Τράνζιτο

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟΣΚΑ

~.~

Καλοκαίρι με σαράντα υπό σκιάν. Έτρεμε ο αέρας πάνω στην καυτήν άσφαλτο.

Στο δρόμο προς την Κορώνη, σταματάμε σ’ ένα από τα κιόσκια οπωροκηπευτικών. Κοιτάμε με τη λαχτάρα της βορειοευρωπαϊκής έλλειψης τις ώριμες ντομάτες, τα φασολάκια, τα καρπούζια. Κάτι λέμε μεταξύ μας στα γερμανικά κι ευθύς ο οπωροπώλης μάς απαντά σε άπταιστα γερμανικά. Έκπληξη!

Φαντάστηκα προς στιγμήν τον κυρ-Μήτσο, που τον περιμέναμε ως παιδιά να βγει από την γωνία απέναντι, με το κάρο του που το έσερνε το γερασμένο άλογο φορτωμένο ζαρζαβατικά, να μας μιλά ξαφνικά στ’ αγγλικά ή στα γαλλικά…

Ευγενικότατος εκείνος, με ευρωπαϊκό παρουσιαστικό, φιλοτιμήθηκε να μας εξυπηρετήσει.

«Πώς κι έτσι πατριώτη; Από πού ήρθες;» – οι αυτονόητες ερωτήσεις.

Μεγάλωσε ως παιδί στο Μενχενγκλάντμπαχ αλλά δεν άντεξαν και γύρισαν. Του λέει η γυναίκα μου: «Και δεν πρέπει να το μετάνοιωσες».

«Auf keinen Fall, σε καμμιά περίπτωση», ήρθε αυτονόητη και η απάντηση.

Πίσω του, κάτω από την καλαμωτή, καθόταν ευδαίμων μέσα στο κλαρωτό της φόρεμα μια έμορφη, στρογγυλή κυρά.

Τρέμει ο ουρανός να πέσει
με τ’αστέρια του μαζί.

Εσύ, Μπάτη, τους δρόμους στα τάστα τους γνώριζες καλύτερα από τα γράμματα· είχες γι’ αυτά, παρέα τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Πληρώσαμε μπιρ ταμάμ, μετρητοίς βεβαίως, πήραμε ευτυχείς τις δυο γεμάτες πλαστικές σακούλες, ευχαριστήσαμε σε δυο γλώσσες και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

///

Οδηγώντας ανάποδα σε μονής κυκλοφορίας δρομίσκους, απέναντι στα ταξί που βρίζανε, φτάσαμε από το πίσω μέρος του Ρούφ, στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων του Κηφισού. Έφευγε η κόρη μου για τη Ναύπακτο. Ο σταθμός, ίδιος όπως τον θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, πριν σαράντα χρόνια και βάλε, όταν ταξιδεύαμε δέκα ώρες για το πατρικό χωριό της Ηπείρου.

Εκεί που περιμέναμε, έρχεται ο μελαμψός κύριος και αφήνει στο σακίδιο ένα πακετάκι γυαλιστερό στο μέγεθος κονδυλοφόρου. Πώς με διαλέγουν;  Ή μήπως φαίνομαι πλέον σαν τη μύγα μες στο γάλα;

«Πάρ’ το ρε φίλε, δώρο».

«Μα δεν το χρειάζομαι».

«Πάρε το, δεν θέλω κάτι. Και μόνο που καταδέχτηκες να με κοιτάξεις, εμένα τον μελελέ –βλέπεις, με συγκίνησες. Όλοι οι άλλοι πριν με αγνόησαν. Δεν θέλω χρήματα. Σε ευχαριστώ, ρε φίλε, και μόνο που με κοίταξες. Κοίταξε, ανατρίχιασα, κοίτα το σκούρο μου χέρι».

Διστάζω, το «πιάνει» αμέσως και βάζει κι ένα δεύτερο πάνω στο σακίδιο.

«Δώσε, ρε φίλε, ό,τι θέλεις, να θρέψω τα παιδάκια μου».

Η ζέστη του καύσωνα αφόρητη, να επαυξάνεται από τα κλιματιστικά των γύρω χώρων, ο θόρυβος από τις αναμμένες μηχανές των λεωφορείων επίσης. Γιατί αφήνω να με πουλούν; Ή να με αγοράζουν, εν γνώσει μου;

Υποχωρείς, του δίνεις δυο ευρώ.

«Εικοσιεννέα ευρώ το καθένα κάνει, δώσε κάτι παραπάνω».

Του δίνω άλλα δυο ευρώ.

«Άμα δώσεις άλλο ένα και είκοσι, έβγαλα τα έξοδά μου, να ταΐσω τα παιδάκια μου, σε παρακαλώ!»

Τέτοιο μάθημα πρακτικού μάρκετινγκ έπρεπε να διδάσκεται στις ανώτατες εμπορικές σχολές της Εσπερίας. Με την προϋπόθεση ότι απευθύνεται σε φιλανθρώπους. Ως γνωστόν, η φιλανθρωπία δρα όσο και μια ασπιρίνη.

Δεν ξέρω πια αν τα παιδιά μου –εμέ του μπαλαμού– έχουν μεγαλύτερη ανάγκη των δυο συν δυο ευρώ ή τα –δήθεν μάλλον– παιδιά του Ρομ. Πάντως η μικρή μου κόρη χάρηκε για τ’ «αρωματάκια» made in P.R.C. – κινέζικα, παρά το εμπάργκο.

Εκείνοι, οι συμπαθείς πλάνητες, γνωρίζουν τους δρόμους του μεταξιού.

///

Επαγγελματικό ταξίδι στην Αμερική με τη γερμανική εταιρεία. Περνάμε από τον έλεγχο της πτήσης, στο αεροδρόμιο της Στουτγκάρδης. Το ελληνικό –βυσινί της ΕΕ– τότε διαβατήριο δεν τους αρκεί. Ζητούν επιπλέον ταυτότητα. Τελικά, οι υπεύθυνοι ασφαλείας της αεροπορικής εταιρείας, αφού ξετίναξαν στο ψάξιμο τη βαλίτσα, είναι έτοιμοι να δώσουν το πράσινο φως.

Τότε η ελέγχουσα δείχνει το διαβατήριο στον συνάδελφό της, ρωτώντας τον: «Είναι έγκυρη αυτή η γραφή, αυτά τα γράμματα;»

Εκείνος, εμπειρότερος Γερμανός, της γνέφει «εντάξει».

Κοιτάζω στην κονκάρδα της, το όνομά της: Emine Yüksel.

Η τουρκική παραμένει η τρίτη γλώσσα ανακοινώσεων στο αεροδρόμιο της Στουτγκάρδης, μετά τη γερμανική και την αγγλική. Οι Έλληνες θεωρούμαστε, φαίνεται, ενσωματωμένοι μεν, ελεγχόμενοι δε.

///

Ίδια εποχή, πριν δέκα περίπου χρόνια. Πας να βγείς στο Ελευθέριος Βενιζέλος και η απόβαση αργεί. Κάποιος αστυνομικός με πολιτικά ελέγχει τα διαβατήρια στην έξοδο του αεροπλάνου.

«Βρε παιδιά, έλεγχος εκεί στην Ενωμένη Ευρώπη, έλεγχος κι εδώ στην πατρίδα μας;»

Πληροφορήθηκα μετά αυτοπροσώπως ότι το μέτρο ήταν ευγενικόν «αντίποινον» στους Ευρωπαίους για την εξακρίβωση στοιχείων των Ελλήνων-Ευρωπαίων ταξιδευόντων (ή μάλλον των Ευρωπαίων-Ελλήνων) στα αεροδρόμια της Γερμανίας.

Εν τούτοις, εκεί έξω ο έλεγχος για τους Έλληνες καλά κρατεί και αυξάνεται στις μέρες μας –κι ας περνάς πλέον εσύ ασκαρδαμυκτί με τη γερμανική ταυτότητα· ήθελες να κάνεις τη ζωή σου ευκολότερη σε δυο βάρκες πατώντας– να δούμε…

Τις αφίξεις από την Τουρκία τις ελέγχουν άραγε; Πάντως τις καταλαβαίνεις έξω από το αεροδρόμιο – τόσες πολλές γκρι-καφετιές μαντήλες  μέσα στις μαύρες Μερτσέντες! Για κάθε έναν που έρχεται εκείθεν, δέκα νοματαίοι περιμένουν. Άφεριμ!

///

Τώρα πια εδώ, κανείς δεν σε περιμένει. Κι ας περιμένουν σπίτι τους. Προσγειώνεσαι, έχεις από τη μια μεριά τον Υμηττό –που χώριζε από την αρχαιότητα τη χώρα του Πνεύματος από αυτήν του οινοπνεύματος, τα Μεσόγεια– κι από την άλλη τη θεά του κυνηγιού και του φεγγαριού στη Βραυρώνα.

Δυστήχησες να δεις το ξερίζωμα του ελαιώνα και των αμπελώνων στη χώρα του οινοπνεύματος. Ερχόσουν μικρός με το τζίπ του θείου Δημήτρη, μιάμιση ώρα δρόμο ως το Κορωπί. Σαν σ’ όνειρο θυμάσαι τον γίγαντα Κορωπιώτη φίλο του, να πιάνει τον καστανόλευκο ταύρο από τα κέρατα. Εικόνα θαρρείς, μινωϊκή. Ύστερα να κατεβαίνει στο ημιυπόγειο όπου έβραζε το κρασί στα δρύινα βαρέλια, για να φέρει μούστο· και ν’ ανεβαίνει ζαλισμένος από τις αναθυμιάσεις.

Το γαλάζιο αντικλείδι αγαπημένε Νίκο– άχρηστο κρέμεται. Δεν έχει πόρτα πια ν’ ανοίξει. Τρέχεις από μια Αττική Οδό που μόνον αττική δεν είναι. Ξένος εδώ, ξένος κι εκεί. Με τρόμο μη σβήσει το καντήλι που μέσα σου κουβανείς. Γιατί αυτή η φλογίτσα δεν περιμένει τιμές αρχηγού κράτους. Κι ας είναι αιώνων θησαυρός.

///

«Δεν νταγιαντώ άλλο δω πα. Χωρίς συντροφιά. Δεν έχουν συναίσθημα οι γυναίκες επαέ. Καλύτερα να γυρίσω στην Κρήτη, στον καθαρόν αγέρα να βόσκω τις αίγες μου».

Γκαρσόνι σε ελληνικά εστιατόρια της Λειψίας, την πόλη του Μπάχ, ήταν ο Γιωργής. Πάνε είκοσι χρόνια κοντά. Ελπίζω –γι’αυτόν– να γύρισε στον Ψηλορείτη του.

Εξάλλου μαζί με τη «Δεξιά του Κυρίου του», θα έχει ίσως τώρα επωφεληθεί και κάποιων επιδοτήσεων. Αν και η αγνότητα στρέφει ενίοτε προς άλλους δρόμους.

///

Στρογγυλοί υπερθετικοί ή απλά θετικοί;

Στους μεγάλους ανοικτούς δρόμους νοιώθω πιο ξένος. Στα βουλεβάρτα των Παρισίων, τη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, της Μεγάλης Στρατιάς, δρόμοι που ανοίχθηκαν σε πλάτος για να περνάνε τα πρωσικά, τα μοναρχικά και βοναπάρτια κανόνια, εκεί αγχώνομαι. Τόσες εξεγέρσεις, όπως η Κομμούνα του 1871, έπρεπε να κατασταλούν.

Προτιμώ τις μικρές οδούς, μ’ άρωμα γειτονιάς λαϊκό, λες και με κυνηγούν και πρέπει –ως ονειρικός επαναστάτης– να κρυφτώ. Αυτές μου δείχνουν τα όριά μου.

Στη χαριτωμένη rue de Buci στο 6ο Διαμέρισμα του Παρισιού να σταθώ για έναν καφέ, στη Specksgränd με τις κόκκινες τριανταφυλιές στο Βίσμπυ της νήσου Γκότλαντ να ευφρανθώ με χρώματα και μυρωδιές ή στον στενότερο δρόμο του κόσμου, τη Spreuerhofstrasse στο Ρόυτλινγκεν της Γερμανίας, να ψαύσω τα βρύα του παλιού κατοικημένου τείχους.

Οι πανσέληνοι πάλι –ειδικά αν βουτούν στη θάλασσα– είναι για των ποιητών το θάμβος. Στο ημισέληνον φώς, με το νέο φεγγάρι, θα βγουν οι αλιείς για παραγάδι. Για να τραφούν και να μας θρέψουν. Όσον ακόμα.

Είναι μάταιο να ξεπλένεις τη θλίψη σου
πάλι
και ξανά στ’ αλμυρό νερό.
Εδώ στον βορρά έχει ευτυχώς η θάλασσα
λιγότερο αλάτι.

///

Μεσήλικας γύρω στα πενήντα και κάτι. Τον είδες πρωί να κάθεται χάμω, κάτω από τη γέφυρα. Δίπλα του άλλοι δυο, μια γυναίκα, ένας άνδρας, στην όψη Γερμανοί. Άστεγοι όλοι, ζητιανεύοντες.

Πήγες στη βιβλιοθήκη της Στουτγκάρδης, κτίριο υπερμοντέρνο ανάλογης αισθητικής. Τα ελληνικά βιβλία, μια απογοήτευση· παραλογοτεχνία (αν ως όρος είναι αυτός που υπονοείται;) τύπου «Νόρα», «Βίπερ». Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Τύμπιγκεν πάλι, τα ελάχιστα τελευταία ελληνικά βιβλία ήταν προσφορά του Υπουργείου Πολιτισμού· από το 1989, την εποχή της Μελίνας Μερκούρη.

Μόνη, χωρίς κεραμίδι, άστεγη παλεύεις κι εσύ μέσα στους αιώνες. Τράνζιτο. Ατελώς.

Μ’ αίμα πληρώνοντας. Γλώσσα-πατρίδα μου.

Φεύγεις σκοτεινιασμένος. Κάτω από τη γέφυρα-είσοδο του μετρό τον ξαναβλέπεις. Ακούς, μιλάει ελληνικά με κάποιον. Κι άλλη μια γροθιά στο στομάχι. Δεν σταμάτησες. Γιατί;

Πρέπει να ξαναγυρίσω. Άστεγος κι Έλληνας, εδώ; Θα σκεφτώ μετά τι θα κάνω, τι θα βρω να διαβάσω…

*

*

*