Μοχάμεντ ελ-Κουρντ, Κανένας Μωυσής δεν πολιορκείται

*

Ο Μοχάμεντ ελ-Κουρντ γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1998. Είναι Παλαιστίνιος συγγραφέας και ποιητής. Διεθνώς γνωστός έγινε με τα κείμενά του όπου περιγράφει τη ζωή των Παλαιστινίων στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ και την λοιπή Δυτική Όχθη.

Επιλογή-μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

~.~

Αυτός είναι ο λόγος που χορεύουμε

Για την Κάρμελ

Πατρίδα στη μνήμη μου είναι ένας πράσινος φθαρμένος καναπές
και η γιαγιά μου σε κάθε ποίημα:
κάθε γιασεμί να πλήττει την ανάκρουση,
κάθε ανάκρουση να πλήττει τα δακρυγόνα,
τα δακρυγόνα να κουράρονται με γιαούρτι και κρεμμύδι,
με την άσκηση στην αντοχή,
με γυναίκες να τραγουδούν, κρούοντας
κατσαρόλες και τηγάνια
με αναθέματα και hasbiyallah.

Αυτοί δουλεύουνε τα τανκς, εμείς ξέρουμε από πέτρες.

Στους βομβαρδισμούς της Γάζας το 2008
η ιεροτελεστία μου βλέποντας τηλεόραση
ήταν να ταλαντεύομαι ανάμεσα στο θρήνο
και το αιγυπτιώτικο τσιφτετέλι,
ανερμάτιστος ανάμεσα σε μίσος και λατρεία,
σωρεύοντας και στοιβάζοντας τους λόγους των δερβίσηδων για να ζει κανείς
άλλοτε υιοθετώντας τους
άλλοτε βουτώντας απλώς το ψωμί μου στην ανοχή,
γνωρίζοντας πως τα παιδιά στο Καν Γιούνις δεν έχουν ψωμί,
βουτηγμένα στα μπάζα μιας οροφής…

Αν με ρωτήσεις από πού είμαι, μην περιμένεις μονολεκτική απάντηση.
Έσο έτοιμος, καθιστός, νηφάλιος κι εν εγρηγόρσει.
Αν το να ακούς για κόσμους άλλους από τον δικό σου
σε αναστατώνει,
πιες τη θάλασσα,
κόψε τα αφτιά σου,
φύσηξε άλλη μια φούσκα να φουσκώνει τη φούσκα σου και την υποκρισία.
Ανατίναξε άλλη μια πόλη από κορμιά στο όνομα του φόβου.

Αυτός είναι ο λόγος που χορεύουμε:
Ο πατέρας μου κάποτε είπε: «Η οργή είναι πολυτέλεια για μας.»
Έσο συγκροτημένος, ήρεμος, αθόρυβος. Να γελάς όταν σε ρωτούν,
να χαμογέλας όταν μιλούν, να τους απαντάς,
να τους διαπαιδαγωγείς.

Αυτός είναι ο λόγος που χορεύουμε:
Αν μιλήσω, γίνομαι επικίνδυνος.
Ανοίγεις το στόμα,
σηκώνεις τα φρύδια,
σηκώνεις το δάχτυλο.
Αυτός είναι ο λόγος που χορεύουμε:
Έχουμε πόδια πληγιασμένα μα ο ρυθμός παραμένει,
όσα επίθετα και αν σηκώνουμε στις πλάτες μας.

Αυτός είναι ο λόγος που χορεύουμε:
Γιατί η κραυγή μας δεν είναι δωρεάν.

Μα πείτε μου παρακαλώ:
Γιατί να είναι η οργή –ώς και η οργή ακόμη–
πολυτέλεια για μένα;

~.~

Κανένας Μωυσής δεν πολιορκείται

Στις 16 Ιουλίου 2014, τέσσερα αγόρια ηλικίας εννέα έως δεκατεσσάρων ετών
σκοτώθηκαν από πυρά του στόλου του Ισραήλ ενώ έπαιζαν μπάλα
σε παραλία της Γάζας.

Να είναι που δεν υπήρχαν περισσότεροι τάφοι στη Γάζα,
και γι’ αυτό μας φέρατε στην παραλία να πεθάνουμε;

Να είναι που το να μας θάψετε κάτω από τα μπάζα των σπιτιών μας,
όπως τα ξαδέρφια, το μέλλον και τους θεούς μας,
θα ήταν υπερβολικά βαρετό;

Να είναι που τα νεκροταφεία μας χρειάζονται νεκροταφεία τα ίδια
και οι ταφόπλακές μας μια στέγη;

Να είναι που οι γονείς μας χρειάζονταν περισσότερο πόνο;

Ήμασταν μέλη στον άνεμο,
και η χαρά μας προσέκρουσε στην ακτή.
Με τη μπάλα ανάμεσα στα πόδια μας,
γίναμε μπάλα στα πόδια τους.
Κανένα μέρος να καταφύγουμε. Κανένας Μωυσής δεν πολιορκείται.
Τα κύματα ραμμένα σφιχτά, κεντημένα, υφασμένα,
αδιάβατα, αδιαχώριστα – το πέρασμα απίθανο.
Τον περισσότερο καιρό, θρηνούμε εκ των προτέρων.

Κοιτάξαμε ψηλά στα σύννεφα, βρεθήκαμε ψηλά στα σύννεφα.
Δύο ήλιους ξέρουμε εδώ: το φίλο της γης και το λευκό φώσφορο.
Δύο πράγματα ξέρουμε εδώ: το θάνατο και τις λιγοστές ανάσες πριν από αυτόν.

Τι να πεις σε εκείνα τα παιδιά που δε θα δουν την Ερυθρά θάλασσα να χωρίζει για χάρη τους εις δύο για να διαβούν;

~.~

Γέλιο                    

Στη μέση του πουθενά, τόσο μα τόσο μόνη.
Νίκι Μινάζ

Η Ατλάντα με δίδαξε ότι τα ποιήματα δεν είναι ξύλα ή τούβλα. Με τα ποιήματα δε χτίζεται σπίτι. Η Ατλάντα με δίδαξε ότι οι άνθρωποι θα επικροτούν τις σφαίρες που θα γαζώνουν ώς και τους ίδιους ακόμη, αρκεί οι πυροβολισμοί να είναι ρυθμικοί. Αυτό με δίδαξε πώς να κοιτάζω. Τρόποι υπάρχουν πολλοί να κοιτάζεις. Η αμφιβολία είναι ένας από αυτούς. Έμαθα ότι η επιτυχία είναι ζήτημα μαθηματικό και χρόνου παρελθοντικού. Τα συστήματα εδώ είναι φιδίσια. Με λέπια αστραφτερά. Έμαθα πώς να μετατρέπω μια μπανιέρα σε κρεβάτι. Η Ατλάντα με δίδαξε πώς να προλαβαίνω το τρένο, πώς να χάνω το τρένο, πώς να γίνομαι ο ίδιος τρένο. Η Ατλάντα με δίδαξε να μεταθέτω τον πανικό, να ελέγχω χώρους. Με δίδαξε πώς να γεμίζω τον εγκέφαλό μου με παγώνια. Πώς να μπλέκομαι αγέρωχος στον καβγά. Με δίδαξε πως το δολάριο αξίζει τριάμιση σεκέλ κι έχει άρωμα ασύγκριτο. Πως η ύψιστη μορφή ποίησης γράφεται από τις γυναίκες ράπερ. Πως τα λευκά κορίτσια είναι τα καλύτερα με διαφορά στις κλοπές καταστημάτων, για λόγους που μόνο η Ατλάντα ξέρει. Ξέρω πως οι κλοπές καταστημάτων είναι χρώματος γκρίζου. Η Ατλάντα μού έδειξε το πρώτο όχημα των γουρουνιών που είδα ποτέ να τυλίγεται στις φλόγες. Μαθαίνω πώς να ρίχνω κι άλλο λάδι στη φωτιά. Αυτή η πόλη παντρεύει τους μάρτυρές της και γιορτάζει την επιστροφή τους. Η Ατλάντα με δίδαξε ότι άλλο είναι ο χαιρετισμός στο χωλ και άλλο η φιλία. Η Ιερουσαλήμ με δίδαξε την αντοχή. Και η Ατλάντα μου τη δίδαξε, μα άλλου είδους. Τώρα μπορώ να μεταφέρω μια κηδεία επί σκηνής και να γελάω. Η γιαγιά μου με δίδαξε ότι αν δεν γελάμε, κλαίμε. Η Ατλάντα αυτό το γνώριζε.

~.~

Κουβεντούλα

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα ποιήματα που ξεκινούν με ένα «εκείνη»,
εκείνα τα ποιήματα που με το θέμα τους προσφέρουνε ψωμί κι αλάτι,
δισκία ιμπουπροφέν και δραμαμίνες
για τη ναυτία απ’ τον αέρα του Σεπτέμβρη
και τη ναυτία απ’ το πολύ G4S. [1]

Μου είπε ότι έμοιαζα να ’μαι απ’ την Ιερουσαλήμ
γιατί το πρόσωπό μου της θύμιζε εκείνα απ’ τις ειδήσεις.
Δεν άφησα να με προσβάλει η προσβολή. Ταλέντο,
της είπα. Αυτό που έχεις δει, είναι ταλέντο.

Είμαι από τη γη του Χριστού, γυναίκα, με τον σταυρό στον λαιμό.
Είμαι από τη γη που τσακίζεται κι εξοντώνεται από την εταιρεία όπου δουλεύεις.
Ξεστόμισα θύελλες κηρύσσοντάς της τον πόλεμο,
μα ποιον πόλεμο να κερδίσει, όταν τα μηνιαία έσοδά μας
είναι τα κατώτατα; Ποιον πόλεμο να κερδίσει, όταν η δυνατότητα επιλογής

εγκατέλειψε προ πολλού την εξίσωση και απ’ τα λαρρύγια μας έκλεψαν τη φωνή μας;
Βγαίνοντας απ’ το λαρύγγι της, ένας βήχας αποφεύγει τη συζήτηση.
Της φέρνω ένα-δυο χάπια, προσφέρω νερό,
ρωτάω για τη δαιδαλώδη διαδρομή της στη δουλειά με λεωφορεία και τρένα,
με τα δόντια να πονούν και τα πνευμόνια να ασθμαίνουν.

Μου μιλά για τη φιδίσια διαδρομή:
καμπυλωτή, επιμήκης, σαρκοβόρα. Ταλέντο,
της λέω, κι επαινώ τη μεταφορά της.
Απαντά πως την ποίηση την ξέρει σα συγγενή μακρινό.

«Πόσο απέχει η Παλαιστίνη;» ρωτά. Είναι δεκαπέντε ώρες με το αεροπλάνο,
μια ντουζίνα αναποφάσιστες αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, κάμποσα μαθήματα ιστορίας,
εκατό τόσα στρατιωτικά μπλόκα και υπερβολικό G4S που προκαλεί ασφυξία.

Το πέρασμα από εδώ εκεί, μπρος-πίσω ―
αυτό είναι ταλέντο,
λέει.

~.~

Η καλύτερη ατάκα όλων των εποχών

Τη Μεγάλη Βρετανία τη νικήσαμε. Θα σας νικήσουμε κι εσάς!
Ρίφκα Ελ-Κουρντ

Η Ρίφκα μού πήρε τις μολότοφ.
Αν δεν επρόκειτο για μεταφορά,
θα έκαναν καλό βάζο για τα γιασεμιά
ή καλή τζαζ το βράδυ στο τραπέζι,
όπου η επανάσταση ισούται με τη χαμηλωμένη ένταση της τηλεόρασης
ωστέ να είναι δυνατές οι συζητήσεις.

Με τα χρόνια τα δάχτυλά της λέπτυναν,
φλέβες σαν αγράμπελη.
Οι βεράντες απαιτούσαν λιγότερο περπάτημα
και η μπάμπω παράτησε το τηλεκοντρόλ.

Στην οθόνη, ο σείχης ψελλίζει διάφορα περί ανακουφίσεως.
Αυτή επακολουθεί της υπομονής.
Μετά την υπομονή, μόνο ο τάφος, λέει η μπάμπω.

Γιατί να νταντεύεις μια αιωνόβια γυναίκα,
όταν έχει ακόμη τις ατάκες της ακέραιες;

Η μητέρα μου
είναι το μπαστούνι της.
Όταν δεν πρόκειται για μεταφορά,
για μπαστούνι χρησιμοποιεί τη γωνία του κρεβατιού ή την αιχμή μιας φράσης.
Από φυσική και μυαλό, σκίζει.
Το μπαστούνι της δεν είναι ποτέ
μαγκούρα για ηλικιωμένους. Εκείνης,
που κάποτε γνώρισε πέπλα βιολετιά,
που κάποτε γνώρισε σύννεφα σαν χνούδι στα μαλλιά της,
δεν της αρμόζει να σκύψει το κεφάλι.
Πρόκειται όντως για πάλη,
τέσσερις τα χαράματα και οι γονείς μου κραυγάζουν νοσοκομεία.
Η μπάμπω έπεσε πάλι.

Εντάξει είναι. Alhamdulillah. Εκατό χρόνια
περπατά στο τεντωμένο σκοινί μεταξύ υπερηφάνειας κι αυτοσεβασμού.
Μεγάλωσα σε τσίρκο. Μεγάλωσα στα Επείγοντα
και ο θάνατος μετά τα Επείγοντα ήταν ασυνήθιστος,
γι’ αυτό και ποτέ δεν κράτησα την ανάσα ή κάποιο χέρι.
Η ελπίδα για μένα
συνιστούσε πάντοτε έκβαση συγκυριακή.
Η μπάμπω περπατά εύθραυστη.
Στη θεωρία, είναι ανάστημα όρθιο με πλάτη στητή.
Από εκείνην πήρα την καμπούρα
και την καμπούρα της.

Τον περασμένο Ιούλη με ρώτησε πώς θα επιστρέψουμε σπίτι.
Με τα ποδήλατα, της απάντησα γελώντας.
Εσύ να πάρεις το ποδήλατο, εγώ θα πάρω το άλογο.
Οι ατάκες της ακέραιες, το γελάκι της ακλόνητο.

Προσγράφω τη φαντασία στη μνήμη:
μολότοφ σε τσάντες χειρός μάρκας Φέντι,
φυλλάδια σε παπούτσια από πύθωνα,
μεταξωτά μαντήλια να μασκαρεύουν τη μανία
κι ένας εγγονός συνεπαρμένος και από τις δύο εξεγέρσεις.

Η μπάμπω θυμάται όσα πρέπει:
τουφέκια σε τσάντες με ρύζι,
κοιλιές ξεσκισμένες,
γυναίκες να συγχέουν τα μαξιλάρια με μωρά,
άντρες να διατρέχουν τους δρόμους σε κατάσταση συναγερμού,
γυναίκες με προσευχές που δεν εισακούονται απ’ τους θεούς,
άντρες ευνουχισμένους από το στάτους του πρόσφυγα.
Δε θυμάται το όνομά μου…
Η κακία μνημονεύεται ευκολότερα απ’ ό,τι το αίμα.
Εφτά δεκαετίες αργότερα, θυμάται
τι υπέστη η πατρίδα της την πρώτη φορά.

Οι πολιτικές πεποιθήσεις παραμένουν ακέραιες.
Επωδοί να φωτίζουν το υποσυνείδητό της.

Habibi; Γιατί είσαι στην Αμερική;
Σχολείο.
Ο θεός να σ’ έχει καλά! Ποιος Μοχάμεντ;
Γιατί Αμερική; Να προσέχεις! Πες τους:
«Η Αμερική είναι ο λόγος». Πες τους: «Πιείτε τη θάλασσα».
Άσ’ τους να καβαλήσουν και τα πιο ψηλά τους άλογα, άμα θέλουν.
Η Ιερουσαλήμ είναι δική μας.

Η καλύτερη ατάκα όλων των εποχών.


[1] Η εταιρεία G4S είναι πάροχος υπηρεσιών ασφαλείας με έντονη παρουσία στους κόλπους της κυβέρνησης του Ισραήλ, αναλαμβάνοντας εργολαβίες για τη λειτουργία φυλακών, κέντρων αστυνομικής εκπαίδευσης, σημείων ελέγχου και στρατιωτικών βάσεων. Παρόλο που οι εργολαβίες που αναλαμβάνει αφορούν την παροχή εξοπλισμού και υπηρεσιών στις φυλακές του Ισραήλ, το G4S εμπλέκεται ενεργά στην πολιτική μαζικής φυλάκισης που εφαρμόζει το Ισραήλ. Πολλά από τα 500-700 Παλαιστίνια παιδιά που συνελήφθησαν, κρατήθηκαν και δικάστηκαν από το Ισραήλ, κρατούνται σε φυλακές με πάροχο την εταιρεία G4S.

*

Πηγή: Mohammed el-Kurd, Rifqa, Haymarket Books, Chicago 2021

*

*