«Με σπασμένα φτερά γιγάντων και δάκρυ αγγελικό»: Πάνος Β. Λιαλιάτσης (1936-2025)

 *

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Θ’ ακούς πάντα τη βοή του Αργολικού
αγαπημένου που πασχίζει να σου πει τα μυστικά του.
Κι ο κάμπος με τις διψασμένες πορτοκαλιές
που τις πότισαν τα δάκρυα της μάνας σου
της καλαμιάς
Σε καρτερεί να τον δεις πάλι την αυγή του Θεού
όταν ξυπνάνε τα πουλιά και τραγουδούν το φως του.

Έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2025 ο ποιητής Πάνος Λιαλιάτσης. Γεννήθηκε το 1936 ανήμερα των Τριών Ιεραρχών στην ιστορική Ασίνη: «στη θάλασσα της λησμονημένης Ασίνης […] μετρηθήκαμε με το χρόνο / και νικήσαμε το φθονερό του γέλιο. / Κι ο βασιλιάς ψηλά απ’ τη βίγλα του / μετρούσε περίεργος τ’ αχνάρια μας στην άμμο / πιότερο απ’ το πέρασμα των ποιητών / που τον ξύπνησαν απ’ τον αθώο ύπνο του…»

Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου και στη συνέχεια σπούδασε Θεολογία και Φιλοσοφία, ενώ μέχρι το 1972 υπηρέτησε ως επιμελητής ανηλίκων στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Αργότερα, μετά από εργασιακή περιήγηση, αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτό που πάντα ήθελε (τη διδασκαλία), ώστε να βρίσκεται κοντά στους νέους, οπότε και εργάστηκε στη δημόσια επαγγελματική εκπαίδευση στο Άργος και στο Ναύπλιο.

Μοίρα της λευτεριάς
και της ποίησης
αγγίλωσες τα μάτια μου,
στη βουή της μνήμης
δίπλα στα κοιμώμενα κάστρα
με την αιχμηρή συνοφρύωση
δίπλα στις στέρφες κρήνες
με τα ξόμπλια της πίκρας
δίπλα στους θνησιμαίους παραθεριστές
πού τους απέμεινε μόνο
το βλέμμα της βουλιμίας
χωρίς το αίμα που θυμάται
χωρίς τη συλλογή του Τερζάκη
χωρίς τη χλόη του Καρούζου,
Ανάπλι ρίζα του έρωτα,
Ανάπλι φλέβα των οραμάτων.

Στο έκτο τεύχος του περιοδικού Σύναξη, δημοσιεύοντας μιαν απάντηση στις αιτιάσεις ενός αναγνώστη, γράφει:

Πάντως οι νέοι μας σήμερα μεγαλώνουν ερήμην της Εκκλησίας. Έχουν τη γνώμη πως ξεμπέρδεψαν πια μ’ αυτήν και είναι ολότελα ελεύθεροι. Έτσι αρχίζει η δυστυχία τους: νέοι φανατισμοί, μίση, δουλείες, πάθη. Τούτη τη φορά δεν φτάνουν στο προγονικό τους «μέτρο». Τους προκαλεί η σιγή των χριστιανών για τα πεδία του σώματός τους που οι νέοι καταφάσκουν και γι’ αυτό κραυγάζουν. Αν τους είχαμε μιλήσει για την ερωτική ομιλία, που εικονίζει την καθολική δημιουργική λειτουργία και είναι προάγγελος της Αγάπης, όπου συναιρείται το εγώ και τα συ των σωμάτων μας στο εμείς του ποιητικού μυστηρίου, δε θα έφευγαν, ίσως, από την Εκκλησία. […]

 Το συγγραφικό του έργο ξεκίνησε από τα μαθητικά του χρόνια όταν δημοσίευε ποιήματα στην εφημερίδα Σύνταγμα του Ναυπλίου, και τα πρωτόλειά του δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Σπίτι του παιδιού που διηύθυνε ο δημοσιογράφος Άγγελος Μεταξάς, ενώ ως φοιτητής δημοσίευσε ποιήματα στη Φι­λολογική Βραδυνή.

Τι πληγή μετά την πρώτη μαγεία
να ξυπνήσεις σε μια μικρή πολιτεία
με την ομορφιά περιφραγμένη
και τα όνειρα αραδιασμένα σε ευθείες!

Εμφανίστηκε επίσημα το 1965 με την ποιητική συλλογή Ο Φράχτης, μια ποιητική εξιστόρηση για την πάλη του ποιητή με τον Θεό, γραμμένη με αφορμή την ασθένειά του («Τα χρόνια της σιωπής δεν μέτραγα τ’ άστρα· / μάζευα τα κομμάτια της ψυχής μου»), η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει από το Παρίσι το 1962 όπου που είχε πάει για σπουδές φιλοσοφίας κατόπιν υποτροφίας του οργανισμού της Καθολικής Εκκλησίας L’Œuvre d’Orient.

Ο Θεός δε συμπαθεί τους βιαστικούς αγίους. Και τους ειρωνεύεται κάποτε γκρεμίζοντάς τους στο πρώτο σκαλί – λένε και πιο χαμηλά

Το 1970 εκδίδεται η συλλογή Σπουδή Ελπίδας, ως συνέχεια της προηγούμενης, όπου στιχουργικά ο ποιητής μετά την αναζήτηση και την αμφιβολία, καταλήγει στη σύμπραξη-συμβιβασμό θεού και ανθρώπου, ώστε ο ίδιος να βρει την ηρεμία που γυρεύει.

Στο τέλος ο ποιητής
νίκησε τον άγιο.
Θαύμα ωστόσο να δώσουν τα χέρια
και να ξαναρχίσει η λειτουργία.
Δεξιά ο ποιητής
υψώνει τα χέρια στο άγνωστο
κι ο άγιος πέμπει λιβανωτό
στον ταπεινό Κύριο.
Κι όμως ανοιχτή η πληγή
αν ξαναγαπήσουν τη μοναξιά.

Το 1985 δημοσίευσε τον Κύκλο της αγρύπνιας, συλλογή που διερευνά τη μέχρι τότε ποιητική πορεία του πάλι σε σχέση με τον Θεό: «Ανία, κοσμικότητα ή δέος / και ο θεός απών ή νυσταλέος».

Το ξέρεις
Ο στίχος σου είναι ανθός του πόνου
Όταν το όνειρο ξαναφέρει το σκίρτημα της αγάπης
που μαράθηκε προτού να μπουμπουκιάσει
κι απόμεινε μονάχα η νοσταλγία
να κυκλοφορεί στο αίμα σου
τις νύχτες της σιωπής
να κυκλοφορεί στο σώμα σου
τις ώρες της αγρύπνιας

Το 1991 εκδίδει τη Χαρμολύπη, βιβλίο που απέσπασε το βραβείο ποίησης της Ελληνι­κής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Στην «Έξοδο Β΄» γράφει:

Την άλλη μέρα περιμέναμε
το φως
Όμως δεν ανέτειλε
γιατί δεν ακολουθήσαμε
το ήθος των πουλιών
που τραγουδάνε τον Κύριο
όπως κανοναρχούν
οι νόμοι του δάσους.
Βραδιάσαμε περπατώντας
πέρα απ’ το σύμφυτο
στη φαλακρή πλαγιά μήπως
δούμε απ’ την άλλη πλευρά
την αυγή του ελέους.
Όχι, λέει ο ερωδιός
πριν πέσει η νύχτα
δε θα τραγουδήσετε την ωδή του Κυρίου
γιατί η χώρα της επαγγελίας
απαιτεί έξοδο πολύκλαυστη
σαράντα χρόνους περιπλάνηση
στην έρημο μόνο με λίγο μάννα,
όχι, λέει ο ερωδιός
πριν σκοτεινιάσει ο κάμπος.

Το 1995 δημοσίευσε την ολιγοσέλιδη συλλογή Της Ογδόης ημέρας:

Μ’ έχτισες
με σπασμένα φτερά γιγάντων
και δάκρυ αγγελικό.
Σαν ορμώ στη μάχη
κονταροχτυπούν οι γίγαντες
και κλαίνε οι αγγέλοι.
Στο τέλος όλο πληγές
αναπαύομαι στον αχό της μνήμης
και είναι το χάδι τ’ αγγελικό
που μ’ ανασταίνει

Παράλληλα δημοσίευσε άρθρα και δοκίμια σε εφημερίδες και περιοδικά όπως η Καθημερινή, η Νέα Εστία, ενώ μετέφρασε δοκίμια γαλλικής θεολογικής και φιλολογικής σκέψης. Συγγραφικά του έργα όπως η Αργολική Λογοτεχνία 1830-1993 και η Ναυπλιακή Ανθολογία αποτελούν παρακαταθήκη για την πολιτιστική κληρονομιά του γενέθλιου τόπου του.

Το 2002 εκδόθηκαν Τα Ποιήματα 1965-1995, (έκδοση που αντιστοιχεί σε μια ολόκληρη πεντηκονταετία [1964-2014] και περιλαμβάνουν τις πέντε του ποιητικές συλλογές). Το 2014 επανεκδόθηκε με την προσθήκη δύο ποιημάτων και με νέο τίτλο Λυρικό Ημερολόγιο.  Από την Όγδοη ημέρα ο «Επίλογος»:

Γυρίζω σε Σένα
Μεγάλε Φίλε της νιότης μου
που έθρεψες τις ημέρες μου
με πόνο και ελπίδα.
Γυρίζω σε Σένα
Μεγάλε Φίλε της νιότης μου
που υπόμενες τις αμαρτίες
της τρυφηλής έπαρσής μου.
Θα σε προσμένω
στο αντίο της υποκρισίας μου,
στον ανοιχτό ουρανό των πεφορτισμένων
ως τον επερχόμενο ύπνο
κι ως την κοινήν Ανάσταση

Και η «Διαθήκη» του:

Τώρα αγναντεύω το νέο κόσμο
με το θαυμασμό του νηπίου
και την ταπείνωση του αμαρτωλού.
Θα σκύψω το κεφάλι καρτερικά
να μ’ οδηγήσεις στις νέες πύλες
που τις ανοίγει η αγάπη.
Κι όλη η ζωή μου μια προσμονή
Της ηδονής των βημάτων σου

«Η αγάπη, το Ανάπλι και ο Άθως, στάθηκαν οι μεγάλοι σταθμοί της ζωής μου. Ο ίμερος με συνεπήρε στην εφηβεία περιδιαβάζοντας τ’ ασιναϊκά και τα βενετσιάνικα κάστρα, ενώ τ’ Αγιονόρος μού αποκάλυψε την ελευθερία και τη σιωπή», έγραφε στον πρόλογο της Χαρμολύπης. Κι όλα αυτά, μέσα στον ανίκητο έρωτα να υπερβεί τη μαρμαρυγή του Αργολικού, τη συνοφρύωση της περικείμενης ευσέβειας και τον θόρυβο της Αγοράς, εντρυφώντας στο μυστικό φως που αναβρύζουν οι ένδον κλήσεις των πραγμάτων. Έτσι, η λίγη ποίηση που του δόθηκε, στάθηκε η παρήγορος εταίρα, η οποία του δίδαξε την αναχώρηση ως αίρεση βίου.

Ο Πάνος Λιαλιάτσης, ο «χριστιανός» ποιητής που εφήρμοσε στους στίχους του τις πολύπλευρες κοινωνικές και πολιτικές εφαρμογές του ευαγγελικού μηνύματος και τη θέση του ανθρώπου μέσα κι έξω απ’ αυτό («συναγωνίζεσαι τα τζιτζίκια του Ιούλη / μ’ ένα τρανζίστορ στο χέρι· / τραγουδάτε φωνάζοντας εσύ – βοήθεια / εκείνα – χαίρετε»), ο ποιητής του μυστικισμού, του αγνού και ολοκληρωτικού έρωτα, πάντα βρισκόταν σε ένα δίλημμα, αν είναι η ποίηση «η μονακριβή του Θεού» ή αν είναι αυτή κατώτερή Του.

Όταν τη νύχτα κατεβαίνει η δροσιά της χάρης
απ’ τα ρυάκια του φαλακρού Παλαμηδιού
και ζητάω μάρτυρα της απρόσμενης ειρήνης
ψάχνω ν’ απιθώσω τα μάτια μου στη μνήμη σου.
Και συ έρχεσαι σιωπηλή κι αμφίβολη
με το λίκνισμα των είκοσι χρόνων σου
βλέπεις τα χαρτιά και τη φτώχεια μου
και φεύγεις πάλι
ανυποψίαστη για τη φωτιά μου.

Ίσως πάλι η ποίηση να γεννιέται από αυτήν την αποτυχία της συνομιλίας με τον Θεό («H σιωπή μου σ’ έστεψε ποιητή»), ακόμη κι αν αυτή ενίοτε είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή προσευχής – ποτέ δεν ξέρεις. Η εντρύφηση στις λέξεις θα έχει πάντα κάτι από τον αναχωρητισμό και από την κοσμικότητα, σύμπλεγμα που μπορεί στο κάτω-κάτω της γραφής, να δυσαρεστήσει εκτός από την Ελένη στην αφιέρωση, και τον ίδιο τον Θεό: Ο Ιησούς / δε διαβάζει τους στίχους μου / έχουν ακόμα / τ’ αρώματα των Σαδδουκαίων».

Έλεγα θά ’ναι φωτάκι καθημερινών ελπίδων
ίσως μια λυχνία με λάδι προσμονής
που σιγοκαίει για διαβάτες που κουτσαίνουν
στον εσπερινό της επιστροφής.
Και βρήκα μια φωτιά που κατέκαψε
την καλαμιά της μοναξιάς μου
μια νύχτα που ψυχορραγούσαν οι δαίμονες
στιγμή με στιγμή, βλέμμα με βλέμμα
μειδίαμα με μειδίαμα καθώς τα χέρια σφίγγονταν
για να ξεγεννήσει το σκοτάδι τον καημό
που φύτεψε ο Κύριος
στα οστράκινα σκεύη μας.

 


Πηγές:
Πάνος Λιαλιάτσης, Ο κύκλος της Αγρύπνιας, Ακρίτας, 1987.
______________ , Σύναξη 6 (1983).
______________ , Χαρμολύπη, Ακρίτας, 1991.
______________ , Τα ποιήματα 1965-1995, (επιμ.: Λεφτέρης Μπαρδάκος),
Ελλέβορος, 2002.
______________ , Λυρικό Ημερολόγιο, Άργος, Αργολική Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, 2014.

*

*

*