*
Μετάφραση: Μαρία Δαλαμήτρου
~.~
Η θεμελιώδης εμπειρία του συγγραφέα είναι να νιώθει αβοήθητος. Σκοπός εδώ δεν είναι να διακρίνουμε τη γραφή από τη ζωή. Σκοπός είναι να διορθώσουμε τη φαντασίωση πως η δημιουργική εργασία είναι μία διαρκής καταγραφή του θριάμβου της βούλησης, πως ο συγγραφέας είναι κάποιος που έχει την καλοτυχία να μπορεί να κάνει αυτό που επιθυμεί να κάνει: να αποτυπώνει τακτικά και με αυτοπεποίθηση την ύπαρξη του σε μία κόλλα χαρτί. Η γραφή, όμως, δεν είναι μετάγγιση προσωπικότητας. Και οι περισσότεροι συγγραφείς ξοδεύουν αρκετό από τον χρόνο τους σε βασανιστήρια διαφόρων ειδών: θέλουν να γράψουν, δεν μπορούν να γράψουν, θέλουν να γράψουν διαφορετικά, δεν μπορούν να γράψουν διαφορετικά. Στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, περνάνε χρόνια στην αναμονή μιας ιδέας. Η μόνη πραγματική άσκηση της θέλησής τους είναι αρνητική: απέναντι σε αυτά που γράφουμε, έχουμε τη δύναμη να προβάλλουμε βέτο.
Είναι μία ζωή που διακρίνεται, νομίζω, από πόθο, που δεν ανακουφίζεται από τον αντίκτυπο των επιτευγμάτων. Στο πεδίο της δουλειάς, είναι σπουδή, είναι παροχή υπηρεσίας. Ή, για να χρησιμοποιήσω τη μεταφορά της γέννας που είναι πάντα επίκαιρη: ο συγγραφέας είναι αυτός που παρευρίσκεται, που υποβοηθά – είναι ο γιατρός, είναι η μαία, όχι η μητέρα.
Χρησιμοποιώ τη λέξη «συγγραφέας» σκόπιμα. Η λέξη «ποιητής» πρέπει να χρησιμοποιείται με επιφύλαξη. Σηματοδοτεί μία φιλοδοξία, όχι μία απασχόληση. Με άλλα λόγια, δεν είναι ουσιαστικό για διαβατήρια.
Είναι πολύ περίεργο να επιθυμείς διακαώς αυτό που δεν μπορεί να επιτευχθεί στη ζωή. Ο άλτης γνωρίζει, αμέσως μετά την εκτέλεση του άλματος, πόσο ψηλά έχει φτάσει. Το κατόρθωμά του μπορεί να υπολογιστεί άμεσα και με ακρίβεια. Αλλά για όσους από εμάς επιθυμούμε διάλογο με τους σπουδαίους αποθανόντες, δεν είναι θέμα αναμονής. Η κρίση την οποία καρτερούμε θα έρθει από τους αγέννητους. Όσο ζούμε, δεν μπορούμε να τη γνωρίσουμε.
Το βάθος της αγνοίας μας αναφορικά με την αξία αυτού που κάνουμε προκαλεί απόγνωση. Πυροδοτεί, επίσης, την ελπίδα. Ταυτόχρονα, η γνώμη των συγχρόνων βιάζεται να παρουσιαστεί ως μία ευφυής εναλλακτική στην άγνοια. Δουλειά μας είναι να μονωθούμε από την κριτική που είναι τελεσίδικη, από ετυμηγορίες και ντιρεκτίβες, αλλά την ίδια στιγμή να διατηρήσουμε σε εγρήγορση τη δεκτικότητά μας στη χρήσιμη κριτική.
Εάν δεν αρμόζει να μιλήσω ως ποιήτρια, είναι εξίσου δύσκολο να μιλήσω για το θέμα της εκπαίδευσης. Θα είχε σημασία, νομίζω, να μιλήσω για οτιδήποτε έχει αφήσει ανεξίτηλες εντυπώσεις. Αλλά ανακαλύπτω αυτές τις εντυπώσεις αργά, συχνά αρκετά αργότερα από το γεγονός. Και θα ήθελα να πιστεύω πως ακόμη διαμορφώνονται, πως και οι παλαιότερες ακόμη αναθεωρούνται.
Έχουμε πάντα ως αξίωμα πως το σημάδι της ποιητικής ευφυίας ή κλίσης είναι το πάθος για γλώσσα, το οποίο ερμηνεύεται ως ανεξέλεγκτη ανταπόκριση στη μικρότερη μονάδα της γλώσσας, τη λέξη. Ο ποιητής είναι αυτός που δεν χορταίνει λέξεις όπως το «βαθυκόκκινο». Αυτή δεν ήταν η δική μου εμπειρία. Από τη στιγμή, στα τέσσερα, ή πέντε ή έξι, που άρχισα να διαβάζω ποιήματα, που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τους ποιητές που διάβαζα ως συντρόφους μου και προκατόχους μου – από την αρχή, προτιμούσα το απλό λεξιλόγιο. Αυτό που με γοήτευε ήταν οι εκδοχές των συμφραζομένων. Αυτό στο οποίο ανταποκρινόμουν στο χαρτί ήταν ο τρόπος που ένα ποίημα μπορούσε να απελευθερώσει, μέσω του περιβάλλοντος μίας λέξης, και μέσω λεπτών χειρισμών του χρόνου, του ρυθμού, το πλήρες και εκπληκτικό εύρος σημασιών αυτής της λέξης. Μου φαινόταν πως η απλή γλώσσα εξυπηρετούσε ιδανικά αυτό το εγχείρημα. Αυτή η γλώσσα, επειδή είναι γενική, είναι πιθανόν να περιέχει τις σπουδαιότερες και πλέον δραματικές εκδοχές νοημάτων εντός μεμονωμένων λέξεων. Μου άρεσε η κλίμακα, αλλά μου άρεσε να είναι αόρατη. Αγάπησα εκείνα τα ποιήματα που φαίνονταν τόσο μικρά στη σελίδα μα διογκώνονταν στο μυαλό. Όχι τα μακροσκελή, που έφθιναν σε σημασία. Καθόλου περίεργο που το είδος της πρότασης στην οποία έτεινα, και η οποία αντανακλούσε αυτές τις ποιότητες και τη φυσική κατάσταση του νου, ήταν το παράδοξο, το οποίο έχει το επιπλέον πλεονέκτημα ότι διασώζει ωραιότατα τη δογματική φύση από μία ρητορική που ηθικολογεί υπερβολικά.
Με αυτό το δεδομένο, γεννήθηκα στη χειρότερη δυνατή οικογένεια. Γεννήθηκα σε ένα περιβάλλον στο οποίο καθένας είχε το δικαίωμα να συμπληρώσει την πρόταση ενός άλλου μέλους της οικογένειας. Όπως οι περισσότεροι της οικογενείας μου, είχα μία έντονη επιθυμία να μιλήσω, αλλά αυτή η επιθυμία συχνά έμενε ανικανοποίητη. Οι προτάσεις μου διακόπτονταν στη μέση, άλλαζαν ριζικά, μεταμορφώνονταν, δεν παραφράζονταν. Η γλυκύτητα του παράδοξου είναι πως η έκβασή του δεν μπορεί να προβλεφθεί, και αυτό εξασφαλίζει την προσοχή του ακροατηρίου. Αλλά στην οικογένειά μου, κάθε συζήτηση εξελισσόταν πάνω σε μία μοναδική συνεργατική φωνή.
Από νωρίς είχα την ισχυρή εντύπωση πως δεν υπήρχε νόημα στον λόγο, εάν ο λόγος δεν εξέφραζε με ακρίβεια την αντίληψη. Για τη μητέρα μου, ο λόγος ήταν η κοινωνικά αποδεκτή μορφή του μουρμουρητού: η μόνη του λειτουργία ήταν να γεμίσει ένα δωμάτιο με διαρκείς και καθησυχαστικούς ανθρώπινους ήχους. Και για τον πατέρα μου, ο λόγος ήταν παράσταση και απέχθεια. Η δική μου ανταπόκριση ήταν η σιωπή. Κακόκεφη σιωπή, καθώς ποτέ δε σταμάτησα να επιζητώ τη δέουσα προσοχή. Ήμουν αποφασισμένη να κάνω τη διαφορά, και αυτό, στο μυαλό μου, σήμαινε να κάνω προτάσεις.
Κατά τα άλλα, η οικογένειά μου ήταν ξεχωριστή. Αμφότεροι οι γονείς μου θαύμαζαν τα πνευματικά επιτεύγματα. Η μητέρα μου, εν προκειμένω, σεβόταν το χάρισμα της δημιουργικότητας. Σε μία εποχή που οι γυναίκες δεν ήταν ευρέως μορφωμένες, η μητέρα μου πάλεψε για να πάει κολλέγιο. Πήγε στο Γουέλλσλεϋ. Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος και μόνος γιος ανάμεσα σε πέντε κόρες – το πρώτο παιδί που γεννήθηκε σε αυτήν την χώρα, καθώς οι γονείς του είχαν έρθει από την Ουγγαρία. Ο παππούς μου τα πήγαινε καλύτερα ως ονειροπόλος παρά ως διαχειριστής της γης μας. Όταν οι σοδειές έπεσαν έξω και τα ζωντανά πέθαναν, έφτασε στην Αμερική και άνοιξε μανάβικο. Όπως διηγείται η οικογένεια, ήταν δίκαιος άνθρωπος, αν και λιγότερο ισχυρός από τη σύζυγό του και τις κόρες του. Πριν πεθάνει, το μικρό του μαγαζί ήταν το τελευταίο κομμάτι ακίνητης περιουσίας σε ένα τετράγωνο που αγοράστηκε από έναν από τους Ροκφέλλερ. Αυτό γενικά θεωρήθηκε εξαιρετικά καλή τύχη, αφού ο παππούς μου πια θα μπορούσε να ζητήσει όποια τιμή ήθελε – μία συμπεριφορά την οποία ο παππούς μου περιφρονούσε. Θα ζητούσε, είπε, την τιμή που έπρεπε, όπως για οποιονδήποτε άλλον, έτσι και για τον Ροκφέλλερ.
Δεν γνώρισα τους γονείς του πατέρα μου. Γνώρισα τις αδερφές του. Σκληρές γυναίκες, βασικά δογματικές, που πέρασαν από κολλέγιο και είχαν έντονη και δραματική ερωτική ζωή στο βιογραφικό τους. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να τις συναγωνιστεί, γεγονός που σήμαινε, στην οικογένειά του, πως αρνήθηκε να πάει σχολείο. Σε μία οικογένεια που χαρακτηριζόταν από δυνατή πολιτική συνείδηση αλλά ανεπαρκή φαντασία, ο πατέρας μου ήθελε να γίνει συγγραφέας. Όμως του έλειπαν βασικά πράγματα: του έλειπε το πείσμα που σε βοηθάει να αντέξεις κάθε μορφή αποτυχίας, η ταπείνωση του να αντέχεις να σε προσπερνούν, η ταπείνωση του να σε βρίσκουν μόνο μετρίως ενδιαφέροντα, ο αναπάντητος φόβος του να παράγεις έργο το οποίο, στο τέλος, δεν είναι παρά πραγματικά μετρίως ενδιαφέρον, η ανακολουθία που έχουν ζήσει ακόμη και μεγάλοι ποιητές (εκτός, φυσικά, αν φτάσουν σε μεγάλη ηλικία) ανάμεσα σε αυτά που ονειρεύεσαι και αυτά που πετυχαίνεις. Εάν ο πατέρας μου είχε βιώσει πιο έντονα την ανάγκη να γίνει συγγραφέας, ίσως θα είχε βρει τρόπο να ξεπεράσει τη συναισθηματική του ανασφάλεια. Αλλά καθώς του έλειπε αυτή η ανάγκη, του έλειπε και το κίνητρο να δώσει αυτή τη μάχη. Αντ’ αυτού, ασχολήθηκε με επιχειρήσεις με τον γαμπρό του, σημειώνοντας επιτυχία και διάγοντας, κατά κοινή ομολογία, μία πλήρη και ευτυχισμένη ζωή.
Μεγαλώνοντας, τον λυπόμουν για αυτή του την απόφαση. Σήμερα θεωρώ πως, σε σχέση με τον πατέρα μου, είμαι τυφλή, γιατί σε αυτόν βλέπω τις δικές μου αδυναμίες. Αλλά αυτό που χρειαζόταν ο πατέρας μου για να επιβιώσει δεν ήταν το γράψιμο, ήταν η εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του. Το γεγονός ότι δεν θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του μπορεί να δείχνει ορθή κρίση εκ μέρους του, και όχι αποκλειστικά έλλειψη θάρρους.
H μητέρα μου ήταν αρχηγός και επί παντός επιστητού σε ζητήματα ηθικής, αυτήν ήταν που χάρασσε πολιτική. Θεωρούσε τον πατέρα μου εμπνευσμένο στοχαστή. Αυτή ήταν αγύριστο κεφάλι. Αυτός είχε τα χαρακτηριστικά της διάνοιας που της έλειπαν, αυτά που η ίδια ταύτιζε με ικανότητα φαντασίας. Αυτός είχε ελαφρότητα και πνεύμα. Η μητέρα μου ήταν ο κριτής. Ήταν αυτή που διάβαζε τα ποιήματα και τις ιστορίες μου και αργότερα τις εκθέσεις που έγραφα για το σχολείο. H επιδοκιμασία της με έτρεφε. Και δεν ήταν εύκολο να την έχεις, την επιδοκιμασία της, αφού αυτό που εγώ και η αδερφή μου πετυχαίναμε ήταν συχνά, κατά τη γνώμη της μητέρας μας, πιο λίγο από όσα είχαμε την ικανότητα να πετύχουμε. Συνήθιζα, και ήταν λάθος μου, να ρωτάω για τη γνώμη της, κι ενώ εγώ το έκανα για να εκμαιεύσω έπαινο, η μητέρα μου ανταποκρινόταν κατά γράμμα και όχι επί της ουσίας: πάντα, και με λεπτομέρειες, μου έλεγε ακριβώς τη γνώμη της.
Παρά τις κριτικές αυτές, η αδερφή μου και εγώ υποστηριχθήκαμε σε κάθε μας κλίση. Αν σιγοτραγουδούσαμε κάποιον μουσικό σκοπό, μας πρόσφεραν μαθήματα μουσικής. Eάν χοροπηδούσαμε, μας έστελναν σε μαθήματα χορού. Και ούτω καθεξής. Η μητέρα μας μας διάβαζε και μας έμαθε να διαβάζουμε αρκετά νωρίς. Προτού κλείσω τα τρία, ήξερα πολύ καλά την ελληνική μυθολογία, και οι μορφές αυτών των ιστοριών, όπως και συγκεκριμένες εικόνες από την εικονογράφηση, αποτέλεσαν θεμελιώδεις αναφορές μου. Ο πατέρας μου αφηγούνταν ιστορίες. Αυτές ήταν άλλοτε πλήρως επινοημένες, όπως οι περιπέτειες ενός ζεύγους ζουζουνιών, και άλλοτε ήταν αναθεωρήσεις της Ιστορίας – η αγαπημένη του ήταν ο μύθος της Ιωάννας της Λωρραίνης, στην οποία παρέλειπε την καύση στο τέλος.
Η αδερφή μου και εγώ ανατραφήκαμε αν όχι για να σώσουμε τη Γαλλία, τότε για να αναγνωρίζουμε, να τιμούμε και να επιδιώκουμε ένδοξα επιτεύγματα. Ποτέ δε μας άφησαν να πιστέψουμε πως τέτοια επιτεύγματα είναι αδύνατα, είτε λόγω φύλου είτε λόγω ιστορικής περιόδου. Είμαι μπερδεμένη, όχι συναισθηματικά μα λογικά, από την αποφασιστικότητα των γυναικών σήμερα να γράψουν ως γυναίκες. Μπερδεμένη, γιατί αυτό φαίνεται να είναι μία φιλοδοξία που περιορίζεται από τις υπάρχουσες αντιλήψεις του τι είναι αυτό ακριβώς που διαφοροποιεί τα φύλα. Εάν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα φύλα, μου φαίνεται λογικό να υποθέσω πως η λογοτεχνία τις αποκαλύπτει, και πως το κάνει αυτό με ακόμη πιο ενδιαφέροντα τρόπο, ακόμη πιο διακριτικό, όταν απουσιάζει η πρόθεση. Παρομοίως, όλη η τέχνη είναι ιστορική: σε αυτά που αντιμετωπίζει ή σε αυτά που παραλείπει, μιλάει για την ιστορική περίοδο στην οποία ανήκει. Το όνειρο της τέχνης δεν είναι να υποστηρίξει αυτό που είναι ήδη γνωστό αλλά να φωτίσει αυτό που έχει μείνει κρυμμένο, και ο δρόμος για το δεύτερο δεν περνάει μέσα από τη βούληση.
Διάβασα σε μικρή ηλικία και εξίσου νωρίς ήθελα να πω κάτι, με τη σειρά μου. Όταν, παιδί, διάβασα τα τραγούδια του Σαίξπηρ, ή, αργότερα, του Μπλαίηκ, του Γέητς, του Κητς και του Έλιοτ, δεν ένιωσα ξένη ή στο περιθώριο. Τουναντίον, ένιωσα πως αυτή ήταν η παράδοση της γλώσσας μου: η δική μου παράδοση, αφού τα Αγγλικά ήταν η γλώσσα μου. Η κληρονομιά μου. Ο πλούτος μου. Ακόμη και πριν τα βιώσει, ένα παιδί μπορεί να συναισθανθεί τα μεγάλα ανθρώπινα ζητήματα: ο χρόνος που γεννά την απώλεια, η επιθυμία, η ομορφιά του κόσμου.
Στο ενδιάμεσο, το γράψιμο ικανοποιούσε όλων των ειδών τις ανάγκες. Ήθελα να φτιάξω κάτι. Ήθελα να τελειώσω τις δικές μου προτάσεις. Και ήμουν αρκετά εθισμένη στην έγκριση της μητέρας μου ώστε να θέλω να διαπρέψω σε κάτι που αυτή θεωρούσε υψηλό. Όταν έγραφα, οι επιθυμίες μας συνέπιπταν. Και αυτό ήταν θεμελιώδες: όσο κι αν λαχταρούσα τον έπαινο, ήμουν ταυτόχρονα πολύ περήφανη για να τον ζητήσω, για να φαίνομαι πως τον χρειάζομαι.
Επειδή θυμάμαι κατά λέξη τα περισσότερα από όσα έχω γράψει στη ζωή μου, θυμάμαι ορισμένα από τα πρώτα μου ποιήματα. Όπου υπάρχουν γραπτά αρχεία, αυτά επιβεβαιώνουν τις μνήμες μου. Ακολουθεί ένα από τα πρωιμότερα, γραμμένο όταν ήμουν πέντε ετών περίπου:
If kitty cats liked roastbeef bones
And doggies sipped up milk;
If elephants walked around the town
All dressed in purest silk;
If robins went out coasting,
They slid down, crying whee,
If all this happened to be true
Then where would people be?[1]
Πολύ απλά, αγαπούσα την πρόταση ως μονάδα: η αρχή της εμμονής με την σύνταξη. Εκείνοι που αγαπούν λιγότερο τη σύνταξη, βρίσκουν σε αυτή έναν αποχαυνωτικό ακαδημαϊκό αέρα. Στην τελική, είναι η γλώσσα των κανόνων και της τάξης. Το αντίθετό της είναι η μουσική, αυτή η ποιότητα της γλώσσας που γίνεται αισθητή στην απουσία κανόνων. Μία πιθανή εξήγηση πίσω από αυτές τις προτιμήσεις είναι η φαντασίωση του ποιητή ως αποστάτη, ως τον άναρχο ξένο. Μου φαίνεται πως η ιδέα της αναρχίας είναι ένα ρομάντζο, και το ρομάντζο είναι αυτό από το οποίο παλεύω να απελευθερωθώ.
Πειραματίστηκα με άλλα μέσα. Για ένα διάστημα, σκέφτηκα τη ζωγραφική, για την οποία έχω μία κλίση. Μικρή κλίση αλλά, όπως συμβαίνει με όλα τα ταλέντα μου, ανελέητα ανεπτυγμένη. Κάποια στιγμή, σε προχωρημένη εφηβεία, συνειδητοποίησα πως έφτανα στο τέλος όσων μπορούσα να φανταστώ στον καμβά. Πιστεύω πως αν το ταλέντο μου ήταν μεγαλύτερο ή πιο πιεστικό, και πάλι θα έβρισκα τις οπτικές τέχνες ως μία γλώσσα λιγότερο φιλική. Το γράψιμο πάει στα συντηρητικά ταμπεραμέντα. Ό,τι συντάσσεται, μπορεί να διατηρηθεί. Αντίθετα ο ζωγράφος που αναγνωρίζει πως για χάρη του όλου πρέπει να θυσιάσει ένα μέρος, χάνει αυτό το μέρος για πάντα. Αυτό παύει να υπάρχει, και μόνο η μνήμη, ή οι φωτογραφίες, το αναπαράγουν. Δεν θα μπορούσα να αντέξω τις ατελείωτες θυσίες που αυτή η διαδικασία περιέχει. Ή πάλι μπορεί να στερούμαι επαρκούς εμπιστοσύνης στην άμεση κρίση μου.
Αλλά και σε άλλα πράγματα οι προτιμήσεις μου δεν άλλαξαν πολύ. Ως αναγνώστρια, βιώνω δύο πρωταρχικούς τρόπους ποιητικού λόγου. Στον αναγνώστη, ο ένας μοιάζει με αυτοπεποίθηση, ο άλλος με διακεκομμένο διαλογισμό. Εξ αρχής η προτίμησή μου ήταν η ποίηση που απαιτεί ή λαχταρά έναν ακροατή. Αυτή η ποίηση είναι το μικρό μαύρο αγόρι του Μπλαίηκ, το ζωντανό χέρι του Κητς, ο Προύφροκ του Έλιοτ, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις εκπλήξεις του Στήβενς. Δεν έχω πρόθεση εδώ να βάλω κάποια ιεραρχία, απλά λέω πως διαβάζω για να νιώσω πως μου απευθύνονται. Το αντίστοιχο, υποθέτω, του να μιλάς ώστε να εισακούγεσαι. Υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά η γενική προτίμηση παραμένει ακέραιη.
Η προτίμηση για οικειότητα, βέβαια, φτιάχνει ένα ελίτ αναγνωστικό κοινό. Ένα πρακτικό όφελος σε αυτή την εγγενή προτίμηση είναι πως νοιάζεσαι λιγότερο για το μέγεθος του ακροατηρίου. Ίσως το θέμα εδώ είναι πως το κοινό του συγγραφέα είναι χρονολογικό. Ο ηθοποιός και ο χορευτής δρουν στο παρόν. Αν η δουλειά τους υπάρχει στο μέλλον, υπάρχει ως μνήμη και ως μύθος. Αντίθετα ο καμβάς, ο μπρούτζος, και πολύ περισσότερο, επειδή υπάρχουν με πολλαπλούς τρόπους, το ποίημα, η σονάτα, υπάρχουν όχι ως μνήμη αλλά ως γεγονός. Οι καλλιτέχνες που δουλεύουν με αυτές τις φόρμες, ακόμη και αν περιφρονήθηκαν ή αγνοήθηκαν στην εποχή τους, μπορούν πάντα να βρουν ακροατήριο.
Μεταξύ άλλων σημαντικών διαιρέσεων στις λογοτεχνικές προτιμήσεις, πολλά λέγονται σήμερα για το κλείσιμο του έργου, για το έργο με ανοιχτό/αβέβαιο τέλος, και υπάρχει η εντύπωση πως αυτή η φόρμα είναι κυρίως θηλυκή. Πιο ενδιαφέρουσα για μένα είναι μία μεγαλύτερη διαφορά, παράδειγμα της οποίας είναι το εξής: η διαφορά ανάμεσα στη συμμετρία και την ασυμμετρία, την αρμονία και την παρήχηση.
Θυμάμαι μία λογομαχία που είχα με τη μητέρα κάποιου παιδιού, όταν ήμουν οκτώ ή εννιά. Ήταν η μέρα της να μας πάει με το αμάξι, και η εργασία που είχαμε από την προηγούμενη για το σχολείο ήταν και μία έκθεση. Είχα γράψει ποίημα εγώ, και μου ζητήθηκε να το απαγγείλω, πράγμα που έκανα. Η ξεχωριστή επιτυχία μου σε αυτό το ποίημα ήταν μία αντιστροφή στο μέτρο στον τελευταίο στίχο (δεν το είχα πει έτσι τότε), μία παράλειψη της τελικής ρίμας. Εμένα μού ακουγόταν αναζωογονητικό, μία έκρηξη φόρμας. Η φόρμα, ασφαλώς, ήταν της κακιάς ώρας. Η οδηγός με συνεχάρη. Πολύ καλό ποίημα, μου είπε, μέχρι και την τελευταία σειρά, την οποία μετά διόρθωσε μόνη της φωναχτά κατά τον τρόπο ακριβώς που εγώ ήθελα να πειράξω. Βλέπεις, μου είπε, σου έλειπε η τελική ομοιοκαταληξία. Εξοργίστηκα, κυρίως γιατί αν πρόβαλλα ένσταση, αυτό θα φαινόταν ως άμυνα σε μία προφανή αποτυχία.
Μου φαίνεται περίεργη κάποιες φορές η εικόνα ενός παιδιού τόσο αποφασισμένου στην κλίση του. Τόσο φιλόδοξου. Η φύση αυτής της φιλοδοξίας, της λογοτεχνικής φιλοδοξίας, είναι θέμα που ξεπερνάει την παρούσα περίσταση. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που ορέγονται τον έπαινο και ντρέπονται για αυτό, για αυτή τους την όρεξη, πηγαινοερχόμουν κι εγώ μεταξύ της περιφρόνησης που ένιωθα για τον κόσμο που με επέκρινε και ενός καταστροφικού μίσους προς τον εαυτό μου. Κατά την άποψή μου, εάν είχα κάνει το παραμικρό λάθος κάπου, ήμουν τελείως λάθος σε όλα. Προς τα έξω φαινόμουν κουλ, γεμάτη αυτοπεποίθηση και αδιάφορη, επιτρέποντας μόνο σύντομες εκφράσεις αποδοκιμασίας. Μία περιγραφή, υποθέτω, κάθε εφηβείας.
Η ασυμφωνία του τι έδειχνα στον κόσμο και του χάους που ένιωθα γινότανε όλο και πιο έντονη. Έγραφα, ζωγράφιζα, αλλά αυτές οι δραστηριότητες δεν αρκούσαν για να απελευθερώσουν τόση πίεση, κι ας λένε κάποιοι το αντίθετο. Έδινα πολλή προσοχή στην ποιότητα αυτού που έφτιαχνα. Σκεφτόμουν ότι κρινόμουν όχι από τα μέλη μιας σχολικής τάξης, αλλά από την Ιστορία της Τέχνης. Στα μέσα της εφηβείας, έβγαλα συμπτώματα απολύτως ταιριαστά με τις απαιτήσεις του πνεύματός μου. Είχα μεγάλα αποθέματα θέλησης, αλλά όχι εαυτό. Όπως και τώρα, έτσι και τότε, η σκέψη μου οριζόταν μέσω αντιθέτων. Ό,τι τώρα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά μου, ήταν τότε το μόνο χαρακτηριστικό μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω αυτό που ήμουν ή αυτό που ήθελα με έναν συνηθισμένο, πρακτικό τρόπο. Αυτό που μπορούσα να πω ήταν όχι: ο τρόπος για να ξεχωρίσω τον εαυτό μου, να αποκτήσω έναν εαυτό με σαφή όρια, ήταν μέσω της αντίθεσής μου στις δηλωμένες επιθυμίες των άλλων, και χρησιμοποιούσα τις βουλές τους για να δώσω σχήμα στις δικές μου. Η σύγκρουση αυτή ήταν σφοδρότερη με τη μητέρα μου. Από όσο θυμάμαι, η μητέρα μου άρχισε να τα χάνει μόνο όταν ξεκίνησα να αρνούμαι το φαγητό, όταν, μέσω αυτής της έμμεσης απειλής, εγώ της έδειχνα πως το σώμα μου είναι στη δική μου κυριότητα, κι ας το είχε για δικό της κατόρθωμα.
Η τραγωδία της ανορεξίας είναι, μου φαίνεται, πως αυτή δεν έχει αυτοκαταστροφική σκοπιμότητα, αν και το αποτέλεσμά της πολύ συχνά είναι τέτοιο. Η σκοπιμότητά της είναι να δομήσει, με τον μόνο τρόπο που υπάρχει δεδομένων των περιορισμών που βιώνονται, έναν εαυτό που βγάζει νόημα. Αλλά η πράξη η ίδια, αυτή η απάρνηση που σκοπό έχει να ξεχωρίσει τον εαυτό από τους άλλους, ξεχωρίζει επίσης τον εαυτό από το σώμα. Φοβούμενη μη φανεί λίγη, φοβούμενη να νιώσει τι σημαίνει τεράστια ανάγκη, η ανορεξία φτιάχνει μία σωματική γλώσσα ικανή να επιδεικνύει περιφρόνηση αντί για ανάγκη, αντί για πείνα, ικανή να φαίνεται παντελώς ανεξάρτητη από κάθε μορφή εξάρτησης, να φαίνεται αυτάρκης, πλήρης. Όμως αυτή η γλώσσα είναι του σώματος και αδύνατον να συντηρηθεί βασιζόμενη απλά στη θέληση, και εδώ βρίσκεται η θλιβερή αλήθεια της μεταφοράς αυτής: η ανορεξία αποδεικνύει όχι την ανωτερότητα της ψυχής, αλλά την εξάρτησή της από τη σάρκα.
Μέχρι να φτάσω τα δεκαέξι, είχα καταλάβει κάποια πράγματα. Είχα καταλάβει πως αυτό που εγώ νόμιζα ως πράξη βούλησης, πράξη που μπορούσα να ελέγξω άριστα, ακόμη και να τερματίσω, δεν ήταν τέτοια. Συνειδητοποίησα πως δεν είχα κανέναν έλεγχο πάνω σε αυτή τη συμπεριφορά. Και συνειδητοποίησα, λογικά σκεπτόμενη, πως το να είσαι 42 κιλά, μετά 40, μετά 38, σήμαινε πως ήμουν αδύνατη – σήμαινε πως κάποια στιγμή μπορεί και να πέθαινα. Αυτό που κατάλαβα ακόμη πιο έντονα, και ενστικτωδώς, ήταν πως δεν ήθελα να πεθάνω. Ακόμη και τότε, το να πεθάνω μου φαινόταν αξιολύπητη μεταφορά του τρόπου που έψαχνα για να με διαχωρίσω από τη μητέρα μου. Γνώριζα πολύ λίγα πράγματα εκείνη την περίοδο από ψυχανάλυση. Εκείνα τα χρόνια, η ψυχανάλυση ήταν, βεβαιότατα, λιγότερο συνηθισμένη από όσο είναι τώρα, που έχουμε πλήθος θεραπειών. Λιγότερο συνηθισμένη ακόμη και για τα εύπορα προάστια.
Οι γονείς μου, κατά τη διάρκεια εκείνων των μηνών, σοφά αντιλήφθηκαν πως θα απέρριπτα οποιαδήποτε πρόταση είχαν να κάνουν, και γι’ αυτό δεν έκαναν καμία πρόταση. Στο τέλος, μια μέρα, λέω στη μητέρα μου πως μάλλον πρέπει να δω ψυχαναλυτή. Μιλάμε τώρα για τριάντα χρόνια πριν – δεν έχω ιδέα από πού μου ήρθε η σκέψη αυτή, αυτή η λέξη. Δεν υπήρχε τότε βιβλιογραφία για την ανορεξία – όχι, τουλάχιστον, κάποια που να γνωρίζω κι εγώ. Αν υπήρχε, θα είχα σκαλώσει: αν είχα μία ασθένεια συνηθισμένη και τυπική, θα έπρεπε να επινοήσω τελείως διαφορετικά πράγματα για να αποδείξω τη μοναδικότητά μου.
Στάθηκα πολύ τυχερή με τον γιατρό που μού βρήκαν οι γονείς μου. Ξεκίνησα να τον επισκέπτομαι το φθινόπωρο της τελευταίας τάξης στο Λύκειο. Λίγους μήνες μετά, σταμάτησα το σχολείο. Για τα επόμενα επτά χρόνια, το μόνο που έκανα με τον χρόνο μου και το μυαλό μου ήταν ψυχανάλυση. Θα ήταν αδύνατον να μιλήσω για εκπαίδευση σήμερα αν δε μιλήσω και για αυτή τη διαδικασία.
Φοβόμουν την ψυχανάλυση για τους γνωστούς λόγους. Πίστευα πως αυτό που με κρατούσε ζωντανή, που μου έδινε ελπίδα, ήταν η φιλοδοξία μου, η αίσθηση πως είχα μία αποστολή. Δεν ήθελα να πειράξω αυτόν τον μηχανισμό. Όμως η πραγματικότητα μού υπενθύμιζε πως ακόμη δεν είχα ολοκληρώσει μία εργογραφία που θα άντεχε στον χρόνο. Συνεπώς, δεν είχα την πολυτέλεια να πεθάνω. Σε κάθε περίπτωση, δεν είχα άλλη επιλογή, και ευτυχώς δηλαδή. Γιατί στα δεκαεφτά δεν ήμουν ούτε άγρια ούτε εκρηκτική. Ήμουν άκαμπτη, και προστάτευα τον εαυτό μου μέσω αποκλεισμών: ό,τι φοβόμουν, το αγνοούσα, ό,τι αγνοούσα, δηλαδή τα κυρίαρχά μου συναισθήματα, δεν υπήρχε στα ποιήματά μου. Τα ποιήματα που έγραφα τότε ήταν περιορισμένης οπτικής, στατικά, προσποιητά, αλλά και απόκοσμα, μυστικιστικά. Εκείνες οι ιδιότητες ήταν προεξέχουσες. Επιπλέον: όταν ξεκίνησα ψυχανάλυση, σταμάτησα να γράφω. Οπότε δεν υπήρχε τίποτα, στ’ αλήθεια, για να προστατεύσω.
Όμως, που και που, στην πάροδο εκείνων των επτά ετών, κατηγορούσα τον γιατρό μου για τα γνωστά: πως θα γινόμουν τόσο καλά εξ αιτίας του, τόσο ολοκληρωμένη, ώστε δεν θα μπορούσα να ξαναγράψω. Κάποια στιγμή, τελικά, μπόρεσε να με κάνει να σταματήσω να το λέω: ο κόσμος, μου είπε, θα σου δώσει αρκετούς λόγους να νιώσεις θλίψη. Νομίζω περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να το πει γιατί, στο ξεκίνημα της θεραπείας, το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε κόσμος με ξεπερνούσε, όπως ξεπερνάει κάθε εγωιστή άνθρωπο.
Η ψυχανάλυση με έμαθε να σκέφτομαι. Με βοήθησε, την τάση που είχα να εναντιώνομαι, να τη χρησιμοποιώ στις δικές μου ιδέες και όχι στις ιδέες των άλλων, με έμαθε να αμφιβάλλω, να ελέγχω τον λόγο μου για όσα διαφεύγουν ή παραλείπονται. Μου έδωσε μία πνευματική εργασία στην οποία μεταμόρφωνα την παράλυση – την ακραία μορφή αυτοακύρωσης – σε βαθιά κατανόηση. Μάθαινα να χρησιμοποιώ την έμφυτη αποστασιοποίησή μου για να έχω επαφή με τον εαυτό μου, που είναι και το νόημα, υποθέτω, στην ανάλυση των ονείρων: αυτά που αξιοποιούνται είναι εικόνες αντικειμένων. Καλλιέργησα την ικανότητα να μελετάω εικόνες και μοτίβα στην ομιλία, να βλέπω, όσο αντικειμενικά γινόταν, ποιες ιδέες ενσαρκώνονται στην ομιλία. Αφού εγώ ήμουν η πηγή εκείνων των ονείρων, εκείνων των εικόνων, δικές μου ήταν οι ιδέες που ενσαρκώνονταν, δικές μου και οι συγκρούσεις. Όσο περισσότερο καθυστερούσα το συμπέρασμα, τόσο περισσότερα κατανοούσα. Μάθαινα, πιστεύω, και πώς να γράφω: πώς να μην προβάλλεται ο εαυτός μου στις εικόνες, όταν γράφω. Και να μην επιτρέπω, έτσι απλά και απρόσκοπτα, την παραγωγή εικόνων στο μυαλό, αλλά να χρησιμοποιώ το μυαλό για να εξερευνήσω την απήχηση τέτοιων εικόνων, να διακρίνω το ρηχό από το βαθύ, και να επιλέγω το βαθύ.
Είναι ευτύχημα που ο κλάδος μου μου επιτρέπει να χρησιμοποιώ το μυαλό μου, διότι η συναισθηματική μου κατάσταση, η απόλυτη ακαμψία συμπεριφοράς και η τρελή εξάρτηση από την τήρηση μίας αυστηρής διαδικασίας, κατέστησαν άλλες μορφές εκπαίδευσης αδύνατες. Στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια, κάθε μορφή κοινωνικής επαφής φαινόταν αδύνατη, τόσο μεγάλη ήταν η ντροπή μου. Αλλά υπήρχε, μετά τον πρώτο χρόνο, μία μορφή πιο διαθέσιμη σε μένα, ή μια ανάγκη μεγαλύτερη της ντροπής. Στα 18, αντί να πάω στο κολλέγιο, όπως νόμιζα ότι θα κάνω, γράφτηκα στο εργαστήριο ποίησης της Ληονί Άνταμς, στη Σχολή Γενικών Σπουδών του Κολούμπια.
Έχω γράψει αλλού για τα χρόνια που ακολούθησαν, για τα δύο χρόνια που πέρασα μελετώντας με τη δρα Άνταμς και τα πολλά χρόνια με τον Στάνλευ Κούνιτς. Ακολουθεί ένα ποίημα, το οποίο γράφτηκε αρκετά αργότερα, και το οποίο απλά καταγράφει κάποια από τα όνειρα στα οποία πρωταγωνιστεί ο Κούνιτς:
ΤΕΣΣΕΡΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ
1. Ο Ικέτης
Ο Σ. στέκεται όρθιος σ’ένα μικρό δωμάτιο, διαβάζει στον εαυτό του.
Είναι προνόμιο να βλέπεις τον Σ.
μόνο, σε αυτό το γαλήνιο περιβάλλον.
Μονάχα το χέρι του κινείται, όλο περίσκεψη γυρνώντας τις σελίδες.
Τότε, κάτω από την κλειστή πόρτα, ένα φουντούκι
μπαίνει κυλώντας στο δωμάτιο, και σταματάει, μετά από λίγο,
στο πόδι του Σ. Με έναν αναστεναγμό, ο Σ. κλείνει τον βαρύ τόμο
και κοιτάει κάτω, κουρασμένος, τον στρογγυλό καρπό. «Λοιπόν», λέει,
«τι θέλεις τώρα, Στήβενς;»
2. Συνομιλία με τον Μ.
«Έχεις προσέξει ποτέ», παρατήρησε,
«πως όταν οι γυναίκες κοιμούνται
στην πραγματικότητα σε κοιτάνε;»
3. Το Όνειρο του Νώε
Πού ήσουν μες στο όνειρο;
Στον Βόρειο Πόλο.
Ήσουν μόνος;
Όχι. Ήταν κι ο φίλος μου μαζί.
Ποιος φίλος;
Ο παλιός μου φίλος. Ο φίλος μου ο ποιητής.
Τι έκανες;
Διασχίζαμε έναν ποταμό. Αλλά οι επιφάνειες από πάγο
ήταν μακριά η μία από την άλλη, έπρεπε να πηδάμε.
Φοβήθηκες;
Κρύωσα μόνο. Τα μάτια μας γέμισαν χιόνι.
Και τελικά πέρασες απέναντι;
Μου πήρε χρόνο. Εν τέλει, περάσαμε.
Και τι έκανες τότε, στην απέναντι όχθη;
Περπατήσαμε αρκετή ώρα.
Και αυτό ήταν το τέλος; Το περπάτημα;
Όχι. Το τέλος ήταν το πρωί
4. Συνομιλία με τον Ξ.
«Είσαι», είπε, «ίδιος ο Eliot.
Νομίζεις πως ξέρεις τα πάντα στον κόσμο
αλλά δεν πιστεύεις τίποτα».
Πολλά λέγονται για το πόσα δεν μπορεί να κάνει ένας δάσκαλος σε ένα δημιουργικό πρότζεκτ. Αυτά που δεν μπορεί να κάνει, αυτά που μπορεί να κάνει, η όλη εμπειρία της μαθητείας, όλα αυτά μού φαίνονται άνευ αξίας. Δούλευα, ασφαλώς, δίπλα σε εξαιρετικά μυαλά. Και ήμουν εκτεθειμένη σε εικόνες αφοσίωσης, όχι σαν αυτές που ήξερα, αλλά εικόνες που δεν ήμουν πλήρως προετοιμασμένη να καταλάβω. Το να ασχολείσαι με την ποίηση φαίνεται πολύ σημαντικό και προκαλεί εντύπωση. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή το να θεωρείς ιερή την ποίηση, γεγονός που έχει τη δυναμική του, περνιέται συχνά ως αφοσίωση εκ μέρους σου. Η αντίληψη που είχα για την επιμονή ήταν περιορισμένη λόγω νιότης. Είδα, όμως, πώς έμοιαζε αυτή: σαν διαρκής ανοδικός μόχθος. Είχα δει την αντοχή που κρίνεται αναγκαία. Και είχα το προνόμιο να νιώθω την επίμονη παρουσία ελέγχου – απ’ έξω, από τον κόσμο, από άλλον άνθρωπο. Τούτος ο έλεγχος είναι ένα από τα σπάνια και αναντικατάστατα δώρα τέτοιων μαθητειών. Μετά από αυτόν, δύσκολο να θεωρήσεις πολύ καλό ένα ποίημα. Όσοι εκπαιδευτήκαμε σε παρόμοιο περιβάλλον έχουμε αισθανθεί, πιστεύω, την ανάγκη να είμαστε ο ένας για τον άλλο αναγνώστες τέτοιου είδους, και αυτή μας η ανάγκη, που πάει πίσω στον χρόνο, μας προστατεύει από εχθρότητες και ζήλιες, στις οποίες είμαστε επιρρεπείς.
Εμπνευσμένη από εκείνους τους δασκάλους, εκείνους τους αναγνώστες, έγραφα, τότε, τα ποιήματα που συγκεντρώθηκαν στο πρώτο μου βιβλίο.
Και παρότι δεν είχα ακόμη τότε την παραμικρή ιδέα πόση υπομονή θα έπρεπε να δείξω στη ζωή μου, είχα ήδη βιώσει αρκούντως αυτό που λέμε «συγγραφικό αδιέξοδο». Αν και απεχθανόμουν αυτήν την συνθήκη, την αίσθηση πως ο κόσμος είχε γίνει μονότονος και άχρωμος και γκρίζος, έφτασα να αμφιβάλλω για την ύπαρξη λογικής βάσης στη χρήση αυτού του όρου. Για να είμαι ακριβής: μπορώ να καταλάβω τη λογική στη χρήση αυτού του όρου για δύο λόγους μόνο. Γίνεται κάποιος ευφραδής και παραγωγικός όταν η βάση του έργου του είναι κάποια διαίσθηση σε σχέση με τη γλώσσα, τόσο ξεκάθαρη ώστε να μπορεί να την εξερευνεί εφ’ όρου ζωής. Ή όταν το έργο του είναι μία δική του ιστορία. Ακόμη και για τον συγγραφέα του οποίου το έργο προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιας μαρτυρίας, ακόμη και για αυτόν τον συγγραφέα πρέπει να βρεθούν ένα θέμα, μία οπτική γωνία. Ο καλλιτέχνης που παρουσιάζει μία μαρτυρία ξεκινάει με μία κρίση, ηθική και όχι αισθητική. Αλλά ο καλλιτέχνης που το ταλέντο του είναι το σκίτσο, ή μία δική του ιστορία: αυτός ο καλλιτέχνης, όσο μπορώ να γνωρίζω, δεν κάνει κανενός είδους κρίση. Αυτός προχωρά επενδύοντας στις λεπτομέρειες, χωρίς να χρειάζεται να επενδύσει στη σημασία αυτών. Όταν σκοπός του έργου είναι η βαθιά πνευματική κατανόηση, είναι παράλογο να προσδοκάς πολλά λόγια. Ένα τέτοιο έργο μοιάζει με χρησμό, έχει ανάγκη τις ερωτήσεις. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως ο συγγραφέας που προτίθεται να αντέξει τη χρήσιμη οργή και την απόγνωση της νιότης, πρέπει κάπως να μάθει να υπομένει την έρημο (το συγγραφικό αδιέξοδο).
Πάντα ήθελα, από την εφηβεία μου, να γίνω ποιήτρια. Κατά τη διάρκεια τριάντα χρόνων, πέρασα περιόδους σιωπής. Όταν λέω περιόδους σιωπής, εννοώ ακόμη και δύο χρόνια μέσα στα οποία δεν έγραψα τίποτα. Όχι ότι έγραψα κάτι κακό – δεν έγραψα τίποτα. Και δεν νιώθω πως κάτι γεννιόταν εκείνες τις περιόδους στη σιωπή.
Μου φαίνεται πως η επιθυμία να παράξεις τέχνη οδηγεί σε μία διαρκή εμπειρία προσμονής, μία ανησυχία που εκτονώνεται συχνά, αλλά όχι αναπόφευκτα, με τρόπο ρομαντικό ή σεξουαλικό. Πάντα κάτι φαίνεται να σε περιμένει, το επόμενο ποίημα ή η επόμενη ιστορία, ορατά, δυνατά να τα συλλάβεις, αλλά απρόσιτα. Αυτό που διαισθάνεσαι, αυτό σε στοιχειώνει – ένας ήχος, ένας τόνος, γίνονται βασανιστήριο. Το ποίημα που έχει αυτόν τον ήχο είναι σαν να υπάρχει κάπου ολοκληρωμένο. Σαν ένας φάρος, μόνο που, όσο κολυμπάς προς το μέρος του, τόσο αυτός απομακρύνεται.
Αυτή είναι η αίσθηση που έχω για το πώς ξεκινάει ένα ποίημα. Ακολουθεί μία περίοδος συγκέντρωσης, γιατί όσο κανείς εργάζεται πάνω στο ποίημα, αυτό φαίνεται ημιτελές ή αποτυχημένο. Κι όμως, αυτή η ενασχόληση είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Κι έπειτα το ποίημα ολοκληρώνεται, και εκείνη τη στιγμή, στέκει μόνο του: το ποίημα γίνεται αυτό που έπρεπε να γίνει εξ αρχής, ένα πράγμα αυθύπαρκτο. Δεν υπάρχει καταγραφή του παράγοντα που λέγεται ποιητής. Ο ποιητής, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, δεν είναι πια ποιητής, αλλά απλά κάποιος που θέλει να είναι ποιητής.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως μένεις με πολύ αναξιοποίητο χρόνο, γι’ αυτό και ξεκίνησα να διδάσκω, απρόθυμα, πριν είκοσι πέντε χρόνια.
Η εμπειρία μου ως φοιτήτρια με δίδαξε να νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη και υποχρέωση. Όταν η δουλειά του δασκάλου έγινε προσιτή και σε μένα, όταν, για να υποστηρίξω τις ανάγκες μου, δούλευα ως γραμματέας σε διάφορα γραφεία, φοβόμουν τη διδασκαλία. Φοβόμουν πως, μπροστά σε ένα ποίημα που θα φαινόταν ξεχωριστό, ο ανταγωνισμός μου θα με έκανε να αποσιωπήσω αυτή του την ιδιότητα, να μην το επιλέξω καν. Αυτό που κατάλαβα όταν, κατά τη διάρκεια των χειρότερων περιόδων σιωπής, ξεκίνησα τελικά να διδάσκω, ήταν πως ο συγγραφέας είχε ελάχιστη σημασία τελικά μπροστά σε ένα ξεχωριστό ποίημα. Συνειδητοποίησα πως ένιωθα την υποχρέωση να υπηρετήσω τα ποιήματα των άλλων με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια σοβαρότητα, όπως θα υπηρετούσα τα δικά μου. Αυτό που είχε σημασία ήταν να καταλάβω το ποίημα, να το καταστήσω αξιομνημόνευτο, και αυτόν τον σκοπό τίποτα δεν μπορούσε να τον παρεμποδίσει. Εκείνες τις στιγμές, όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα μου που αποδοκιμάζω, η ανταγωνιστικότητα, ο φθόνος, όλα έπαυαν προσωρινά. Αυτή η διαδικασία είχε οφέλη όχι μόνο για τα ποιήματα τα ίδια, αλλά και για εμένα προσωπικά. Είχα βρει μία δραστηριότητα στην οποία μπορούσα να νιώθω καλοπροαίρετη και χρήσιμη – οπωσδήποτε αυτό. Αλλά είχα ανακαλύψει επίσης πως δεν χρειαζόταν πάντα να γράφω για να δουλεύει το μυαλό μου. Η διδασκαλία έγινε για μένα ιατρική συνταγή έναντι της νωθρότητας. Ασφαλώς δεν πιάνει πάντα, αλλά έχει πιάσει αρκετές φορές και για καιρό. Την πρώτη φορά, έπιασε θαυμαστά γρήγορα.
Είχα μετακομίσει στο Βερμόντ, και είχα ξεκινήσει τρίμηνη απασχόληση στο Γκοντάρ. Είχα γράψει ένα βιβλίο, και μετά τίποτα για δύο χρόνια. Ξεκίνησα να διδάσκω τον Σεπτέμβριο, και τον Σεπτέμβριο άρχισα να γράφω πάλι, να γράφω ποιήματα τελείως διαφορετικά από του πρώτου βιβλίου, την Πρωτότοκη.
Αυτή η διαφορά στα ποιήματα ήταν σκόπιμη, και οπωσδήποτε επιθυμητή. Κατάλαβα πως όταν φτιάχνεις ένα βιβλίο, όταν από τη σωρεία των ποιημάτων σου προκύπτει μία κιβωτός, μία ολοκληρωμένη πρόταση, αυτό είναι αναζωογονητικό αλλά και στενάχωρο μαζί. Όταν διακρίνεις πια τις ενότητες του βιβλίου σου, τα βασικά του θέματα, βλέπεις και τα συνήθη νοήματά του, κάποια μοτίβα στη σύνταξη και το λεξιλόγιο, τη διαφορά στον ρυθμό, όλα όσα, ιδανικά, δίνουν σε αυτό το έργο που έχεις στα χέρια σου την ιδιαιτερότητά του, αλλά που θα ήταν επικίνδυνο να επαναλάβεις.
Κάθε βιβλίο που έχω γράψει έχει προκύψει ως μία συνειδητή πράξη διάγνωσης, ως μία αποκήρυξη. Μετά την Πρωτότοκο, η δουλειά που είχα ήταν να γράφω λατινογενείς ανολοκλήρωτες προτάσεις, να βρω ένα τρόπο να κλείνω το ποίημα χωρίς να το σφραγίζω ερμητικά. Επειδή τα τελευταία ποιήματα του βιβλίου Το Σπίτι στο Έλος γράφτηκαν ταυτόχρονα με τα πρώτα ποιήματα του βιβλίου Κατελθούσα Μορφή, δεν είναι εύκολο να μιλήσω για τα τελευταία ποιήματα αυτόνομα. Ήθελα να μάθω να παίρνω μεγαλύτερες ανάσες. Και να γράφω χωρίς τα ουσιαστικά να κυριαρχούν και σε αυτό το δεύτερο βιβλίο – είχα ήδη γράψει αρκετά για φεγγάρια και λίμνες. Αυτό που ήθελα, μετά την Κατελθούσα μορφή, ήταν ένα ποίημα λιγότερο τέλειο, λιγότερο επιβλητικό. Ήθελα έναν ενεστώτα χρόνο που θα αναφερόταν σε κάτι περισσότερο από τον αρχετυπικό ενεστώτα. Και προφανώς είχα την υποχρέωση να γράψω κάτι λιγότερο ηρωικό, κάτι απαλλαγμένο από μυθικές αναφορές.
Ίσως η σύνοψη που κάνω παραείναι σύντομη για να γίνω πιο συγκεκριμένη, αλλά καταλαβαίνετε, ελπίζω, την ανάγκη αλλαγής για την οποία μιλάω, μία ανάγκη που μάλλον δεν την επιλέγει ακριβώς κανείς. Σε αυτή τη συμπεριφορά βλέπω το παιδί που ήμουν, απρόθυμη να μιλήσω αν αυτό σήμαινε να επαναληφθώ.
Διάλεξη που δόθηκε στο Μουσείο Solomon R. Guggenheim της Νέας Υόρκης την 31η Ιανουαρίου 1989.
[1] Αν στα γατάκια αρέσανε κόκαλα από ροσμπίφ / Κι αν τα σκυλάκια σιγοπίναν γάλα / Αν ελέφαντες περιφέρονταν στην πόλη / Ντυμένοι όλοι στα μετάξια τα καθάρια / Εάν κοκκινολαίμηδες κυλούσαν / φώναζαν «γιούπι» και γλιστρούσαν / Αν όλα αυτά συνέβαιναν στα αλήθεια / τότε οι άνθρωποι πού θα ήταν;
*
*
*
