι μαλλί είναι αυτό, ρε μαϊμού;» είπε και γέλασαν που ήταν φουντωμένα χωρίς ζελέ.

Πέταξαν μια μπάλα μέσα. Άρχισαν να κυνηγούν. Χωρίς συνεννόηση, χωρίστηκαν οι ομάδες και άρχισε ο αγώνας. Κλώτσαγαν κάτω από τα ψηλά πεύκα και ανάμεσα στα κουκουνάρια. Σβαρνίζονταν στα χαλάκια από τις πευκοβελόνες και πάνω στο βαθύ καφέ χώμα και σήκωναν ένα χαμό σκόνη. Οι πιο πονηροί ντρίπλαραν πίσω από τους κορμούς. «Άδικο, δεν στρέχει» φώναζαν τα κορόιδα. Ποιος τους άκουγε.

Οι μεγαλύτεροι στέκονταν απ’ έξω. Στο πεζοδρόμιο. Να βλέπει η γειτονιά ότι άφησαν τα χώματα. Φορούσαν μακριά παντελόνια.

Κουνούσα μπρος πίσω τα πόδια μου και σταμάτησα. Έβλεπα τον αγώνα τάχα αλλά προσπαθούσα να ακούσω τι έλεγαν οι άλλοι γύρω μου που ήξεραν μόνο αυτοί. Να μάθω τι έβλεπαν με εκείνο το ανήσυχο βλέμμα που έψαχνε πάνω από τις σκεπές, πέρα από το πάρκο.

~ . ~

Μια από τις επόμενες παίζαμε πασούλες με τον Μήτσο στο διάλειμμα.

«Πρέπει να είμαστε μόνο εμείς κάπου», του είπα. Αδύνατον να το καταλάβουν οι μεγάλοι. Τόσο αόριστη και μαζί τόσο περιχαρακωμένη σκέψη που μόνο αν είσαι σε εκείνο το διάλειμμα, σε εκείνη την αυλή την καταλαβαίνεις.

«Ναι, μόνο κολλητοί», είπε. Χώθηκα μπροστά για να κλωτσήσω.

Είχα επιθυμία να έχω δικό μου κύκλο. Να είμαστε μόνο εμείς. Όχι όλοι. Οι δικοί μου. Αυτοί που μοιραζόμασταν τον δρόμο.

Το σούρουπο οι άλλοι έφυγαν. Μείναμε οι δύο μας στον φεγγίτη. Σταθήκαμε μάγκικα με το ένα πόδι στον τοίχο. Μασουλήσαμε μια χούφτα σπόρια που άφησε ο Τάσος. Τα έφερνε από το ζαχαροπλαστείο στο φακελάκι των «50 δρχ.» και τα τσιγκουνευόταν που τελείωναν γρήγορα.

Είχε πράσινα μάτια ο Μήτσος. Φλογερά. Αρχηγός στα παιχνίδια. Κρατούσε την μπάλα στα χέρια. Αν δεν του ταίριαζε το χώρισμα, δεν την άφηνε να ξεκινήσει το παιχνίδι. Στα μάτια του είχε όλη τη θέληση και το μέλλον.

Έφτυσε δυο τσόφλια.

«Εδώ είναι καλά», μου είπε.

«Ναι», απάντησα. «Έτσι κι αλλιώς, πάντα εδώ είμαστε κερκίδα».

Δεν ήξερα αν η πάσα ήταν καλή ή αν θα με κορόιδευε για την ιδέα. Αλλά τα παιδιά δεν χαλούν χατίρι μεταξύ τους.

«Έχουμε κιμωλία;» Με ρώτησε.

Ψάξαμε στις τρύπες από τα τούβλα στο γιαπί που τις κρύβαμε. Βρήκε μια κίτρινη χοντρή. Σκαρφάλωσε στα ρολά σαν αράχνη. Πιάστηκε με το αριστερό κάτω από το δοκάρι, και έγραψε με το δεξί στο μπετό: Κ.

Έσφιξε το χέρι και βόλεψε τα πόδια του. Ε Ρ Κ. Έκανε μια τραβέρσα μέχρι την άκρη. Ι Δ Α.

Πήδησε και ξεσκονίστηκε. Κοιτάξαμε από απέναντι.

Είχε βραδιάσει. Το δοκάρι ήταν στη σκιά από το μπαλκόνι αλλά η κιμωλία φαινόταν καθαρά. Είχα μια ζεστασιά μέσα μου αλλά δεν το έδειξα. Θα έβγαινε η μάνα μου να με φωνάξει. Κολλήσαμε τα χέρια στον αέρα.

«Πάω να φύγω», είπε.

«Μιλάμε», του είπα και χάθηκε στο στενό με τις βατσινιές για το σπίτι του.

Η ιδέα άρχισε να περπατάει. Όταν κανονίζαμε για το απόγευμα ο Μήτσος είπε ένα διακριτικό «Ναι, στην κερκίδα». Οι άλλοι κοίταξαν απορημένοι. Από τη μια ήθελαν να μάθουν για τι πράγμα μιλούσε, από την άλλη δεν ζήτησαν διευκρινίσεις μη προδοθούν ότι δεν ξέρουν. Κάποιος αθώος ρώτησε «πού;» και ο Μήτσος του απάντησε.

«Στην κερκίδα, ρε, στο γιαπί».

Καθιερώθηκε. Όλα τα ραντεβού ήταν εκεί.

Μέχρι τα μισά του γυμνασίου οι παρέες άντεχαν. Το σχολείο μας κρατούσε κοντά. Όλοι ήξεραν τι σήμαινε και ποιοι μπορούσαν να κάθονται μαζί μας. Όταν φτάναμε εμείς, τα πιτσιρίκια λάκιζαν σαν τα σπουργίτια. Ολόκληρη η πρώιμη εφηβεία κάτω από ένα μισοτελειωμένο γιαπί.

Ήρθε το λύκειο. Οι παρέες απομακρύνθηκαν. Άλλα δρομολόγια. Μπήκαν στη μέση τα στέκια, τα γούστα. Ξεχάστηκε.

Για πολλά χρόνια, στο τέλος του λυκείου, ή όταν γυρνούσα για διακοπές από τη σχολή, ή ακόμα όταν έμενα στους δικούς μου σαν νεαρός στην πιάτσα, έβλεπα από το σπίτι τη μαρκίζα απέναντι. Αραιά και που ο ιδιοκτήτης καθάριζε, αλλά η κιμωλία είχε ποτίσει στο μπετό. Κάποιες φορές τα γράμματα ζωντάνευαν. Σαν να τα ξαναπατούσαν τα πιτσιρίκια που πήραν σειρά όταν φύγαμε. Ίσως το φανταζόμουν, όπως με κατέκλυζαν οι παιδικές αναμνήσεις στις επισκέψεις στο πατρικό μου.

Ήμουν στο μεσοδιάστημα πριν τον στρατό όταν ο ιδιοκτήτης βρήκε οικονομίες και άρχισε τα μερεμέτια. Ξέμεινε, αλλά πρόφτασε για κουφώματα και σοβάδες.

Έφτασα αργά στην πόλη μια μέρα. Ζαλισμένος από ξενύχτι πήγα ίσια για ύπνο. Το πρωί ήπια καφέ με τον πατέρα και τη μάνα μου και κάπνισα στο τζάκι που τραβούσε για να μη μυρίσει το σπίτι.

Ντύθηκα και βγήκα. Το σπίτι έχει ένα μακρύ σκοτεινό διάδρομο. Στο βάθος φέγγει η εξώπορτα και ξέρεις αν θα έχει συννεφιά ή λιακάδα.

Θέλεις από ένστικτο, ή από συνήθεια, όταν βγήκα κοίταξα το δοκάρι απέναντι σαν να ήμουν πιτσιρίκι.

Ο σοβάς γκρίζος και απαλός είχε τυλίξει τοίχους και κιμωλία. Το κτίριο ακατοίκητο, μα όχι για πολύ ακόμα. Ήθελε βάψιμο και κάγκελα.

Πήρα μια ανάσα. Περπάτησα μέχρι το καφέ που γυρνούσαμε οι φευγάτοι κάθε που ερχόταν Χριστούγεννα ή Πάσχα ή καλοκαίρι.

Θα συναντούσα έναν φίλο. Άλλα ενδιαφέροντα. Μοντέρνα μουσική, σκάκι, ποιήματα, επαγγελματικές ορολογίες. Οι παλιοί χαμένοι ή ξεχασμένοι από καιρό.

Αλλάξαμε νέα με κάποιους γνωστούς. Χαμογελάσαμε αναμεταξύ μας μετά από χρόνια. Μα στο μυαλό μου ήταν κολλημένο το δοκάρι και οι ιστορίες κάτω από τον σοβά. Πλήρωσα και έφυγα.

Πήγα προς το σπίτι. Έκοψα από το στενό για το παλιό ποδηλατάδικο. Την εποχή των bmx πηγαίναμε εκεί με το χαρτζιλίκι για φωσφορούχα σπρέυ. Θέλαμε να τα κάνουμε φανταχτερά και κατέληγαν καρναβάλια.

Το ποδηλατάδικο ήταν κλειστό και άδειο. Οι τζαμαρίες σκονισμένες. Στη μία είχε ένα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ με ένα θολό τηλέφωνο. Είδα απέναντι ένα μαγαζί με είδη ζωγραφικής.

Μπήκα μέσα. Το αφεντικό τακτοποιούσε σωληνάρια στο ράφι.

«Παρακαλώ», μου είπε. «Ορίστε», πιο επιτακτικά για να με ξυπνήσει.

«Ένα σπρέυ», του είπα. «Κίτρινο».

Πήγε στη ραφιέρα πίσω.

«Μεταλλικό, ματ, σατέν;»

«Δεν πειράζει», είπα. «Ας μη γυαλίζει καλύτερα».

«Ανοιχτό, βαθύ;»

«Ας είναι ζεστό».

Πήρε τον κύλινδρο και τον έφερε.

«Επισκευή;»

«Το ποδήλατο από ένα ανιψάκι» απάντησα. «Τι έγινε ο ποδηλατάς απέναντι».

«Έκλεισε. Έχει χρόνια».

«Κρίμα, δεν ήξερα».

«Βέβαια», είπε. «Ήρθαν τα μεγάλα μαγαζιά. Τι να κάνουν ένα-δυο ποδηλατάκια το μήνα. Δεν βαριέσαι».

Έβαλε το σπρέυ στη σακούλα και μου το έδωσε. Πλήρωσα και τον χαιρέτησα.

Ήταν κοντά τρεις. Ζέστη, ησυχία. Ο κόσμος κρυμμένος στα ερκοντίσιον. Ο δρόμος ανοιγμένος πέρα ως πέρα, είχε ξηλώσει το παλιόσπιτο, τις βατσινιές, το βρεγμένο σκοτεινό σοκάκι. Κάστρα, πόλεμοι, παιχνίδια, θησαυροί, μόνο μέσα στο μυαλό μου.

Έφτασα μπροστά στο σπίτι. Κοίταξα πάνω από τον ώμο, τα μπαλκόνια, τις γύρω οικοδομές, το γιαπί.

Χτύπησα το σπρέυ πάνω-κάτω για να ανακατευτεί. Σκαρφάλωσα στα ρολά σαν τον Μήτσο πριν από χρόνια. Πάτησα τη βαλβίδα και έγραψα στα κλεφτά με μεγάλα κίτρινα γράμματα: ΚΕΡΚΙΔΑ.

Κατέβηκα. Πέρασα απέναντι και χάθηκα στο πατρικό μου.

«Τι γίνεται, μεγάλε;» με ρώτησε ο πατέρας μου στο τραπέζι. «Τι λέει η πιάτσα;»

«Σαν να μην πέρασε μια μέρα», είπα. Μιλήσαμε λίγο για κείνο και γι’ αυτό και πήγαμε για ξάπλα.

~ . ~

Για κάποια χρόνια έβλεπα το δοκάρι με τα κίτρινα γράμματα.

Μα ο χρόνος δε χαρίζεται. Μια μέρα έγινε μια ωραία βαμμένη οικοδομή. Οι νοικοκυρές πότιζαν γλάστρες στα μπαλκόνια και οι άντρες μαστόρευαν κάποιο έπιπλο. Αντί για ρολά είδα δυο πάρκινγκ και αμπαρωμένους τους φεγγίτες του υπογείου.

Να πω ότι δεν μου πέρασε η ιδέα θα ήταν ψέμα. Μα ήμουν παντρεμένος, με δυο παιδιά.

Βγήκα για τη βόλτα στην πόλη. Στη στροφή στο ποδηλατάδικο έπεσα πάνω στον Μήτσο. Είχα χρόνια να τον δω.

«Αδερφέ μου», φώναξε από μακριά. «Μα, δεν άλλαξες καθόλου».

Αγκαλιαστήκαμε. Αλλάξαμε τα τυπικά. Μιλήσαμε για δουλειές, οικογένειες, παιδιά. Ψάξαμε αν κρατούσαμε επαφή με τους παλιούς. Χωρίς πολλά φτάσαμε στα παιδικά καμώματα.

«Ξέρεις», μου είπε, «είχα πάει να πληρώσω το νερό εκεί στη γειτονιά, στην υπηρεσία, και είδα κάποιος ξανάβαψε την κερκίδα. Το πιστεύεις;»

Δεν ήξερα αν ψάρευε ή το ανέφερε από σύμπτωση.

«Το είδα», του είπα. «Ξέρεις όταν φύγαμε, την πήραν τα πιτσιρίκια. Δεν ξεχάστηκε. Τα έβλεπα όταν πήγαινα στους δικούς μου».

Σωπάσαμε. Λίγα δευτερόλεπτα που δεν περνούσαν. Μας έβγαλε απ’ τη σιωπή, όπως όταν άφηνε την μπάλα για να ξεκινήσει το παιχνίδι.

«Τι χρόνια κι εκείνα, ε Δημήτρη;» Μου είπε.

«Τι χρόνια, Μήτσο…» Έπνιξα τα λόγια μου.

Είχε αρχίσει τις ρυτίδες. Τα μαλλιά του αραιωμένα. Έβλεπα πάνω του τις ίδιες αλλαγές που έβλεπα το πρωί στον καθρέφτη. Μα μπροστά μου έστεκε το ίδιο πιτσιρίκι. Στα μάτια του ζούσε ανέγγιχτος ο μικρός σκανταλιάρης που έδωσε σάρκα και οστά στον κύκλο που ονειρεύτηκα. Μια κιμωλία κάτω από τον σοβά που έγινε μνήμες για το μέλλον εκείνων των παιδιών.

«Τελικά κάτι ήταν η κερκίδα, ε;»

Θέλησα να τον αγκαλιάσω μα ξεροκατάπια τον κόμπο στον λαιμό.

«Μόνο ήταν;» αναρωτήθηκα. «Μόνο ήταν;»

Έχω καιρό που έφυγα. Ο πατέρας και η μάνα μου είναι πάντα εκεί. Κάθε που επιστρέφω, πηγαίνω και τους βλέπω. Παίζω λίγο στο πιάνο μου, ξεφυλλίζω κανένα βιβλίο από την ψηλή βιβλιοθήκη, κοιτάω τα εικονίσματα της μάνας μου δίπλα στο τζάκι. Όλα ένα σινεμά μέσα στο μυαλό μου σε δέκα λεπτά. Όποια αγωνία με πιάνει μακριά από εκείνη τη γειτονιά, όλος ο τρόμος και ο φόβος για όσα φέρνει το μέλλον, όλη η παραφροσύνη του κόσμου που γυρνάει και ανακατώνεται σαν χαλασμένο λούνα-παρκ, εξαφανίζονται σαν την αχλύ όταν βγαίνει ο ήλιος. Κι όταν τελειώνει η αναδρομή, η ψυχή μου γαληνεύει. Ξαναβγαίνω στον μακρύ διάδρομο με την εξώπορτα και από πριν ξέρω ότι η μέρα είναι φωτεινή.

Ανοίγω και πέφτει πάνω μου ο ήλιος. Κρύβω τα μάτια μου και κοιτάω το δοκάρι που πέρασα από κάτω του μια ζωή. Πάνω από την κιμωλία, τον σοβά, την κίτρινη μπογιά, το μόνο που μένει, είναι ένα μελλούμενο, απέραντο λευκό. –

ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΡΚΑΝΗΣ



*